Το μεγάλο μυστήριο του άλλου

Το μεγάλο μυστήριο του άλλου

Ευτυχία Παναγιώτου, «Μύθοι για το τέλος του κόσμου», Κέδρος 2023

Θα κά­νω μια, κά­πως, απροσ­δό­κη­τη αρ­χή, αφού θα ση­μειώ­σω, πρώ­τα, μια έλ­λει­ψη της συλ­λο­γής Μύ­θοι για το τέ­λος του κό­σμου της Ευ­τυ­χί­ας Πα­να­γιώ­του, προ­κει­μέ­νου να πε­ρά­σω, στη συ­νέ­χεια, σε μια σει­ρά θε­τι­κών επι­ση­μάν­σε­ων. Μέ­σα σε όσα δί­δα­ξε ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός συ­γκα­τα­λέ­γε­ται η δια­πί­στω­ση ότι η ποί­η­ση μπο­ρεί να εί­ναι χα­ρού­με­νη. Όχι για­τί μπο­ρεί να μι­λά για ευ­χά­ρι­στα πράγ­μα­τα αλ­λά για­τί μπο­ρεί να αντι­με­τω­πί­ζει, με χιου­μο­ρι­στι­κή, δια­λυ­τι­κά ει­ρω­νι­κή ή και παι­γνιώ­δη διά­θε­ση, όλα τα πράγ­μα­τα, ανά­με­σά τους την ήτ­τα, την απώ­λεια, τον θά­να­το. Αυ­τόν τον τύ­πο χα­ρού­με­νης ποί­η­σης, εδώ, δεν τον συ­να­ντώ. Η βα­σι­κή αι­τία εί­ναι ότι, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή, κυ­ριαρ­χεί η αί­σθη­ση του ορι­στι­κού και, επι­πλέ­ον, της επε­νέρ­γειας του κα­κού.
Μία άλ­λη αι­τία εντο­πί­ζε­ται στο γε­γο­νός ότι η ποι­η­τι­κή της Πα­να­γιώ­του δια­κρί­νε­ται για τη δια­κει­με­νι­κή δια­στρω­μά­τω­σή της: Οι στί­χοι κτί­ζο­νται επά­νω σε στί­χους που έχουν γρά­ψει άλ­λοι. Και προ­σο­χή, δεν ανα­φέ­ρο­μαι, εν προ­κει­μέ­νω, στο τέ­χνα­σμα βά­σει του οποί­ου συν­θέ­το­νται τα ποι­ή­μα­τα και για το οποίο θα μι­λή­σω πα­ρα­κά­τω. Εν­νοώ ότι οι στί­χοι της συλ­λο­γής προ­ϋ­πο­θέ­τουν, έτσι και αλ­λιώς, προ­γε­νέ­στε­ρους, ξέ­νους στί­χους, ακό­μη και όταν τού­το δεν ανα­φέ­ρε­ται ρη­τά ή δεν γί­νε­ται καν συ­νει­δη­τά. Για­τί βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε μια γρα­φή η οποία εκ­κι­νεί προς τα πί­σω, για να δια­σχί­σει τη γε­νε­α­λο­γι­κή της σει­ρά, κα­τευ­θυ­νό­με­νη, διαρ­κώς, προς τα ση­μεία της κα­τα­γω­γής της. Συ­νε­πώς, η ποι­η­τι­κή της Πα­να­γιώ­του ανά­γε­ται σε μια τέ­χνη του τέ­λους. Ξε­κι­νά από αυ­τό και κι­νεί­ται, αντί­στρο­φα, πί­σω στα κει­με­νι­κά ορό­ση­μα τα οποία την κα­θο­ρί­ζουν. Σω­στά, λοι­πόν, ο Χρή­στος Μαυ­ρής, στον ιστό­το­πο Ποιείν, ανα­δει­κνύ­ει την ελιο­τι­κή προ­ο­πτι­κή μέ­σα στην οποία εντάσ­σε­ται η συλ­λο­γή, και, ει­δι­κό­τε­ρα, τις απη­χή­σεις της Έρη­μης χώ­ρας. Όπως και στην τε­λευ­ταία, σκια­γρα­φεί­ται, και εδώ, ένας τό­πος σε μια χρο­νι­κή το­μή, στη λή­ξη μιας ιστο­ρι­κής φά­σης, από όπου ο ποι­η­τής δεν μπο­ρεί πα­ρά να στρέ­φε­ται προς το πα­ρελ­θόν και να προ­σφεύ­γει σε μια γρα­φή απο­τε­λού­με­νη από δια­κει­με­νι­κά στρώ­μα­τα. Με τη δια­φο­ρά ότι, εδώ, η προ­σφυ­γή, κα­θώς έχω ήδη πα­ρα­τη­ρή­σει, γί­νε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό ακού­σια.
Στο ηλε­κτρο­νι­κό Φilenews, η Ευ­τυ­χία Πα­να­γιώ­του ανα­φέ­ρει: «Το πρό­σω­πο στο βι­βλίο μου θη­σαυ­ρί­ζει, σαν τα­πει­νός συλ­λέ­κτης, κεί­με­να από δια­φο­ρε­τι­κές πη­γές (επι­γρα­φές, χει­ρό­γρα­φα, το δια­δί­κτυο), μαρ­τυ­ρί­ες αγνώ­στων για το τέ­λος του κό­σμου (τους). Συ­γκι­νη­μέ­νο από την ιστο­ρία του πό­νου που εκτυ­λίσ­σε­ται μπρο­στά του (τη φυ­λε­τι­κή και έμ­φυ­λη βία, την οι­κο­λο­γι­κή κα­τα­στρο­φή, ορα­τές και αό­ρα­τες εξου­σί­ες κ.ά.) αρ­χί­ζει να αντι­γρά­φει τα σπα­ράγ­μα­τα, να κρα­τά­ει ένα συλ­λο­γι­κό αρ­χείο. Η πρά­ξη όμως της πι­στής αντι­γρα­φής, που θα έφτα­νε να επι­κα­λε­στεί και το τέ­λος της αν­θρω­πό­τη­τας, δια­σα­λεύ­ε­ται από την επι­θυ­μία του ν’ αλ­λά­ξει τη ροή της αφή­γη­σης, να δια­σώ­σει τα σπά­νια ίχνη της αν­θρώ­πι­νης συ­νεί­δη­σης, όπως ρι­ζώ­νει συ­χνά στον ποι­η­τι­κό λό­γο. Άλ­λω­στε και η ποί­η­ση, ως μορ­φή επι­κοι­νω­νί­ας, μοιά­ζει με εί­δος υπό εξα­φά­νι­ση».
Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη, επο­μέ­νως, συλ­λο­γή, η Πα­να­γιώ­του χρη­σι­μο­ποιεί ένα κα­τα­στα­τι­κό της χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, τη δια­κει­με­νι­κά δια­στρω­μα­τω­μέ­νη γρα­φή, και ως τέ­χνα­σμα. Τα ποι­ή­μα­τα ανα­πτύσ­σο­νται με την πρό­φα­ση τό­σο της φι­λο­λο­γι­κής απο­κα­τά­στα­σης δια­φό­ρων κει­με­νι­κών πη­γών όσο και της από­κλι­σης από την αρ­χι­κή πρό­θε­ση. Η φι­λο­λο­γία με­τα­βαί­νει στην ποί­η­ση. Η αντι­γρα­φή των μαρ­τυ­ριών άγνω­στων αν­θρώ­πων για το τέ­λος του δι­κού τους κό­σμου δί­νει τη θέ­ση της στα ποι­ή­μα­τα, στα οποία δια­σώ­ζε­ται το αν­θρώ­πι­νο συ­νει­δη­σια­κό από­θε­μα. Στη σκη­νο­θέ­τη­ση της προ­σχη­μα­τι­κής φι­λο­λο­γι­κής ερ­γα­σί­ας συμ­βάλ­λουν το ει­σα­γω­γι­κό ση­μεί­ω­μα, ο πί­να­κας, στην αρ­χή της συλ­λο­γής, με τα χρη­σι­μο­ποιού­με­να σύμ­βο­λα απο­κα­τά­στα­σης, και οι «Αντη­χή­σεις», στο τέ­λος, δη­λα­δή οι δια­κει­με­νι­κές, κυ­ρί­ως, ση­μειώ­σεις.
Μια πρώ­τη θε­τι­κή συ­νέ­πεια του πα­ρα­πά­νω τε­χνά­σμα­τος συ­νι­στά η ανά­δει­ξη της δια­δι­κα­σί­ας της ποι­η­τι­κής σύν­θε­σης. Ου­σια­στι­κά, πα­ρα­κο­λου­θού­με το πώς στή­νε­ται ένα ποί­η­μα, το πό­σο αγω­νιώ­δης απο­δει­κνύ­ε­ται η αρ­τί­ω­σή του και το πώς αυ­τή, διαρ­κώς, ανα­βάλ­λε­ται από σβη­σί­μα­τα και δεύ­τε­ρες εκ­δο­χές. Ώσπου, εν τέ­λει, το ποί­η­μα ολο­κλη­ρώ­νε­ται, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας, ανα­γκα­στι­κά, «το τέ­λειο κε­νό της γλώσ­σας» (βλ. σελ. 57). Ένα ει­δι­κό­τε­ρο στοι­χείο, το οποίο ανα­δει­κνύ­ε­ται, εί­ναι η αξία της λε­πτο­μέ­ρειας, η βα­ρύ­τη­τα την οποία έχει, για τη σύν­θε­ση, και η πα­ρα­μι­κρό­τε­ρη αλ­λα­γή.

Δεν ακού­ει κα­νείς τα τε­λευ­ταία σου λό­για.

Εκ­πέ­μπουν προς τα μέ­σα,
σε τυ­χαία σει­ρά οι φθόγ­γοι και οι λέ­ξεις,
ραμ­μέ­να με κλω­στή πε­ρι­φρο­νη­μέ­νων ονεί­ρων.

Ό,τι ατό­φιο υπάρ­χει
εί­ναι απορ­ρυθ­μι­σμέ­νο.

Αν κά­νεις τα λό­για ει­κό­να,

οφεί­λουν να θυ­μί­ζουν
ακό­μα εσέ­να και τον άλ­λο,
δη­λα­δή τον άν­θρω­πο – κά­τι πια σπα­σμέ­νο,
και πά­ντα με την ευ­ρυ­χω­ρία των αι­σθη­μά­των
και των ευ­γε­νών τρό­πων.

Κά­νε μας ξα­νά ει­κό­να. […]

(«Βίος»)

Τη δεύ­τε­ρη και πιο ση­μα­ντι­κή θε­τι­κή συ­νέ­πεια του τε­χνά­σμα­τος της αντι­γρα­φής και της φι­λο­λο­γι­κής απο­κα­τά­στα­σης απο­τε­λεί το γε­γο­νός ότι η ποί­η­ση, εδώ, αντι­προ­σω­πεύ­ει το κεί­με­νο του άλ­λου. Με το προη­γού­με­νο δεν εν­νοώ, απλώς, ότι επι­στρα­τεύ­ε­ται μια επι­νό­η­ση, με σκο­πό να απο­στα­σιο­ποι­η­θεί το ποί­η­μα από τον δη­μιουρ­γό του. Θέ­λω να πω ότι συ­ντε­λεί­ται η απο­ϋ­πο­κει­με­νο­ποί­η­ση του εν­δο­κει­με­νι­κού εαυ­τού. Το ποι­η­τι­κό εγώ κα­τα­λή­γει έξω από την αυ­το­βιο­γρά­φη­ση, σε μια απροσ­διό­ρι­στη κα­τά­στα­ση διε­πό­με­νη από τους νό­μους της ετε­ρό­τη­τας. Στους τε­λευ­ταί­ους οφεί­λε­ται και η κρυ­πτι­κό­τη­τα της συλ­λο­γής, την οποία δια­πί­στω­σαν κά­ποιοι κρι­τι­κοί. Εί­ναι η ετε­ρό­τη­τα και η συ­να­κό­λου­θή της τυ­χαιό­τη­τα που εμπο­δί­ζουν, σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις, την πρό­σβα­ση.
Έτσι, ενώ οι Μύ­θοι για το τέ­λος του κό­σμου προ­βάλ­λουν ως πε­δίο ανα­φο­ράς μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η οποία εκλεί­πει, στην ου­σία, ανά­γο­νται στη χώ­ρα των άλ­λων, οι οποί­οι υπο­φέ­ρουν, βα­σα­νί­ζο­νται, φο­νεύ­ο­νται με φρι­κτό τρό­πο, αλ­λά και οι οποί­οι νοιά­ζο­νται, αγα­πούν και κά­νουν έρω­τα και ποί­η­ση. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο, άρα, αφο­ρά τη μυ­θο­λο­γία για το με­γά­λο μυ­στή­ριο του άλ­λου. Ένα μυ­στή­ριο, χά­ρη στο οποίο η αν­θρω­πό­τη­τα συ­νε­χί­ζει, ξε­γε­λώ­ντας τη νο­μο­τε­λεια­κό­τη­τα της Ιστο­ρί­ας. Ο άλ­λος ταυ­τί­ζε­ται με το συμ­βάν, το οποίο ξε­σπά απρό­κλη­τα και απροσ­δό­κη­τα, ανα­τρέ­πο­ντας τα πά­ντα, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης κά­θε εί­δους εξου­σί­ας. Γι’ αυ­τό και η ποί­η­ση, εδώ, υπο­νο­μεύ­ει το ίδιο της το κα­θε­στώς, αρ­νού­με­νη την εξου­σία της.
Θα υπο­γραμ­μί­σω, κλεί­νο­ντας, ένα επι­πλέ­ον ση­μα­ντι­κό στοι­χείο, το οποίο απορ­ρέ­ει από την προ­θε­τι­κό­τη­τα της συλ­λο­γής. Βρι­σκό­μα­στε σε μια πε­ρί­ο­δο, κα­τά την οποία οι αφη­γή­σεις των μέ­σων της ενη­μέ­ρω­σης συ­ντη­ρούν ένα δυ­στο­πι­κό κλί­μα. Αφορ­μώ­νται από πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα, τα οποία, όμως, ερ­γα­λειο­ποιούν, επι­διώ­κο­ντας την επι­τε­λε­στι­κό­τη­τα: τη με­τα­τρο­πή του μι­ντια­κού λό­γου τους σε μια υπαρ­κτή και τρο­μα­κτι­κή συ­γκυ­ρία. Αυ­τό απο­δει­κνύ­ει την ανα­γκαιό­τη­τα μιας ποί­η­σης, όπως της Ευ­τυ­χί­ας Πα­να­γιώ­του, η οποία ανοί­γει τον αυ­θε­ντι­κό διά­λο­γο για την κα­κο­ποί­η­ση, τις γυ­ναι­κο­κτο­νί­ες, την οι­κο­λο­γι­κή κα­τα­στρο­φή, τις υπερ­βο­λές μιας αυ­ταρ­χι­κής με­τα­δη­μο­κρα­τί­ας και με­ρι­μνά, όντως, για τα θύ­μα­τα. Η ποι­η­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση απο­δί­δει στα γε­γο­νό­τα της βί­ας και της κα­τα­στρο­φής τις αλη­θι­νές τους δια­στά­σεις, αί­ρο­ντας την επι­τε­λε­στι­κή λει­τουρ­γία των μέ­σων της ενη­μέ­ρω­σης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: