Η επίσκεψη της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ στον «πύργο του Χαίλντερλιν»

Λεπτομέρεια έργου του Αλέκου Φασιανού
Λεπτομέρεια έργου του Αλέκου Φασιανού

HÖLDERLIN
ή
Ανη­φο­ρί­ζο­ντας η νό­η­ση του ποι­η­τή
σπά­ει

Στον Αντώ­νη Κου­τσου­ρα­δή

Το βλέμ­μα του καρ­φω­μέ­νο στο χεί­λος του τρα­πε­ζιού.
Ορ­θός· πί­σω του το πα­ρά­θυ­ρο· φύλ­λα από ψη­λά πέ­φτουν,
σαν στό­μα­τα ανοι­χτά κολ­λούν στο τζά­μι. Η βρο­χή, τα
μα­κριά δά­χτυ­λα του Θε­ού που γρα­πώ­νο­νται στο περ­βά­ζι.

Ο ξυ­λουρ­γός τού σερ­βί­ρει το φα­γη­τό. Πα­σπα­λι­σμέ­να με
φρέ­σκο πριο­νί­δι όλ’ αυ­τά που κα­τε­βαί­νουν στα αγ­γε­λι­κά
έντε­ρά του.

Έρ­χο­νται προς το με­ση­μέ­ρι οι θε­οί στην κά­μα­ρά του να
ξα­πο­στά­σουν. Η μυ­ρω­διά του κρα­σιού, η μό­νη που θυ­μί­ζει
μες στο κρύο τη ζε­στα­σιά της γης. Με­τα­λα­βαί­νουν.

Οι τέσ­σε­ρις επο­χές εί­ναι τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να από
άλ­λον, κα­ταρ­ρά­χτες χρό­νια πριν. Κρο­κά­τη κί­τρι­νη μια
επο­χή ρο­βο­λά­ει την πλα­γιά ώς το πο­τα­μά­κι κά­τω απ’ το
σπί­τι, μια άλ­λη φο­ρά­ει ανέ­μους δυ­να­τούς για να γλι­στρά­ει
πιο εύ­κο­λα στους πά­γους.

Κι η γυ­ναί­κα που περ­νού­σε με τ’ αμά­ξι; Της μί­λη­σε άρα­γε
πο­τέ; Φού­στες με φτε­ρά που­λιών κι ο ου­ρα­νός πό­τε βγαί­νει
αλη­θι­νός; Με την πί­στη ή με την απι­στία;

Κε­φά­λι σκυμ­μέ­νο, στά­ση με­τά­νοιας. Μή­πως με­τά­νιω­σε
Που μπή­κε στο από­κρυ­φο ερ­γα­στή­ρι των θαυ­μά­των;

Και ποιος θα για­τρέ­ψει τα δέ­ντρα απ’ τις πλη­γές της
ακι­νη­σί­ας, απ’ τον εθι­σμό της πε­ρι­συλ­λο­γής;

Βι­βλιο­θη­κά­ριος των ονεί­ρων κα­τα­χω­ρεί τη Νύ­χτα
με­τά τα Νή­πια και βυ­θί­ζε­ται στον ύπνο. Εκεί ξα­να­βρί­σκει
το πα­λιό του σώ­μα να μυ­ρί­ζει δάφ­νη της Ελ­λά­δας. Πι­κρή.

Κοι­τά­ει και το σκύ­λο. Με το μπρο­στι­νό πό­δι στον αέ­ρα
δι­δά­σκει τη Με­γά­λη Όσφρη­ση κι έπει­τα με τα νύ­χια
σκα­λί­ζει το χώ­μα να κρύ­ψει τον τε­λευ­ταίο στί­χο.
Για ώρα ανά­γκης.

Ητ­τή­θη­καν τα σύν­νε­φα, μα η χα­ρά που βγαί­νει απ’ τους
σκου­ρο­πρά­σι­νους λό­φους μοιά­ζει να ‘ναι η καρ­διά άλ­λου
το­πί­ου.

Για­τί εδώ ται­ριά­ζει ήλιος πι­κρα­μέ­νος και ψυ­χρός.
Μό­νη λάμ­ψη ο ποι­η­τής τρε­λός μες στην πι­τζά­μα του.

Tübingen, Απρίλιος 1992

Το ποί­η­μα ανή­κει στη συλ­λο­γή της Κ. Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ Άδεια φύ­ση (1993, 39-40). Όπως υπο­ση­μειώ­νει η ποι­ή­τρια (έν­δει­ξη που μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί εν­δο­κει­με­νι­κή), γρά­φτη­κε στο Τύ­μπιν­γκεν της Γερ­μα­νί­ας, ή με αφορ­μή την επί­σκε­ψη στην πό­λη αυ­τή, τον Απρί­λιο του 1992.
Πρό­θε­σή μου δεν εί­ναι να πα­ρου­σιά­σω με αι­σθη­τι­κούς όρους το ποί­η­μα, εκτός και αν αυ­τό συμ­βεί πέ­ρα από προ­θέ­σεις. Ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί θαυ­μά­σια να το εκτι­μή­σει κα­λύ­τε­ρα από μέ­να, χω­ρίς τις δι­κές μου προ­κα­τα­λή­ψεις. Πιο πο­λύ με γοη­τεύ­ει η ιδέα να ανα­ζη­τή­σω τη «γε­νε­α­λο­γία» του, όπως λέ­με, το ιστο­ρι­κό της γέ­νε­σής του ή το πλαί­σιο ανα­φο­ράς του. Υπο­πτεύ­ο­μαι ότι το υλι­κό εί­ναι πλού­σιο. Το εγ­γυά­ται ήδη ο τί­τλος του, το όνο­μα τού Χαίλ­ντερ­λιν και ο σα­φής υπαι­νιγ­μός στη δια­νοη­τι­κή του κα­τάρ­ρευ­ση: «Ανη­φο­ρί­ζο­ντας η νό­η­ση του ποι­η­τή σπά­ει» και «ο ποι­η­τής τρε­λός μες στην πι­τζά­μα του» (στ. 34). Ο τί­τλος και ο επί­λο­γος. Αρ­χή και τέ­λος. Το τέ­λος εί­ναι το Τύ­μπιν­γκεν, εκεί που ο Χαίλ­ντερ­λιν φι­λο­ξε­νή­θη­κε με­τά την κα­τάρ­ρευ­σή του, το 1807, και έζη­σε μέ­χρι τον θά­να­τό του, το 1843, δη­λα­δή επί τριά­ντα έξι έτη, χω­ρίς πο­τέ να τα­ξι­δέ­ψει έστω μέ­χρι το κο­ντι­νό Νύρ­τιν­γκεν, όπου ζού­σε η μη­τέ­ρα του και όπου έζη­σε τα τε­λευ­ταία δη­μιουρ­γι­κά του χρό­νια, ή στη γε­νέ­τει­ρά του, το Λά­ου­φεν. Εκεί, λοι­πόν, πέ­ρα­σε ακρι­βώς τα μι­σά του χρό­νια. Πέ­θα­νε 73 ετών. Μια σπά­νια συ­γκυ­ρία: το 1804 έγρα­ψε ένα από τα τε­λευ­ταία του ποι­ή­μα­τα και του έδω­σε αυ­τόν τον τί­τλο: «Μι­σά της ζω­ής» («Hälfte des Lebens»). Προ­τεί­νω να το δια­βά­σου­με:

Με αχλάδια κίτρινα
και ρόδα άγρια γεμάτη
η γη ασημώνεται στη λίμνη,
οι κύκνοι εσείς οι τρυφεροί
και μεθυσμένοι με φιλιά,
βουτάτε το κεφάλι
στα άγια νηφάλια νερά.

Αλίμονο σε μένα, καταχείμωνο
λουλούδια πού να βρω,
το φως του ήλιου, πού,
και ίσκιους των χωμάτων;
Τείχη ορθώνονται
αμίλητα και παγερά, στον άνεμο
θροΐζουν οι σημαίες.

Συ­γκα­τα­βα­τι­κά, λέω ότι οι δύο στρο­φές του σύ­ντο­μου ποι­ή­μα­τος μοι­ρά­ζο­νται στην ενιαύ­σια επο­χή της αν­θο­φο­ρί­ας και του κα­τα­χεί­μω­νου. Από το τώ­ρα του ποι­ή­μα­τος και εξής «τεί­χη ορ­θώ­νο­νται αμί­λη­τα και πα­γε­ρά». Εί­ναι τα τεί­χη της μό­νω­σης που μοιά­ζει ηθε­λη­μέ­νη. Μια ιδιό­τυ­πη δια­νοη­τι­κή συ­σκό­τι­ση πε­ρι­βάλ­λει τον ποι­η­τή, σαν χει­μω­νιά­τι­κη σκο­τει­νιά. Η κα­τά­στα­σή του χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ια­τρι­κά με τον όρο «Umnachtung» που ση­μαί­νει για την ακρί­βεια «πε­ρι­σκό­τι­ση», κα­τα­βύ­θι­ση στη νύ­χτα. Εί­ναι η ήπια από­δο­ση της φρε­νο­βλά­βειας. Δια­γνώ­στη­κε σε ψυ­χια­τρι­κή κλι­νι­κή του Τύ­μπιν­γκεν, όπου εί­χε με­τα­φερ­θεί εσπευ­σμέ­να ο Χαίλ­ντερ­λιν, και θε­ω­ρή­θη­κε ανί­α­τη. Οι για­τροί τού έδι­ναν τρία χρό­νια ζω­ής. Για την πα­ρα­μο­νή του εκεί όφει­λαν οι οι­κεί­οι του να ανα­λά­βουν τα έξο­δα νο­ση­λεί­ας. Δή­λω­σαν αδυ­να­μία. Ο ίδιος δεν εί­χε κα­μιά πη­γή ει­σο­δή­μα­τος. Τη λύ­ση έδω­σε η πα­να­γα­θο­σύ­νη ενός ξυ­λουρ­γού, του Ernst Zimmer. Ας κρα­τή­σου­με το όνο­μα. Ανα­γνώ­ρι­σε στο πρό­σω­πο του Χαίλ­ντερ­λιν ό,τι δεν εί­δε η επο­χή του, ό,τι δεν αντι­λή­φθη­καν ο Γκαί­τε και ο Σίλ­λερ, ο κύ­κλος της Ιέ­νας, ο Γ.Χ. Φος, ο γνω­στός τό­τε με­τα­φρα­στής του Ομή­ρου. Ο Τσίμ­μερ, ένας απλοϊ­κός ξυ­λουρ­γός, εί­χε δια­βά­σει το επι­στο­λι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα Υπε­ρί­ων. Γοη­τευ­μέ­νος από τη δύ­να­μη του λό­γου του ανέ­λα­βε ανι­διο­τε­λώς τη διά βί­ου φρο­ντί­δα του ανή­μπο­ρου ποι­η­τή προ­σφέ­ρο­ντάς του στέ­γη και φα­γη­τό. Με­τά τον θά­να­το του Τσίμ­μερ, το 1838, τη φρο­ντί­δα ανέ­λα­βαν οι τρεις κό­ρες του. Το τρί­πα­το σπί­τι σώ­ζε­ται σή­με­ρα δια­μορ­φω­μέ­νο σε μου­σείο. Εί­ναι ο πε­ρί­φη­μος «πύρ­γος του Χαίλ­ντερ­λιν» («Hölderlinturm», ορ­θό­τε­ρα, «Πύρ­γος-Χαίλ­ντερ­λιν»), κτί­σμα του 13ου αιώ­να. Μπρο­στά του κυ­λά ο πο­τα­μός Νέ­καρ.
Αυ­τόν τον «πύρ­γο» επι­σκέ­φτη­κε η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ τον Απρί­λιο του 1992. Στον πρώ­το όρο­φο οι επι­σκέ­πτες περ­νούν στο δω­μα­τιά­κι του ποι­η­τή, άδειο σχε­δόν. Το πα­ρά­θυ­ρο βλέ­πει στον Νέ­καρ. Εκεί στε­κό­ταν με τις ώρες ο Χαίλ­ντερ­λιν πα­ρα­τη­ρώ­ντας τα νε­ρά που κυ­λού­σαν αρ­γά. Κά­πο­τε σχο­λί­α­σε πως αυ­τός ήταν ο Κη­φι­σός πο­τα­μός, όπως τον γνώ­ρι­σε από τον Σο­φο­κλή και τον επι­κα­λεί­ται στο αρ­χι­κό σχε­δί­α­σμα του ύμνου «Ελ­λά­δα». Σκε­φτό­ταν τον τυ­φλό Οι­δί­πο­δα που πέ­ρα­σε από εκεί στον δρό­μο για τον Κο­λω­νό. Αι­σθα­νό­ταν ταυ­τι­σμέ­νος μα­ζί του, τυ­φλω­μέ­νος κι αυ­τός από τον θεό του φω­τός, τον Απόλ­λω­να, όπως έγρα­ψε στον αδελ­φό του.
Στην εί­σο­δο του «πύρ­γου» οι επι­σκέ­πτες γρά­φουν το όνο­μά τους, ή και δυο λέ­ξεις ακό­μη, στο βι­βλίο των επι­σκε­πτών. Την πρώ­τη φο­ρά που επι­σκέ­φτη­κα τον «πύρ­γο», φθι­νό­πω­ρο του 1995, ανα­ζή­τη­σα και διά­βα­σα το όνο­μα του Τσέ­λαν με την έν­δει­ξη «Μάρ­τιος 1970», ένα μή­να πριν από την αυ­το­κτο­νία του. Αν γνώ­ρι­ζα τό­τε το ποί­η­μα της Ρουκ, θα ανα­ζη­τού­σα την εν­δε­χό­με­νη κα­τα­χώ­ρι­σή της. Ίσως την επό­με­νη φο­ρά.
Επι­σκε­πτό­μουν δια­κρι­τι­κά τον ποι­η­τή κά­θε φο­ρά που πή­γαι­να στο Τύ­μπιν­γκεν, στις προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες συ­ζη­τή­σεις στο Πα­νε­πι­στή­μιο της πό­λης με τον κα­θη­γη­τή που επέ­βλε­πε την ερ­γα­σία μου σχε­τι­κά με τις με­τα­φρά­σεις του Χαίλ­ντερ­λιν στον Οι­δί­πο­δα Τύ­ραν­νο και την Αντι­γό­νη. Συ­χνές επι­σκέ­ψεις στην αρ­χή, αραιές αρ­γό­τε­ρα, μέ­χρι την τε­λευ­ταία το 2009, όταν η ερ­γα­σία ολο­κλη­ρώ­θη­κε και κυ­κλο­φό­ρη­σε στην Γερ­μα­νία (2011). Στο διά­στη­μα αυ­τό έμα­θα πολ­λά για τη ζωή και το έρ­γο του Ερη­μί­τη του Τύ­μπιν­γκεν. Πράγ­μα­τα συ­γκλο­νι­στι­κά. Στο δεύ­τε­ρο μι­σό της ζω­ής του, στον «πύρ­γο» του, σχε­δί­α­ζε στί­χους απο­σπα­σμα­τι­κούς, συ­χνά μό­νο τί­τλους, που μό­νο αυ­τoί τον το­πο­θε­τούν με την τόλ­μη και την ελ­λει­πτι­κό­τη­τά τους στην πρω­το­πο­ρία και του 20ού αιώ­να, πρό­δρο­μο της νε­ω­τε­ρι­κής ποί­η­σης. Συ­νο­λι­κά «Ενε­νή­ντα δύο σχέ­δια και απο­σπά­σμα­τα» που με­τέ­φρα­σα με προ­τρο­πή του οί­κου Gutenberg. Στο με­τα­ξύ, ορι­σμέ­να από αυ­τά συ­μπε­ριε­λή­φθη­σαν στην έκ­δο­ση του γεν­ναί­ου και τε­λειο­μα­νούς εκ­δό­τη Αι­μί­λιου Κα­λια­κά­τσου με ποι­ή­μα­τα, ύμνους, ελε­γεί­ες του ποι­η­τή (Φρή­ντριχ Χαίλ­ντερ­λιν Ποι­ή­μα­τα, Στιγ­μή 2013). Και κά­τι ακό­μη ως προς τη σχέ­ση μου με τον «πύρ­γο». Ο ετε­ρώ­νυ­μος φί­λος Στέ­φα­νος Γιο­νάς τα­χυ­δρο­μού­σε στη διεύ­θυν­ση του «Hölderlinturm» επί δώ­δε­κα συ­να­πτά έτη, από το 1997 μέ­χρι το 2008, κά­θε χρό­νο μία ανε­πί­δο­τη επι­στο­λή προς τον ποι­η­τή, σε μορ­φή πε­ζο­τρά­γου­δου, ακρι­βώς στις 7 Ιου­νί­ου, ημέ­ρα θα­νά­του του Χαίλ­ντερ­λιν. Συ­νο­λι­κά δώ­δε­κα λυ­ρι­κά δελ­τά­ρια που τώ­ρα πρέ­πει να βρί­σκο­νται στο αρ­χείο του μου­σεί­ου. Με­τέ­φρα­σα τα ποι­ή­μα­τα στα ελ­λη­νι­κά και τα εξέ­δω­σα στο όνο­μά του (Gutenberg 2015). Στο τέ­λος αυ­τής της πε­ρι­διά­βα­σης θα πα­ρα­θέ­σω δύο από αυ­τά σε διά­λο­γο με το ποί­η­μα της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ.
Δεν γνω­ρί­ζω πό­σο βα­θιά πη­γαί­νει η γνω­ρι­μία της ποι­ή­τριας με το έρ­γο του Χαίλ­ντερ­λιν. Σε συ­νέ­ντευ­ξή της προς τον Γ. Δουα­τζή το 2009 (αναρ­τή­θη­κε και την επο­μέ­νη του θα­νά­του της, στις 22.1.20) εί­πε:
«[...] ανα­κά­λυ­ψα τον Χαίλ­ντερ­λιν και αυ­τό ήταν τε­ρά­στια ένε­ση ελ­πί­δας. Γερ­μα­νι­κά δεν ξέ­ρω. Και αγά­πη­σα έναν ποι­η­τή που έχει γρά­ψει σε γλώσ­σα την οποία δεν μι­λάω και τον γνώ­ρι­σα από με­τά­φρα­ση».
Πα­ράλ­λη­λα, έγρα­ψε στην εφημ. Το Βή­μα:

«Τε­λευ­ταία, όλο και πιο συ­χνά μου έρ­χο­νται στο νου τα λό­για του Χαίλ­ντερ­λιν: Προς τι ο ποι­η­τής σε τέ­τοιους χα­λε­πούς και­ρούς; Ανα­ρω­τιέ­μαι: εί­ναι άρα­γε οι και­ροί μας χει­ρό­τε­ροι από πο­τέ; Και: ήταν πο­τέ ο ποι­η­τής χρή­σι­μος; Ή απλά τα πι­στεύω των αν­θρώ­πων πα­λιά ήσαν πιο κο­ντά στον Θεό, πιο κο­ντά στον Λό­γο, δη­λα­δή στην Ποί­η­ση που εί­ναι άρ­ρη­κτα δε­μέ­νη με τη δη­μιουρ­γία; Ο ποι­η­τής, σαν να ήταν μάρ­τυ­ρας αυ­τής της ασύλ­λη­πτης πο­λύ­πλο­κης δια­δι­κα­σί­ας, κρα­τά­ει ση­μειώ­σεις» (29 Αυγ. 2010).
Τον γνώ­ρι­σε ασφα­λώς μέ­σω γαλ­λι­κών ή αγ­γλι­κών με­τα­φρά­σε­ων. Αλ­λά αρ­κούν οι ελ­λη­νι­κές εκ­δό­σεις, με ανα­λυ­τι­κά ερ­γο­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, που δεν εί­ναι λί­γες. Εν­δει­κτι­κά ανα­φέ­ρω τον τό­μο Friedrich Hölderlin, Ελε­γεί­ες, ύμνοι και άλ­λα ποι­ή­μα­τα, με πρό­λο­γο της με­τα­φρά­στριας Στέλ­λας Νι­κο­λού­δη (Άγρα 2001). Το ερώ­τη­μα «Προς τι ο ποι­η­τής σε τέ­τοιους χα­λε­πούς και­ρούς;», από την ελε­γεία «Άρ­τος και Οί­νος» («[...] wozu Dichter in dürftiger Zeit?»), εί­ναι πα­σί­γνω­στο και δεν χρειά­ζε­ται σχο­λια­σμό. Το έχουν επι­κα­λε­στεί ο Σε­φέ­ρης και ο Ελύ­της με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων. Η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ αφιε­ρώ­νει το ποί­η­μα στον Αντώ­νη Κου­τσου­ρα­δή, ο οποί­ος αρ­γό­τε­ρα, το 1999, πα­ρου­σί­α­σε την ελε­γεία «Άρ­τος και Οί­νος». Γνώ­ρι­σε, βέ­βαια, και το ου­σιω­μέ­νο από οδύ­νη και τρα­γι­κό με­γα­λείο ποί­η­μα του Νί­κου Κα­ρού­ζου «Τα πο­λύ­τι­μα βά­σα­να του Scardanelli» (Scardanelli, εί­ναι ένα από τα πολ­λά ονό­μα­τα με τα οποία αυ­το­συ­στη­νό­ταν ο ποι­η­τής στους συ­χνούς, ιδί­ως νέ­ους, επι­σκέ­πτες του στον «πύρ­γο»). Ένα από­σπα­σμα:

[...]
Μετέωρος νίκησε τους επισήμους τα επίχρυσα πρόσωπα
την ανούσια δοξολογία στη μητρόπολη
τα στιλβωμένα ύψη του Γκαίτε τη Βαϊμάρη στο σύνολό της
είν’ αυτός που αφέθηκε
κάπου μέσα στον άκρατο κίνδυνο
μόνος και δίπτερος που ‘νιωθε πως η φιλάρεσκη τύρβη
δεν κατάχωσε της καρδιάς το δουκάτο
(σοβούσε μέσα του τυφλός αετός όταν έρημος δάγκωσε
τα ολόχρυσα Μήλα των Εσπερίδων)
έριξε σαν ένα κουρελάκι την ασθένεια στην άβυσσο
σχεδόν ασκεπής, αλλά τι λέω; δίχως καν το κεφάλι του
το εξαϋλωμένο
πραγματικός Φρειδερίκος
εκείθε στον ορίζοντα της Θήβας ωρυόμενος
δίχως ιμάτιο διψαλέο για καταιγίδα
δίχως το κλειδοκύμβαλο του Τειρεσία
μα ολόσωμα σαβανωμένος απ’ τη Διοτίμα
στην τρισυπόστατη εκκλησία στο θαλερό θυσιαστήριο [...].

Ανή­κει στη συλ­λο­γή Χορ­τα­ρια­σμέ­να χά­σμα­τα που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1974. Επι­στρο­φή στο ποί­η­μα της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. Οι πρώ­τοι στί­χοι με­τα­φέ­ρουν την ει­κό­να του ποι­η­τή στο δω­μα­τιά­κι του, όπως έχει δο­θεί από πολ­λούς συ­χνούς επι­σκέ­πτες με πρώ­τον και κα­λύ­τε­ρο τον Wilhelm Waiblinger, ο οποί­ος το 1823 εξέ­δω­σε το μυ­θι­στό­ρη­μα Phaeton, μία λε­πτο­με­ρή κα­τα­γρα­φή των εντυ­πώ­σε­ών του από τον «πύρ­γο». Ο Βάι­μπλιν­γκερ δεν έζη­σε πολ­λά χρό­νια. Πέ­θα­νε το 1830 σε ηλι­κία 26 ετών. Πρό­λα­βε, όμως, να δώ­σει την πο­λύ­τι­μη μαρ­τυ­ρία του. Ο ξυ­λουρ­γός έφερ­νε πράγ­μα­τι το φα­γη­τό στο δω­μά­τιο του ποι­η­τή («Ο ξυ­λουρ­γός τού σερ­βί­ρει το φα­γη­τό», στ. 5), όταν δεν φρό­ντι­ζαν γι’ αυ­τό οι κό­ρες του, ιδί­ως η μι­κρό­τε­ρη, η Λότ­τε (Charlotte). Το γεύ­μα συ­νο­δευό­ταν πά­ντο­τε από κρα­σί που αγα­πού­σε ιδιαί­τε­ρα ο Χαίλ­ντερ­λιν («Η μυ­ρω­διά του κρα­σιού», στ. 9). Στην αλ­λη­λο­γρα­φία της και σε πολ­λές πα­ράλ­λη­λες δι­η­γή­σεις η Λότ­τε δί­νει επαρ­κείς πλη­ρο­φο­ρί­ες για τα τε­λευ­ταία δέ­κα χρό­νια του Χαίλ­ντερ­λιν, αυ­τά που δεν έζη­σε, για να πε­ρι­γρά­ψει, ο Βάι­μπλιν­γκερ. Πέ­θα­νε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, το 1879. Το 2006 η πό­λη έδω­σε το όνο­μά της σε ίδρυ­μα για ψυ­χι­κές πα­θή­σεις και το 2011 έστη­σε προς τι­μήν της στην πλα­τεία Χρη­μα­τι­στη­ρί­ου μνη­μείο που φι­λο­τέ­χνη­σε ο Johannes Kares. Να λά­βου­με υπό­ψη ότι μέ­χρι το 1913, έτος πρώ­της έκ­δο­σης με­γά­λου μέ­ρους του έρ­γου του από τον Norbert von Hellingrath (έπε­σε στα χα­ρα­κώ­μα­τα του Με­γά­λου Πο­λέ­μου το 1916), ο Χαίλ­ντερ­λιν ήταν λη­σμο­νη­μέ­νος, αν όχι άγνω­στος. Η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ τον πε­ρι­γρά­φει με «το βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στο χεί­λος του τρα­πε­ζιού, ορ­θό, πί­σω του το πα­ρά­θυ­ρο» (στ. 1-2), προ­φα­νώς από το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό σκι­τσά­ρι­σμα του ποι­η­τή, σε προ­χω­ρη­μέ­νη ηλι­κία, που έκα­νε ο ζω­γρά­φος Rudolf Lohbauer (1802-1873), γνω­στός και για τους αγώ­νες του υπέρ της ελευ­θε­ρί­ας του Τύ­που. 


Στο σκί­τσο εί­ναι εμ­φα­νής η δια­νοη­τι­κή κα­τάρ­ρευ­ση. Η ίδια ανα­φο­ρά και στη συ­νέ­χεια του ποι­ή­μα­τος: «Κε­φά­λι σκυμ­μέ­νο, στά­ση με­τά­νοιας. Μή­πως με­τά­νιω­σε / Που μπή­κε στο από­κρυ­φο ερ­γα­στή­ρι των θαυ­μά­των;» (στ. 19-20).
Το «πο­τα­μά­κι κά­τω απ’ το σπί­τι» (στ. 13-14) εί­ναι, όπως εί­πα­με, ο Νέ­καρ. Στις λι­γο­στές εξό­δους του ο ποι­η­τής συ­νή­θι­ζε να δια­σχί­ζει το γε­φυ­ρά­κι και να κα­τε­βαί­νει στη δε­ξιά όχθη, όπου, κα­θώς λέ­νε, σε από­με­ρα ση­μεία έκρυ­βε δι­πλω­μέ­να χαρ­τά­κια με αι­νιγ­μα­τι­κούς, ελ­λει­πτι­κούς στί­χους (Fragmenta) ή κω­δι­κο­ποι­η­μέ­να μη­νύ­μα­τα. Αν υπήρ­χε τρό­πος να συ­γκε­ντρω­θούν και ανα­συ­ντα­χθούν, ίσως διέ­σω­ζαν τη σύλ­λη­ψη ποι­η­μά­των. Η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ φαί­νε­ται πως το γνω­ρί­ζει αυ­τό. Γρά­φει: «[...] με τα νύ­χια σκα­λί­ζει το χώ­μα να κρύ­ψει τον τε­λευ­ταίο στί­χο. Για ώρα ανά­γκης» (στ. 27-29). Στην ει­κό­να πα­ρεμ­βάλ­λει τη μορ­φή του «σκύ­λου» («Κοι­τά­ει και το σκύ­λο», στ. 26). Και αυ­τός ο συ­σχε­τι­σμός έχει δο­θεί κα­τ’ επα­νά­λη­ψη στην ανεκ­δο­το­λο­γία για την εκτός του «πύρ­γου» συ­μπε­ρι­φο­ρά του Χαίλ­ντερ­λιν. Λέ­νε ότι φο­βό­ταν και απέ­φευ­γε τα παι­διά που τον θε­ω­ρού­σαν τρε­λό και τον χλεύ­α­ζαν. Έβρι­σκε τό­τε κα­τα­φύ­γιο στο θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα των σκύ­λων που αφθο­νού­σαν στους δρό­μους, υπο­κλι­νό­ταν μπρο­στά τους και απευ­θυ­νό­ταν σ’ αυ­τούς ως υπή­κο­ος μπρο­στά σε αφέ­ντη.
Τολ­μώ να ει­κά­σω την ερ­μη­νεία μιας ακό­μη ει­κό­νας της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ με «τη γυ­ναί­κα που περ­νού­σε με τ’ αμά­ξι» (στ. 16). Η ζωή του Χαίλ­ντερ­λιν συν­δέ­θη­κε με το όνο­μα της Susette Gontard, συ­ζύ­γου εμπό­ρου στην Φραν­κφούρ­τη, μη­τέ­ρας τεσ­σά­ρων παι­διών και ερω­μέ­νης του. Εί­ναι η γνω­στή «Διο­τί­μα» στον Υπε­ρί­ω­να, όπως την απο­κα­λού­σε στη με­τα­ξύ τους αλ­λη­λο­γρα­φία. Η Γκο­ντάρ πέ­θα­νε το 1802 από καλ­πά­ζου­σα φυ­μα­τί­ω­ση. Ήταν 33 ετών. Ο Χαίλ­ντερ­λιν βρι­σκό­ταν τό­τε στο Μπορ­ντώ της Γαλ­λί­ας απα­σχο­λού­με­νος ως οι­κο­δι­δά­σκα­λος. Από εκεί, δια­νύ­ο­ντας με τα πό­δια από­στα­ση 860 χι­λιο­μέ­τρων (!), έφτα­σε σε κα­κή κα­τά­στα­ση στην Στουτ­γάρ­δη, στον κύ­κλο των φί­λων του. Κα­νείς δεν γνω­ρί­ζει τι συ­νέ­βη στο με­τα­ξύ. Ήταν τα πρώ­τα ση­μά­δια της «δια­νοη­τι­κής πε­ρι­σκό­τι­σης». Από το πα­ρά­θυ­ρό του βλέ­πει τώ­ρα την οπτα­σία της να περ­νά, χω­ρίς να βρί­σκει τη δύ­να­μη να την κα­λέ­σει («Της μί­λη­σε άρα­γε πο­τέ;», στ. 16-17).
Δια­βά­ζου­με την κα­τα­βύ­θι­σή του στους στί­χους: «[...] κα­τα­χω­ρεί τη Νύ­χτα / με­τά τα Νή­πια και βυ­θί­ζε­ται στον ύπνο» (στ. 23-24). Ο Χαίλ­ντερ­λιν ερ­μή­νευε τα πρώ­τα κα­κά ση­μά­δια και την επερ­χό­με­νη τύ­φλω­ση ως μέ­ρος θεϊ­κού σχε­δί­ου που πλήτ­τει τους τολ­μη­ρούς, τους υβρι­στές. Η ύβρις του εί­ναι η ποι­η­τι­κή του τόλ­μη. Σκέ­φτε­ται ότι και ο Όμη­ρος ήταν τυ­φλός. Στο ποί­η­μα «Ο τυ­φλός αοι­δός» («Der blinde Sänger») ταυ­τί­ζει τον κέ­νταυ­ρο Χεί­ρω­να, τον δά­σκα­λο του Αχιλ­λέα, με τον Όμη­ρο. Τυ­φλός ήταν και ο Τει­ρε­σί­ας, ο vates, ο προ­φή­της-ποι­η­τής. Σύμ­φω­να με το θεϊ­κό σχέ­διο, στο οποίο πα­γι­δεύ­ε­ται ο άν­θρω­πος, αυ­τό εί­ναι το στά­διο της «απι­στί­ας» («Untreue»), δο­κι­μα­σία και προ­ϋ­πό­θε­ση, για να οδη­γη­θεί κα­νείς στην «πί­στη» («Treue»). Η Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ απο­τυ­πώ­νει και αυ­τή την αγω­νιώ­δη δια­δρο­μή: «[...] κι ο ου­ρα­νός πό­τε βγαί­νει / αλη­θι­νός; Με την πί­στη ή με την απι­στία;» (στ. 17-18).
«Δια­βα­σμέ­νη», λοι­πόν, η ποι­ή­τριά μας. Μία ακό­μη από­δει­ξη της αντί­λη­ψης που έχει για το λει­τούρ­γη­μά της. Τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά σχό­λια που πα­ρέ­θε­σα, δεν κά­νουν το ποί­η­μα ωραιό­τε­ρο. Συ­νει­σφέ­ρουν, ίσως, στην ανά­γνω­σή του, τη ση­μα­ντι­κή των ποι­η­τι­κών υπαι­νιγ­μών. Ας θε­ω­ρη­θούν από­δει­ξη της πο­λυ­ση­μί­ας των λέ­ξε­ων, όταν κα­τα­τί­θε­νται επα­ξί­ως στο πε­δίο της ποί­η­σης.

ΠΑ­ΡΕΚ­ΒΑ­ΣΗ: Ενώ έγρα­φα αυ­τές τις γραμ­μές, έλα­βα ανα­πά­ντε­χα, σαν νεύ­μα επι­δο­κι­μα­στι­κό της ει­μαρ­μέ­νης, ένα ποί­η­μα-«δώ­ρι­σμα», όπως χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε, από τον κα­θη­γη­τή και ποι­η­τή Αντώ­νη Μα­κρυ­δη­μή­τρη. Το ποί­η­μα πυ­κνώ­νει την ποι­η­τι­κή φι­λο­σο­φία του Χαίλ­ντερ­λιν και συ­νο­μι­λεί με την ελε­γεία «Άρ­τος και Οί­νος». Φυ­σι­κά, και με την Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. Τί­τλος: «Κι η ποί­η­ση προς τι;», από το γνω­στό αφο­ρι­στι­κό ερώ­τη­μα. Με την άδεια του Μα­κρυ­δη­μή­τρη το πα­ρα­θέ­τω:

Φτάνουμε κάποτε αργά, πολύ αργὰ στις αποκαλύψεις
Κι αν υπάρχουν θεοί ψηλά στον ουρανό της σκέψης
Από μακριά τον κόσμο θεωρούν και δεν επεμβαίνουν,
Μας προφυλάσσουν από την παρουσία τους οι αθάνατοι
Γιατί δύσκολα αντέχουμε οι θνητοί τη θεϊκή πληρότητα και λάμψη

Η ζωή γίνεται όνειρο στον ύπνο του αιωνίου
Θρέφονται με πίστη και υπομονή οι άνθρωποι στο λίκνο του έργου,
Αλλ’ όταν Εκεῖνοι κατέρχονται με τις βροντές και τους αχούς των κεραυνών
Φοβούνται ξανά οι θνητοί κι αποζητούν παρηγοριά στον μύθο

Συχνά μου φαίνεται, ωστόσο, πως είναι ίσως καλύτερα να κοιμηθείς
Αν το μπορείς, παρά να ξαγρυπνάς στα σιωπηλά μέσα στη νύχτα
Καθώς τα πνεύματα αόρατα περνούν δίχως ν’ αφήνουν ίχνη

Γιατί να επιμένεις και να προσπαθείς ξανά; Δεν ξέρω,
Κι η ποίηση προς τι σε τέτοιους άγονους καιρούς;
Ποιους τέρπει και ποιους ωφελεί;

(Το πυρ της ποίησης, 2011, 54)

Θα χρεια­ζό­ταν ένα ακό­μη εκτε­τα­μέ­νο ση­μεί­ω­μα, για να έλ­θει στην επι­φά­νεια ο διά­λο­γος του Μα­κρυ­δη­μή­τρη με τον Χαίλ­ντερ­λιν. Αλ­λά σε γε­νι­κές γραμ­μές εί­μα­στε υπο­ψια­σμέ­νοι. Πε­ρισ­σό­τε­ρα σε ένα άλ­λο εν­δε­χο­μέ­νως ση­μεί­ω­μα.
Τέ­λος, υπο­σχέ­θη­κα δύο από τα δώ­δε­κα δελ­τά­ρια που έστελ­νε κά­θε χρό­νο στον «πύρ­γο του Χαίλ­ντερ­λιν» ο Γιο­νάς. Επι­λέ­γω το πέμ­πτο που ιστο­ρεί τον θά­να­το της Γκο­ντάρ με τις τρα­γι­κές συ­νέ­πειες για την εύ­θραυ­στη ψυ­χι­κή υγεία του ποι­η­τή, και το έβδο­μο, με τον Πά­ουλ Τσέ­λαν, συ­χνό επι­σκέ­πτη του «πύρ­γου», επι­ζή­σα­ντα του Ολο­καυ­τώ­μα­τος, χτυ­πη­μέ­νον κι αυ­τόν από τη βά­σκα­νο μοί­ρα του Χαίλ­ντερ­λιν:

V

Ψυχή μου ξάγρυπνη τριαντατριώ χρονώ
ψυχή που δεν σε κοίμισε το κόκκινο Bordeaux
γιατί καλπάζει ο τρικέφαλος του Άδη –
με μάτια κόκκινα και το λαρύγγι του στεγνό
μ’ ένα δελτάριο στα δόντια ερμητικό
απ’ το μηδέν που γράφει ο χρόνος τ’ όνομά του σε χαρτί:
η Σέστρωτις
το τραμ Euridike
λευκό μαντήλι αρδεύοντας στα χείλη σου το ρόδο.
Η μια φτερούγα που έσπασε κι η άλλη που πενθεί
Ein Hauch um Nichts. Ein Wind.
Να πλησιάζουμε άρα γε οδικώς τον έκπτωτο θεό;
Με σείστρα με χαρταετούς με βόρβορον ιλύν;
Με ρημαγμένα ποιήματα; Πενθώντας μήπως πριν
το πένθος που θα ρθεί;
Ποιος δείχνει στον Ξυπόλυτο ποια πόρτα να χτυπήσει;
το μαύρο κρέπι ν’ ανεμίσει πού;
Τις ελεγείες μου δωρίζω στο κενό. Στου Υπερίωνα
τη θλίψη κατοικώ.
Κι ανίσταμαι. Να τη σηκώσω. Ένα γραμμάριο
η αδέσποτη ψυχή.
Να την τραβήξω. Απ’ τον κακό το θάνατο μακριά.
Απ’ το κακό που την ποδοκρατεί κι από τη νάφθα.

VII

Δεν έχω άλλη προσευχή.
Δεν έχω άλλο ποίημα να υποφέρω.
Αυτός που όρισε του Ιούδα το φιλί
ας με απαλλάξει τώρα
να ξεκουραστώ.
Το θάνατό σου υπηρέτησα, Κύριε,
κι όπως θα πει αργότερα ο Paul
το αγαπημένο σου παιδί,
προσευχήσου κι εσύ τώρα, Κύριε,
προσευχήσου για τα σκόπιμα λάθη μας,
για το κόκκινο που δωρίσαμε αλλού
νηστεύοντας τον έρωτά σου, Κύριε,
για τον ήλιο μετά τη βροχή,
όταν οι λέξεις που είχαμε, Κύριε,
κουράστηκαν να φέρνουν στον κόσμο παιδιά.
Μας δώρισες
το φως της αστραπής σου, Κύριε,
μας χτύπησες
μας ρήμαξες
μας έριξες μέσα στη νύχτα, Κύριε.
Και τώρα που δεν έχω άλλη θυσία να ντυθώ,
προσευχήσου για τις τύψεις σου, Κύριε.

Στον από­η­χο πά­ντο­τε του σθε­να­ρού ποι­ή­μα­τος της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. Και στη μνή­μη της.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: