Αναζητώντας την Πηνελόπη: από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στην Alda Merini

«Η Πηνελόπη και οι μνηστήρες»  (λεπτομέρεια). Τοιχογραφία του Bernardino di Betto de Perugia, λεγόμενου Pintoricchio (1481 1513). Ανάκτορο  Petrucci, Σιένα
«Η Πηνελόπη και οι μνηστήρες» (λεπτομέρεια). Τοιχογραφία του Bernardino di Betto de Perugia, λεγόμενου Pintoricchio (1481 1513). Ανάκτορο Petrucci, Σιένα

Πολ­λές φο­ρές μπο­ρού­με να κα­τα­νο­ή­σου­με βα­θύ­τε­ρα και ακρι­βέ­στε­ρα το έρ­γο ενός ποι­η­τή, δια­βά­ζο­ντάς το πα­ράλ­λη­λα με το έρ­γο ενός ομο­τέ­χνου του, με τον οποίο αυ­τός μοι­ρά­ζε­ται κοι­νές αγω­νί­ες και στο­χα­σμούς, λες και υπάρ­χουν εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες που προ­κύ­πτουν εί­τε από κοι­νές πη­γές εί­τε –και αυ­τό εί­ναι το πιο εν­δια­φέ­ρον– από μια κοι­νή ιδιο­συ­γκρα­σία, από μια κοι­νή πνευ­μα­τι­κή-υπαρ­ξια­κή κα­τα­βο­λή. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος για τον οποίο στο πα­ρόν κεί­με­νο επι­λέ­γω να μι­λή­σω για την Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ αντι­κρί­ζο­ντάς την μέ­σα από έναν κα­θρέ­πτη: ο κα­θρέ­πτης αυ­τός εί­ναι το ποι­η­τι­κό πρό­σω­πο της κο­ρυ­φαί­ας Ιτα­λί­δας ποι­ή­τριας του 20ού και των αρ­χών του 21ου αι., της Alda Merini (1931-2009). Σε ένα πρώ­το επί­πε­δο, οι δύο ποι­ή­τριες «μοι­ρά­ζο­νται» στοι­χεία τα οποία μπο­ρεί κα­νείς να αντι­λη­φθεί ακό­μη κι αν δεν έχει εντρυ­φή­σει στο έρ­γο τους: και οι δύο μι­λούν επί­μο­να για το γυ­ναι­κείο σώ­μα, και οι δύο αφου­γκρά­ζο­νται τις ανα­τα­ρά­ξεις και τους ψι­θύ­ρους του έρω­τα, και οι δύο επι­στρέ­φουν στο αβά­στα­κτο αί­σθη­μα της απώ­λειας, εί­τε πρό­κει­ται για την απώ­λεια ενός αγα­πη­μέ­νου προ­σώ­που, εί­τε για την απώ­λεια της νιό­της, εί­τε για την απώ­λεια της υγεί­ας. Για­τί αν στην Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ το πο­νε­μέ­νο σώ­μα εί­ναι εκεί­νο που στοι­χειώ­νει τους στί­χους, στα ποι­ή­μα­τα της Merini εί­ναι το βα­σα­νι­σμέ­νο από την ψυ­χι­κή αρ­ρώ­στια πνεύ­μα και κορ­μί που ορί­ζει πλή­θος ποι­η­μά­των. Και οι δύο ποι­ή­τριες αντι­τεί­νουν σε αυ­τόν τον αβά­στα­χτο πό­νο της αρ­ρώ­στιας τη δύ­να­μη της ψυ­χής, την επι­θυ­μία για ζωή, για έρω­τα, για δη­μιουρ­γία. Δια­βά­ζο­ντας κα­νείς το έρ­γο τους αι­σθά­νε­ται ότι αντλούν τη δύ­να­μή τους από μια μυ­στι­κή πη­γή, ότι πί­σω από το πα­ρά­πο­νο που ανα­πό­φευ­κτα εκ­δη­λώ­νε­ται έρ­χε­ται ο ύμνος της ζω­ής και της ομορ­φιάς σε όλες της τις εκ­φάν­σεις.

Θα μπο­ρού­σαν να γρα­φτούν με­λέ­τες ολό­κλη­ρες για τις ομοιό­τη­τες και εν γέ­νει για τη σχέ­ση του έρ­γου των δύο ποι­η­τριών. Στο σύ­ντο­μο κεί­με­νό μου εγώ ανα­πό­φευ­κτα θα στα­θώ σε δύο ποι­ή­μα­τα, τα οποία με συ­γκι­νούν λό­γω μιας πρω­τό­τυ­πης χρή­σης του προ­σώ­που της μυ­θι­κής Πη­νε­λό­πης. Πρό­κει­ται για τα ποι­ή­μα­τα «Λέ­ει η Πη­νε­λό­πη» της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ (από τη συλ­λο­γή Τα σκόρ­πια χαρ­τιά της Πη­νε­λό­πης, 1977) και «Γυ­ναί­κες του Νό­του» της Alda Merini (από τη συλ­λο­γή Γεν­νή­θη­κα την άνοι­ξη στις 21, 2005).

Στο ποί­η­μα της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, η Πη­νε­λό­πη σε πρώ­το πρό­σω­πο μι­λά για τον ρό­λο της απου­σί­ας στη ζωή της. Η Πη­νε­λό­πη εί­ναι η γυ­ναί­κα που η τύ­χη της ορί­στη­κε όχι από την πα­ρου­σία ενός άντρα, αλ­λά από την απου­σία του. Εξη­γεί ότι δεν ήταν πο­τέ υφά­ντρα, αλ­λά ποι­ή­τρια: δεν ύφαι­νε ακου­μπι­σμέ­νη σε έναν αρ­γα­λειό, όπως ο μύ­θος ορί­ζει, αλ­λά το υφα­ντό της εί­ναι ένα γρα­πτό. Ένα γρα­πτό που αδυ­να­τεί να ολο­κλη­ρω­θεί, αφού οι λέ­ξεις εμπο­δί­ζο­νται από έναν εσω­τε­ρι­κό πό­νο, τον πό­νο του σώ­μα­τος που στε­ρεί­ται την αγά­πη. Έτσι, η γλώσ­σα και η προ­σπά­θεια έκ­φρα­σης με­τα­τρέ­πο­νται σε ένα διαρ­κές κά­λε­σμα για επι­στρο­φή του άντρα που έχει χα­θεί: «Πού εί­σαι, έλα, σε πε­ρι­μέ­νω/ ετού­τη η άνοι­ξη δεν εί­ναι σαν τις άλ­λες». Η άνοι­ξη που έρ­χε­ται εντεί­νει την επι­θυ­μία, τον πό­θο, την ελ­πί­δα. Μα η Πη­νε­λό­πη-ποι­ή­τρια, κα­τα­δι­κα­σμέ­νη στη μο­να­ξιά, με­τα­τρέ­πει την έλ­λει­ψη και την απώ­λεια σε σύμ­βο­λο Νο­σταλ­γί­ας. Αυ­τή η Νο­σταλ­γία εί­ναι που οδη­γεί στην αθα­να­σία των λέ­ξε­ων, οι οποί­ες τε­λι­κά έρ­χο­νται στο φως και μέ­σα σε μια σπου­δαία υπαρ­ξια­κή κα­τά­κτη­ση: Μό­νη μου πλη­ρω­μή αν κα­τα­λά­βω/ στο τέ­λος τι αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σία/ τι απου­σία/ ή πώς λει­τουρ­γεί το εγώ/ στην τό­ση ερη­μιά, στον τό­σο χρό­νο. Και βέ­βαια αυ­τή η υπέρ­βα­ση δεν μπο­ρεί πα­ρά να εκ­φρα­στεί σω­μα­τι­κά: το σώ­μα όλο ξα­να­φτιά­χνει τον εαυ­τό του/…/ πό­τε άρ­ρω­στο και πό­τε ερω­τευ­μέ­νο/ ελ­πί­ζο­ντας/ πως ό,τι χά­νει σε αφή/ κερ­δί­ζει σε ου­σία.

Η Alda Merini, από την πλευ­ρά της, απευ­θύ­νε­ται στην Πη­νε­λό­πη, φέρ­νο­ντάς την κο­ντά της, χω­ρι­κά και χρο­νι­κά, κά­νο­ντας τη μια γυ­ναί­κα του Νό­του: Σε εί­δα στο πα­ρα­θύ­ρι/ γαν­τζω­μέ­νη κι ανά­λα­φρη/ σαν τον πυ­κνό κισ­σό,/ γυ­ναί­κα του Νό­του εί­σ’ εσύ... (όλοι οι στί­χοι του ποι­ή­μα­τος της Merini που κα­τα­γρά­φο­νται στο εξής εντός του κει­μέ­νου εί­ναι σε με­τά­φρα­ση Ευαγ­γε­λί­ας Πο­λύ­μου, από το βι­βλίο Χτες βρά­δυ ήταν έρω­τας, εκδ. 24 γράμ­μα­τα 2021). Η Πη­νε­λό­πη της Merini εί­ναι ένας ρι­ζω­μέ­νος κισ­σός: ανή­κει σε έναν και μό­νο τό­πο, αλ­λά ανέρ­χε­ται στον ου­ρα­νό, προ­σπα­θεί να κα­τα­κτή­σει μια νέα πα­τρί­δα χω­ρίς βά­ρος. Όπως και η Πη­νε­λό­πη της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, μέ­σα από τη διαρ­κή ανα­μο­νή με­τα­βαί­νει στη γνώ­ση: εσύ, γλυ­κιά Πη­νε­λό­πη,/…/ Πε­ρή­φα­νη στη γνώ­ση/…/ λά­τρις του αλη­θι­νού.

Φαί­νε­ται πως και στα δύο ποι­ή­μα­τα η Πη­νε­λό­πη με­τα­τρέ­πε­ται στο alter ego των ποι­η­τριών. Οι ποι­ή­τριες εί­ναι «γυ­ναί­κες του Νό­του», εί­ναι υφά­ντρες της γλώσ­σας, με­τα­τρέ­πουν την επι­θυ­μία του σώ­μα­τος σε γνώ­ση του κό­σμου, ανα­ζη­τούν την αλή­θεια πί­σω από τα φαι­νό­με­να, κα­τα­κτούν βή­μα προς βή­μα την αυ­το­γνω­σία, αγ­γί­ζουν την αθα­να­σία, κι­νού­νται σε έναν μυ­στι­κό, άρ­ρη­το κό­σμο απο­κα­λύ­ψε­ων ή για να το πού­με με τα λό­για της Merini, μοιά­ζουν με τις πα­ρά­ξε­νες επι­θυ­μί­ες/ που παίρ­νει το αρ­το­φό­ριο στο χέ­ρι/ ενός μυ­στή­ριου ιε­ρέα.

Επι­στρέ­φω συ­χνά στα δύο αυ­τά ποι­ή­μα­τα, για­τί μέ­σα τους μπο­ρώ να βρω την αιώ­νια γυ­ναί­κα, την Πη­νε­λό­πη, που κα­τα­κτά τη γλώσ­σα και την ποί­η­ση μέ­σα από την ευ­λο­γία της σιω­πής, του πό­νου και της αγά­πης. Ας δού­με ξα­νά το ομη­ρι­κό έπος, όπως το εί­δαν οι δύο ποι­ή­τριές μας, και ας ακο­λου­θή­σου­με την Πη­νε­λό­πη στο με­γά­λο της τα­ξί­δι, κα­θώς προ­σπα­θεί να αγ­γί­ξει έναν άλ­λο, αό­ρα­το νό­στο: τον νό­στο του πραγ­μα­τι­κού της εαυ­τού.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: