Η Γυναίκα πελαργός & άλλες ιστορίες

Γυ­ναί­κα πε­λαρ­γός

Εί­μαι γυ­ναί­κα πε­λαρ­γός. Φο­ρώ μαύ­ρα πού­που­λα στο κορ­μί μου και έχω στε­ρε­ω­μέ­να τα φτε­ρά μου με φουρ­κέ­τες. Τα­ξι­δεύω, λέ­νε, για να ζευ­γα­ρώ­σω. Φτιά­χνω η ίδια τη φω­λιά – μια αγκα­λιά ξε­ρά κλα­ριά και αγκά­θια. Για δέ­λε­αρ αφή­νω στα πό­δια μου ένα φί­δι. Εκεί­νος πει­νά­ει. Με πλη­σιά­ζει. Γεν­νάω. Το φί­δι σκαρ­φα­λώ­νει και τρώ­ει τα αβγά. Το αρ­σε­νι­κό δεν εγκα­τα­λεί­πει. Πη­γαί­νει να φέ­ρει την τρο­φή. Γκρε­μί­ζω τη φω­λιά. Με προ­σεγ­γί­ζει αντί­πα­λος ερα­στής. Αλ­λη­λο­σκο­τώ­νο­νται. Με το φτέ­ρω­μά τους φτιά­χνω τα φο­ρέ­μα­τά μου. Κά­τω απ’ τις φτε­ρού­γες μου αι­μορ­ρα­γούν νε­οσ­σοί.

Η Γυναίκα πελαργός & άλλες ιστορίες

Δί­δυ­μες αδερ­φές

Εί­μα­στε όμοιες. Η μια η αντα­νά­κλα­ση της άλ­λης. Ίδιο βλέμ­μα. Κουρ­δι­σμέ­νες χει­ρο­νο­μί­ες και γκρι­μά­τσες. Η μη­τέ­ρα πο­τέ δεν μας ξε­χώ­ρι­σε. Μας φώ­να­ζε και τις δυο Αγά­πη. Από μι­κρές μας φο­ρού­σε τις ίδιες κορ­δέ­λες στα μαλ­λιά. Αγά­πη, έλε­γε, ση­μαί­νει να εί­σαι ίδιος. Με­γα­λώ­σα­με. Δεν έχου­με φί­λους. Μο­νά­χα η μια την άλ­λη. Εξάλ­λου πού να βρού­με κά­ποιον να μας μοιά­ζει. Μια μέ­ρα βά­λα­με τα κόκ­κι­να φο­ρέ­μα­τά μας. Ξαφ­νι­κά δια­φέ­ρα­με στον κα­θρέ­φτη. Στην ίρι­δα των μα­τιών μου έτρε­χαν ελά­φια. Στο άλ­λο ζευ­γά­ρι μά­τια κο­λυ­μπού­σαν δελ­φί­νια. Θέ­λη­σα τό­τε να ανα­κα­λύ­ψω πώς εί­ναι αυ­τό το άλ­λο και κυ­ρί­ως για­τί δεν το αγα­πούν. Πή­ρα το ψα­λί­δι ρα­πτι­κής απ’ το συρ­τά­ρι. Έκο­ψα πε­ρι­με­τρι­κά το φό­ρε­μα μου. Κά­τω απ’ το φου­ρό μου πέ­τα­ξαν δυο κόκ­κι­να που­λιά.

Η Γυναίκα πελαργός & άλλες ιστορίες

Το τε­λευ­ταίο τσι­γά­ρο

Δεν έχω όνο­μα. Με ονό­μα­σαν ένο­χο. Όμως αν εί­χα, το πρώ­το του γράμ­μα θα ήταν κε­φα­λαίο. Τώ­ρα σας μι­λώ απ’ τον βυ­θό της λί­μνης. Το βύ­θι­σμα η τι­μω­ρία. Η δί­κη μου κρά­τη­σε πο­λύ. Η βα­σι­κή γραμ­μή υπε­ρά­σπι­σης ήταν ο πρό­τε­ρος έντι­μος βί­ος μου. Στην απο­λο­γία μου υπήρ­ξα σα­φής. Όμως κα­νέ­νας δεν θα πί­στευε έναν άν­θρω­πο που κοι­μό­ταν στα πα­γκά­κια. Με κα­τη­γό­ρη­σαν για λοι­δο­ρία. Μη ρω­τή­σε­τε ποιοι. Αλ­λά στη ζωή μου δεν χλεύ­α­σα πο­τέ κα­νέ­ναν. Αντί­θε­τα, υπήρ­ξα ευ­προ­σή­γο­ρος κι υπο­μο­νε­τι­κός. Ήμουν ευ­γε­νής και μ’ εκεί­νους που δεν το άξι­ζαν. Ο πα­τέ­ρας με ανέ­θρε­ψε μ’ αυ­τό τον τρό­πο. Να μη μι­σώ τους αν­θρώ­πους. Και πράγ­μα­τι δεν ένιω­σα κα­κία ακό­μα κι όταν μ’ έβγα­λαν από το ίδιο μου το σπί­τι. Έκτο­τε μοι­ρα­ζό­μουν το ψω­μί που μου προ­σέ­φε­ραν και με τους άλ­λους.

Η ημέ­ρα της εκτέ­λε­σης της ποι­νής μου κά­πο­τε ήρ­θε. Πιο πριν ο δι­κα­στής εί­χε ρω­τή­σει τους ενόρ­κους. Όλοι συμ­φώ­νη­σαν πως το κά­πνι­σμα ήταν ελάτ­τω­μα. Σή­μα­νε τη συ­ντρι­βή μου. Ετυ­μη­γο­ρία: ένο­χος για κλο­πή τσι­γά­ρων. Ποι­νή: ασφυ­ξία δια πνιγ­μού. Η πο­ρεία προς τη λί­μνη υπήρ­ξε δύ­σκο­λη. Στην ατρα­πό βα­ρύ φορ­τίο κι η τε­λευ­ταία επι­θυ­μία. Υπο­σχέ­θη­καν να την ικα­νο­ποι­ή­σουν. Θα ελευ­θέ­ρω­ναν τα χέ­ρια μου πριν με κα­τα­βυ­θί­σουν. Εξάλ­λου ήμουν μελ­λο­θά­να­τος. Όταν φτά­σα­με, απο­χαι­ρέ­τη­σα τους λι­γο­στούς μου φί­λους με ένα αό­ρα­το δα­χτυ­λί­δι κα­πνού. Μου αφαί­ρε­σαν το σα­κά­κι κι έσφι­ξαν τη θη­λιά με τον λί­θο στον λαι­μό. Ο αρ­χι­φύ­λα­κας ξε­κλεί­δω­σε τις χει­ρο­πέ­δες. Του ζή­τη­σα να κα­πνί­σω ένα τε­λευ­ταίο τσι­γά­ρο. Πή­ρε από αυ­τά που εί­χε στο δι­κό του πα­κέ­το. Το άνα­ψε και το ακού­μπη­σε στα χεί­λη μου. Γέ­λα­σε κι αμέ­σως μ’ έσπρω­ξε απ’ την προ­βλή­τα. Κα­θώς βού­λια­ζα, κρά­τη­σα το χέ­ρι με το τσι­γά­ρο ψη­λά, έξω απ’ το νε­ρό. Έτσι, για να θυ­μού­νται και τις δι­κές τους αδυ­να­μί­ες. Ίσα που πρό­λα­βα να μυ­ρί­σω τον κα­πνό απ’ το τσι­γά­ρο που και­γό­ταν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: