Πόσο προχωρημένος υπήρξε ο μοντερνισμός του Γιώργου Ιωάννου;

Φωτ. του Ανδρέα Μπέλια από το βιβλίο «Ομόνοια 1980»
Φωτ. του Ανδρέα Μπέλια από το βιβλίο «Ομόνοια 1980»

Στο αφη­γη­μα­τι­κό σύ­μπαν του Γιώρ­γου Ιω­άν­νου, το ατο­μι­κό δη­μιουρ­γεί από την πρώ­τη στιγ­μή τους όρους για την οι­κο­δό­μη­ση μιας άκρα­της υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας που όχι μό­νο θε­ω­ρεί πλέ­ον αυ­το­νό­η­τη την ελευ­θε­ρία της, αλ­λά και αγω­νί­ζε­ται να τη βιώ­σει με όσους πό­ρους δια­θέ­τει, ενά­ντια σε κά­θε συλ­λο­γι­κό ντε­τερ­μι­νι­σμό. Το ακέ­ραιο της ατο­μι­κής υπό­στα­σης θα μεί­νει, εντού­τοις, αί­τη­μα εκ­κρε­μές, σ’ έναν κό­σμο όπου το άτο­μο, μο­λο­νό­τι έχει γυ­ρί­σει ανε­πι­στρε­πτί την πλά­τη στο συλ­λο­γι­κό, δεν θα μπο­ρέ­σει σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση να κερ­δί­σει μιαν επι­τέ­λους ισορ­ρο­πη­μέ­νη ταυ­τό­τη­τα. Το εφαλ­τή­ριο για τη χά­ρα­ξη μιας τέ­τοιας δια­δρο­μής εί­ναι η προ­δι­κτα­το­ρι­κή συλ­λο­γή πε­ζο­γρα­φη­μά­των του Ιω­άν­νου Για ένα φι­λό­τι­μο (δεν θα θε­λή­σει πο­τέ να χα­ρα­κτη­ρί­σει με άλ­λον τρό­πο τα αφη­γη­μα­τι­κά του κεί­με­να). Το βι­βλίο θα δη­μο­σιευ­τεί το 1964 και θα απο­τε­λέ­σει ένα εί­δος μή­τρας για όσα θα ακο­λου­θή­σουν. Ταυ­τί­ζο­ντας την εμπει­ρία του Β’ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου και της Κα­το­χής με τον τρό­πο που εντάσ­σε­ται το αστι­κό το­πίο της Θεσ­σα­λο­νί­κης στο προ­σω­πι­κό του βλέμ­μα, ο συγ­γρα­φέ­ας συ­γκε­ντρώ­νει την προ­σο­χή του στην ανά­δει­ξη ει­κό­νων της πό­λης οι οποί­ες απο­σπώ­νται γρή­γο­ρα από το το­πι­κό τους πλαί­σιο: η πό­λη ως τό­πος ερη­μί­ας και άγριας μο­να­ξιάς, αλ­λά και ως ένας μο­νί­μως απει­λη­τι­κός πε­ρί­γυ­ρος, με τους πραγ­μα­τι­κούς και τους με­τω­νυ­μι­κούς ανέ­μους της να φυ­σά­νε μέ­σα στην ψυ­χή των αν­θρώ­πων. Ο αφη­γη­τής μπο­ρεί να μην έχει φτά­σει ακό­μη να απευ­θύ­νε­ται στον εαυ­τό του μέ­σω του δεύ­τε­ρου ενι­κού, όπως θα συμ­βεί στα κα­το­πι­νά βι­βλία του Ιω­άν­νου, συ­νται­ριά­ζει, ωστό­σο, στον λό­γο του τα πιο δια­φο­ρε­τι­κά ερε­θί­σμα­τα, για να τα εν­σω­μα­τώ­σει σ’ ένα γε­μά­το αντι­θέ­σεις αλ­λά εντέ­λει αδιαί­ρε­το σύ­νο­λο. Οι εσω­τε­ρι­κοί χώ­ροι εναλ­λάσ­σο­νται κά­θε τό­σο με τους εξω­τε­ρι­κούς ενώ ο αφη­γη­τής δεν θα εγκα­τα­λεί­ψει, οτι­δή­πο­τε κι αν με­σο­λα­βή­σει, τη μο­να­χι­κό­τη­τά του. Ο Ιω­άν­νου θα δια­τρα­νώ­σει την εγκα­τά­λει­ψή του σε έναν τό­πο ο οποί­ος το μό­νο που δέ­χε­ται να του πα­ρα­χω­ρή­σει εί­ναι κά­ποια προ­σω­ρι­νά, κά­θε άλ­λο πα­ρά λυ­τρω­τι­κά κα­τα­φύ­για. Ένας εσω­τε­ρι­κός εξό­ρι­στος τον οποίο ου­δείς εί­ναι σε θέ­ση να απαλ­λά­ξει από την εξο­ρία του. Κομ­μά­τι ανα­πό­σπα­στο της εξο­ρί­ας εί­ναι και η πα­νη­γυ­ρι­κή απου­σία του έρω­τα. Όπο­τε ο έρω­τας δεν απο­κη­ρύσ­σε­ται ρη­τά (άλ­λο­τε με σθέ­νος και άλ­λο­τε με σπα­ραγ­μό και οδύ­νη), μέ­νει μια σκέ­τη σκιά: μια υπό­σχε­ση χω­ρίς μέλ­λον και χω­ρίς ελ­πί­δα. Κι όλα αυ­τά χα­μη­λό­φω­να, δί­χως την ελά­χι­στη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή έξαρ­ση, χω­ρίς κλά­μα, δί­χως καν λυγ­μό, με μιαν ιδα­νι­κή αξιο­πρέ­πεια – μια αξιο­πρέ­πεια και μια φρο­ντί­δα που μας επι­τρέ­πουν να ανα­γνω­ρί­σου­με στα δι­η­γή­μα­τα του Για ένα φι­λό­τι­μο όχι μια στε­νά προ­σω­πι­κή, ρα­γι­σμέ­νη φω­νή, η οποία ζη­τά­ει να διε­κτρα­γω­δή­σει τα πά­θη της, αλ­λά μιαν ολό­θερ­μη και ανυ­πο­χώ­ρη­τη ατο­μι­κό­τη­τα, η οποία σχο­λιά­ζει από τη μο­νί­μως χει­μα­ζό­με­νη σκο­πιά της τα δει­νά της κα­θη­με­ρι­νής ύπαρ­ξης.
Πώς να θε­ω­ρή­σου­με κα­τό­πιν αυ­τών τα υπό­λοι­πα βι­βλία του Ιω­άν­νου; Ο λό­γος εί­ναι κα­ταρ­χάς για τη Σαρ­κο­φά­γο (1971), αλ­λά και για τη Μό­νη κλη­ρο­νο­μιά (1974) και τον Επι­τά­φιο θρή­νο (1980), που θα ση­μά­νουν την εί­σο­δό του στην πε­ρί­ο­δο της με­τα­πο­λί­τευ­σης και απο­τε­λούν, μα­ζί με τη Σαρ­κο­φά­γο, τα αμι­γώς λο­γο­τε­χνι­κά του κεί­με­να. Και υπάρ­χουν ακό­μα το Δι­κό μας αί­μα (1978), τα Πολ­λα­πλά κα­τάγ­μα­τα (1981) και η Πρω­τεύ­ου­σα των προ­σφύ­γων (1984), που ταυ­τί­ζο­νται πιο πο­λύ με το χρο­νι­κό. Στον λο­γα­ρια­σμό θα πρέ­πει επί­σης να βά­λου­με τα Κοι­τά­σμα­τα (1981) και την Εύ­φλε­κτη χώ­ρα (1982), που πλη­σιά­ζουν μάλ­λον το χρο­νο­γρά­φη­μα, χω­ρίς να πα­ρα­λεί­ψου­με τα Εφή­βων και μη (1982) το Ο της φύ­σε­ως έρως (1985), που συ­νο­μι­λούν ευ­θέ­ως με το δο­κί­μιο.[1] Η γραμ­μή σε σχέ­ση με τη ρό­τα την οποία χά­ρα­ξε το Για ένα φι­λό­τι­μο δεν αλ­λά­ζει κα­τά το πα­ρα­μι­κρό – αν δεν σχη­μα­τί­ζει μια φθί­νου­σα κα­μπύ­λη. Κρί­νο­ντας το Για ένα φι­λό­τι­μο εν έτει 1965, ο Παν. Μουλ­λάς θα συ­νο­ψί­σει με πυ­κνή ακρί­βεια τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του, προ­α­ναγ­γέλ­λο­ντας την πο­ρεία και τη μοί­ρα του Ιω­άν­νου ως πε­ζο­γρά­φου της με­τα­πο­λί­τευ­σης: Σκά­βο­ντας αδιά­κο­πα μέ­σα του δί­χως έλε­ος, τρί­βο­ντας το δέρ­μα του πά­νω στα πράγ­μα­τα και μι­λώ­ντας επί­μο­να σε πρώ­το πρό­σω­πο χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές, ο Ιω­άν­νου ανοί­γει έναν δρό­μο μέ­σα από τις πλη­γές του. Η αλή­θεια του αντι­μά­χε­ται τις τε­χνη­τές κα­τα­σκευ­ές, το ύφος του επι­βάλ­λε­ται γυ­μνό: δεν ναρ­κισ­σεύ­ε­ται, δεν με­γα­λη­γο­ρεί, δεν ψευ­τί­ζει. Χρειά­ζε­ται να έχεις μέ­σα σου με­γά­λα απο­θέ­μα­τα ει­λι­κρί­νειας για να μη φο­βά­σαι την κοι­νό­το­πη έκ­φρα­ση, την τριμ­μέ­νη λέ­ξη, την απλή κου­βέ­ντα – αν και, φα­ντά­ζο­μαι, ένα έμπει­ρο μά­τι δεν θα δυ­σκο­λευ­τεί ν’ ανα­γνω­ρί­σει, πί­σω από τον λι­τό πε­ζο­γρά­φο, τον άν­θρω­πο που πά­λε­ψε χρό­νια με τις λέ­ξεις, θη­τεύ­ο­ντας στην ποί­η­ση. Εξάλ­λου με τις πρό­ζες τού­τες βρι­σκό­μα­στε κιό­λας σ’ ένα όριο όπου η ωραιο­λο­γία φαί­νε­ται ολό­τε­λα πε­ριτ­τή πο­λυ­τέ­λεια. Τι χρειά­ζο­νται οι λα­μπρές φο­ρε­σιές σε κορ­μιά που δεν φο­βού­νται να απο­κα­λύ­ψουν την εύ­ρω­στη γύ­μνια τους; Αλ­λά κά­θε εί­δος αι­ρε­τι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας δια­τρέ­χει ορι­σμέ­νους κιν­δύ­νους, που ανά­με­σά τους ο κίν­δυ­νος της μα­νιέ­ρας δεν εί­ναι βέ­βαια ο μι­κρό­τε­ρος. Έξω απ’ αυ­τόν, οι πρό­ζες του Ιω­άν­νου (ελεύ­θε­ρες ανα­πτύ­ξεις δί­χως μύ­θο και αυ­στη­ρή σύν­θε­ση, ορ­γα­νω­μέ­νες γύ­ρω σ’ έναν θε­μα­τι­κό πυ­ρή­να) εί­χαν ν’ αντι­με­τω­πί­σουν δύο ακό­μη κιν­δύ­νους: ή να γί­νουν σε­λί­δες ιδιω­τι­κού ημε­ρο­λο­γί­ου αδιά­φο­ρες για τους τρί­τους, ή να με­τα­βλη­θούν σε ξε­ρές θε­μα­το­γρα­φι­κές ασκή­σεις. Νο­μί­ζω ότι ο Γιώρ­γος Ιω­άν­νου ξε­πέ­ρα­σε τις δυ­σκο­λί­ες του στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος. Κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο: πα­ρα­τη­ρεί προ­χω­ρώ­ντας σε βά­θος, στο­χά­ζε­ται χω­ρίς ψυ­χρές φόρ­μου­λες, κι αφή­νει το ατο­μι­κό πε­ρι­στα­τι­κό ν’ ανα­χθεί σε κα­θο­λι­κό­τε­ρη μοί­ρα. Για­τί πί­σω από την ιδιω­τι­κή υπό­θε­ση ενός αν­θρώ­που που κα­τα­γρά­φει τις εμπει­ρί­ες του από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, την ελ­λη­νι­κή επαρ­χία και την Αφρι­κή, υπάρ­χει το γε­νι­κό­τε­ρο αν­θρώ­πι­νο αδιέ­ξο­δο, κρυ­σταλ­λω­μέ­νο σε με­ρι­κές, άψο­γες συ­χνά, πε­ζο­γρα­φι­κές φόρ­μες. Και πί­σω από την εγκαρ­τέ­ρη­ση και τη μνή­μη του ίδιου αν­θρώ­που, σφα­δά­ζει τρα­γι­κή η επο­χή των δο­λο­φό­νων.[2]
Μι­λώ­ντας όχι μό­νο για το Για ένα φι­λό­τι­μο, αλ­λά για τα μο­τί­βα και τους αφη­γη­μα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς μέ­σω των οποί­ων ο Ιω­άν­νου θα μο­ντά­ρει και θα χτί­σει γε­νι­κό­τε­ρα την πε­ζο­γρα­φία του, ο Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς θα πα­ρα­τη­ρή­σει πως τρία εί­ναι τα ενο­ποι­η­τι­κά τους στοι­χεία: η εμπει­ρία του πο­λέ­μου, όπως θα απο­τυ­πω­θεί στη συ­νεί­δη­σή του από το 1940 μέ­χρι το 1950, η πα­ρου­σία της Θεσ­σα­λο­νί­κης ως ζω­τι­κού σκη­νι­κού χώ­ρου[3] και, τέ­λος, το πρό­σω­πο του αφη­γη­τή, που χρη­σι­μο­ποιεί πα­γί­ως έναν «άμορ­φο» συ­νειρ­μι­κό μο­νό­λο­γο.[4] Πο­λύ κο­ντά στην ορο­λο­γία του Κο­τζιά, ο Γιώρ­γος Αρά­γης, θα κά­νει λό­γο για μο­νο­με­ρή ή μο­νο­ε­στια­κή αφή­γη­ση — μια αφή­γη­ση στην οποία τα πά­ντα μάς δί­νο­νται από μία και μο­να­δι­κή οπτι­κή γω­νία: μέ­σα από την όρα­ση, τα συ­ναι­σθή­μα­τα, τη σκέ­ψη και την αί­σθη­ση ενός μο­νά­χα προ­σώ­που. Ο κρι­τι­κός δεν θα αρ­γή­σει να προ­σθέ­σει δύο επι­πλέ­ον συ­στα­τι­κά: τη διά­σπα­ση του αφη­γη­μα­τι­κού θέ­μα­τος και τη σύν­θε­ση του χρό­νου. Με το πρώ­το συ­στα­τι­κό ανα­φέ­ρε­ται στο γε­γο­νός ότι κά­θε αφή­γη­μα του Ιω­άν­νου σχη­μα­τί­ζε­ται κα­ταρ­χάς από πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κά με­τα­ξύ τους θε­μα­τι­κά δε­δο­μέ­να, τα οποία συ­γκλί­νουν εν συ­νε­χεία σε μιαν ενιαία ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση. Το δεύ­τε­ρο συ­στα­τι­κό έχει να κά­νει με τη λει­τουρ­γία του αφη­γη­μα­τι­κού χρό­νου: χρό­νος ο οποί­ος αντί να κι­νεί­ται μο­νό­δρο­μα, από το πα­ρόν προς το πα­ρελ­θόν, ανα­πτύσ­σε­ται συν­θε­τι­κά, με διαρ­κείς και ανά­κα­τες μνη­μο­νι­κές ανα­κλή­σεις (όταν ο αφη­γη­τής εί­ναι στο πα­ρόν ανα­κα­λεί το πα­ρελ­θόν, αλ­λά και όταν με­τα­βαί­νει στο πα­ρελ­θόν θυ­μά­ται το πα­ρόν), όπως και με αστα­μά­τη­τα πε­ρά­σμα­τα από τα ένα επί­πε­δο στο άλ­λο.[5]
Σί­γου­ρα ο Ιω­άν­νου στρέ­φε­ται προς έναν έκ­δη­λο μο­ντερ­νι­σμό. Για ποιον ακρι­βώς, ωστό­σο, μο­ντερ­νι­σμό συ­ζη­τά­με; Η μο­νο­με­ρής, μο­νο­ε­στια­κή του αφή­γη­ση ή ο «άμορ­φος» συ­νειρ­μι­κός του μο­νό­λο­γος θα έχουν με­τά το Για ένα φι­λό­τι­μο, και σε όλα τα επό­με­να βι­βλία του, την τά­ση να στρα­φούν πε­ρισ­σό­τε­ρο προς έναν πα­ρα­δε­δο­μέ­νο τύ­πο εξο­μο­λό­γη­σης και λι­γό­τε­ρο προς έναν αυ­θε­ντι­κό εσω­τε­ρι­κό μο­νό­λο­γο. Η πρω­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση του Ιω­άν­νου μοιά­ζει με φό­δρα: με μιαν απλώς ανα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη αντι­κει­με­νι­κή, τρι­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση, χω­ρίς τη δρα­μα­τι­κή συ­ντα­κτι­κή και ψυ­χο­λο­γι­κή ανα­διάρ­θρω­ση που προ­α­παι­τεί ο εσω­τε­ρι­κός μο­νό­λο­γος. Και η διά­σπα­ση του αφη­γη­μα­τι­κού θέ­μα­τος φαί­νε­ται, όμως, να κα­τα­λή­γει σε μια μάλ­λον πε­ριο­ρι­σμέ­νη και αρ­κε­τά ελεγ­χό­με­νη απο­διορ­γά­νω­ση ενώ το ίδιο ισχύ­ει και για τα χρο­νι­κά πί­σω-μπρος του, που απο­φεύ­γουν να ανα­τα­ρά­ξουν θε­με­λιω­δώς την τά­ξη της δια­δο­χι­κής ακο­λου­θί­ας.[6] Και η άλ­λη, ωστό­σο, πλευ­ρά του μο­ντερ­νι­σμού τού Ιω­άν­νου, η εκ συ­στή­μα­τος κα­τα­φυ­γή σε ένα γλωσ­σι­κό υλι­κό λαϊ­κής εκ­φο­ράς και κα­τα­γω­γής, αντί να ανα­διαρ­θρώ­σει ή και να δια­σπά­σει τις πη­γές της, κα­τα­τεί­νει προς ένα φα­νε­ρά λα­ο­γρα­φι­κό πνεύ­μα: το πνεύ­μα της κα­τα­γρα­φής και της απο­θη­σαύ­ρι­σης. Υπάρ­χει, λοι­πόν, μια αναμ­φι­σβή­τη­τη κα­θή­λω­ση: μια κα­θή­λω­ση που θα κά­νει τον όψι­μο Μουλ­λά να σκε­φτεί στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 ότι ο ρι­ζο­σπα­στι­κός αφη­γη­τής του Για ένα φι­λό­τι­μο θα με­τα­τρα­πεί με την πά­ρο­δο του χρό­νου σε έναν αφη­γη­τή–μάρ­τυ­ρα ή χρο­νι­κο­γρά­φο.[7] Νω­ρί­τε­ρα από τον Μουλ­λά, στην αυ­γή της με­τα­πο­λί­τευ­σης, ο Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της θα δεί­ξει αυ­στη­ρό­τε­ρος, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντας την πε­ζο­γρα­φία του Ιω­άν­νου κλει­στή στις επι­τα­γές της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας,[8] με τη λα­ο­γρα­φι­κή λο­γι­κή της να ρέ­πει σ’ έναν επι­κίν­δυ­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό, γε­μά­το από ευ­συ­γκί­νη­τες εξα­τμί­σεις και εγκλω­βι­σμέ­νο σε μιαν ανα­λό­γως ευ­συ­γκί­νη­τη του­ρι­στι­κή πε­ριέρ­γεια.[9]
Χρειά­ζε­ται μο­λο­ντού­το να διευ­κρι­νί­σω πως ο παν­θο­μο­λο­γού­με­νος προ­βλη­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας του μο­ντερ­νι­σμού του Ιω­άν­νου δεν θα μεί­νει εντέ­λει χω­ρίς απο­τε­λέ­σμα­τα.[10] Η πρόσ­δε­σή του στην πα­ρά­δο­ση μπο­ρεί να αδυ­να­τί­ζει σα­φώς με­τά το Για ένα φι­λό­τι­μο την εκ­φρα­στι­κή του πρω­το­τυ­πία και να υπο­νο­μεύ­ει τη συ­γκι­νη­σια­κή εμ­βέ­λεια του λό­γου του, αλ­λά δεν απο­κε­φα­λί­ζει το στοι­χείο της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, που δη­μιουρ­γεί απλώς έναν δε­σμό ισορ­ρο­πί­ας με την πα­ρά­δο­ση:[11] έναν δε­σμό που δεν αφαι­ρεί την υπο­κει­με­νι­κή φόρ­τι­ση του αφη­γη­τή, ακό­μα κι αν δεν το πε­τυ­χαί­νει στον βαθ­μό που υπο­στή­ρι­ξαν ότι το πε­τυ­χαί­νει ο Κο­τζιάς και ο Αρά­γης. Ένα τέ­τοιο, όμως, συγ­γρα­φι­κό «εγώ, που θα ενι­σχύ­σει κά­πο­τε την αφαι­ρε­τι­κό­τη­τα της φω­νής του μέ­σω και κά­ποιων κα­θα­ρώς ποι­η­τι­κών τό­νων,[12] ευ­θυ­γραμ­μί­ζε­ται με τις ανη­συ­χί­ες και τους προ­βλη­μα­τι­σμούς των πε­ζο­γρά­φων της δεύ­τε­ρης με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς που ανα­ζη­τούν πλή­ρη δι­καιώ­μα­τα τό­σο για το άτο­μο όσο και για την κα­θη­με­ρι­νή του ύπαρ­ξη. Υπό αυ­τή την έν­νοια, ο αφη­γη­τής του Ιω­άν­νου θα πα­ρα­μεί­νει σε όλα τα γρα­πτά του μια αμε­τα­κί­νη­τα μο­να­χι­κή και ανεκ­πλή­ρω­τη οντό­τη­τα. Ας σκε­φτού­με ξα­νά την πε­ρι­πλά­νη­σή του στους εσω­τε­ρι­κούς και τους εξω­τε­ρι­κούς χώ­ρους της με­γα­λού­πο­λης (όχι μό­νο της Θεσ­σα­λο­νί­κης, αλ­λά και της Αθή­νας), σε συ­νά­φεια με την ολο­κλη­ρω­τι­κή απο­κο­πή του από το πε­ρι­βάλ­λον (ένας κα­τά κα­νό­να πα­ντε­λώς αμέ­το­χος πα­ρα­τη­ρη­τής), αλ­λά και σε συν­δυα­σμό με την εσω­τε­ρι­κή του εξο­ρία, που συ­νε­χί­ζει να εί­ναι εσω­τε­ρι­κή ακό­μα κι όταν ο ίδιος έχει κα­τα­λή­ξει κυ­ριο­λε­κτι­κά εξό­ρι­στος: μα­κριά από τον τό­πο του και το σπι­τι­κό του. Κι ας σκε­φτού­με, επί­σης ξα­νά, την υπο­δό­ρια λει­τουρ­γία του ερω­τι­κού στοι­χεί­ου, το οποίο μπο­ρεί να το­νί­ζε­ται με κά­ποιους υπο­βλη­τι­κούς σαρ­κι­κούς υπαι­νιγ­μούς,[13] αλ­λά δεν γλι­στρά­ει πο­τέ στο διο­γκω­μέ­νο και το πα­ρα­φου­σκω­μέ­νο αί­σθη­μα. Το με­λό­δρα­μα, γε­νι­κό­τε­ρα, θα λάμ­ψει δια της απου­σί­ας του από την πε­ζο­γρα­φία του Ιω­άν­νου, πα­ρά τις κα­τά και­ρούς ευ­συ­γκί­νη­τες εξα­τμί­σεις και εξάρ­σεις της, που δεν μπο­ρούν να απο­δυ­να­μώ­σουν την έντα­ση του ατο­μι­κού δρά­μα­τος: δρά­μα το οποίο απα­λεί­φο­ντας τις όποιες προ­σω­πι­κές αφορ­μές του,[14] και χω­ρίς να απο­λέ­σει ού­τε προς στιγ­μήν την ατο­μι­κή του βά­ση,[15] θα ανα­δεί­ξει ανά­γλυ­φο το βί­ω­μα μιας γε­νιάς που μο­λο­νό­τι θα πε­τά­ξει από τους ώμους της το άχθος της πο­λι­τι­κής και της Ιστο­ρί­ας, δεν θα κα­τα­φέ­ρει να προσ­δώ­σει κα­νέ­να θε­τι­κό νό­η­μα στην υπαρ­ξια­κή πε­ρι­πέ­τεια του απε­λευ­θε­ρω­μέ­νου εγώ της.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: