Το ημερολόγιο μιας λύκαινας

Το ημερολόγιο μιας λύκαινας

 

4 Φε­βρουα­ρί­ου


Τι όμορ­φη μέ­ρα η ση­με­ρι­νή! Πώς να χω­ρέ­σω τη χα­ρά μου στις γα­λά­ζιες γραμ­μές αυ­τού του τε­τρα­δί­ου! Στη θέ­ση της καρ­διάς μου υπάρ­χει μια κυ­ψέ­λη. Στο στή­θος μου βουί­ζουν ακα­τά­παυ­στα οι μέ­λισ­σες. Ο ήχος τους φτά­νει μέ­χρι τ’ αφτιά και με τρε­λαί­νει. Τό­σο και­ρό το αρ­νιό­μουν. Μα εκεί­νες μέ­σα μου επέ­με­ναν, σι­γά σι­γά έφτια­χναν το μέ­λι. Και ύστε­ρα απ’ το χθε­σι­νό του τη­λε­φώ­νη­μα δεν άντε­ξαν να εί­ναι άλ­λο εγκλω­βι­σμέ­νες. Χτυ­πούν τον θώ­ρα­κα μου με μα­νία. Θέ­λουν να βγουν και να πε­τά­ξουν. Και η αδη­μο­νία για τη συ­νά­ντη­ση κε­ντρί που τρυ­πά και με κε­ντά­ει. Πό­σο θα ήθε­λα αυ­τές οι μι­κρές ερ­γά­τριες να μου δα­νεί­σουν τα φτε­ρά τους. Να φτά­σω γρη­γο­ρό­τε­ρα κο­ντά του. Κρέ­μο­μαι από ένα αό­ρα­το σύρ­μα. Η φω­νή του στο τη­λέ­φω­νο δεν μου αρ­κεί. Με αγα­πά­ει κι αυ­τός. Τώ­ρα το ξέ­ρω. 


15 Μαρ­τί­ου


Έπρε­πε να αφή­σω τις μέ­λισ­σες να με σκο­τώ­σουν. Αλ­λά αυ­τές διά­λε­ξαν απλά να εγκα­τα­λεί­ψουν το σώ­μα μου και να δώ­σουν αλ­λού το μέ­λι τους. Τώ­ρα σαν άγρια λύ­και­να πα­ρα­μο­νεύω στο σκο­τά­δι, μή­πως και τον συ­να­ντή­σω. Στα πό­δια μου φύ­τρω­σαν με­γά­λα και γαμ­ψά νύ­χια. Γαν­τζώ­νο­νται στην κί­τρι­νη ρά­χη της παν­σε­λή­νου. Δεν ξέ­ρω αν φταί­ει που γε­μί­ζει το φεγ­γά­ρι. Θέ­λω να θά­ψω στην αυ­λή του τα δό­ντια μου. Και όταν φυ­τρώ­σουν, μ’ αυ­τά να σκο­τώ­σω τα παι­διά του. Και έπει­τα να πα­λέ­ψω. Να πα­λέ­ψω μ’ εκεί­νη μέ­χρι τέ­λους. Θα έκα­να τα πά­ντα για να βρί­σκο­μαι κο­ντά του. 


28 Απρι­λί­ου


Ένα του νεύ­μα και ημε­ρεύω. Δεν έχω νύ­χια πια. Ού­τε αγριεύω όταν έρ­χε­ται το βρά­δυ. Όπου πη­γαί­νει, τον ακο­λου­θώ. Όταν με μα­λώ­νει, κα­τε­βά­ζω τη μου­σού­δα μου και κλαίω. Γλεί­φω το πρό­σω­πό του, κά­θε φο­ρά που επι­στρέ­φει σπί­τι. Σαν το πι­στό σκυ­λί έξω απ’ την πόρ­τα του με βρί­σκει πά­ντα να τον καρ­τε­ρώ. Δεν με απο­διώ­χνει. Χαϊ­δεύ­ει τη γού­να μου και νιώ­θω ευ­τυ­χι­σμέ­νη. Γα­βγί­ζω και κου­νάω την ου­ρά μου όλο χα­ρά. Μό­νο ορι­σμέ­νες νύ­χτες με ολό­γιο­μο φεγ­γά­ρι αλυ­χτάω. Όταν η ζή­λια ξυ­πνά­ει τη λύ­και­να που μέ­σα μου κοι­μί­ζω. Μα αντί γι’ αυ­τόν, ξε­σκί­ζω τη σάρ­κα μου και κρύ­βο­μαι στο δά­σος, μέ­χρι να ξα­να­γί­νω το ήμε­ρο ζώο που αγα­πά.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: