
Το έργο της Τασούλας Καραγεωργίου Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι συνομιλεί με μυθικές μορφές της αρχαιότητας, την Ανδρομάχη, τον Προμηθέα, τη Δήμητρα, την Εκάβη, την Ήριννα, και τις επαναεντάσσει σε μια μυθική συγχρονία.
Οι μύθοι, τα πρόσωπα και τα προσωπεία, απηχούν την εναγώνια προσπάθεια της ποιήτριας να αποτυπώσει το περίπλοκο και αντιφατικό πανόραμα του κόσμου. Είναι γνωστή η μυθική μέθοδος την οποία η ευρωπαϊκή λογοτεχνία οφείλει στον Τζόις. Με την εφαρμογή της μεθόδου αυτής έχουμε τη σύνθεση του παρελθόντος και του παρόντος με την μεσολάβηση του μύθου.1
Συνήθως η ματιά του ποιητή «εστιάζεται στο μυθικό παρελθόν, το οποίο χρησιμοποιείται ως στόχαστρο για να ιδωθεί το ιστορικό παρόν, συνήθως από μια υποψιασμένη και πιο πρισματική οπτική γωνία».2
Η ποιήτρια αντλεί το υλικό της από τη μυθολογία. Η Ανδρομάχη, σύζυγος του Έκτορα, μετά την άλωση της Τροίας πιάστηκε αιχμάλωτη. Η Ανδρομάχη μεταμορφώνεται αέναα στη συλλογή της Τασούλας Καραγεωργίου. Γίνεται η Αριγνώτα, η Σταχομαζώστρα, η Ταξιδεύτρα-κόρη, η Δήμητρα, η Προσφυγούλα, ακολουθεί τα ίχνη παρουσίας-απουσίας σε μία συνεχή κινητικότητα.
Ο αναγνώστης διαβάζει :
Είναι η μάσκα·
λέξη ξενική
(χωρίς ετυμολόγηση σε γλώσσα ελληνική),
Με δόλο πάντοτε κι απάτη συνδεδεμένη
[...]
Κι είμαστε τώρα όλοι εμείς, οι άχρονοι διαβάτες
Μασκοφόροι
―μ’ ένα κρυμμένο πρόσωπο― σχεδόν,
ένα σβησμένο παρελθόν
κι ένα λανθάνον τρέμουλο παράπονου στα χείλη3
Η μάσκα καλύπτει αποκαλύπτοντας, καλεί στην αποκωδικοποίησή της σε μια προσπάθεια επανεύρεσης ενός χαμένου ή άλλου εγώ.
Η μεταμόρφωση μετατρέπεται σε μεταμφίεση καθώς χρησιμοποιεί μια σειρά ετεροπροσωπιών του εαυτού της προβάλλοντας συνειρμικούς συσχετισμούς της ποιητικής δημιουργίας. Μέσα από τις αναδύσεις αυτές η γυναικεία μορφή παραμένει σε μια λωρίδα σκιάς στα πλαίσια μια δελεαστικής αναζήτησης. Έχουμε την αίσθηση ότι η γυναικεία μορφή στο έργο της είναι στο βάθος άπιαστη, υπάρχει περισσότερο σαν αφετηρία αναζήτησης και σαν επιθυμία.
Ο λόγος της Τασούλας Καραγεωργίου είναι ρεαλιστικός και ονειρικός, όπως το αγγελικό και μαύρο φως, από τον εμβληματικό σεφερικό στίχο της Κίχλης, γιατί το αγγελικό φως έχει ως πυρήνα μια χαίνουσα πληγή, το τραύμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς της πατρίδας.
Η χαρτογράφηση της πλατιάς Ρωμιοσύνης που φτάνει μέχρι τα νερά της Αττάλειας και η γεωγραφική συρρίκνωσή της που «γεννά το λυγμό του βιολιού στην ψυχή» δημιουργεί ένα αίσθημα χαρμολύπης, συστατικό στοιχείο του ψυχισμού του Νεοέλληνα. Πρόσθετα, σου αφήνει την πικρή αίσθηση της πόλης που δεν μπορεί να δεξιωθεί τους ήρωες της.
και κανείς δεν θυμάται τον Μπότσαρη
σαν διαβαίνει το δρόμο
με τις άδειες καρέκλες
των κλειστών καφενείων
Κι πατρίδα είν’ ανήμπορη
να χωρέσει τους μύθους της4
Σε ένα λευκό τοπίο που διαστίζεται από χιόνι και παγετώνες δύο τοπία αλληλοσυγκρουόμενα χαρτογραφούν όραμα πατρίδας. Από τη μια, η πυρκαγιά που φλέγεται στο άγνωστο δάσος και από την άλλη, η δροσιά στο αρχαίο επίγραμμα, το ραγισμένο Βυζάντιο αφενός, και η κυρίαρχη σιωπή σαν το έαρ που περιμένει την ποίηση, αφετέρου. Η βασανιστική έγνοια που κατατρύχει το ποιητικό υποκείμενο με το ερώτημα Πού είμαι; μεταστρέφεται στο ενδοσκοπικό ερώτημα Ποιος είμαι;5 Όμοια με την απέραντη πατρίδα του Σινόπουλου, η ποιήτρια ιχνηλατεί τη διφυή φυσιογνωμία της πατρίδας, αυτής που είναι γεμάτη πληγές και της άλλης, της ονειρικής ενώ ευχή και αγωνία της είναι να γίνουν μία, με κοινή υπόσταση τη δική τους αλήθεια. Με αφετηρία την πιο πάνω επιθυμία ιδρύει τη δική της ενδοχώρα.
Οι εκάστοτε νέες ιδρυόμενες πόλεις, σε επίπεδο ποιητικής, συνιστούν δείγματα φαντασιακών χώρων όπου πραγματώνεται η μεταμόρφωση της πραγματικότητας .Είναι η Ελυτόνησος του Ελύτη (τα Ετεροθαλή), η Ενδοχώρα του Εμπειρίκου, το Ελμπασάν και η Μυόπολις του Εγγονόπουλου (Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής).
Στη συλλογή η νέα πόλη εντοπίζεται με την ψηλάφηση της ομορφιάς, την αναμέτρηση με το θάνατο.
όλα μαζί για να χτισθεί η αιώνια Αλεξάνδρεια
από της Ιστορίας πέρα και μακριά τα σωριασμένα τείχη6
Η πόλη αναδύεται ηχητικά με τα πουλιά και γειώνεται με το τρυφερό χώμα της πατρίδας.
Για να πραγματωθεί όμως η κατάφαση, sine qua non προϋπόθεση είναι να μην ξεραθεί το χώμα, να μην σωπάσουν τα πουλιά. Η σχέση του λόγου και της πόλης σφυρηλατείται μέσα από την κυριαρχία του μύθου.
Αν θα λιώσουν οι πάγοι
αν χαθούν τα πουλιά και τα δάση
αν το χώμα αλλού ξεραθεί και αλλού πλημμυρίσει
τι θα γίνει αλήθεια,
ό,τι έχουμε τόσο αγαπήσει;
Τι θα γίνουν οι μύθοι;7
Η Τασούλα Καραγεωργίου ξετυλίγει τους αρχαίους μύθους, την αρχαία ιστορία, διαπερνώντας το φλοιό της αμεσότητάς τους, και διηθώντας τους στον εσώτερο πυρήνα της ύπαρξης, μέχρι να γίνουν μύθοι προσωπικοί, καθρέφτες των δικών της ονειρικών πραγματώσεων. Και ερχόμαστε στον τίτλο: Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι. Όταν λιώσει ό,τι τήκεται, λύεται το αίνιγμα, φωτίζεται «η ποίηση πριν από την ποίηση», το άρρητο ποίημα, το λύδιο μέλος σμίγει με το αιόλιο πάθος, το διονυσιακό με το απολλώνιο.
_____________
1. Edmund Keelly «Ο Έλιοτ και η ποίηση του Σεφέρη», Κριτική τχ. 7-8 (Ιανουάριος-Απρίλιος 1960) σ.19-32.
2. Μιχάλης Πιερής «Ρίτσος-Σεφέρης, Συγκλίσεις και Αποκλίσεις στη μυθική μέθοδο», Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος, Κέδρος 2008, σ. 84.
3. Τασούλα Καραγεωργίου «Η μάσκα», Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι, Κέδρος 2024, σ. 32.
4. Τασούλα Καραγεωργίου, ό.π., “Μια ωδή για τον Μάρκο», σ. 52-53.
5. Η ερώτηση πού είμαι; που κυριεύει τους περισσότερους ήρωες του Μπέκετ είναι μια χωρική προβολή της ερώτησης: ποιος είμαι; η γνώση του χώρου είναι αλληλένδετη με την αναγνώριση του φανταστικού σώματος. Marie Claude Humbert, Langage et Corps fantasmé dans les théâtres des années cinquante Ionesco, Becket, Adanov, Jose Corti, 1987, σ. 94
6. Τασούλα Καραγεωργίου, «Η αιώνια Αλεξάνδρεια», ό.π., σ. 22-23.
7. Τασούλα Καραγεωργίου, Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι, ό.π., σ. 25