Γεωμετρικοί τόποι ζώων στο ποιητικό τοπίο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

το το­πίο να δω σαν κέ­ντρο του κό­σμου
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
«Το άν­θος δι­δά­σκει», [Η ύλη μό­νη] 2001

Πολ­λές οι επι­λο­γές όταν εστιά­ζεις σε ολό­κλη­ρο το ποι­η­τι­κό έρ­γο της Κα­τε­ρί­νας Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ (Κ.Α.Ρ. στη συ­νέ­χεια), ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρες αν έχεις την ευ­χέ­ρεια να δια­λέ­ξεις ελεύ­θε­ρα το τι θα γρά­ψεις, αλ­λά δύ­σκο­λη η από­φα­ση, για­τί τα ζη­τή­μα­τα ου­σί­ας με τα οποία κα­τα­πιά­νε­ται εί­ναι πολ­λά. Ο έρω­τας στην ποί­η­σή της; Η μο­να­ξιά; Το Αν­δρι­κό Σώ­μα μέ­σα στο Ποι­η­τι­κό της Σώ­μα; Η με­λαγ­χο­λία; Η λύ­πη; Το φως; Η ελ­πί­δα; Το πα­ρά­πο­νο; Η δι­καιο­σύ­νη; Η ανη­μπό­ρια; Αλ­λά και στη γρα­φή της, ας μην πε­ρά­σει απα­ρα­τή­ρη­τη η συ­νει­δη­τή της επι­λο­γή να χρη­σι­μο­ποιεί το μο­νο­το­νι­κό στα βι­βλία της με­τά από την κα­θιέ­ρω­σή του.
Με­λε­τώ­ντας από την αρ­χή ξα­νά το σύ­νο­λο του έρ­γου της, το έν­στι­κτό μου με οδή­γη­σε σε ένα εντε­λώς ιδιαί­τε­ρο πε­δίο, το οποίο ξάφ­νια­σε και μέ­να, πα­ρό­λο που ήταν μπρο­στά στα μά­τια μου εδώ και χρό­νια. Σκε­φτό­μουν πώς ένας τό­σο δρα­στή­ριος άν­θρω­πος, με ανε­ξά­ντλη­το κέ­φι για δρά­ση, για ζωή, για εμπει­ρί­ες κά­θε εί­δους (σω­μα­τι­κές, γνω­σια­κές, νοη­τι­κές, γρα­φής, κ.α.) θα μπο­ρού­σε να αντέ­ξει το βά­ρος μί­ας εκ γε­νε­τής σω­μα­τι­κής ανα­πη­ρί­ας-ει­δι­κής ανά­γκης-ανη­μπό­ριας, χω­ρίς να χά­σει την αγά­πη. Για­τί στην ου­σία, δεν θα μπο­ρεί να χα­ρεί ανε­μπό­δι­στα πολ­λές από τις χα­ρές της ζω­ής. Του επι­βάλ­λε­ται δια βί­ου στέ­ρη­ση ελευ­θε­ρί­ας. Εξάρ­τη­ση. Διά στό­μα­τος ιδί­ας:

Τώ­ρα ξέ­ρω πως η εξάρ­τη­ση εί­ναι η πιο ανί­α­τη ανα­πη­ρία.
Αιχ­μα­λω­σία, των αντι­θέ­των διά­λο­γοι με τον ανή­λεο χρό­νο, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη 2018

Εξάρ­τη­ση ήτοι μαρ­τύ­ριο. Χώ­ρια τα ανα­πά­ντη­τα. Αν τα πράγ­μα­τα ήταν αλ­λιώς; Για­τί άρα­γε να έγι­ναν έτσι; Για­τί έλα­χε σε εκεί­νη; Για­τί η ια­τρι­κή δεν προ­ό­δευ­σε τό­σο ώστε να προ­λά­βει την απο­κα­τά­στα­ση; Πό­σοι άν­θρω­ποι έφυ­γαν ή έζη­σαν μία στε­ρη­μέ­νη ελευ­θε­ρί­ας ζωή, διό­τι δεν πρό­λα­βαν τις ια­τρι­κές εξε­λί­ξεις; Πέ­ρα από αυ­τό, πώς μια σω­μα­τι­κή «δυ­σκο­λία» επη­ρε­ά­ζει τον ψυ­χι­σμό, τη νό­η­ση, το όλον; Πώς η στο ασυ­νεί­δη­το κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρία έρ­χε­ται απρό­σκλη­τη στην επι­φά­νεια και πα­ρά­γει πό­νο; Σκέ­φτη­κε πο­τέ κα­νείς ότι ο πό­νος της Κ.Α.Ρ. ήταν διαρ­κής; Ότι ακό­μα και όταν πλη­σί­α­ζε στο 100% της χα­ράς, η στο βά­θος του υπο­συ­νει­δή­του της υπο­βό­σκου­σα υπό­μνη­ση «ανα­πη­ρί­ας» ή «ει­δι­κής ανά­γκης» ή «ανη­μπό­ριας» μπο­ρεί να δυ­σκό­λευε τα πράγ­μα­τα; Δεν εί­ναι άθλος το να δια­τη­ρή­σεις την Αγά­πη μέ­σα σου, όπως εκεί­νη και να απο­φύ­γεις τις πα­γί­δες του φθό­νου, της μο­χθη­ρί­ας, του μί­σους, της κα­κί­ας, της εκ­δί­κη­σης;
Αυ­τό που μου κί­νη­σε το εν­δια­φέ­ρον ήταν η αγά­πη της για τα ζώα και η επα­κό­λου­θη αυ­τής ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση μα­ζί τους, οι ικα­νό­τη­τες επι­κοι­νω­νί­ας, διαί­σθη­σης ως και εν­συ­ναί­σθη­σης ακό­μη που εί­χε ανα­πτύ­ξει, βοη­θού­με­νη πι­θα­νό­τα­τα από την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της κα­τά­στα­σής της, με κα­τα­λύ­τη την αγά­πη της για τη ζωή, σε μία προ­σπά­θεια να κα­τα­νο­ή­σει τους μη­χα­νι­σμούς της φύ­σης, τους άλ­λους ορ­γα­νι­σμούς που ζουν σε αυ­τή, το κοι­νά ση­μεία και τις δια­φο­ρές, ώστε μέ­σα από συ­γκρι­τι­κές λει­τουρ­γί­ες ή από­πει­ρες ταύ­τι­σης να εν­σω­μα­τω­θεί στο όλον, να συμ­φι­λιω­θεί με την ίδια την κα­τά­στα­σή της, να την απο­δε­χτεί και εν τέ­λει να την αγκα­λιά­σει, πα­ρό­λα τα εύ­λο­γα πα­ρά­πο­να, τη θλί­ψη, τα «για­τί».
Στις τε­λευ­ταί­ες της εκ­δο­τι­κές εμ­φα­νί­σεις, έδω­σε απα­ντή­σεις σε πολ­λά, παύ­ο­ντας πλέ­ον η ίδια να πε­ρι­μέ­νει σε κά­ποια θέ­μα­τα απα­ντή­σεις:

Απάντηση δεν περιμένω όταν ρωτάω:
«Γιατί το φως; Γιατί το σκοτάδι;
Γιατί ο έρωτας κι ο ήλιος;»
Κι όσο πληθαίνουν οι αναπάντητες ερωτήσεις
τόσο νιώθω ότι πλησιάζω
το κέντρο της φύσης, που το φαντάζομαι
σαν μια μεγάλη, πέτρινη, στρογγυλή
απορία.

Αιχμαλωσία, των αντιθέτων διάλογοι με τον ανήλεο χρόνο, εκδ. Καστανιώτη 2018


Μέ­ρος της Φύ­σης, τα ζώα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από μία μο­να­δι­κή ιδιό­τη­τα στη σχέ­ση τους με τον άν­θρω­πο. Θες η ανι­διο­τέ­λειά τους, θες η έλ­λει­ψη δό­λου, η εκ φύ­σε­ως δυ­να­τή τους κε­ντρο­μό­λος που τα κρα­τά στο κέ­ντρο της δι­κιάς τους φύ­σης (σε αντί­θε­ση πολ­λές φο­ρές με τον άν­θρω­πο), το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι ότι:

Τα ζώα –οι σκύ­λοι, τα που­λιά–, με τις τό­σο δια­φο­ρε­τι­κές φω­νές τους, γλυ­καί­νουν μια πι­κρή μέ­ρα που ίσως ξη­με­ρώ­νει.
«Ιντερ­μέ­διο, Το αμί­λη­το μέλ­λον»,
Της μο­να­ξιάς δι­πρό­σω­ποι μο­νό­λο­γοι, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη 2016

Αυ­τός ο στί­χος, ίσως να ήταν η κα­θο­ρι­στι­κή έκλαμ­ψη στην από­φα­σή μου να διε­ρευ­νή­σω στον Ποι­η­τι­κό Λό­γο της Κ. Α.Ρ. την αγά­πη και τη σχέ­ση της με τα ζώα. Πέ­ραν αυ­τού, τη σχέ­ση ποί­η­σης και ζώ­ων, την ορί­ζει η ίδια στο ποι­η­τι­κό της γί­γνε­σθαι:


... Γιατί μνήμη κι όνειρο στα ζώα είναι ένα.
Δες πώς με το σούρουπο
χώνουν τα τριχωτά τους πρόσωπα στα φύλλα
βαθιά στην άμμο, κάτω απ’ τα χώματα
και στο νερό μέσα λουφάζουν.
Στην ουράνια ησυχία της σκέψης τους
βγαίνει απ’ την κρυψώνα της η ποίηση
και περπατάει ανάμεσά τους.
Ονειρεύονται ή θυμούνται τότε
τον μυτερό και μοχθηρό εαυτό τους
να τρέχει αγαθά πάνω στα κύματα
κι όλα τα φαγητά της φύσης
να λάμπουν γυμνά
χωρίς περίβλημα.
Κοιμούνται και θυμούνται
ξυπνούν και ξεχνούν
μα πάντα φτιάχνουν
τα εικοσιτετράωρα ποιήματα της ζωής τους.

Την ποίηση, αν ξέραμε να τη δούμε
έξω απ’ τα θλιμμένα σώματά μας
θα τη βρίσκαμε στον ύπνο των ζώων.

«Ο σκίουρος απαντάει στη γυναίκα» (Επίλογος Αέρας 1990)

Χρη­σι­μο­ποί­η­σα ως βά­ση το βι­βλίο της Ποί­η­ση 1963-2011, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη, 2014 {όπου τα: ΕΚΤΟΣ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΗΣ – ΕΚ­ΔΟ­ΣΗΣ (1957), ΛΥ­ΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝ­ΝΕ­ΦΑ (1963), ΠΟΙ­Η­ΜΑ­ΤΑ '63-'69 (1971), ΜΑ­ΓΔΑ­ΛΗ­ΝΗ ΤΟ ΜΕ­ΓΑ­ΛΟ ΘΗ­ΛΑ­ΣΤΙ­ΚΟ (1974), ΤΑ ΣΚΟΡ­ΠΙΑ ΧΑΡ­ΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗ­ΝΕ­ΛΟ­ΠΗΣ (1977), Ο ΘΡΙΑΜ­ΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑ­ΘΕ­ΡΗΣ ΑΠΩ­ΛΕΙΑΣ (1978), ΕΝΑ­ΝΤΙΟΣ ΕΡΩ­ΤΑΣ (1982), ΜΝΗ­ΣΤΗ­ΡΕΣ (1984), ΕΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ ΑΕ­ΡΑΣ (1990), ΑΔΕΙΑ ΦΥ­ΣΗ (1993), ΛΥ­ΠΙΟΥ (1995), ΩΡΑΙΑ ΕΡΗ­ΜΟΣ Η ΣΑΡ­ΚΑ (1996), Η ΥΛΗ ΜΟ­ΝΗ (2001), ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΖΟ­ΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩ­ΤΑ ΤΗΣ ΖΩ­ΗΣ ΤΟ ΤΕ­ΛΟΣ (2003), ΣΤΟΝ ΟΥ­ΡΑ­ΝΟ ΤΟΥ ΤΙ­ΠΟ­ΤΑ ΜΕ ΕΛΑ­ΧΙ­ΣΤΑ (2005), Η ΑΝΟ­ΡΕ­ΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡ­ΞΗΣ (2011)} και τρία από τα επό­με­να βι­βλία της, όλα από τις εκδ, Κα­στα­νιώ­τη, εκ των οποί­ων το ένα αμι­γώς ποι­η­τι­κό: ΤΗΣ ΜΟ­ΝΑ­ΞΙΑΣ ΔΙ­ΠΡΟ­ΣΩ­ΠΟΙ ΜΟ­ΝΟ­ΛΟ­ΓΟΙ, 2016, ΤΩΝ ΑΝΤΙ­ΘΕ­ΤΩΝ ΔΙΑ­ΛΟ­ΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΗ­ΛΕΟ ΧΡΟ­ΝΟ, 2018, και το ΜΕ ΆΛ­ΛΟ ΒΛΕΜ­ΜΑ, 2018.

Εκεί ανα­κά­λυ­ψα τις εξής –εντο­πι­σμέ­νες κα­τ’ ελά­χι­στον απευ­θεί­ας– ανα­φο­ρές σε ζώα:

  • ΖΩΑ-ΠΛΑΣΜΑΤΑ-ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ ΓΕΝΙΚΑ: (62)
  • ΠΟΥΛΙΑ: (57)
  • ΣΚΥΛΟΙ: (23)
  • ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ: (13)
  • ΤΙΓΡΕΙΣ: (11)
  • ΓΑΤΕΣ: (10)
  • ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ, ΕΝΤΟΜΑ-ΖΩΥΦΙΑ, ΕΡΠΕΤΑ ΓΕΝΙΚΑ, ΜΑΜΟΥΝΙΑ-ΖΟΥΖΟΥΝΙΑ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ-ΤΡΩΚΤΙΚΑ, ΠΡΟΒΑΤΑ-ΚΡΙΑΡΙΑ-ΚΑΤΣΙΚΙΑ-ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΑ-ΚΟΠΑΔΙΑ, ΦΙΔΙΑ, ΨΑΡΙΑ: (9)
  • ΑΛΟΓΑ, ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ, ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ: (8)
  • ΛΥΚΟΙ, ΜΥΓΕΣ, ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ: (7)
  • ΑΡΚΟΥΔΕΣ, ΕΛΑΦΙΑ-ΖΑΡΚΑΔΙΑ, ΤΑΥΡΟΙ: (6)
  • ΓΛΑΡΟΙ, ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΕΣ, ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ: (5)
  • ΑΗΔΟΝΙΑ, ΑΛΕΠΟΥΔΕΣ, ΑΡΑΧΝΕΣ, ΚΟΤΕΣ, ΜΑΪΜΟΥΔΕΣ, ΝΥΦΙΤΣΕΣ, ΟΡΝΕΑ - ΓΥΠΕΣ – ΓΕΡΑΝΟΙ, ΣΚΙΟΥΡΟΙ, ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ: (4)
  • ΓΑΪΔΟΥΡΙΑ, ΚΟΡΑΚΙΑ, ΜΕΛΙΣΣΕΣ, ΠΕΤΕΙΝΟΙ: (3)
  • ΑΕΤΟΙ, ΑΙΛΟΥΡΟΙ, ΒΑΤΡΑΧΙΑ, ΔΕΛΦΙΝΙΑ, ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ, ΚΟΤΣΥΦΙΑ, ΚΥΚΝΟΙ, ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ, ΠΑΓΟΝΙΑ, ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ, ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ, ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΙ, ΥΑΙΝΕΣ, ΧΕΛΩΝΕΣ, ΚΑΜΠΙΕΣ: (2)
  • ΑΓΡΙΟΓΑΤΟΣ, ΑΚΡΙΔΑ, ΓΕΡΑΚΙ, ΓΚΙΟΝΗΣ, ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ, ΕΝΥΔΡΙΔΑ, ΕΡΩΔΙΟΣ, ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ, ΚΑΝΑΡΙΝΙ, ΚΙΣΣΑ, ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ, ΚΟΥΝΑΒΙ, ΚΟΥΝΕΛΙ, ΚΟΥΝΟΥΠΙ, ΛΑΓΟΣ, ΜΑΣΤΟΦΟΡΟ, ΜΟΣΧΑΡΙ, ΝΕΡΟΦΙΔΟ, ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ, ΠΕΡΔΙΚΑ, ΣΑΡΑΚΙ, ΣΑΥΡΑ, ΣΚΑΘΑΡΙΑ, ΣΤΡΕΙΔΙΑ, ΣΦΗΚΑ, ΤΣΑΚΑΛΙ, ΦΑΛΑΙΝΑ, ΧΕΛΙΔΟΝΟΨΑΡΟ, ΧΤΑΠΟΔΙ: (1)

Δε­κα­ο­κτώ (18) βι­βλία συν ένα ποί­η­μα, 317 ποι­ή­μα­τα-ποι­η­τι­κές συν­θέ­σεις, συ­νο­λι­κά 434 ευ­θεί­ες ανα­φο­ρές σε ζώα. Με στα­τι­στι­κή επε­ξερ­γα­σία και χρή­ση πα­ρα­στα­τι­κού λο­γι­σμι­κού, κα­τάρ­τι­σα Πί­να­κες και Δια­γράμ­μα­τα για πλη­ρέ­στε­ρη επο­πτεία. Για­τί; Ο κα­θη­γη­τής Ανώ­τε­ρων Μα­θη­μα­τι­κών στο Ε.Μ.Π. Δη­μή­τρης Δα­σκα­λό­που­λος όταν τον ρω­τού­σα­με για­τί γρά­φει στον πί­να­κα αυ­τά που υπάρ­χουν και στις ση­μειώ­σεις, μας έλε­γε: «για να έχε­τε προ­σλαμ­βά­νου­σες πα­ρα­στά­σεις».

Πίνακας 1.
Είδος ζώου με αλφαβητική ταξινόμηση και πλήθος αναφορών σε αυτό.
Απεικόνιση στο γράφημα 1 υπό μορφή «πίτας».


Πίνακας 2.
Είδος ζώου και πλήθος αναφορών σε αυτό με αριθμητική φθίνουσα ταξινόμησή τους.
Απεικόνιση στο γράφημα 2 με ράβδους.


Πί­να­κας 3.
Έκ­δο­ση βι­βλί­ου-δη­μο­σί­ευ­ση ποι­ή­μα­τος σε σχέ­ση με τη χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης – δη­μο­σί­ευ­σής του.
Απει­κό­νι­ση με κα­μπύ­λη στο γραμ­μι­κό γρά­φη­μα 3.

Πίνακας 4.
Έκδοση βιβλίου-δημοσίευση ποιήματος, χρονολογία έκδοσης – δημοσίευσής του, σε σχέση με τον αριθμό ποιημάτων-ποιητικών συνθέσεων.
Απεικόνιση στο γραμμικό γράφημα διασποράς 4.

Λό­γω πε­ριο­ρι­σμού έκτα­σης, στην πα­ρού­σα θα ασχο­λη­θώ μό­νο με τα δύο εί­δη που εμ­φα­νί­ζο­νται τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, πέ­ραν των γε­νι­κών ανα­φο­ρών σε ζώα-πλά­σμα­τα-θη­λα­στι­κά γε­νι­κά, τα οποία «κλέ­βουν την πα­ρά­στα­ση»: με τα που­λιά γε­νι­κά ως «που­λιά» (χω­ρίς να συ­μπε­ρι­λά­βω χε­λι­δό­νια, κα­να­ρί­νια, γύ­πες, όρ­νεα, κ.λπ.) και με τους σκύ­λους, χω­ρίς να εξα­ντλή­σω αριθ­μη­τι­κά τις όψεις-προ­σλή­ψεις-ρό­λους σε κα­νέ­να από τα δύο. Ίσως αυ­τό γί­νει αρ­γό­τε­ρα, ως συ­νέ­χεια της προ­σπά­θειας αυ­τής.

Πουλιά


Τα που­λιά, κυ­ρί­αρ­χα και πο­σο­τι­κά και με­τα­φο­ρι­κά στην ποί­η­ση της Κ.Α.Ρ. της δί­νουν τα φτε­ρά για να πε­τά­ξει έξω από το αδύ­να­μο, κα­θη­λω­μέ­νο σώ­μα. Φέρ­νουν την ελ­πί­δα, άρα έχουν το χρώ­μα της, πρά­σι­νο (ση­μειο­λο­γι­κά =ελ­πί­δα, ανα­γέν­νη­ση, ανάρ­ρω­ση):

Πε­ρι­μέ­νω ν’ αλ­λά­ξει ο αέ­ρας
να φέ­ρει φτε­ρά πρά­σι­νων που­λιών
χε­λι­δο­νό­ψα­ρα, κα­λα­μπό­κι
άγ­γιγ­μα απ’ τον Ιση­με­ρι­νό
πο­ρεί­ες για προ­σκυ­νή­μα­τα
στους Τά­φους

(Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΜΟΥ)

με πο­θού­με­νο τη φυ­γή από τον θό­ρυ­βο, την κί­νη­ση και την κα­τα­φυ­γή στην ηρε­μία, την αρ­μο­νία, την ου­ρά­νια γα­λή­νη, ήτοι ση­μειο­λο­γι­κά στο γα­λά­ζιο (βλ. λ.χ. «το Γα­λά­ζιο Που­λί» του Μω­ρίς Μέ­τερ­λινγκ, τα γα­λά­ζια που­λιά στον Νί­κο Κα­ζαν­τζά­κη, στον Γιώρ­γο Γε­ωρ­γού­ση, κ.ά.):

μό­νο τα που­λιά πια
τρο­μά­ζουν απ’ την κί­νη­ση
και φεύ­γουν στο γα­λά­ζιο

(ΤΡΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ, ΙΙΙ)

ή στη ζε­στα­σιά του Νό­του, πολ­λά μα­ζί, με μία εν­στι­κτώ­δη γε­ω­με­τρία:

Τα που­λιά πέ­τα­γαν προς τη χό­βο­λη του Νό­του
με συμ­με­τρι­κούς σχη­μα­τι­σμούς

(ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΣ ΟΙΣΤΡΟΣ, γ)

Οι ιδέ­ες τρι­βε­λί­ζουν το μυα­λό της ποι­ή­τριας, πε­τά­νε από το νοη­τι­κό στο φα­ντα­σια­κό της επί­πε­δο και δεν κα­τα­φέρ­νουν πά­ντα να απο­τυ­πω­θούν στο χαρ­τί, για­τί κά­ποιες φο­ρές, έτσι εκεί­νες επι­λέ­γουν:

Τό­τε ήταν που οι λέ­ξεις ξε­χεί­λι­ζαν
οι ιδέ­ες πε­τού­σαν σαν άγρια που­λιά
αρ­νιό­ντου­σαν να τρα­φούν
από λέ­ξεις κι ας πει­νού­σαν.

(ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΕΞΕΛΙΞΗ).

Εί­τε εί­σαι γλυ­κό­λα­λο που­λί, εί­τε αρ­πα­κτι­κό, δεν παύ­εις να εί­σαι που­λί, δη­λα­δή να έχεις τη δυ­να­τό­τη­τα να πε­τά­ξεις, να έχεις πρό­σβα­ση στο αγα­θό της ελευ­θε­ρί­ας:

Άκου­γα γλυ­κές φω­νές που­λιών
–και τ’ αρ­πα­χτι­κά σαν αη­δό­νια τρα­γου­δούν στο τέ­λος–
κι έλα­μπε το μέ­τω­πο του βιο­λι­στή στην αυ­λή του σκο­τα­διού μου.

(ΗΤΑΝ)

Στιγ­μές δια­λο­γι­σμού, επί­γνω­σης, με­τά­βα­σης σε κό­σμους μη ορα­τούς, επί­μο­νη προ­σή­λω­ση στους κώ­δι­κες του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος, μπο­ρεί να φέ­ρουν βιω­μέ­νη γνώ­ση:

και ξαφ­νι­κά γνω­ρί­ζου­με
τα φυ­τά απ’ τις κρυ­φές εκ­κρί­σεις τους
τα που­λιά απ’ την άλ­λη τους λα­λιά
την ψυ­χή από τη μου­γκή της κραυ­γή.

(ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ, VI).

Στο άκου­σμα της λέ­ξης «που­λί», ανα­δύ­ο­νται –δια­φο­ρε­τι­κές για τον κα­θέ­να– συ­νειρ­μι­κές ει­κό­νες, όπως και για την ποι­ή­τρια άλ­λω­στε, η οποία επι­λέ­γει να απο­κα­λύ­ψει ή να δη­μιουρ­γή­σει ποι­η­τι­κά μία εξαι­ρε­τι­κά δυ­να­τή ει­κό­να, συν­δυά­ζο­ντας την τε­χνι­κή της αφαί­ρε­σης με αυ­τήν της αντί­θε­σης:

Σε άδε­ντρο χώ­ρο
το που­λί ση­μειώ­νει
την ακι­νη­σία
με λα­ρυγ­γι­σμούς

(ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ)

με τέ­τοια έμ­φα­ση στης Φύ­σης την ομορ­φιά, η οποία θα ήταν αδύ­να­τον να κρύ­ψει το εντός του απο­σπά­σμα­τος υπο­φώ­σκον χάι­κου (δε­κα­ε­πτά συλ­λα­βές, 5+7+5, τρεις στί­χοι, μία ανά­σα), αρ­κεί να ξα­να­δια­βα­στεί ως:

ακι­νη­σία
το που­λί ση­μειώ­νει
με λα­ρυγ­γι­σμούς.

Τα που­λιά βέ­βαια εί­ναι προ­άγ­γε­λοι και κα­λών και κα­κών (βλ. λ.χ. «Το Κο­ρά­κι» του Πόε, τον δρα­μα­τι­κό στί­χο «λα­λεί που­λί, παίρ­νει σπυ­ρί, κι η μά­να το ζη­λεύ­ει» του Σο­λω­μού, κ.α.), κά­τι που η Κ.Α.Ρ. λέ­ει με πολ­λούς τρό­πους, όπως λ.χ. με τα δί­πο­λα σιω­πή (θά­να­τος) – ομι­λία (ζωή), νύ­χτα (θά­να­τος) – μέ­ρα (ζωή):

Γη κα­λή, με τα που­λιά της νύ­χτας
σιω­πη­λά με μαύ­ρα φτε­ρά
και τα που­λιά της μέ­ρας τα ομι­λη­τι­κά

(ΣΤΗ ΓΗ)

με τη θλί­ψη:

το αβά­στα­χτο που­λί της θλί­ψης
ακούω με τη δι­κή σου φω­νή

(ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ)

με την ανα­στά­τω­ση, την αγω­νία σαν τα που­λιά ψυ­χα­νε­μί­ζο­νται το κα­κό ή το υπέρ­τα­το κα­κό, τον Χά­ρο:

Σαν ν’ άλ­λα­ξαν οι φω­νές των βρα­δι­νών που­λιών
οι συν­δυα­σμοί πιο πο­λύ­πλο­κοι
τα κρω­ξί­μα­τα έγι­ναν κραυ­γές

(ΑΛΛΑΓΕΣ)

με το τέ­λος του λευ­κού:

Το μα­κρύ­λαι­μο λευ­κό που­λί
εί­χε πει το τε­λευ­ταίο του άσμα

(ΑΦΑΝΤΑΣΤΟ ΤΕΛΟΣ)

με την ει­κα­στι­κή εκ­με­τάλ­λευ­σή τους ακό­μα και στην ψυ­χρή πορ­σε­λά­νη, όπου η νο­μο­τέ­λεια του θα­νά­του, και μά­λι­στα της ομορ­φιάς, από αν­θρώ­που χέ­ρι φυ­σι­κά, γί­νε­ται η ίδια όμορ­φο χρη­στι­κό αντι­κεί­με­νο, κι αυ­τό με τη σει­ρά του αντι­κεί­με­νο σαρ­κα­σμού από την ποι­ή­τρια:

Η πέρ­δι­κα ζω­γρα­φι­σμέ­νη στο πιά­το
με τον κυ­νη­γό της

(ΕΜΙΛΥ).

Η μα­ταιό­τη­τα και η απαι­σιο­δο­ξία, λί­γο πριν από τον μη­δε­νι­σμό (άλ­λο μέ­γα ζή­τη­μα στην Ποί­η­ση της Κ.Α.Ρ.) αγ­γί­ζει και τα που­λιά:

Τα που­λιά τα μα­θαί­νεις απ’ έξω
όπως και το φως που αλ­λοιώ­νει
τη ση­μα­σία του τί­πο­τα

(ΣΤΗ ΛΥΠΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΙ)

εί­ναι όμως αν­θρώ­πι­νο ψυ­χι­κό ή νοη­τι­κό προ­ϊ­όν, όπως και η συ­νεί­δη­ση των ορί­ων, η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της ανα­γκα­στι­κής προ­σαρ­μο­γής στις αδυ­να­μί­ες του σώ­μα­τος, ο πό­θος της ελευ­θε­ρί­ας, το να μπο­ρείς αν θέ­λεις να βγεις έξω από κά­θε τζά­μι, έξω από τον ρό­λο του κα­θη­λω­μέ­νου πα­ρα­τη­ρη­τή, το να χαί­ρε­σαι ακό­μα και τον ρό­λο του πλά­νη­τα, κι ας έχουν μεί­νει γύ­ρω σου μό­νο στά­χτες, κι ας έχει κα­τα­ντή­σει το το­πίο μια άλ­λη, τρι­σχει­ρό­τε­ρη Ελιο­τι­κή Έρη­μη Χώ­ρα, για­τί η ζωή, δεν παύ­ει να εί­ναι ζωή:

αν ήμου­να που­λί
με σύ­ντο­μη ζωή
δε θα φο­βό­μου­να το θά­να­το. /.../
Που­λί μι­κρό που­λί
και στην τέ­φρα
πά­λι τη ζωή τι­τι­βί­ζεις
εσύ
κι όλα όσα εί­ναι έξω από το τζά­μι.

(ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ)

Σκύλοι

O σκύ­λος, με το κλα­ψού­ρι­σμά του γί­νε­ται ικέ­της τρο­φής, ικέ­της για επι­βί­ω­ση:

Ακού­γε­ται τό­τε κά­τι σαν ερω­τι­κό μουρ­μου­ρη­τό
ή σαν κλα­ψού­ρι­σμα σκύ­λου νη­στι­κού...

(Η ΥΛΗ ΜΟΝΗ)

γί­νε­ται πα­ρέα, πα­ρη­γο­ριά, το αλύ­χτι­σμά του προ­σμέ­νει τον Οδυσ­σέα από την Ιθά­κη:

άκου­γα το σκύ­λο ν’ αλυ­χτά­ει
–όχι να με φο­βί­σει, να με πα­ρη­γο­ρή­σει ζη­τά­ει–

(ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ).

Η πα­ρη­γο­ριά αυ­τή έχει τον δι­κό της χρό­νο ζω­ής. Το πρό­σκαι­ρο τα­λα­νί­ζει τον άν­θρω­πο και εμ­φα­νί­ζε­ται ξα­νά η μαύ­ρη αλή­θεια:

Ο σκύ­λος, με το στο­μά­χι του βα­ρύ απ’ όλη την τρυ­φε­ρό­τη­τα
της άσπο­ρης καρ­διάς μου, αδειά­ζει τα σω­θι­κά του στο μαύ­ρο χώ­μα.

(ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ).

Άλ­λο­τε, άν­θρω­πος και σκύ­λος αλ­λά­ζουν θέ­σεις και η ωμή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ει­σβάλ­λει ξε­κι­νώ­ντας από τη με­λαγ­χο­λία:

Με­λαγ­χο­λώ, σκυ­λί, με­λαγ­χο­λώ
που έχα­σα την αν­θρω­πιά μου

(ΤΟ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ)

στο­χεύ­ο­ντας στην κα­τα­σπά­ρα­ξη, ακό­μα και στη φα­ντα­σία ή το υπο­συ­νεί­δη­το:

Σκύ­λε που τυ­χαία βρέ­θη­κες εδώ
–εσύ του­λά­χι­στον, ξέ­ρω, ήρ­θες για να φας–
σου λέω: Δεν κα­τα­λα­βαί­νω.

(ΤΟ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ)

λη­σμο­νώ­ντας τις ελά­χι­στες στιγ­μές ξε­νοια­σιάς, τις επο­χές της δό­ξας του σώ­μα­τος:

Σαν το κου­τά­βι κυ­νη­γάω την ου­ρά μου, πάω να πια­στώ από
λο­φο­γραμ­μές που ξε­κι­νούν από τον αφα­λό μου.

(ΕΠΙΒΙΩΣΗ)

Πλη­ρέ­στε­ρη και πε­ρισ­σό­τε­ρο εν­δε­λε­χής ανά­λυ­ση και διε­ρεύ­νη­ση και των δύο αυ­τών ζώ­ων, αλ­λά και των υπο­λοί­πων, απαι­τεί χώ­ρο και μά­λι­στα βι­βλί­ου, όχι απλά πα­ρου­σί­α­σης, ερ­γα­σί­ας ή επι­στη­μο­νι­κής ανα­κοί­νω­σης. Αφή­νο­ντας τα χέ­ρια από το πλη­κτρο­λό­γιο και έχο­ντας κα­τά νου το σύ­νο­λο του έρ­γου της Κ.Α.Ρ., ανα­ρω­τιέ­μαι για εκεί­νη (και για πολ­λο­στή φο­ρά και για μέ­να), για­τί γρά­φουν οι άν­θρω­ποι ποι­ή­μα­τα. Θυ­μή­θη­κα την ίδια ερώ­τη­ση και την απά­ντη­ση σε αυ­τήν της Γιαν­νού­σας:

Για­τί γρά­φουν οι άν­θρω­ποι ποι­ή­μα­τα;
Για να τα ’χουν όταν το φως τούς σβή­σει η φύ­ση.

(Η ΓΑΝΝΟΥΣΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: