Σώμα που δεν ανήκει σε κανένα

Στο γραφείο της (Αρχείο Γιάννη Στεφανάκι)
Στο γραφείο της (Αρχείο Γιάννη Στεφανάκι)

Υπάρ­χει ένα γνώ­ρι­σμα της ποί­η­σης της Κα­τε­ρί­νας Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, το οποίο έχει προ πολ­λού ανα­δει­χθεί από τη σχε­τι­κή έρευ­να. Από το συ­γκε­κρι­μέ­νο γνώ­ρι­σμα θα απο­μο­νω­θεί πιο κά­τω μία ιδιό­τη­τα, ώστε να πα­ρα­κο­λου­θη­θούν οι απροσ­δό­κη­τες συ­νέ­πειές της.

Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμα τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.

«Το σώ­μα εί­ναι η Νί­κη και η Ήτ­τα των ονεί­ρων», το ποί­η­μα από τη συλ­λο­γή Μα­γδα­λη­νή, το με­γά­λο θη­λα­στι­κό, του 1974, αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα εγκώ­μιο και ένα από­γειο. Απο­τε­λεί την πλή­ρη κα­τά­φα­ση στη σω­μα­τι­κό­τη­τα κα­θι­στώ­ντας την αφε­τη­ρια­κό ση­μείο από όπου ξε­κι­νά να απλώ­νε­ται και να ορ­γα­νώ­νε­ται η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

[...] οι κυκλικές σκηνές
των σπλάχνων
η υψηλή τραγωδία
του λαιμού
το μέσα της σήψης
το έξω της επιβίωσης [...]

Όμως στα «Έντε­ρα και τα άλ­λα», για πα­ρά­δειγ­μα, από τον Θρί­αμ­βο της στα­θε­ρής απώ­λειας, του 1978, απο­δει­κνύ­ε­ται πό­σο η πρω­το­κα­θε­δρία του σώ­μα­τος και μά­λι­στα του ερω­τι­κού συ­νε­πά­γε­ται την πρό­τα­ξη της φθο­ράς και της θνη­τό­τη­τας. Εδώ δια­φαί­νε­ται ήδη το πρό­βλη­μα το οποίο ανα­κύ­πτει πά­ντο­τε όταν σε ένα ποι­η­τι­κό σύ­στη­μα επι­λέ­γε­ται αυ­τό το οποίο κα­τε­ξο­χήν πά­σχει και φθί­νει ως βα­σι­κός δί­αυ­λος επα­φής με τον κό­σμο.

[...] Το θέμα είναι ένα:
το προσωπικό σώμα
κι ο απρόσωπος χαμός του.

Οι τρεις κα­τα­λη­κτι­κοί στί­χοι στο «Φά­νη­κε και από άλ­λα ποι­ή­μα­τα», από τη συλ­λο­γή Ωραία έρη­μος η σάρ­κα, του 1996, προ­βάλ­λουν κα­θα­ρό­τε­ρα το πρό­βλη­μα: Αφού το προ­σω­πι­κό σώ­μα υπό­κει­ται κά­θε στιγ­μή στην πα­ρακ­μή και στην αντί­στρο­φη μέ­τρη­ση μέ­χρι την ορι­στι­κή απώ­λεια, αφού δη­λα­δή συ­νυ­πάρ­χει με την εξά­λει­ψη του προ­σώ­που, απο­βαί­νει και αυ­τό απρό­σω­πο. Πρό­κει­ται για το συ­μπέ­ρα­σμα ότι το εγώ και το σώ­μα συ­νι­στούν δύο δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα. Συ­μπέ­ρα­σμα το οποίο γί­νε­ται συ­νή­θως κα­θο­λι­κό­τε­ρα απο­δε­κτό στις πε­ρι­πτώ­σεις όπου ο άν­θρω­πος πα­ρα­δί­δε­ται στο έλε­ος της αρ­ρώ­στιας και των ια­τρών ή σε άλ­λου εί­δους εξου­σί­ες.
Η αντι­φα­τι­κή κα­τά­στα­ση του σώ­μα­τος, οι αλ­λη­λο­α­ναι­ρού­με­νες ταυ­τό­τη­τα και ετε­ρό­τη­τά του, θέ­τουν υπό αμ­φι­σβή­τη­ση ένα άλ­λο στοι­χείο το οποίο έχει από την κρι­τι­κή συν­δε­θεί με την ποί­η­ση της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, το βί­ω­μα. Η αυ­θε­ντι­κό­τη­τα του βιώ­μα­τος δεν μπο­ρεί να υφί­στα­ται μέ­σα από ένα απο­προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νο σώ­μα. Τα κα­τα­γε­γραμ­μέ­να στα ποι­ή­μα­τα στιγ­μιό­τυ­πα της ζω­ής, τα επάλ­λη­λα εδώ και τώ­ρα ως το στίγ­μα και οι εμπει­ρί­ες, οι ερω­τι­κές και οι άλ­λες, μί­ας ορι­σμέ­νης πα­ρου­σί­ας, μέ­νουν εν τέ­λει εκ­κρε­μή, συ­γκε­ντρώ­νο­νται σε ένα ανε­ντό­πι­στο πε­δίο ανα­φο­ράς.

Όλα του σώματος χάνουν το νόημά τους
ενώ του δέντρου το άνθος πάντα κάτι σημαίνει·
επιμένει ν’ ανοίγει και στη γη να πέφτει
χωρίς να περιμένει προσωπικές απολαβές
χωρίς να λογαριάζει τι λειψή αθανασία
είναι ο καρπός…

[...] Α! πότε η φυλλοβόλα ομορφιά
θα μου επιβληθεί τελειωτικά
πότε θα μάθω ότι η φύση όλη
είναι έρωτας;

Εάν το σώ­μα σου δεν εί­σαι εσύ, κα­θώς σε μία βα­θιά υπαρ­ξια­κή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση κα­τα­λα­βαί­νεις ότι προ­χω­ρη­τι­κά κα­τα­λαμ­βά­νε­σαι από τον θά­να­το, τό­τε με­τα­ξύ των ελά­χι­στων δρό­μων κα­τα­φυ­γής οι οποί­οι σου ανοί­γο­νται βρί­σκε­ται και η ανα­νε­ού­με­νη υλι­κό­τη­τα της Φύ­σης. Έτσι, στο πα­ρα­τι­θέ­με­νο πιο πά­νω ποί­η­μα με τον τί­τλο «Το άν­θος δι­δά­σκει», για πα­ρά­δειγ­μα, από τη συλ­λο­γή Η ύλη μό­νη, του 2001, γί­νε­ται η στρο­φή στον φυ­σι­κό κό­σμο, ο οποί­ος χά­ρη στην επο­χι­κή ανα­γέν­νη­σή του εξα­σφα­λί­ζει αυ­τό που απο­τε­λεί τη με­γά­λη επι­θυ­μία κά­θε σώ­μα­τος, την αθα­να­σία. Η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ εί­ναι η αδιάλ­λα­κτη λά­τρις της σάρ­κας και, επει­δή η σάρ­κα νο­σεί και γερ­νά, με­τα­θέ­τει τη λα­τρεία της στη Φύ­ση, ανά­γο­ντάς την σε με­τα­φο­ρά του τέ­λειου αν­θρώ­πι­νου και ερω­τι­κού σώ­μα­τος.
Πριν από τη στρο­φή στον φυ­σι­κό κό­σμο ο ερα­στής και η ερω­τι­κή πρά­ξη ανα­λάμ­βα­ναν έναν σπου­δαίο ρό­λο σε αυ­τή την ποί­η­ση. Συ­χνά ο ερα­στής το­πο­θε­τεί­ται σε υψη­λό επί­πε­δο αρ­τιό­τη­τας. Συ­χνό­τε­ρα η ερω­τι­κή πρά­ξη συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει όλα τα θνη­σι­μαία κα­τη­γο­ρή­μα­τα της ύπαρ­ξης. Το πρώ­το δεν αναι­ρεί το δεύ­τε­ρο. Ο ερα­στής εί­ναι το έτε­ρο, το σώ­μα το οποίο συ­νι­στά μία από­πει­ρα διόρ­θω­σης του ελ­λειμ­μα­τι­κού σώ­μα­τος που τον επι­θυ­μεί, μία προ­σπά­θεια απά­λει­ψης όλων των μειο­νε­κτη­μά­των του τε­λευ­ταί­ου. Η ερω­τι­κή πρά­ξη, πά­λι, ισο­δυ­να­μεί με την εκ­μη­δέ­νι­ση, ώστε εξαι­τί­ας της συ­ντε­λεί­ται η απο­προ­σω­πο­ποί­η­ση, το σβή­σι­μο του υπο­κει­μέ­νου:

Αλ­λά η δύ­να­μη… Τι λέω δύ­να­μη… η βία. Η βία κι η εκ­μη­δέ­νι­ση του άλ­λου εί­ναι ίδια. Η εκ­μη­δέ­νι­ση. («Το πλα­στι­κό πράγ­μα», Ενά­ντιος έρω­τας, 1982)

Πρό­κει­ται τώ­ρα για τις πε­ρι­πτώ­σεις όπου απο­δει­κνύ­ε­ται ότι το εγώ και το σώ­μα συ­νι­στούν δύο δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα, όχι επει­δή ο άν­θρω­πος πα­ρα­δί­δε­ται στο έλε­ος κά­ποιας εξου­σί­ας, όπως ση­μειώ­θη­κε πιο πά­νω, αλ­λά επει­δή πα­ρα­δί­δε­ται στο «αντί­θε­το του αλη­θι­νού», στον έρω­τα, και στα «σο­φά συ­μπε­ρά­σμα­τα της σάρ­κας», σύμ­φω­να με τη δια­τύ­πω­ση σε ένα ποί­η­μα με απο­λο­γι­στι­κή διά­θε­ση, τις «Υπαρ­ξια­κές ερω­τα­πο­κρί­σεις», από την Ανο­ρε­ξία της ύπαρ­ξης, του 2011.
Το σώ­μα, λοι­πόν, στο ποι­η­τι­κό έρ­γο της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ αντι­προ­σω­πεύ­ει έναν κα­θο­ρι­στι­κό πα­ρά­γο­ντα απο­προ­σω­πο­ποί­η­σης. Συ­να­κό­λου­θα, δρο­μο­λο­γεί­ται η κα­τ’ εξα­κο­λού­θη­ση με­τα­τρο­πή του σε αντι­κεί­με­νο, η υλι­κο­ποί­η­σή του μέ­χρι τον βαθ­μό τή­ξης του υλι­κού στο οποίο με­τα­τρέ­πε­ται. Όμως η ιδιό­τη­τά του να απα­λεί­φει το πρό­σω­πο, να κα­ταρ­γεί την ταυ­τό­τη­τα μέ­σω της ετε­ρό­τη­τας, το συ­ναρ­τά με το κα­τε­ξο­χήν απο­προ­σω­πο­ποι­η­τι­κό όρ­γα­νο, τον λό­γο.
Για τον Michel Foucault, στην Αρ­χαιο­λο­γία της γνώ­σης, τη βα­σι­κή λει­τουρ­γία της γλώσ­σας δεν απο­τε­λεί η ανα­πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα. Ο λό­γος δεν ανα­φέ­ρε­ται στα πράγ­μα­τα ού­τε τα πε­ρι­γρά­φει. Αντί­θε­τα, αντι­στοι­χεί στο εκά­στο­τε ιστο­ρι­κό πλαί­σιο όπου τα πράγ­μα­τα μπο­ρούν να υφί­στα­νται με μία ορι­σμέ­νη ορ­γά­νω­ση και πε­ριε­χό­με­νο. Στα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να αυ­τό δια­κρί­νε­ται κα­θα­ρό­τε­ρα, επει­δή κα­τα­σκευά­ζουν μία ανα­φο­ρι­κό­τη­τα ακό­μη και χω­ρίς κα­νέ­να πραγ­μα­τι­κό αντι­κεί­με­νο ανα­φο­ράς. Δη­λα­δή, σύμ­φω­να με τον Foucault, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην οποία ανα­φέ­ρε­ται ο λό­γος δεν προη­γεί­ται αλ­λά συ­μπί­πτει με το δί­κτυό του.
Η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ εί­ναι πο­λύ προ­σκολ­λη­μέ­νη στην από­δο­ση της εμπει­ρί­ας, ώστε δεν ανα­γνω­ρί­ζει τη από­λυ­τη συ­νάρ­τη­ση του σώ­μα­τος με τη γλώσ­σα. Επι­χει­ρεί συ­νε­χώς να με­τα­βάλ­λει την ποί­η­σή της σε μία σει­ρά απο­λή­ξε­ων των επει­σο­δί­ων του βί­ου της. Ανή­κει στους ποι­η­τές οι οποί­οι ζουν γρά­φο­ντας και κά­νο­ντάς το δια­τη­ρούν τη ψευ­δαί­σθη­ση πως γρά­φουν για τη ζωή τους. Όμως η συ­νερ­γία του σώ­μα­τος με τη γλώσ­σα και η εν τέ­λει ανα­γω­γή του πρώ­του στη δεύ­τε­ρη έχουν το αντί­θε­το απο­τέ­λε­σμα: Η ποί­η­ση δεν μπο­ρεί να πα­ρα­πέμ­ψει στην πε­ριο­χή της πραγ­μα­τι­κού και ατο­μι­κευ­μέ­νου βιώ­μα­τος. Κα­τα­σκευά­ζει εκ νέ­ου μία ανα­φο­ρι­κό­τη­τα η οποία πε­ρι­λαμ­βά­νει σύμ­με­τρα προς το βί­ω­μα και κα­θο­λι­κευ­μέ­να γε­γο­νό­τα. Έτσι, δη­μιουρ­γεί­ται το ανα­φο­ρι­κό πε­δίο μί­ας ανε­ντό­πι­στης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Γι’ αυ­τό η ποί­η­ση της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ συ­νι­στά τη ψευ­δαι­σθη­τι­κή αφή­γη­ση των πε­ρι­πε­τειών του προ­σω­πι­κού σώ­μα­τος και, ταυ­τό­χρο­να, τη νη­φά­λια απο­τύ­πω­ση της με­τα­βο­λής του σε ένα μο­ντερ­νι­στι­κό αντι­κεί­με­νο, ένα εντυ­πω­σια­κό και πα­ρά­δο­ξο γλυ­πτό φτιαγ­μέ­νο απο­κλει­στι­κά από τον λό­γο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: