
Ο Γρηγόριος μεταμόρφωσε γραφές αρχαίες, ο Μιχαήλ εξ Ανατολής παλαιότερες, και ύστερον Αβερρόης ομοίως, και χρόνοι παρήλθαν αφ’ ότου η γραφή αυτή μετακόμισε εις άλλες, όπως του Φρανσίσκο Ισιδόρο Ασεβέδο, και αυτή εις άλλες, ώστε εν λογοτεχνία και ιστορία ουκ έσται Αρκαδία, ως αυθεντικό και αμόλυντο σύμβολο και παρθενική φαντασίωση, παρά λόγος εκ λόγου και εν λόγω, και εξ αυτού εκβλαστήματα και προσδοκώμενη γενική και πολύφωνος αρμονία. (σελ. 9)
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, εκτυλίσσεται η σύγκρουση του μοντερνισμού με τη νεωτερικότητα. Ο βασικός όρος της τελευταίας, η πρόοδος, μετατράπηκε, σύμφωνα με τον Στέφανο Ροζάνη, στον εφιάλτη της Ιστορίας. Επέβαλε, στην ουσία, μια σειρά από πλαστές ιστορικότητες, από ιδεολογικά φαντάσματα τροφοδοτούμενα από τον καρτεσιανό ενθουσιασμό (η τύχη των οστών του Καρτέσιου αποτελεί το αντικείμενο επεισοδίων της Προμηθέας). Φαντάσματα που οδήγησαν στον πρώτο και τον δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο. Οι μεγάλες, βέβαια, επαναστάσεις οι οποίες εγγράφονται εδώ δεν περιλαμβάνονται στη γραμμικότητα της βαρβαρότητας. Συνιστούν συμβάντα τα οποία τέμνουν λοξά την πραγματικότητα, κατευθύνοντας το βέλος του χρόνου σε ένα ριζικά αλλιώτικο «αλλού», το οποίο, αν και δεν υλοποιήθηκε, εμμένει ως το όντως παρελθόν. Στο πρώτο μέρος, η μετα-αφήγηση επικεντρώνεται στην πολιορκία του Λένινγκραντ, όπου σημειώνεται η σπουδαιότερη νίκη του μοντερνισμού επί της νεωτερικότητας, όταν το βράδυ της ενάτης Αυγούστου, του 1942, παρά την παγωνιά και την απόλυτη πείνα, που σκότωναν εκατοντάδες ανθρώπους καθημερινά, στην ασφυκτικά γεμάτη Μεγάλη Αίθουσα της Φιλαρμονικής, παίχτηκε η Εβδόμη Συμφωνία του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο του τελευταίου προστίθενται αυτοί των Έρνστ Τόλερ, Τζίγκα Βέρτοφ, Σεργκέι Αϊζενστάιν, Μαρίνας Τσβετάγιεβα, Άννας Αχμάτοβα, Κώστα Καρυωτάκη και άλλων ακόμη αντιπροσώπων του μοντέρνου. Συναντώνται, ωστόσο, και ο Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο και το κράτος του Φιούμε, ως μια αντίθετη ροπή, από αυτές που συνηθίζονται στο βιβλίο, η οποία συγχέει τα όρια μεταξύ νεωτερικότητας, φασισμού και μοντέρνου.
Μια ολιστική σύλληψη, λοιπόν, της κίνησης της πραγματικότητας, ώστε να καταδειχθούν οι ασύμβατες πορείες του μοντερνισμού και της νεωτερικότητας, προκειμένου να προβληθεί η αυτονομία της τέχνης. Μια αυτονομία, μέσω της οποίας, σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο Μάρκους Γκάμπριελ, ο άνθρωπος δρομολογεί την δική του αυτονόμηση.
Το μέσο του βιβλίου, χωρίς βέβαια τα όρια να είναι διακριτά, καταλαμβάνει ο έρωτας. Η δύναμη διάχυσης των πάντων μέσα στα πάντα. Η «συνουσία», με τη σημασία της συνύπαρξης των όντων σε ένα πρόσωπο. Η αρμονία του ετερόκλιτου. Ο έρωτας, λοιπόν, ως άρση της ετεροτοπίας, συνιστά τον ενδιάμεσο, ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος της Προμηθέας, τον καιρό της ανέχειας. Απολήξεις του πρώτου μέρους απλώνονται σε αυτό το ενδιάμεσο, όπως η κηδεία του Προκόφιεφ, στις 7 Μαρτίου του 1953, σχεδόν σε σύμπτωση, δηλαδή, με τον θάνατο του Στάλιν, ή το σχέδιο του σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε να γυρίσει σε ταινία την πολιορκία του Λένινγκραντ. Το δεύτερο μέρος, επίσης, προετοιμάζεται από πριν, όταν, στην αρχή του κεφαλαίου 7, γίνεται η αναφορά στην Πτώση του Τείχους, και ξετυλίγεται, κανονικότερα, από το κεφάλαιο 8 και εξής. Στον καιρό της ανέχειας συντελείται ο αργός θάνατος της νεωτερικότητας. Εδώ, παρελαύνει η σειρά των διαδοχικών κρίσεων, των τελευταίων δεκαετιών: Η οικονομική κρίση, η πείνα, το προσφυγικό-μεταναστευτικό κύμα, ο πόλεμος, η πανδημία (μέσα από τη διασκευή των σχετικών αποσπασμάτων του Θουκυδίδη), η οικολογική διασάλευση και τα επακόλουθά τους: η εξαθλίωση των ανθρώπων, η άρνησή τους να αναλάβουν τον ρόλο τους, ο καταλογισμός των ευθυνών αποκλειστικά στους ηγέτες τους, οι αυλικοί κακών ηγετών, η κατάληξη της τέχνης σε πολιτιστικό προϊόν, η μαζική εμφάνιση προζαϊκογράφων και ποιηματογράφων. Καθώς προχωρά όμως το δεύτερο μέρος, ξεχωρίζει το βασικό επίδικο, η δυτική δημοκρατία. Ο κοινοβουλευτισμός, το αντιπροσωπευτικό σύστημα ελέγχονται ως μια συνέπεια της μονολογικότητας περί προόδου. Και, αφού, από το ’89 και ύστερα, η βεβαιότητα της αέναης και απρόσκοπτης διαδρομής της προόδου εκπίπτει, το απότοκό της, η αστική δημοκρατία, απομένει εκκρεμές, αφήνοντας να διαφανούν τα ρήγματά του και να κριθούν οι προσχηματικές του σταθερές, από στοχαστές όπως ο Λουτσιάνο Κάνφορα. Έτσι, η δημοκρατία αποδεικνύεται μια ευρωπαϊκή ιδεολογία. Άγεται από άτομα του τύπου του δημοκράτορος. Συγχέεται, σκόπιμα, με την καπιταλιστική ελευθερία. Η ρητορική της αποδομείται. Υπογραμμίζεται ότι η εξουσία, στις σημερινές δημοκρατίες, στηρίζεται, στην πραγματικότητα, στον φόβο της ελευθερίας.
Δύο έννοιες καθορίζουν το τελευταίο κεφάλαιο και το Επίμετρο. Η μία επανέρχεται, αρκετές φορές, στην Προμηθέα. Πρόκειται για τη «χειραφέτηση», η οποία τίθεται σε αντιδιαστολή προς την «ελευθερία», η οποία, όπως σημειώθηκε, αποτελεί παραπλανητικό όρο. Η δεύτερη έννοια είναι η «αυτοπροσώπευση», που συναντάται στη σελίδα 146. Η αυτοπροσώπευση, όπου «έκαστος» πολίτης «εαυτού θεωρός καθίσταται», ανήκει στη στιγμή που ο λαός μετατρέπεται σε υποκείμενο της Ιστορίας. Όταν οι άνθρωποι, ατομικευμένα και συλλογικά, χαρακτηρίζονται από μια τέτοια υπερχρονική συνειδητότητα, ώστε μπορούν να κάνουν ένα άλμα, με το οποίο απαλείφουν τα καθιερωμένα σχήματα του χρόνου. Σε αυτό το σημείο του βιβλίου, λοιπόν, εντοπίζεται το πρόταγμα για την υπέρβαση της μετανεωτερικότητας αλλά και του μεταμοντέρνου και η προτύπωση της μορφής μιας πολυφωνικής κοινολέκτου, στο πλαίσιο της οποίας καταργείται ο διαχωρισμός της ποίησης από την Ιστορία.
Στο Επίμετρο, με πλάγιες αναφορές, παρουσιάζεται η πόλη των λειτουργών της τέχνης και της επανάστασης, όσων, άρα, συντονίστηκαν, συντονίζονται ή θα συντονίζονται στον ρυθμό του κόσμου. Ρυθμό, με βάση τον οποίο στήνεται το έπος της χειραφέτησης.
Η λόγια, βυζαντινότροπη γλώσσα αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό ύφος της Προμηθέας. Και το μεγαλύτερο κέρδος της συγγραφικής και θεωρητικής εμπειρίας του Κώστα Βούλγαρη. Το πιο συνειδητοποιημένο νεύμα του. Όμως τι αντιπροσωπεύει; Ποια η αιτία της διαμόρφωσής της ή ποια η προθετικότητα την οποία μπορεί να ενσωματώνει; Η αλήθεια είναι ότι, εάν κάποιος πέσει επάνω της, για πρώτη φορά, θα παραξενευτεί. Ιδιαίτερα, εάν αντιμετωπίσει αυτό το ύφος, στον υψηλότερο βαθμό του καθαρότητας. Γιατί πρέπει να εξηγήσουμε ότι η συγκεκριμένη ιδιόλεκτος έχει διάφορους ρόλους και αντίστοιχες βαθμίδες. Μπορεί, για παράδειγμα, να χρησιμεύει ως πρόλογος ή γέφυρα μεταξύ τμημάτων γραμμένων στη νεοελληνική. Μπορεί να δρομολογεί μια αναγωγή: Δηλαδή, να αποτυπώνει ένα γεγονός, αφού το έχει αποσπάσει από το χρονολογικό πλαίσιό του και τοποθετήσει σε ένα πιο μακρινό παρελθόν. Αλλά στο τελευταίο θα επανέλθω πιο κάτω, αναλυτικότερα. Η ιδιόλεκτος λοιπόν του Κώστα Βούλγαρη, στην πιο καθαρή μάλιστα βαθμίδα της, συνιστά για τον ανυποψίαστο αναγνώστη ή και κριτικό έναν γρίφο. Κατ’ αρχάς, φαίνεται να παραβιάζει τον βασικό επικοινωνιακό κανόνα ότι ένα μήνυμα πρέπει να μεταδίδεται μέσω ενός προσβάσιμου στον δέκτη κώδικα. Γιατί ακόμη και ένας φιλόλογος και γνώστης της αρχαίας ελληνικής δυσκολεύεται να παρακολουθήσει κάποια σημεία του κειμένου, πόσο μάλλον ένας οποιοσδήποτε άλλος αναγνώστης. Σε αυτά τα σημεία, το κείμενο μοιάζει να κάνει μια κίνηση προς τα πίσω, αφαιρώντας από το επικοινωνιακό τρίπτυχο πομπός – μήνυμα – δέκτης τον τρίτο παράγοντα, και να περιορίζεται σε μια στεγανή σφαίρα. Είναι όμως έτσι;
Σύμφωνα με τον Νίκλας Λούμαν, η λογοτεχνία συνιστά ένα αυτοποιητικό σύστημα, επειδή προκύπτει ως προϊόν της σύμπραξης των δικών της, αποκλειστικά, στοιχείων. Η κύρια λειτουργία της έγκειται στην επικοινωνία, κατά την οποία η κατανόηση δεν σχετίζεται με την ορθή πρόσληψη του μηνύματος αλλά, απλώς, με την επιβεβαίωση από τον δέκτη ότι ο πομπός έστειλε κάποιο μήνυμα. Εξετάζοντας την αφηγηματική σύνθεση Η Προμηθέα υπό το προηγούμενο πρίσμα, παρατηρούμε ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, εκεί που το λόγιο ύφος εμφανίζεται καθαρότατο, το νόημα υποχωρεί, ώστε ενισχύεται η καθαρή επικοινωνιακότητα. Αναδεικνύεται, δηλαδή, το γεγονός ότι από εδώ εκπέμπεται ένα μήνυμα, με στόχο όχι τη δημιουργία μιας συμβατικής επαφής με τον δέκτη αλλά την αποκατάσταση της χαμένης ουσιαστικής επαφής μαζί του. Κατά δεύτερον, τα κείμενα τα γραμμένα στο βυζαντινότροπο ύφος στήνονται επάνω σε ευδιάκριτα μοτίβα. Αναπτύσσονται βάσει σημασιολογικών σχημάτων, των οποίων αποτελούν παραφυάδες, παραλλαγές, επαναλήψεις, επεκτάσεις και ελλείψεις. Με άλλα λόγια, η ιδιόλεκτος του Κώστα Βούλγαρη επιμένει στη μορφή και κατατείνει στην καθαρή μορφή. Τόσο η μίμηση της γραφής του Μιχαήλ Ψελλού ή του Γρηγόριου Ναζιανζηνού και άλλων συγγραφέων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στην Patrologia Graeca, όσο και η διαμόρφωση ενός προσωπικού, εν τέλει, γλωσσικού συστήματος, βασισμένου στην όψιμη αρχαία ελληνική και την εκκλησιαστική και τη θύραθεν βυζαντινή γλώσσα, οδηγούν σε μια ιδιότυπη ανάγνωση, όπου ξεκινάς από τα οπτικά και ηχητικά μοτίβα των ανοίκειων λέξεων και φράσεων, για να προχωρήσεις στα σημασιολογικά μοτίβα και σχήματα. Είναι η ανοικείωση ο βασικός παράγοντας πριμοδότησης της μορφής.
Πρέπει, επιπλέον, στις λόγιες γραφές από όπου έλκει την καταγωγή της η συγκεκριμένη ιδιόλεκτος να συναριθμηθούν και οι καθαρεύουσες: αυτές του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου, οι οποίες προσδίδουν τον πρωτοποριακό και ριζοσπαστικό χαρακτήρα, αντίστοιχα, καθώς και εκείνη του Ροΐδη, που μεταφέρει εδώ την καυστικά κριτική της υπόσταση.
Αυτή την ιδιόλεκτο θα την προσδιορίσουμε ως «ιστοριογενή». Αφού προκύπτει από την καταβύθιση στην ιστορία της γλώσσας. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν τύπο έκφρασης ο οποίος, για να διαμορφωθεί, διαπερνά κάθετα τις γλωσσικές φάσεις της ελληνικής και, στη συνέχεια, αναδύεται και αποτυπώνεται, διατηρώντας ακέραιες την πολλαπλότητα και τη διαφορετικότητα αυτών των φάσεων. Έχουμε, άρα, εδώ ένα σύστημα του οποίου βασική παράμετρος είναι ο διαφορισμός. Ο τελευταίος έχει σχέση είτε με τις κάθε λογής μεταβολές τις οποίες έχει υποστεί μια λέξη, μέσα στον χρόνο, μεταβολές που τις διατηρεί, ενσωματώνοντάς τις, είτε με τη διαφορά μεταξύ των λέξεων, μέσα σε τούτα τα ιστοριογενή τους συμφραζόμενα, και των ίδιων λέξεων, μέσα σε κειμενικά συμφραζόμενα του παρόντος. Στην πρώτη περίπτωση, οι μεταβολές αφορούν κυρίως τον πληθυντικό των σημασιών οι οποίες εγγράφονται σε μια λέξη. Στη δεύτερη, η διαφορά αναδεικνύει μια μορφή η οποία υπερβαίνει την παροντικότητά μας.
Σε κάθε περίπτωση, το ιδίωμα του Κώστα Βούλγαρη αποτελεί ένα μπαχτινικό συγκρουσιακό πεδίο. Οι μεταβολές και οι διαφορές που συγκροτούν μια λέξη αντιπροσωπεύουν παράλληλες, διαγώνιες και αντίπαλες κινήσεις. Οι τελευταίες είναι οι σημαντικότερες, καθώς παράγουν αντίρροπους ρυθμούς και εναντιοδρομίες. Εναντιοδρομίες μονολόγων, οι οποίες εξασφαλίζουν τη διαλογικότητα. Έτσι, η υφολογική μορφή του μεγαλύτερου τμήματος της Προμηθέας αποδεικνύεται βυζαντινότροπη μόνο στην επιφάνειά της. Γιατί το πιο ουσιώδες έγκειται στο ότι ανοίγεται και αντιστοιχεί σε ένα σχήμα της Ιστορίας, το οποίο δεν μοιάζει καθόλου με το φαντασιακό γραμμικό προχώρημα της προόδου. Αντιθέτως, παρουσιάζει, διαρκώς, εναντιόδρομες τάσεις και προοπτικές, αντιφάσεις και κενά. Συνοψιστικά, αυτό το ιδίωμα μιμείται την Ιστορία, βυθιζόμενο, κατ’ αρχάς, στην Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Συνιστά μια ζώνη εξαίρεσης, για να θυμηθούμε τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν, μια ζώνη, δηλαδή, ταυτόχρονης συμπερίληψης και αποκλεισμού, καθώς, από τη μια, οι λέξεις οργανώνονται και διαρθρώνουν αυτό το σύστημα, ενώ, από την άλλη, βρίσκονται εκτός του σημερινού καθιερωμένου λόγου. Εντός, λοιπόν, της ζώνης εξαίρεσης διεξάγεται ο διαρκής εμφύλιος.
Στην ένσταση την οποία θα προέβαλλε κάποιος ότι, παρόλη την καταβύθιση στα διάφορα επίπεδα της ελληνικής γλώσσας, το ύφος αυτό εμμένει να είναι βυζαντινότροπο, να απαντήσουμε τα εξής: O συγκεκριμένος συγγραφέας έχει αξιοποιήσει, κατά καιρούς, πολλές από τις εκφάνσεις της προφορικής και της γραπτής ελληνικής. Βέβαια, το βυζαντινότροπο ιδίωμά του συνιστά την κυρίαρχη επιλογή, για δύο αιτίες: Πρώτα, και πάνω από όλα, ο Κώστας Βούλγαρης προσεγγίζει τις λέξεις όπως οι ομότεχνοί του, κατά την όψιμη αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο, προσέγγιζαν την κλασική αρχαία γλώσσα: Ως ένα έτερο, με ουσιοκρατική και, ταυτόχρονα, υλική διάσταση, αφού παρέπεμπε σε κάτι αυθεντικό και απομακρυσμένο από το σύγχρονό τους γλωσσικό δίκτυο, με συνέπεια να πριμοδοτείται ως προς τη γραπτή εικόνα του και την ηχητική και τη σημασιολογική εντύπωση που προκαλούσε. Η δεύτερη αιτία εντοπίζεται στο ότι τούτο το λόγιο ιδίωμα αποτελεί για τον Βούλγαρη ό,τι η Αλεξάνδρεια της ελληνιστικής εποχής για τον Καβάφη: έναν χωρόχρονο, όπου μεταφέρονται παλαιότερες και σύγχρονες σκηνές και πράξεις της Ιστορίας. Αναγόμενες οι σκηνές και οι πράξεις σε αυτόν τον χωρόχρονο, μετατρέπονται σε καθολικά παραδείγματα, ώστε καθένα τους αναφέρεται σε συγκεκριμένα, παρόμοια γεγονότα τα οποία εκτυλίχθηκαν σε διαφορετικά χρονολογικά πλαίσια. Λόγου χάρη, στο ξεκίνημα του κεφαλαίου 4, η βυζαντινότροπη περιγραφή της προετοιμασίας του εχθρικού στρατεύματος αναφέρεται μεν στη γερμανική επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, όμως ενέχει και οποιαδήποτε άλλη παρόμοια εκστρατεία. Η αποθέωση του έρωτα, μετά την ήττα του εχθρού, στην αρχή του πέμπτου κεφαλαίου, αναφέρεται στον Μάη του ’68, αλλά και στην καθολικότερη ερωτική ορμή η οποία διαδέχεται τον πόλεμο.
Αυτός ο τύπος χωρόχρονου, όπου βρίσκονται τα παραδείγματα συναφών γεγονότων από διαφορετικές εποχές, συνδέεται άμεσα με την εικόνα που έχει στον νου ο Κώστας Βούλγαρης για την Ιστορία. Ότι, δηλαδή, η τελευταία αποτελείται από χρονονησίδες, μέσα σε μια θάλασσα κενού. Από τόπους οι οποίοι αντιστοιχούν σε έμπλεες ουσίας στιγμές και περιβάλλονται από το πέλαγος μιας αλλοτριωτικής χρονικότητας, μιας φαινομενικής πρόσω πορείας. Αυτές οι χρονονησίδες, για τις οποίες γίνεται λόγος στο κλείσιμο της Προμηθέας –ενώ ήδη, κάποιες σελίδες πριν, το κείμενο κλιμακώνει την υπαινικτικότητα, την κρυπτικότητά του και λαμβάνει προφητικό τόνο– θεμελιώνονται επάνω στις εκδηλώσεις του συμβάντος, όταν η Ιστορία πραγματοποιεί τεράστια άλματα, όπως στην Αθήνα της αρχαίας δημοκρατίας, στο Παρίσι του 1789, στην Πετρούπολη, το 1917. Σε τέτοιες χρονονησίδες, η τέχνη και η Ιστορία συνοικούν. Συναντώνται τα συλλογικά υποκείμενα με τα πρόσωπα τα οποία προώθησαν την ιδέα και την πράξη της επανάστασης, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης εμπειρίας: ο Λένιν, ο Ροβεσπιέρος, ο Κάλας, ο Χάμετ, ο Τσε, ο Τζόυς, ο Σολωμός, ο Κολοκοτρώνης, ο Λόντον, η Λούξενμπουργκ, ο Γκράμσι, ο Νέγκρι, ο υποδιοικητής Μάρκος, ο Καβάφης, ο Εγγονόπουλος, ο Λάγιος, η Κούρση. Από τα παραπάνω, προβάλλεται η ώσμωση της τέχνης, της θεωρίας και της επιστήμης. Κατά δεύτερον, προκύπτει η αντίληψης μιας εμμένειας, η οποία καθιστά σύγχρονα και συγκοινωνούντα όχι μόνο απομακρυσμένα μεταξύ τους επεισόδια αλλά και πρόσωπα, λογοτέχνες και θεωρητικούς, που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, προκειμένου τόσο τα γεγονότα όσο και τα πρόσωπα να αναδυθούν στο παρόν μιας εξεγερσιακής συγκυρίας.
Η προηγούμενη αντίληψη υπαγορεύει τη στρατηγική του Κώστα Βούλγαρη, κατά τη διαμόρφωση των αφηγηματικών συνθέσεών του. Την πρακτική, λοιπόν, και κατά τη σύνθεση της Προμηθέας, συνιστά η διακειμενική αναχώνευση. Πέρα από τα τρία βασικά δικά του κείμενα, Το μεταχθές και το προαύριο, την Αυθάδεια λαγνεύουσα και το Στον καιρό της ανέχειας, των οποίων ενσωματώνονται μικρότερα ή μεγαλύτερα τμήματα, το βιβλίο απαρτίζεται από ένα πλήθος άλλων κειμένων. Όλα τους, ανεξαιρέτως, έχουν υποστεί τροποποιήσεις, προκειμένου τα συμφραζόμενα, συνολικά, να φωτιστούν με έναν καινούργιο τρόπο. Για το μεταμυθοπλαστικό αποτέλεσμα συνδυάζονται λογοτεχνικές και μη λογοτεχνικές εγγραφές. Στις τελευταίες ανήκουν αποσπάσματα από επιστημονικές εργασίες, θεωρητικά δοκίμια, κριτικές και τεκμήρια, όπως καταχωρήσεις εφημερίδων. Εδώ, η επινόηση αφορά, κυρίως, τον τρόπο της διακειμενικής παράταξης και αφομοίωσης. Η δε μυθοπλασία περιορίζεται σε επιμέρους σημεία. Παράλληλα όμως, ταυτίζεται με το σύνολο. Αυτή η μέθοδος σύνθεσης ίσως έχει κάτι δανειστεί από τον Νέο Ιστορικισμό, ο οποίος συχνά αναδεικνύει την αξία του ανέκδοτου, προκρίνει τη διαλογικότητα και συσχετίζει τη λογοτεχνία με τη μη λογοτεχνία της ίδιας περιόδου.
Τρία βιβλία, Οι εστέτ, Η αλήθεια, και Η Νικηταρού είναι τα πλέον κατάλληλα, για να κατατοπιστεί κάποιος σχετικά με το σε τι αποσκοπεί ο Κώστας Βούλγαρης και με το με ποιον τρόπο επιχειρεί να το πετύχει. Στην Αλήθεια, επισημαίνεται ότι το ιστοριογενές ιδίωμα των κειμένων του, μεταξύ άλλων, επέχει τον ρόλο μιας τελετής μετάβασης, για τον αναγνώστη, κατά την οποία σβήνεται, ως πρώτο βήμα, ο καθημερινός ορίζοντας προσδοκιών του (σελ. 82). Στο ίδιο βιβλίο, γίνεται εκτενής ανάλυση ενός εμβληματικού μεταμυθοπλαστικού αφηγήματος, της Συμαΐδος του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη, η οποία μιμείται, στη φόρμα και στη γλώσσα, ένα βυζαντινό χρονικό, ενσωματώνοντας πλήθος πλαστογραφημένων πηγών. Το απόσπασμα της Αλήθειας όπου ερμηνεύεται αυτό το αφήγημα ισοδυναμεί με ένα mise en abyme της Προμηθέας: «Όπως προκύπτει από τη σύλληψη και τα διακυβεύματα της Συμαΐδος, που συνοψίζει την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, την επιστημονική επανάσταση, το αίτημα της πλήρους δημοκρατίας, ο Σιμωνίδης έχει αίσθηση της ιστορικής στιγμής· προβάλλει, με απόλυτη συνείδηση, και τόσο πρώιμα, τις εγγενείς παθολογίες της αστικής νεωτερικότητας, αρθρώνοντας έναν κριτικό λόγο απέναντί της, σε μια ιστορική προοπτική» (σελ. 136-137).
Για όποιον μελετά το έργο του Κώστα Βούλγαρη, το σημαντικό είναι να ακολουθήσει έως το τέλος την καθοδήγησή του. Γιατί, παντού, στα κείμενά του, βρίσκεται ή λανθάνει μια μεταγλώσσα, η οποία εξηγεί, αποκρυπτογραφεί, υποδεικνύει. Εάν συμμορφωθείς σε αυτήν, θα φτάσεις μέχρι το απώτατο σημείο. Εκεί όπου θα υπερβείς τον συγγραφέα και τη μεταγλώσσα του. Τότε, θα διαπράξεις και εσύ το έγκλημα το οποίο πρώτος ο ίδιος διαπράττει: τον φόνο του –καμιά θέση εδώ για την αυτοκτονία. Όπως και στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη, ο συγγραφέας, συγχέεται με τον αντιγραφέα, με τον πλαστογράφο, ώσπου, εν τέλει, εξαλείφεται, μέσα στο δάνειο και μιμητικό ύφος του, και κανείς, πλέον, παράγοντας μεταφυσικός ή μυθολογικός (με τη σημασία που δίνει στη λέξη ο Ρολάν Μπαρτ) δεν καθορίζει το κείμενο. Απομένει μόνο του, χωρίς, βέβαια, να αναδεικνύεται ως κάτι ξεχωριστό, αφού προκαλεί την προσοχή στην κατασκευή του από συνάψεις και συρραφές κειμένων.
Για αυτόν τον συγγραφέα, ο οποίος ενορχηστρώνει τον θάνατό του, υπάρχει μια σημαντική ανταμοιβή: Φθάνει στη χειραφέτηση, μέσω της γραφής του –η οποία αναχώνευσε άλλες γραφές και πρόκειται και η ίδια να αναχωνευθεί από άλλες– πολιτογραφούμενος στην άχρονη και συγχρονική δημοκρατία της πόλεως των ιδεών, των τεχνών και των εστέτ. Έτσι, για την τελετή μετάβασης του αναγνώστη, προϋποτίθεται η τελετή μετάβασης και μετάστασης του συγγραφέα. Ο Κώστας Βούλγαρης δεν αποβλέπει, γράφοντας, σε τίποτα λιγότερο από όσα αντιπροσωπεύουν το όραμά του για την Ιστορία. Με τις εναντιοδρομίες και τη διαλογικότητά του, αποσκοπεί στη δημιουργία μιας τόσης έντασης, που να προκαλεί το συμβάν, στο επίπεδο της γλώσσας. Μια ριζικά καινοφανή κατάσταση της γλώσσας, η οποία δείχνει προς τη μεταβολή των πάντων. Και, πρώτα, του ίδιου.