Αρμονική επιβράβευση του τίποτα και του ποτέ

© «Μονόγραμμα»
© «Μονόγραμμα»

H υπό­νοια που αφή­νει το σύν­θε­το επί­θε­το της ποι­ή­τριας κι ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο η σύν­θε­τη μορ­φή της, έρ­χε­ται σε πλή­ρη αντί­θε­ση με τη γοη­τευ­τι­κή, επί τω πλεί­στον, απλό­μορ­φη γρα­φή της. Ή μή­πως όχι; Αν το ξε­νό­γλωσ­σο επί­θε­το και η απροσ­δό­κη­τα πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νη απο­τύ­πω­ση του σώ­μα­τός της προ­δί­δουν ένα έλ­λειμ­μα, του­λά­χι­στον σε επί­πε­δο ακο­ής κι όρα­σης, σαν αντί­θε­το προς συ­μπλή­ρω­ση έρ­χε­ται η εξί­σου σπου­δαί­ας δυ­να­μι­κής γρα­φή της, για να πλη­ρω­θεί το πα­τε­ρι­κό ρη­τό coincidentia oppositorum.
Η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ ζει «πλα­γί­ως» η ζωή της εξε­λίσ­σε­ται πλά­για, πα­ράλ­λη­λα στη συλ­λο­γι­κή ζωή, σα ζωή πα­ρα­τη­ρη­τή της «Ζω­ής», σαν τη­λε­σκο­πι­κή αντί­λη­ψη των άλ­λων. Η ποί­η­σή της, πλα­για­στή κι αυ­τή, δε­μέ­νη στο κά­τω άκρο της, όπως πε­τα­λού­δα δε­μέ­νη με σπά­γκο, για να τα­ρά­ζο­νται σε κά­θε προ­σπά­θεια απε­λευ­θέ­ρω­σης οι λέ­ξεις ελευ­θε­ρία ( = πέ­ταγ­μα) κι ομορ­φιά (= τε­λειό­τη­τα).
Ακο­λου­θώ το χρο­νι­κό της συγ­γρα­φής της ποι­ή­τριας, Ήδη από την αρ­χή, η ποι­ή­τρια μας το κά­νει λια­νό πως τί­πο­τα στις αν­θρώ­πι­νες εκ­δη­λώ­σεις δεν έρ­χε­ται από το χώ­ρο του τυ­χαί­ου ή αλ­λιώς το να εκ­θέ­σει ποι­η­τι­κά η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ και να εκτε­θεί ποι­η­τι­κά, ήταν προ­μά­ντε­μα μιας ισχυ­ρής αλυ­σί­δας που τη συ­νέ­δεε με τη φή­μη που θα ακο­λου­θεί τους σπου­δαί­ους γρα­φιά­δες: «Στη μνή­μη του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, στον Ν. Δ. Κα­ρού­ζο, στον Αντώ­νη Φω­στιέ­ρη, στην Κι­κή Δη­μου­λά».
Έτσι λοι­πόν, η οπτι­κή της Κα­τε­ρί­νας Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ δε μπο­ρεί να εί­ναι πα­ρά μια γεν­ναιό­δω­ρη οπτι­κή, έτοι­μη να ξε­γυ­μνώ­σει την κα­τά τ’ άλ­λα πο­λυ­διά­στα­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και να απο­δεί­ξει ότι ο πιο με­γά­λος σα­μα­τάς γί­νε­ται μέ­σα στο κε­νό ή αλ­λιώς, η με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή ισορ­ρο­πία επι­τυγ­χά­νε­ται με τη μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τή έκ­θε­ση. Από την πρώ­τη κιό­λας στιγ­μή η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ δια­γρά­φει τον άξο­να της ζω­ής της και της τέ­χνης της: «Η ψυ­χή μου καυ­τός ανε­μο­στρό­βι­λος / υπό­σχε­ται το τί­πο­τα».[1] Αυ­τό λοι­πόν «το τί­πο­τα» εί­ναι ή άλ­λη όψη του «τα πά­ντα», σύμ­φω­να με τη θε­ω­ρία πε­ρί σύμ­πτω­σης των αντι­θέ­των, οπό­τε έτσι ανά­βει το πρά­σι­νο φως στην έν­νοια του σπου­δαί­ου κι άρα, του αλη­θι­νού.
Εί­ναι δη­λα­δή η Ρουκ κομ­μά­τι των σπου­δαί­ων συγ­χρό­νων της, όπως το δεί­χνει εύ­κο­λα η γλώσ­σα[2] της και ο πε­ριώ­νυ­μος ρο­μα­ντι­σμός της. Τα σπου­δαία ση­μαί­νο­ντα «σύ­κο, ελιές, σώ­μα­τα των αγο­ριών», ανε­μο­δεί­κτες στη γρα­φή του Ελύ­τη, του Σε­φέ­ρη, του Σι­κε­λια­νού εί­ναι συ­νε­χώς πα­ρό­ντα στη γρα­φή της ποι­ή­τριας. Τα ηλιο­τρό­πια του Ελύ­τη, προ­μη­νύ­μα­τα θα­νά­του εί­ναι πια θα­να­τη­φό­ρα: «ή θα πε­θά­νου­με απ’ τα πολ­λά ηλιο­τρό­πια».[3] Τα τζι­τζί­κια, σή­μα κα­τα­τε­θέν της με­σο­γεια­κής πέ­νας (Ελύ­της, Σε­φέ­ρης, Λο­ρεν­τζά­τος, Αρα­νί­τσης) κι εδώ πα­ρό­ντα.[4] Η πο­λί­χνη του Σε­φέ­ρη εί­ναι και πο­λί­χνη της γυ­ναί­κας ποι­ή­τριας.[5] Ας πα­ρα­θέ­σου­με τους εξής στί­χους κι ας υπο­θέ­σου­με ότι δεν ανή­κουν στην Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ αλ­λά στον Ελύ­τη: «Ακί­νη­τη ώρα/γεν­νιό­ταν απ’το φως οι συ­κιές/και προ­σπερ­νού­σαν τον έρω­τα».[6] Η ποι­ή­τρια ανή­κει στη με­γά­λη οι­κο­γέ­νεια των σμι­λευ­τών της ποι­η­τι­κής πέ­τρας και του χε­λι­δο­νιού, ακού­ρα­στων υπη­ρε­τών των ώρι­μων λέ­ξε­ων και των εύ­η­χων συ­στοι­χιών. Ανή­κει σε εκεί­νη την τά­ξη των ποι­η­τών που ει­σέ­πνε­αν «θυ­μά­ρι» και εξέ­πνε­αν «Γα­λα­ξία», όπως η ίδια εξι­σώ­σει τα δύο άκρα,[7] τα δύο απά­ντρευ­τα, σε ένα σπου­δαίο, το ελά­χι­στο.
Κι αν λοι­πόν ο Σέ­φε­ρης έλε­γε πως όταν γρά­φου­με η γλώσ­σα μας χω­ρί­ζει την αλή­θεια απ’ το ψέμ­μα[8] η σπου­δαία ποι­ή­τρια το χρη­σι­μο­ποιεί σα με­γε­θυ­ντι­κό φα­κό στη γρα­φή της, αφού πρέ­πει πρώ­τα «»να στη­θούν τα μα­ντριά/να ξε­δι­ψά­σουν τα ζώα/πριν δώ­σουν το κα­τά δύ­να­μιν»,[9] για να κα­τα­λή­ξει πως «μό­νοι καλ­λιερ­γη­τές, μό­νοι τρυ­γη­τές εμείς/χα­ρά στ’α­μπέ­λια μας.»[10] Εξάλ­λου, αν υπο­θέ­σου­με το μά­τι εί­ναι γλώσ­σα[11] τό­τε η με­γα­λο­σύ­νη της ποι­ή­τριας ακο­λου­θεί την αλή­θεια των ανέγ­γι­χτων λέ­ξε­ων: «σχέ­δια για το θά­να­τό μας/κά­να­με από­ψε/κι ήταν σα να μα­ντεύ­εις/τα τρα­γού­δια που απο­μα­κρύ­νο­νται/από την ακτή/μα­ζί με τους ψα­ρά­δες.»[12] Η ποι­ή­τρια πα­ρα­τη­ρεί τα στοι­χεία, τα βλέ­πει στη φυ­σι­κή τους θέ­ση, τη μό­νη θέ­ση των πραγ­μά­των και τα πε­ρι­γρά­φει, όπως ο ξυ­λουρ­γός πε­ρι­γρά­φει την ηλι­κία του δέ­ντρου που ξυ­λεύ­ει. Κι αφού η ει­κό­να αυ­τή των πραγ­μά­των, στη μέ­σα τους όψη, την αιώ­νια και την αλη­θι­νή εί­ναι γα­λή­νια, τό­τε η Ρουκ εί­ναι ο κή­ρυ­κας της γλώσ­σας, της αιώ­νιας και της αλη­θι­νής.
Ποι­η­τής λοι­πόν ου­σί­ας εί­ναι ο αιώ­νιος ποι­η­τής, άρα ο αλη­θι­νός, ο μό­νος αδερ­φός του «Χρό­νου», που βα­φτί­ζει τα πράγ­μα­τα με τ’ό­νο­μά τους, αδια­φο­ρώ­ντας για το σχή­μα τους και τις οψι­γε­νείς απαι­τή­σεις τους. Και η Ρουκ ταυ­τί­στη­κε με το πρό­σω­πο αυ­τού του αιώ­νιου ποι­η­τή που έχει πά­ντα μία φω­νή και ένα κά­λε­σμα, της υπο­τα­γής στο πραγ­μα­τι­κό: «Το­πία ξε­χα­σμέ­να/πί­σω απ’τις φω­νές της λεί­ας και του έρω­τα».[13] Ακούς Κα­τε­ρί­να, πως το το­πίο κα­τα­στρέ­φε­ται στα­τι­κά[14] και πως αγριεύ­ουν οι μυ­γδα­λιές κα­τά τη μπό­ρα;[15] Βλέ­πεις Κα­τε­ρί­να πως τα πρό­σω­πα με την ηλι­κία/μοιά­ζουν στην πέ­τρα/όλο και λι­γό­τε­ρο ανά­λα­φρα/όλο και πιο θα­μπά στο χρώ­μα.[16] Μυ­ρί­ζεις Κα­τε­ρί­να, τη φύ­ση που πα­λιώ­νει σι­γά σι­γά κι εκεί­νο το φθι­νό­πω­ρο που εκ­θέ­τει σχέ­δια/που ται­ριά­ζουν σε γυ­ναί­κες ώρι­μες;[17]

Αυ­τή λοι­πόν η ποί­η­ση, η πλεγ­μέ­νη με τις αι­σθή­σεις και η προ­ερ­χό­με­νη απ’ την ερ­μη­νεία της πρώ­της ύλης, απ’ τον πυ­ρή­να της ύπαρ­ξης των πραγ­μά­των στη γε­ω­με­τρι­κή τους πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κή ισορ­ρο­πία, αυ­τή δί­νει το δια­βα­τή­ριο στον ανα­γνώ­στη για την ονει­ρι­κή του αυ­το­α­ναί­ρε­ση και στην ποι­ή­τρια, για το αέ­ναο κυ­νη­γη­τό των σύν­νε­φων. Εί­ναι δη­λα­δή η ποί­η­ση αυ­τή που εναλ­λάσ­σει ποι­η­τή κι ανα­γνώ­στη, συγ­χέ­ει ρό­λους και προ­σμο­νές, χέ­ρια κι ανα­πνο­ές.
Ο Mα­λαρ­μέ ανα­φέ­ρει για τον (ση­μα­ντι­κό) ποι­η­τή ότι αφή­νει τις πρω­το­βου­λί­ες στις λέ­ξεις[18] ή για να το πού­με αλ­λιώς, στη με­γά­λη ποί­η­ση, οι λέ­ξεις οδη­γούν το νό­η­μα, όπως το βλέμ­μα οι πυ­γο­λα­μπί­δες μέ­σα στο από­λυ­το σκο­τά­δι, στο με­στό από ωρί­μαν­ση Ιού­λιο. Επα­να­λά­βε­τε λοι­πόν το ακό­λου­θο: «Κυ­κλι­κά κι­νεί­ται το πε­ρι­βό­λι/γύ­ρω απ’ τον ύπνο[19] ή κι αυ­τό: «Κά­τι θα­μπό με γέν­νη­σε/κι ας μου παν πως γεν­νή­θη­κα στον ήλιο.»[20] Όλη η ποί­η­ση της Ρουκ εί­ναι μια πα­ρέ­λα­ση λέ­ξε­ων, πε­ρι­ποι­η­μέ­νων, ται­ρια­σμέ­νων, υπο­μο­νε­τι­κών όπως τό­τε που οι μη­τέ­ρες ντύ­ναν με στορ­γι­κά ρού­χα τα παι­διά τους, τα χτέ­νι­ζαν με τα­πει­νο­φρο­σύ­νη και τα έστελ­ναν στις με­γά­λες γιορ­τές. Έτσι φρο­ντί­ζει τις λέ­ξεις της η Ρουκ, σαν ατέρ­μο­νη μά­να που θέ­λει τα παι­διά της τα πιο όμορ­φα, τα πιο δια­κρι­τι­κά, τα πιο σπου­δαία: «Ένα το­πίο μου δει­ξες/κι ήταν γλυ­κό και πρά­σι­νο/ένας πρά­σι­νος λό­φος ήταν/κι ένα δέ­ντρο, πρά­σι­νο/κι από πά­νω άλ­λος λό­φος/κι άλ­λο δέ­ντρο.»[21] Δια­βά­ζει κα­νείς έναν πί­να­κα ζω­γρα­φι­κής σ’ αυ­τό το ποί­η­μα. Βλέ­πει τις μυ­ρω­διές του πρά­σι­νου να κα­τα­κλύ­ζουν τα μά­τια του, αφού τα μά­τια, εκτός από γλώσ­σα εί­ναι και όσφρη­ση.
Συ­νε­χί­ζο­ντας λοι­πόν τη σκέ­ψη του Μα­λαρ­μέ, αυ­τή κα­τα­λή­γει «Que la poésie dise une quelque vérité, non par conséquent. Ni qu’elle enseigne, ni qu’elle moralise. Mais elle donne des vues (et non des visions) du séjour comme de la circonstance».[22] Όλη αυ­τή η συλ­λο­γι­στι­κή κα­τά το Mα­λαρ­μέ κα­τα­λή­γει να απο­τυ­πώ­σει το «νό­η­μα»,[23] την έν­νοια την ίδια, σα ση­μαι­νό­με­νο. Στην ποί­η­ση δη­λα­δή της Ρουκ, αυ­τή η αυ­το­νό­η­τη ποι­η­τι­κή οπτι­κή της ανά­δει­ξης του νο­ή­μα­τος ξε­χει­λί­ζει από τα γράμ­μα­τα σαν πα­ρη­γο­ριά και σαν ανε­μο­φρά­χτης στο πα­ρά­λο­γο της φθο­ράς. Δεν έχει ση­μα­σία αν εί­ναι κα­λή ή κα­λύ­τε­ρη ποί­η­ση. Εί­ναι ποί­η­ση αλη­θι­νή, όσο αλη­θι­νό εί­ναι ένα μή­λο εκεί­νη ακρι­βώς τη στιγ­μή που το κό­βεις από το κλα­δί με μια μα­λα­κή κί­νη­ση ή μια ντο­μά­τα όταν την απο­μα­κρύ­νεις από το μί­σχο που τη θρέ­φει, για να σε θρέ­ψει. Επι­τε­λεί γε­νε­τή­σιο σκο­πό. Βοη­θά­ει τους στρογ­γυ­λε­μέ­νους αστούς, να συν­δε­θούν με το «άλ­λο», το μα­κρι­νό πια, το αλη­θι­νό. «Εδώ το ήμε­ρο βου­νό κι η γη ένα περ­βό­λι δι­κό μας, του γεί­το­να, κά­ποιου αν­θρώ­που που ορ­γώ­νει και τον ου­ρα­νό τη νύ­χτα»,[24] ή ακό­μα, «Σε άδε­ντρο χώ­ρο/το παι­δί ση­μειώ­νει/την ακι­νη­σία/με λα­ρυγ­γι­σμούς.»[25]
Άλ­λω­στε, η ποι­ή­τρια εί­χε αυ­τό το σπου­δαίο, το βί­ω­μα του ελ­λείμ­μα­τος που γεν­νού­σε στον άν­θρω­πο η φύ­ση και η πρό­σλη­ψη της το­πο­θέ­τη­σής του μέ­σα της. Σε αντί­θε­ση με την ποί­η­ση που δε δι­δά­σκει και δεν παι­δα­γω­γεί – η οποία όμως απο­τυ­πώ­νει στο χαρ­τί το αλη­θι­νό (βλ. Noβά­λις)– η φύ­ση δι­δά­σκει, κα­θο­ρί­ζει, βοη­θά­ει τους ψυ­χι­σμούς να δέ­σουν κα­λά. Και η σπου­δαία ποί­η­ση απαι­τεί «δε­μέ­να κόκ­κα­λα», σφυ­ρι­λα­τη­μέ­να από τον αέ­ρα του βου­νού και τις μυ­ρω­διές των λου­λου­διών. Αν δεν πα­ρα­τη­ρή­σεις μια φο­ρά τη γέν­νη­ση εντός τζι­τζι­κιού ή τη δια­δρο­μή ενός μυρ­μη­γκιού, η ποί­η­σή σου θα ναι ανυ­πό­μο­νη, σε μια μό­νι­μη προ­σπά­θεια να βρει διέ­ξο­δο. Γι­’αυ­τό τό­σο η Ρουκ, όσο και οι συγ­γε­νείς της (Ελύ­της, Σε­φέ­ρης, Λο­ρεν­τζά­τος, Χιό­νης κ.α.), επι­μέ­νουν να ανα­γο­ρεύ­ουν το τζί­τζι­κα σε βα­σι­λιά των λέ­ξε­ων της ποί­η­σης. Η Ρουκ λοι­πόν εί­ναι μύ­στης του ορ­θά­νοι­χτου μυ­στι­κού της αρ­μο­νι­κής αυ­θυ­παρ­ξί­ας των πραγ­μά­των, μι­λά­ει τη γλώσ­σα της ύπαρ­ξης, άρα του νο­ή­μα­τος, Αξί­ζει να ανα­φερ­θού­με εδώ στο Σο­λω­μό, πα­τρο­γο­νι­κή λί­θος της ελ­λη­νο­δυ­τι­κής ποί­η­σης, στον οποίο, η γλώσ­σα της φύ­σης στέ­κει μέ­σα στην ποι­η­τι­κή του γρα­φή σα ση­μαία σε κά­στρο˙ στη­τά, ψη­λά, ευ­θαρ­σώς: «Δεν εί­ναι κο­ρα­σιού φω­νή στα δά­ση που φου­ντώ­νουν/και βγαί­νει τ’ά­στρο του βρα­διού και τα νε­ρά θο­λώ­νουν/και τον κρυ­φό της έρω­τα της φύ­σης τρα­γου­δά­ει/του δέ­ντρου και του λου­λου­διού που ανοί­γει και λυ­γά­ει».[26] Κι αν εδώ ο Σο­λω­μός κι­νεί­ται στον άξο­να του πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νου, αυ­τού που βλέ­πει το μά­τι και η γλώσ­σα γυ­μνή, η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ –όπως και όλη η γε­νιά της– εγκα­τα­λεί­πει το ρο­μα­ντι­σμό των ει­κό­νων, για να τις απο­δώ­σει –πά­λι όμως τις ίδιες– μέ­σω της δια­νό­η­σης. Ωστό­σο, αν και κα­τ’αυ­τόν τον τρό­πο οι λέ­ξεις βα­ραί­νουν, η εκ­κί­νη­ση εί­ναι ακρι­βώς η ίδια με τό­τε: η αυ­θυ­παρ­ξία της φυ­σι­κό­τη­τας κι άρα η νο­μο­τε­λεια­κή πλη­ρό­τη­τα του νο­ή­μα­τος: «Πό­σα ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρα απου­σί­ας/χρειά­ζε­ται ο αέ­ρας/για ν’ αδειά­σει από τις εκ­πνο­ές/του δέρ­μα­τός σου/για να επι­κρα­τή­σει πά­λι/η γα­ζία, το πεύ­κο/όλες οι ωραί­ες ανα­θυ­μιά­σεις/της απρό­σω­πης φύ­σης;»[27]
Η ποι­ή­τρια βλέ­πει κι ακού­ει γύ­ρω της όσα της έμα­θε η σο­φή μνή­μη της για­γιάς της και η πα­τρι­κή ακαρ­τε­ρη­σία, όλα τα­κτο­ποι­η­μέ­να με την αλ­φα­βη­τι­κή τους ασφά­λεια, μα­κριά από τους σύγ­χρο­νους ξε­νι­στές. Έτσι λοι­πόν η Ρουκ εύ­στο­χα αφο­μοιώ­νει τα σύμ­βο­λα στη γλώσ­σα της, αφού πρώ­τα τα αφο­μοί­ω­σε στα μά­τια της (= το μά­τι εί­ναι γλώσ­σα) και τις αι­σθή­σεις της.

Θε­μα­το­λο­γι­κά και χω­ρο­τα­ξι­κά η γρα­φή της Κα­τε­ρί­νας Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ κυ­ριαρ­χεί­ται από πε­ρι­γρα­φές των απλών, απτών αντι­κει­μέ­νων και των πραγ­μα­τι­κών χώ­ρων. Όχι φα­ντα­σια­κές ανώ­φε­λες πε­ρι­πλα­νή­σεις, όχι εσω­στρε­φείς χί­μαι­ρες, πα­ρά άνοιγ­μα στα γύ­ρω, στην αξία τους που, συ­γκυ­ρια­κά, εί­ναι η αξία του λί­γου. Από την αρ­χή μέ­χρι το τέ­λος, η ποί­η­ση της Ρουκ κρα­τά­ει εντυ­πω­σια­κά ένα μο­τί­βο, αυ­τό του πραγ­μα­τι­κού. Με εξαί­ρε­ση ίσως «Των Αντι­θέ­των Δια­λό­γους…», το οποίο απο­τε­λεί έναν άσπλα­χνο βομ­βαρ­δι­σμό του ανα­γνώ­στη με τις εσω­τε­ρι­κές του αδυ­να­μί­ες ή και αγω­νί­ες, η υπό­λοι­πη γρα­φή της, απο­τε­λεί τε­λι­κά μια πού­ρα αφή­γη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, της αιώ­νιας και της αλάν­θα­στης. Τί­πο­τα δεν κλο­νί­ζει το στα­θε­ρό, αέ­ναο μά­τι της αυ­θε­ντι­κής ποι­ή­τριας. Κα­μιά ομορ­φιά δεν την πα­ρα­πλα­νεί, κα­νέ­να φτια­σί­δω­μα δεν την πα­ρα­ποιεί. Όλα εί­ναι γυ­μνά κι ου­δέ­τε­ρα μπρο­στά στην ποι­ή­τρια, η οποία σαν κα­λή αφη­γή­τρια, μας τα προ­σφέ­ρει σε δί­σκο, υπο­κλι­νό­με­νη στους κα­λε­σμέ­νους της. Από την άλ­λη, το μά­τι του ανα­γνώ­στη ξέ­ρει πως να ευ­χα­ρι­στεί την ποι­ή­τρια, φι­λώ­ντας τα καλ­λί­γρα­φα χέ­ρια της.
Φυ­σι­κά, η ποι­ή­τρια δεν πα­ρα­λεί­πει να εξυ­μνή­σει τον άν­δρα, κα­τ’ αντι­στοι­χία των ερω­τι­κών εξο­μο­λο­γή­σε­ων στις γυ­ναί­κες, των αν­δρών ποι­η­τών. Η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή επι­κά­λυ­ψη της ερω­τι­κής έλ­ξης, περ­νά­ει μέ­σα από το δια­νοη­τι­κό στοι­χείο της ποί­η­σης, για να κλει­δώ­σει τον ερω­τι­κό λό­γο. «Κι εί­χε γε­ρά τα γό­να­τα/όπως οι άντρες/όταν ονει­ρεύ­ο­νται να συν­δυά­σουν/περ­πά­τη­μα και πέ­ταγ­μα»[28] και «ο πιο όμορ­φος άντρας της Λυ­πιού/βρή­κε μια μαύ­ρη πε­τα­λού­δα νε­κρή στα σε­ντό­νια του. Ήταν γυ­μνού­λης, λί­γο ιδρω­μέ­νος και γυά­λι­ζε»[29] ή ακό­μα «Κι όπως ατε­νί­ζεις τον άσπρο τοί­χο/αρ­γά σου ’ρ­χε­ται η στύ­ση/ένας έξο­χος πύρ­γος ση­κώ­νε­ται/άδειος μέ­σα στο άδειο.»[30] Ο έρω­τας για την ποι­ή­τρια δεν προ­βλέ­πε­ται ως σω­σι­θά­να­τος – κοι­νό μο­τί­βο στην ποί­η­ση – αλ­λά ως ένα στοι­χείο του παζλ που σχη­μα­τί­ζει το πα­λίμ­ψη­στο του απλού και του κα­θη­με­ρι­νού. Ρε­α­λι­σμός δη­λα­δή, χω­ρίς ίχνος ψευ­δο­πα­ρά­στα­σης. Και τον πα­ρου­σιά­ζει με­γα­λειω­δώς, με πέ­να εξαί­σια, έτσι ακρι­βώς: «Θ’ αγα­πη­θού­με όπως μπο­ρού­με/μες στο σκο­τά­δι του χρό­νου/μες στο έρε­βος του κορ­μιού/επι­δει­κνύ­ο­ντας ο κα­θέ­νας/τη δι­κή του ευ­ρε­σι­τε­χνία θα­νά­του/χαϊ­δεύ­ο­ντας τις πα­ρά φύ­σιν έδρες του ωραί­ου.»[31]
Θα λέ­γα­με λοι­πόν πως, χω­ρίς αμ­φι­βο­λία, το σπου­δαίο της γρα­φής της ποι­ή­τριας έχει ως μή­τρα το σπου­δαίο του αν­θρώ­που, αν δε­χτού­με – πα­ρα­φράσ­σο­ντας τον Αρα­νί­τση – ότι το χέ­ρι εί­ναι μά­τι. Η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ εί­ναι βα­θιά γνώ­στρια του κό­σμου, του πυ­ρή­να ύπαρ­ξης του πιο ευ­τε­λούς εντό­μου και της πιο εκτε­τα­μέ­νης επι­φά­νειας, της θά­λασ­σας κι απο­τυ­πώ­νει αυ­τό που βλέ­πει στο χαρ­τί. Άλ­λω­στε, η ποι­η­τι­κή αρ­τιό­τη­τα, η οποία περ­νά­ει μέ­σα από τα μά­τια του δια­νο­ού­με­νου (ποι­η­τή), του λά­τρη δη­λα­δή του ελά­χι­στου και του ελ­λειμ­μα­τι­κού, φαί­νε­ται κι από το δια­χω­ρι­σμό χρό­νου - «Χρό­νου», διά­κρι­ση που στοι­χειώ­νει τον αει­κί­νη­το ποι­η­τή, όλο και πιο σφι­χτά, όλο και πιο απει­λη­τι­κά. Ο «Χρό­νος» υπάρ­χει ερή­μην του χρό­νου. Κι όποιος σή­με­ρα το κα­τα­λα­βαί­νει βλέ­πει με κιά­λια την ευ­δαι­μο­νία. Ο χρό­νος ρέ­ει, ο «Χρό­νος» δε ρέ­ει. Ο χρό­νος εξα­ντλεί­ται, ο «Χρό­νος» δυ­να­μώ­νει, η ζωή δε με­τριέ­ται σε νού­με­ρα, ο θά­να­τος δεν απει­λεί. Ο αιώ­νας δεν αντι­στοι­χού­σε πο­τέ σε 100 χρό­νια, πα­ρά έμε­νε κε­νό μα­θη­μα­τι­κό δε­δο­μέ­νο. Γρά­φει η ποι­ή­τρια, «Οι χρό­νοι της ζω­ής μου τα­ξι­δεύ­ουν μες στο αί­μα μου αντά­μα και χώ­ρια σαν αι­μο­σφαί­ρια… Χρό­νοι που με τον και­ρό γί­νο­νται απρό­σω­ποι σαν αφί­σες… Χρό­νοι – Επέ­τειοι. Σαν πέ­ρυ­σι, σαν πρό­περ­σι, σαν του χρό­νου, θα ’χω πε­θά­νει… Το ύφα­σμα του αδύ­να­του, του χα­μέ­νου, του πι­κρού. Εσύ. Οι χρό­νοι του εσύ.»[32] Αντα­να­κλά με­γα­λο­πρέ­πεια η ποί­η­ση της Ρουκ. Ντε­λι­κά­τη μορ­φή, ευ­γε­νι­κή δια­δρο­μή λέ­ξε­ων και σκέ­ψε­ων, αρ­μο­νι­κή επι­βρά­βευ­ση του τί­πο­τα και του πο­τέ. Σε τέ­τοιο βαθ­μό που κα­νείς να θλί­βε­ται δια­βά­ζο­ντας την, αντι­λαμ­βα­νό­με­νος αυ­τό στο οποίο κα­τα­λή­γει, για σή­με­ρα: «Τα ποι­ή­μα­τα δεν μπο­ρούν πια/να ‘ναι ωραία/αφού η αλή­θεια έχει ασχη­μύ­νει»[33] ή όπως διε­ρω­τά­ται κι ο Χέλ­ντερ­λιν, «Κι οι ποι­η­τές τι χρειά­ζο­νται σ’ ένα μι­κρό­ψυ­χο και­ρό

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: