Ανάμεσα στη Θλίψη και στο Τίποτα διάλεξες το Ποίημα

Με τη Φωτεινή Τσαλίκογλου
Με τη Φωτεινή Τσαλίκογλου


‘’Τι εί­ναι το ποί­η­μα;’’ σε ρώ­τη­σα στο όνει­ρο μου τη μέ­ρα που πέ­θα­νε. ‘’Το ποί­η­μα εί­μαι εγώ’’ απο­κρί­θη­κες

Δεν υπήρ­χε ίχνος έπαρ­σης ή πε­ρη­φά­νειας στη φω­νή σου. Μια τα­πει­νή μό­νο κα­τά­φα­ση. ‘’Το ποί­η­μα εί­μαι εγώ­’’ εί­πες με κα­θα­ρή φω­νή και χα­μο­γέ­λα­σες. Δεν ήταν μια αντί­στα­ση στο θά­να­το. Ήταν απλά και μό­νο ένα νεύ­μα στορ­γής στο ζωή.

Ανα­θάρ­ρε­ψα. Ναι. Το ποί­η­μα εί­ναι η ανυ­πα­κοή στο θά­να­το. Η γεν­ναιο­δω­ρία ενός πα­ρα­τε­τα­μέ­νου γέ­λιου, ανυ­πό­κρι­του. To ποί­η­μα εί­ναι αυ­τό το κά­τι που εκ­πο­ρεύ­ε­ται από εσέ­να. Από το στό­μα; Το σώ­μα; Το Βλέμ­μα; To χω­λό βά­δι­σμα; Αυ­τό το κά­τι που αν και ανυ­πε­ρά­σπι­στο, χά­ριν ακρι­βώς της αδυ­να­μί­ας του, σε πε­ρι­βάλ­λει σαν μη­τρι­κό πα­ντο­δύ­να­μο χά­δι. Τι να φο­βη­θείς λοι­πόν με­τά;.

Δεν έχεις τί­πο­τα να φο­βη­θείς Κα­τε­ρί­να, σου εί­πα μέ­σα στο όνει­ρο.

Ένοιω­σα χα­ρά. Όμως με το φως της μέ­ρας έφε­ρα στο νου μου τα λό­για σου τό­τε που ζού­σες: ‘Ο λί­γος χρό­νος που μου μέ­νει….νιώ­θω τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη…’’ Εί­πες και κοί­τα­ξες το φα­κό με συ­στο­λή, με κά­τι σαν ντρο­πή αν και με μια ανεί­πω­τη ποι­η­τι­κή χά­ρη. Κι έγει­ρες το κα­τα­βε­βλη­μέ­νο εύ­θραυ­στο σαν μω­ρό σώ­μα σου. Το τε­λευ­ταίο ποί­η­μα: Eξο­μο­λο­γη­τι­κό, σω­μα­τι­κό. σπα­ρα­χτι­κό: Ο Λί­γος χρό­νος και ο τρό­μος.

Και τώ­ρα εκ των υστέ­ρων, όπως με όλα, σου απευ­θύ­νο­μαι ‘’Κά­νε κά­τι Κα­τε­ρί­να, κά­νε κά­τι ώστε την ίδια στιγ­μή που γλι­στρά από τα χεί­λη σου η λέ­ξη τρό­μος, ο τρό­μος να υπο­νο­μεύ­ε­ται. Αλ­λοί­μο­νο στους βου­βούς τρό­μους. Εσύ, που δεν γνω­ρί­ζεις ανεί­πω­τους τρό­μους κά­νε κά­τι, ώστε η φω­νή σου όταν λέ­ει ‘’τρο­μά­ζω­’’ να γί­νε­ται ο εχθρός του τρό­μου. Αν όχι εσύ ποιος;

—‘’Οι λέ­ξεις στο ποί­η­μα δια­στέλ­λουν το χρό­νο­’’ σου εί­χα τό­τε πει. ‘’Το λί­γο γί­νε­ται πο­λύ κι ο τρό­μος κα­τευ­νά­ζε­ται. Συμ­φω­νείς;’’

Με έβα­λες στη θέ­ση μου: ‘’Και που θες να ξέ­ρω εγώ;’’ To αφε­λές μου ερώ­τη­μα έγι­νε μια στα­λιά. Το κα­τά­πιε η γλώσ­σα μου.

Σώ­ζουν οι λέ­ξεις. Η γρα­φή ακό­μα κι αν ανα­πα­ρα­στά το χά­ος ή τον τρό­μο του θα­νά­του, απαι­τεί έστω κά­ποιο στοι­χειώ­δες σχέ­διο που λει­τουρ­γεί κα­τευ­να­στι­κά Oι λέ­ξεις έχουν τον τρό­πο τους ακό­μα κι όταν εγκα­λούν το φό­βο να τον τι­θα­σεύ­ουν, να τον εξη­με­ρώ­νουν.

Το ποί­η­μα συ­νο­μι­λεί με ένα πριν κι ένα με­τά. Το πριν εί­ναι η νο­σταλ­γία μιας αγά­πης, το με­τά εί­ναι η προ­σμο­νή ενός στορ­γι­κού επέ­κει­να. ‘’Δεν έχεις τί­πο­τα να φο­βη­θείς Κα­τε­ρί­να­’’ εί­πα ξα­νά στο όνει­ρο μου. Και τι δεν θα έδι­να να ισχύ­ει αυ­τό κι εσύ να μου έλε­γες: Ετσι εί­ναι. Ετσι ακρι­βώς εί­ναι.

Πό­ση ώρα πέ­ρα­σε; Κά­ποια στιγ­μή ήταν σαν να σε άκου­σα να ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζεις τον Φώ­κνερ ‘’Aνά­με­σα στο τί­πο­τα και στη θλί­ψη, εν τέ­λε, εγώ θα διά­λε­γα το τί­πο­τα΄΄‘’Δεν σε πι­στεύ­ω­’’ εί­πα……

‘’Δια­στέλ­λε­ται το λί­γο Κα­τε­ρί­να….το λί­γο γί­νε­ται πο­λύ μέ­σα από το ποί­η­μα­’’. Με άκου­σες να το επα­να­λαμ­βά­νω. Δεν το αρ­νή­θη­κες αυ­τή τη φο­ρά. Nαι! μου εί­πες μάλ­λον για να μου κά­νεις τη χά­ρη ή ίσως για­τι οι νε­κροί στα όνει­ρα μας εί­ναι πιο διαλ­λα­κτι­κοί. ‘’Ναι!’’ συμ­φώ­νη­σες ‘’το ποί­η­μα πολ­λά μπο­ρεί­’’ Κι έτσι, λοι­πόν τώ­ρα, παίρ­νω θάρ­ρος και συλ­λο­γί­ζο­μαι πως δεν εί­ναι δυ­να­τόν το ποί­η­μα να μην αντα­μεί­ψει εσέ­να που τα έδω­σες όλα στο βω­μό της ποί­η­σης.

——— ≈ ———


Σε ένα μι­κρό σπί­τι που δεν ήταν το δι­κό σου, μα­κριά από την Αί­γι­να και τις φι­στι­κιές, πλάι σε ένα μι­κρό στο­λι­σμέ­νο πλα­στι­κό χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέν­δρο, με μια ξέ­νη γυ­ναί­κα που σε φρό­ντι­ζε κι ένα νε­ο­γέν­νη­το μω­ρό. Λί­γες μέ­ρες με­τα το τη­λέ­φω­νο σου όλη μέ­ρα δεν απα­ντά. Με έζω­σαν τα φί­δια. Το άλ­λο πρωί —Τι έπα­θες χθες Κα­τε­ρί­να; —Hμου­να λί­γο αδιά­θε­τη, κά­τι σαν να μου κό­βε­ται η ανα­πνοή, εί­πες. Την επό­με­νη μέ­ρα χά­θη­κε η ευ­ερ­γε­σία του ‘’σα­ν’’. Η ανα­πνοή εί­χε στην κυ­ριο­λε­ξία κο­πεί. Ήταν το τέ­λος.

Στην Αί­γι­να τρεις μέ­ρες με­τά. Στο ανοι­χτό φέ­ρε­τρο αγέ­λα­στη. Μό­νη. Λι­γο­στοί άν­θρω­ποι που δια­κρι­τι­κά στέ­κο­νταν πιο πέ­ρα. Ένας άδειος χώ­ρος ανά­με­σα σε αυ­τούς και τη νε­κρή. Ξα­πλω­μέ­νη στο ξύ­λι­νο κου­τί πνιγ­μέ­νη σε λευ­κά λου­λού­δια, μια κα­λο­χτε­νι­σμέ­νη, βαμ­μέ­νη, κέ­ρι­νη κού­κλα. Η Λιά­να , η Σίσ­συ, η Λί­να ψι­θυ­ρί­ζουν ‘’Μα δεν ήταν έτσι, δεν μοιά­ζει με την Κα­τε­ρί­να­’’ Ο νε­κρός δεν ορί­ζει, ορί­ζε­ται μό­νο.

‘’Δεν αντέ­χω να πάω στην τα­φή­’’ λέ­ει ο Θα­νά­σης στον Ντί­νο. Μέ­νει στην εκ­κλη­σία ενώ κά­ποιος ακού­γε­ται να λέ­ει; ‘’Ο ποι­η­τής δεν πε­θαί­νει πο­τέ. Μέ­νουν τα ποι­ή­μα­τα του.’’

Όμως εσύ Κα­τε­ρί­να δεν κα­τα­δέ­χε­σαι τέ­τοιες ευ­κο­λί­ες.

Το ποί­η­μα απο­σύ­ρε­ται στη χώ­ρα της Λύ­πης. Το ποί­η­μα δεν εί­ναι πα­ντο­δύ­να­μο. Κά­πο­τε στα­μα­τά να τρο­φο­δο­τεί­ται από την ευ­λο­γία της έλ­λει­ψης. Έρ­χε­ται η στιγ­μή που απο­ποιεί­ται ακό­μα και αυ­τή την Ανο­ρε­ξία της Ύπαρ­ξης. Και γί­νε­ται ένα με τον άνυ­δρο τό­πο. Με φό­βο και δι­σταγ­μό το λέω όμως έχω την αί­σθη­ση ότι το ποί­η­μα, στο τέ­λος της ζω­ής σου εν τε­λεί έγι­νε ο, τι και ο Κα­θρέ­φτης σου. Aνα­φέ­ρο­μαι σε ένα από τα τε­λευ­ταία και πιο δυ­να­τά ομό­τι­τλα ποι­ή­μα­τα σου. To ποί­η­μα έγι­νε ο κα­θρέ­φτης σου. Ομορ­φαί­νει αυ­τό που βλέ­πεις για να μην πο­νέ­σεις γιαυ­τό που εί­ναι. Πα­ρα­φρά­ζω: Ποί­η­μα σε ευ­χα­ρι­στώ που μου πα­ρα­στέ­κε­σαι και μ αφή­νεις να σε μι­σώ.

Ίσως η ύστα­τη πρά­ξη ελευ­θε­ρί­ας σου Κα­τε­ρί­να να εί­ναι αυ­τή : Nα απο­ποι­η­θείς τη χά­ρη του ποι­ή­μα­τος. Τον τό­πο σου δη­λα­δή. Τον γε­νέ­θλιο τό­πο σου που δεν εί­ναι η Λυ­πιού, δεν εί­ναι η Αί­γι­να, δεν εί­ναι η παι­δι­κή σου ηλι­κία, δεν εί­ναι η ου­λή, ού­τε το τραύ­μα. Γε­νέ­θλιος τό­πος σου εί­ναι το ποί­η­μα. H σχέ­ση της ζω­ής σου με την ποί­η­ση. H μάλ­λον η σχέ­ση του σώ­μα­τος σου με την ποί­η­ση. Τι κι αν η ζωή εί­ναι το μό­νο έρ­γο; Ti κι αν το έρ­γο εί­ναι η μο­νη έκ­φρα­ση της μο­να­δι­κό­τη­τας της ζω­ής; Tι αλ­λά­ζει; ‘’Kα­τα βά­θος ο ποι­η­τής έχει ένα θέ­μα­’’ το ζω­ντα­νό του σώ­μα (Σε­φέ­ρης)

‘’Η έμπνευ­ση ξε­κι­νά­ει από την κοι­λιά και βα­θαί­νει και βα­θαί­νει…..’’
‘’Πο­νάν τα γό­να­τα μου και την ποί­η­ση δεν μπο­ρώ πια να προ­σκυ­νώ­’’

Μιαν άλ­λη πα­νο­πλία χρειά­ζε­σαι τώ­ρα για να φυ­λα­χτείς και πρέ­πει να εί­ναι φτιαγ­μέ­νη από απάν­θρω­πο υλι­κό η πα­νο­πλία αυ­τή για να σε προ­στα­τέ­ψει από τη σκέ­ψη όχι μό­νο του δι­κού σου θα­νά­του.

Πα­τρί­δα σου η χώ­ρα του σώ­μα­τος. Όμως εκεί στο

κοι­μη­τή­ριο της Αί­γι­νας πολ­λά εί­ναι δυ­να­τόν να γί­νουν:

Τα χί­λια λά­θη και οι ανα­πη­ρί­ες να αν­θί­ζουν στο μνή­μα σου, σε
ένα πα­ρά­δο­ξα λευ­κό τε­τρά­γω­νο παρ­τέ­ρι του χαρ­τιού.


Ναι! πί­στε­ψε με λέω την αλή­θεια

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: