Εγώ (ο Ιωάννου) είναι ένας άλλος (ο Παπαδιαμάντης)

Εγώ (ο Ιωάννου) είναι ένας άλλος (ο Παπαδιαμάντης)


Δεν εί­ναι κα­θό­λου ασύ­νη­θες όταν ένας συγ­γρα­φέ­ας σχο­λιά­ζει κά­ποιον ομό­τε­χνο, να κά­νει εντέ­λει λό­γο για το δι­κό του έρ­γο. Εξάλ­λου, «κά­θε σχό­λιο εί­ναι εί­τε για τον εαυ­τό εί­τε για τον Άλ­λο»,[1] ιδί­ως όταν το όνο­μα αυ­τού που σχο­λιά­ζει εν­δια­φέ­ρει όσο και του σχο­λια­ζό­με­νου. Αυ­τό που χρή­ζει με­γα­λύ­τε­ρης προ­σο­χής εί­ναι πό­τε επι­λέ­γει να το κά­νει αλ­λά και πώς, ποιούς τρό­πους με­τέρ­χε­ται. Η πε­ρί­πτω­ση του Γιώρ­γου Ιω­άν­νου και των τριών κει­μέ­νων που αφιε­ρώ­νει στον Πα­πα­δια­μά­ντη εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή επ’αυ­τού όπως θα δεί­ξω. Το πρό­σω­πο και το έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη θα εί­ναι για κεί­νον μια οθό­νη προ­βο­λής χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών γνω­ρι­σμά­των της δι­κής του συγ­γρα­φι­κής δια­δρο­μής. Οι αυ­το­σχο­λια­στι­κές ωστό­σο πρα­κτι­κές του Ιω­άν­νου δεν ξε­κι­νούν από τον Πα­πα­δια­μά­ντη, ού­τε και στα­μα­τούν σε αυ­τόν. Απο­τε­λούν ένα μέ­ρος μό­νο της αυ­τα­να­γνω­στι­κής του πα­λέ­τας –ή φα­ρέ­τρας, μια και θα πρό­κει­ται συγ­χρό­νως για οιο­νεί βέ­λη που ρί­χνο­νται προς συ­γκε­κρι­μέ­να ση­μεία της κρι­τι­κής που ασκή­θη­κε στον ίδιο, ή θα μπο­ρού­σε να του ασκη­θεί στο μέλ­λον. Εί­ναι όμως ξε­χω­ρι­στής βα­ρύ­τη­τας, γι­’αυ­τό θα εστια­στώ ει­δι­κά σε αυ­τόν εδώ.
Ου­σια­στι­κά, οι υπο­δει­κτι­κές χει­ρο­νο­μί­ες του Ιω­άν­νου προς τον ανα­γνώ­στη του ξε­κι­νούν εν­δο­κει­με­νι­κά και με­τά από ένα ορι­σμέ­νο ση­μείο –η πε­ρί­φη­μη κρι­τι­κή Μα­ρω­νί­τη[2] εί­ναι ένα ευ­διά­κρι­το terminus post quem– δια­κλα­δί­ζο­νται και σε άλ­λες κα­τευ­θύν­σεις, εκτός του κα­θαυ­τό λο­γο­τε­χνι­κού του έρ­γου.[3] Πρό­κει­ται λοι­πόν για: Α) την εν­δο­κει­με­νι­κή πα­ρα­πο­μπή, την ανα­φο­ρά εντός του κει­μέ­νου του έρ­γου/συγ­γρα­φέα/ επει­σο­δί­ου που το κεί­με­νο του Ιω­άν­νου πα­ρω­δεί, με­τα­πλά­θει ή από το οποίο εμπνέ­ε­ται. Β) το εκτε­νές αυ­το­α­να­λυ­τι­κό του κεί­με­νο «Εις εαυ­τόν», όπου δί­νει πλή­ρη στοι­χεία της ερ­γο­βιο­γρα­φί­ας του, γιορ­τά­ζο­ντας τα τριά­ντα χρό­νια της πα­ρου­σί­ας του στα λο­γο­τε­χνι­κά πράγ­μα­τα. Το κεί­με­νο αυ­τό, το με­γα­λύ­τε­ρο του Ιω­άν­νου (70 σε­λί­δες), πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο προ­τε­λευ­ταίο κα­θα­ρά λο­γο­τε­χνι­κό του έρ­γο, την Πρω­τεύ­ου­σα των προ­σφύ­γων, που φέ­ρει την ει­δο­λο­γι­κή σή­μαν­ση «πε­ζο­γρα­φή­μα­τα». Ενώ όμως το «Εις εαυ­τόν» μας δί­νει, με­τα­ξύ πλή­θους άλ­λων στοι­χεί­ων, και τον ορι­σμό του πε­ζο­γρα­φή­μα­τος, δεν υπά­γε­ται όπως το­νί­στη­κε σε αυ­τό το εί­δος. Το ίδιο ισχύ­ει και για τα δύο κεί­με­να που προη­γού­νται μέ­σα στο ίδιο βι­βλίο, τα «Μία μι­κρή επέ­τειος», που γρά­φε­ται πά­νω στην ολο­κλή­ρω­ση εί­κο­σι χρό­νων από την πρώ­τη πα­ρου­σία του στα γράμ­μα­τα, και το «Κα­το­χι­κό ημε­ρο­λό­γιο», που μας δί­νει ημε­ρο­λο­για­κές κα­τα­γρα­φές του της δύ­σκο­λης πε­ριό­δου της Κα­το­χής. Χά­ρη σε αυ­τή τη μεί­ξη του λο­γο­τε­χνι­κού με το αυ­το­σχο­λια­στι­κό, ο ανα­γνώ­στης του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου του Ιω­άν­νου λαμ­βά­νει εντός του ίδιου βι­βλί­ου και πλή­ρη επο­πτεία της ζω­ής και της λο­γο­τε­χνι­κής του πο­ρεί­ας δια στό­μα­τός του Γ) το Φυλ­λά­διο, το πε­ριο­δι­κό που έγρα­φε εξο­λο­κλή­ρου, διέ­θε­τε και διέ­νει­με ο ίδιος, όπου έβρι­σκε θέ­ση όλος ο κό­σμος του: πρω­τό­τυ­πα λο­γο­τε­χνι­κά του κεί­με­να πρω­το­δη­μο­σιεύ­ο­νται εδώ, κρί­σεις του για άλ­λους, ξε­κα­θά­ρι­σμα σχέ­σε­ων με πα­ρά­γο­ντες του λο­γο­τε­χνι­κού πε­δί­ου,[4] με­τα­φρά­σεις όπως της Πα­λα­τι­νής αν­θο­λο­γί­ας κ.ά., θυ­μί­ζο­ντας τις δια­φο­ρε­τι­κές στή­λες των ση­με­ρι­νών ιστο­λο­γί­ων συγ­γρα­φέ­ων και Δ) Ο της φύ­σε­ως έρως,[5] όπου συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα δο­κί­μιά του για τον Πα­πα­δια­μά­ντη, τον Κα­βά­φη και ένα κεί­με­νο για τον Λα­πα­θιώ­τη με τί­τλο «Ο γεί­το­νάς μου ο Λα­πα­θιώ­της», μια με­τω­νυ­μία της γειτ­νί­α­σής του με τον ποι­η­τή, έναν από τους πρώ­τους που τόλ­μη­σαν να δη­μο­σιεύ­σουν ανοι­χτά ομο­ε­ρω­τι­κά ποι­ή­μα­τα, με αφορ­μή το γε­γο­νός ότι έμε­ναν στον ίδιο αθη­ναϊ­κό δρό­μο. Το βι­βλίο Ο της φύ­σε­ως έρως δεν θα προ­λά­βει να το εκ­δώ­σει ο ίδιος ο Ιω­άν­νου, θα εκ­δο­θεί λί­γους μή­νες με­τά το θά­να­τό του.

Τα τρία κεί­με­να για τον Πα­πα­δια­μά­ντη που το ανοί­γουν έχουν γρα­φτεί το 1981, με επε­τεια­κή αφορ­μή, τη συ­μπλή­ρω­ση εβδο­μή­ντα χρό­νων από το θά­να­το του Σκια­θί­τη,[6] κα­θώς όμως δεν απέ­χουν πο­λύ χρο­νι­κά από την κρι­τι­κή Μα­ρω­νί­τη (1977), υπά­γο­νται εντέ­λει στις απα­ντη­τι­κές χει­ρο­νο­μί­ες εκ μέ­ρους του Ιω­άν­νου απέ­να­ντί της κα­τά τα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν. Συν­θέ­τουν έτσι μα­ζί με τις άλ­λες του αυ­το­σχο­λια­στι­κές πρα­κτι­κές ένα εσω­τε­ρι­κό δί­κτυο ο στό­χος του οποί­ου εί­ναι εν πολ­λοίς κοι­νός: ο έλεγ­χος της πρό­σλη­ψης του έρ­γου του. H απά­ντη­ση όχι μό­νο σε όσα του κα­τα­λο­γί­στη­καν από τον Μα­ρω­νί­τη, αλ­λά και η πρό­λη­ψη τυ­χόν κρι­τι­κών αστο­χιών από άλ­λους στο μέλ­λον. Κά­τι που δια­κρί­νε­ται με ευ­χέ­ρεια από τις πρώ­τες γραμ­μές του κει­μέ­νου «Ο της φύ­σε­ως έρως», αυ­τού που θα δώ­σει τον τί­τλο του σε ολό­κλη­ρο το βι­βλίο. Συ­γκε­κρι­μέ­να:

 

«Η ευρύτητα ή το περιορισμένο του χώρου ενός συγγραφέα δεν έχει καμία απολύτως αξιολογική σημασία για το έργο του» δηλώνει ο Ιωάννου (ΦΕ: 9), για να υπερασπιστεί τον Παπαδιαμάντη ως προς τις αιτιάσεις ότι το έργο του περιστρέφεται διαρκώς γύρω από το γενέθλιό του τόπο. Ξεκινά μάλιστα λέγοντας ότι «για όλους τους αξιόλογους συγγραφείς έρχεται κάποτε η στιγμή όπου από κάποιον μάλλον ανώριμο κριτή τους παρατηρείται (…) η εμμονή τους αυτή σε μια ορισμένη πάντοτε περιοχή, μπορεί και η κάποια επανάληψη» (ΦΕ: 7) με σαφή πρόθεση να τους μειώσουν. Αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι ενώ η επικέντρωση σε ορισμένο τόπο ισχύει και για άλλους, μικρότερου βεληνεκούς, συγγραφείς, δεν επισημαίνεται. Είναι χαρακτηριστικό, ότι αντί για οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του πλουσιότατου συγγραφικού έργου του Παπαδιαμάντη, ο Ιωάννου επιλέγει να επικεντρωθεί κατευθείαν στο κοινό τους «ατύχημα» να τους εκλάβουν ως κατ’ ουσίαν «περιορισμένους» στον τόπο τους. Ο παραλληλισμός με ένα τόσο μεγάλο μέγεθος όσο το Παπαδιαμαντικό, εξυπηρετεί έτσι και την υπόδειξη του δικού του συγγραφικού εκτοπίσματος –αν δεν ήταν σημαντικός συγγραφέας δεν θα είχε δεχθεί τέτοια επίθεση– συνιστώντας και έμμεση μορφή αναπλήρωσης από το μείζον οικείο του κακό, τη μομφή του επαρχιωτισμού. «Επαρχιακός» εξάλλου κι «επαρχιωτισμός», όπως θα πει σε επόμενό του κείμενο, ήταν κάποιες από τις ταμπέλες που έβαλαν και στον Παπαδιαμάντη (ΦΕ: 46). Αξίζει εντούτοις να τονιστεί ότι λίγα χρόνια πριν την κριτική Μαρωνίτη, σε συζήτηση για τη νεοελληνική πεζογραφία που διοργάνωσε ο Νίκος Γερμανάκος με τους Στρατή Τσίρκα, Θανάση Βαλτινό και Γιώργο Ιωάννου (1972), ο Γερμανάκος έθετε ήδη το ερώτημα μήπως η ελληνική λογοτεχνία δεν μοιάζει απλώς με περιφερειακή περίπτωση εντός της διεθνούς σκηνής, αλλά διατρέχει τον κίνδυνο ενός ορισμένου επαρχιωτισμού[7] (μια και οι Βαλτινός και Ιωάννου τόνιζαν πως κοιτίδα τους είναι η ελληνική παράδοση, στο έργο τους δεν υπάρχουν ξένες επιδράσεις), δύσκολα επομένως το δικό τους τοπικό –η Πελοπόννησος του ενός, η Θεσσαλονίκη του άλλου- θα μπορούσε να αφορά το διεθνές κοινό.[8] Η απάντηση που έδινε ο Ιωάννου είναι ότι ενδεχομένως αυτή η εντύπωση να οφείλεται στο γεγονός ότι επιμένουν να επιστρέφουν στα χρόνια της ενηλικίωσής τους που άφησαν ανεξίτηλα σημάδια, μια και επρόκειτο για τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Πρακτικώς έδινε εδώ βασικά σημεία της μετέπειτα επιχειρηματολογίας του Μαρωνίτη[9] – ή προείκαζε τι θα μπορούσε να του καταλογιστεί.
 
Εξακολουθώντας στη γραμμή της «υπεράσπισης» του Παπαδιαμάντη ως προς όσα του προσάπτουν, ο Ιωάννου επισημαίνει ζητήματα («ηθογράφος», «αυτοβιογραφικός»), που μπορεί από σημερινή προοπτική να έχουν προ πολλού λυθεί από τις παπαδιαμαντικές σπουδές, με την ανάδειξη των προηγμένων του αφηγηματικών τεχνικών,[10] παρουσιάζουν όμως και πάλι προσωπικό ενδιαφέρον για εκείνον: για «επαρχιακή ανθρωπογεωγραφία», «λαογραφικό ενθουσιασμό» [ένα είδος «λογοτεχνούντος λαογράφου» λέει ο Ιωάννου πως θεώρησαν τον Παπαδιαμάντη (ΦΕ: 14)], που επαναφέρουν «από άλλο δρόμο την πεζογραφία μας στον ανακουφιστικό διάδρομο της ύπαιθρης ηθογραφίας, που τώρα κλείνεται στα τείχη μιας βυζαντινής πόλης, ανάλογα όμως γραφικής και εξίσου ακίνδυνης» είχε κάνει λόγο ο Μαρωνίτης.[11] Σε ό,τι αφορά πάλι το ζήτημα της αυτοβιογραφικότητας, ο Ιωάννου δήλωνε, ήδη από τη δεκαετία του ’70, ότι είχε βαρεθεί να λέει σε όσους τον ρωτούσαν πώς το έργο του δεν είναι αυτοβιογραφικό, αλλά βιωματικό, «δεν βασίζομαι στη φαντασία για να επινοήσω. Αναδημιουργώ και αναπλάθω την πραγματικότητα εξαντλητικά»[12] τόνιζε, όπως ακριβώς υποδεικνύει ότι κάνει ο Παπαδιαμάντης, παραθέτοντας χωρίο από τη «Μαυρομαντηλού» όπου δηλώνεται: «Μη νομίσει τις ότι πλάττω ή επινοώ τι εν τω κειμένω» (ΦΕ: 13).

Μετά από την τύχη του παπαδιαμαντικού έργου στα χέρια των διαφόρων αναγνωστών, ο Ιωάννου στο επόμενο δοκίμιό του «Επιζωγραφισμένης εικόνας αποκατάσταση» καταπιάνεται με τον άνθρωπο Παπαδιαμάντη, ουσιαστικά «ξύνοντας» και πάλι την εικόνα του για να αναδείξει στοιχεία του δικού του προσώπου. Τάση για μόνωση, εγκλεισμός, αναστολές, καταπίεση από την οικογένεια και αναγκαστική μετάβαση στην πρωτεύουσα (κατά την αθηναϊκή του περίοδο βέβαια ο Ιωάννου ξανοίγεται ερωτικά, όσο και εκφραστικά), σχέσεις με εκδότες και κύκλους λογίων αλλά και ζυγιασμένες αποστάσεις από αυτούς, προτίμηση για τους λαϊκούς ανθρώπους, τον τύπο της στιβαρότητας και του κάλλους που αυτοί εκλύουν, κάνοντας en passant σύνδεση με δικά του ενδιαφέροντα («τα επιτύμβια επιγράμματα για τους χαμένους στα ναυάγια ναυτικούς της Παλατινής ανθολογίας ακριβώς από αυτή τη λιτή θλίψη διακατέχονται» υποστηρίζει, όπως σε αντίστοιχα παπαδιαμαντικά επεισόδια), φτάνοντας μάλιστα μέχρι την ανίχνευση των ερωτικών προτιμήσεων του Σκιαθίτη και επιψαύοντας το θέμα της ομοφυλοφιλίας. Έτσι, το ψυχολογικό πορτρέτο που σκιαγραφεί για τον Παπαδιαμάντη, φανερώνει ότι ο Ιωάννου μπορεί να μην δημιούργησε πραγματικούς λογοτεχνικούς ήρωες για να αυτοβιογραφηθεί, μίλησε όμως για το μεγάλο του πρότυπο για να αυτοπεριγραφεί.

Μεγαλύτερης σαφώς σημασίας είναι το τρίτο κείμενο του Ιωάννου «Για το ύφος του Παπαδιαμάντη», όπου ναι μεν προσφέρει και πάλι δικά του υφολογικά γνωρίσματα, κάνοντας όμως και καίριες παρατηρήσεις για το παπαδιαμαντικό έργο.[13] Πρώτη ανάμεσά τους, η ανάδειξη της μουσικότητας της γραφής του, βασικής παραμέτρου της παπαδιαμαντικής τέχνης, μέσα από τον τρόπο που αρθρώνονται συντακτικά οι φράσεις, δίνοντας «μια εικόνα παράλληλου συγχρονισμού. ανθρώπων, πραγμάτων, εποχής» (ΦΕ: 35). Παραθέτοντας κατάλληλα διαλεγμένα παπαδιαμαντικά χωρία, ο Ιωάννου προβαίνει σε μια πραγματική στυλιστική ανάλυση, κάνοντας ουσιαστικά επισημάνσεις της τάξης εκείνων του Leo Spitzer για το έργο του Προυστ: για «συντακτική ηχοποιία»[14] ως προς το προυστικό ύφος είχε κάνει λόγο ο Spitzer. Στο «Ναυαγίων ναυάγια» για παράδειγμα, ο Ιωάννου βρίσκει πως αυτή η μουσικότητα ξεκινά ήδη από τον τίτλο, περνά στο incipit του κειμένου («Πελώριον κύμα, λυσσωδέστερων των άλλων..» που με τους επαναλαμβανόμενους ιάμβους δημιουργεί ηχοποιητικά την αίσθηση ενός κύματος που πυργώνει), για να δείξει ακολούθως πώς «η φράση ακολουθεί τις εικόνες όχι μόνο με τη μουσικότητα των λέξεών της αλλά και με τη συντακτική δομή της, που είναι όσο το δυνατόν πιο αδέσμευτη, πιο ασύνδετη, πιο λυμένη, ιδίως στις σκηνές που δείχνουν τη σφοδρότητα της τρικυμίας» (ΦΕ: 36). Ανάμεσα σε άλλες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, δεν παραλείπει ωστόσο να κάνει συσχετισμούς του παπαδιαμαντικού ύφους με εκείνο του δικού του αγαπημένου κλασικού, του Ξενοφώντα,[15] ή να υποδείξει εμμέσως άλλα σημεία όπου τέμνεται ο ίδιος με τον Παπαδιαμάντη (είχε αληθινή φιλολογική στόφα, μελετούσε κυρίως λεξικά και εκκλησιαστικά κείμενα – ο Ιωάννου λάτρευε τα λεξικά, ενώ σχεδόν κάθε κείμενο του Επιτάφιου θρήνου κλείνει με ένα βιβλικό παράθεμα εν είδει κειμενικής μπορντούρας). Kλείνοντας το κείμενό του θα τον υπερασπιστεί και ως προς το ότι δεν αποκήρυσσε κείμενά του που δεν ήταν πρώτης ποιότητας – όπως απολογητικός ως προς δικά του τέτοια κείμενα υπήρξε κατ’ επανάληψη ο ίδιος.[16] Είναι όμως κυρίως ως προς τον τρόπο που συνδέει τη μουσικότητα με τον μακροπερίοδο λόγο στον Παπαδιαμάντη όπου πρακτικώς υποδεικνύει στοιχεία του δικού του ύφους: «Η μουσικότητα των κειμένων που διατρέχονται από ενθουσιαστικό ερωτισμό είναι πλατιά μουσικότητα» (ΦΕ: 34). Πράγματι, τέτοιου ακριβώς τύπου είναι η μουσικότητα που διαπνέει τα κείμενα του Επιτάφιου θρήνου, αλλά και κάποιων που περιλαμβάνονται στο Δικό μας αίμα,[17] όπου το ερωτικό στοιχείο αναδύεται με κάθε ευκαιρία ανάμεσα στα πολλαπλά γυρίσματα του λόγου, δεν εγκαταπλέκεται (για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του Ξενοφώντα που ο Ιωάννου επαναφέρει στην υφολογική ανάλυση του Παπαδιαμάντη) απλώς μέσα του, αλλά πραγματικά χορδίζει στο δικό του τόνο οτιδήποτε άλλο. Επισημαίνει μάλιστα τις δυσκολίες μιας τέτοιας φραστικής συναρμογής, το πόσο κινδυνεύει αυτός ο τύπος λόγου από τις ρητορείες και τα ανανταπόδοτα σχήματα, αν και «αυτό το τελευταίο είναι πολύ μικρό σφάλμα. Καμιά φορά δεν είναι καν» — όπως ακριβώς, τεχνηέντως μετέωρες, μένουν εντός του μακροπερίοδου λόγου του δικές του φράσεις. «Θέλει μεγάλη ωριμότητα» αυτός ο τύπος λόγου, καταλήγει, και μαζί του δεν θα κατέφασκε μόνο ο αναγνώστης του Παπαδιαμάντη, αλλά και των κειμένων του Επιτάφιου θρήνου. Το ομώνυμο κείμενο του βιβλίου θα διαβάσει εξάλλου ο Ιωάννου στη βραδιά-ανταπάντηση στην κριτική Μαρωνίτη που του παραχώρησε η «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης, για το οποίο με άλλη ευκαιρία θα πει ότι θωρείται από πολλούς το αριστούργημά του.[18] Θα είναι κυρίως όμως επισημαίνοντας ότι πολλά διηγήματα του Παπαδιαμάντη «έχουν και δεν έχουν υπόθεση», όπου θα δώσει πάγιο γνώρισμα του πεζογραφήματος, της προσωπικής του ειδολογικής πατέντας στη νεοελληνική πεζογραφία,[19] φτάνοντας μάλιστα να αποκαλέσει τα κείμενα του Παπαδιαμάντη «μισοδιηγήματα, πεζογραφήματα». Έτσι, η απόδοση στον Σκιαθίτη της πατρότητας του πεζογραφήματος θα καταλήξει να γίνει αποποιητικά, μέσα από μια σειρά αρνήσεων: «Δεν προσπαθώ να παρουσιάσω τον Παπαδιαμάντη ως συνειδητό εισηγητή ή ως πρόδρομο του είδους που ονομάζουμε σήμερα πεζογράφημα και που συνίσταται σε.. [ακολουθεί ο ορισμός του πεζογραφήματος που κάθε μελέτη για το έργο του Ιωάννου είθισται να παραθέτει]. Όχι, δεν προσπαθώ αυτό..» (ΦΕ: 45, δική μου η υπογράμμιση).

Όλο λοι­πόν αυ­τό το κρε­σέ­ντο ταύ­τι­σης-προ­βο­λής στο πρό­σω­πο του Πα­πα­δια­μά­ντη θα ολο­κλη­ρω­θεί με την προ­σθή­κη δί­πλα στα στοι­χεία της δι­κής του συγ­γρα­φι­κής ταυ­τό­τη­τας του ονό­μα­τος του πα­τέ­ρα. Ου­σια­στι­κά ο Ιω­άν­νου μι­λώ­ντας για τον Πα­πα­δια­μά­ντη –σε με­γά­λο βαθ­μό θα το κά­νει και ως προς τον Κα­βά­φη– εντάσ­σει εαυ­τόν σε μια ορι­σμέ­νη γραμ­μα­το­λο­γι­κή σει­ρά, χα­ράσ­σει την προ­σω­πι­κή του γε­νε­α­λο­γία. «Όπως όλοι οι με­γά­λοι συγ­γρα­φείς, κι εσύ μέ­σα στην πε­ριο­χή της ζω­ής σου θα πέ­σεις», θα δη­λώ­σει στην Κα­τα­πα­κτή,[20] και προ­φα­νώς Ο της φύ­σε­ως έρως εί­ναι μια πα­ρα­κί­νη­ση να πέ­σει μέ­σα στην πε­ριο­χή της ζω­ής και του έρ­γου των λο­γο­τε­χνών που προ­τι­μά.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: