Διακρίβωση, σύμπλευση, εκτίμηση: τρία μη αναμενόμενα σχόλια της Μάτσης Χατζηλαζάρου

Javier Vilato: H Mάτση με τη γάτα της Γριγρία
Javier Vilato: H Mάτση με τη γάτα της Γριγρία


Η ζωή και το έρ­γο της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου έχουν πλέ­ον με­λε­τη­θεί επαρ­κώς, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ότι δεν υπάρ­χουν ανοι­χτά ερω­τή­μα­τα ως προς την ποι­η­τι­κή της έκ­φρα­ση και πα­ρου­σία. Λε­πτο­μέ­ρειες του βί­ου της και σταθ­μοί της ποι­η­τι­κής της πο­ρεί­ας έχουν δια­κρι­βω­θεί (Φραν­τζή 1989 & 2015, Δα­νι­ήλ 2011), βιω­μα­τι­κές και ερ­μη­νευ­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις της ζω­ής και της ποί­η­σής της έχουν δη­μο­σιο­ποι­η­θεί (Αντί 1987: 33-46), υψη­λοί συ­ναι­σθη­μα­τι­κοί τό­νοι κα­τά την ερ­μη­νεία των ποι­η­μά­των της έχουν δο­θεί (Λα­μπρι­νού 2016), επι­στο­λές της έχουν δη­μο­σιευ­τεί και σχο­λια­στεί (Δα­νι­ήλ 2013), ενώ το έρ­γο της έχει συ­νε­ξε­τα­στεί και σε συν­δυα­σμό με την ποί­η­ση μει­ζό­νων γυ­ναι­κεί­ων φω­νών του νε­ο­ελ­λη­νι­κού λο­γο­τε­χνι­κού πε­δί­ου (Αρ­σε­νί­ου 1996).
Επι­πρό­σθε­τα, οι συ­νε­ντεύ­ξεις εκτός από πη­γές πλη­ρο­φο­ριών συ­γκρο­τούν πλέ­ον και ένα δια­κρι­τό γραμ­μα­τεια­κό εί­δος, που εν­σω­μα­τώ­νει ιδε­ο­λο­γι­κές και βιο­θε­ω­ρη­τι­κές πα­ρα­μέ­τρους (Masschelein, Meurée & Vanasten 2014, Martens & Watthee - Delmotte 2017, κ.ά.). Έντο­νο τύ­πω­μα φρά­σε­ων, σκί­τσα και φω­το­γρα­φί­ες κα­θι­στούν τα κεί­με­να των συ­νε­ντεύ­ξε­ων πο­λυ­τρο­πι­κά, ενώ δρα­στι­κό ρό­λο επι­τε­λούν η δό­μη­ση και η σει­ρά των ερω­τή­σε­ων, κα­θώς και τα δη­μο­σιο­γρα­φι­κά σχό­λια. Σω­στά έχει επι­ση­μαν­θεί ότι «το πα­ρά­δειγ­μα των συ­νε­ντεύ­ξε­ων εί­ναι πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό για τον τρό­πο με τον οποί­ον δεν προ­σέ­χου­με μό­νον αυ­τά που λέ­γο­νται αλ­λά και τη μορ­φή που έχουν αυ­τά που λέ­γο­νται» (Χο­ντο­λί­δου 1999). Τα προ­α­να­φέρ­θε­ντα τέ­θη­καν, για­τί θα δώ­σου­με έμ­φα­ση σε τρία στοι­χεία, που αντλού­νται από συ­νέ­ντευ­ξη της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου στον Στά­θη Τσα­γκα­ρου­σιά­νο (Χα­τζη­λα­ζά­ρου & Τσα­γκα­ρου­σιά­νος 1986), η οποία δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα Ελευ­θε­ρο­τυ­πία, το 1986 (ως γνω­στόν το 1987 η ποι­ή­τρια απε­βί­ω­σε), ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό Lifo το 2014, ενώ έχει αναρ­τη­θεί και στο δια­δί­κτυο. Η «ερω­τι­κή» Μά­τση, μά­λι­στα, δέ­χτη­κε να φω­το­γρα­φη­θεί στο πλαί­σιο της συ­νέ­ντευ­ξης, σε γε­ρο­ντι­κή πλέ­ον ηλι­κία, δί­χως υψη­λό­βαθ­μη φι­λα­ρέ­σκεια και χω­ρίς τις οπτι­κές ερω­τι­κές συν­δη­λώ­σεις, που συ­νο­δεύ­ουν φω­το­γρα­φί­ες τής νε­α­νι­κής και μέ­σης ηλι­κί­ας της, γε­γο­νός που δεί­χνει, εκτός από τη συμ­φι­λί­ω­σή της με την ανα­πό­δρα­στη φθο­ρά του χρό­νου, και την επι­θυ­μία της να προ­κα­λέ­σει ρήγ­μα στη στε­ρε­ο­τυ­πι­κή ει­κό­να τής μο­νο­σή­μα­ντα ερω­τι­κής και αιω­νί­ως νέ­ας δη­μιουρ­γού, ει­κό­νας που γε­νι­κά τη συ­νό­δευε και έως και σή­με­ρα τη συ­νο­δεύ­ει.


ΑΠΟ­ΣΠΑ­ΣΜΑ 1ο- ΔΙΑ­ΚΡΙ­ΒΩ­ΣΗ

[Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου:] Οι λέ­ξεις εί­ναι όμως άτι­μες και μπο­ρεί να φτη­νύ­νου­με πο­λύ ένα πράγ­μα, να το κά­νου­νε σα­χλό. Γι’ αυ­τό πρέ­πει να τις προ­σέ­χεις, να απορ­ρί­πτεις διαρ­κώς, πράγ­μα που δεν εί­ναι εύ­κο­λο. Δεν ψά­χνεις τις ωραί­ες λέ­ξεις ή τα ωραία συ­ναι­σθή­μα­τα-αυ­τά έρ­χο­νται και φεύ­γουν. Ψά­χνεις τις σω­στές λέ­ξεις. Κι αυ­τό εί­ναι ποί­η­ση.

[Στά­θης Τσα­γκα­ρου­σιά­νος:] Δια­βά­ζο­ντας ωστό­σο τα δι­κά σας ποι­ή­μα­τα έχω την εντύ­πω­ση πως δεν έχει μπει δεύ­τε­ρο χέ­ρι.

[Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου:] (Γέ­λια) Μου τό ’χει πει κι άλ­λος αυ­τό. Πολ­λά χέ­ρια έχω βά­λει. Πολ­λές φο­ρές, δού­λε­ψε δού­λε­ψε, μέ­νει πια ένα ελά­χι­στο, σαν το κου­κού­τσι της ελιάς...

Ο υπερ­ρε­α­λι­σμός θε­ω­ρη­τι­κά, αλ­λά συ­χνά και στο πλαί­σιο της ποι­η­τι­κής πρα­κτι­κής, συν­δέ­θη­κε με την απρό­σκο­πτη και ανε­πε­ξέρ­γα­στη ροή λέ­ξε­ων και ει­κό­νων από το καλ­λι­τε­χνι­κό υπο­συ­νεί­δη­το, ακό­μη και από το ασυ­νεί­δη­το. Προ­φα­νώς, η γρα­φή της Χα­τζη­λα­ζά­ρου εν­σω­μα­τώ­νει ερω­τι­κή τόλ­μη και ανα­τρε­πτι­κή ορ­μή υπερ­ρε­α­λι­στι­κής διά­θε­σης, αλ­λά δεν ση­μα­το­δο­τεί μία έκ­φρα­ση αχα­λί­νω­τη, ανέ­λεγ­κτη και μη επε­ξερ­γα­σμέ­νη. Άλ­λω­στε, κά­θε τέ­χνη έχει τη μα­στο­ρι­κή της, και αυ­τό η Χα­τζη­λα­ζά­ρου ως κα­λή ποι­ή­τρια εν­δε­χο­μέ­νως και σε θε­ω­ρη­τι­κό επί­πε­δο να το εί­χε επε­ξερ­γα­στεί, ωστό­σο σί­γου­ρα το βί­ω­νε, το ένιω­θε και το αι­σθα­νό­ταν.



ΑΠΟ­ΣΠΑ­ΣΜΑ 2ο - ΣΥ­ΜΠΛΕΥ­ΣΗ

[Στά­θης Τσα­γκα­ρου­σιά­νος:] Ακο­λου­θή­σα­τε κά­ποιο γνω­στό μο­ντέ­λο;

[Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου:] Πο­τέ. Νό­μι­ζα, στα πρώ­τα που έγρα­ψα, πως μι­μού­μαι τον Κα­βά­φη. Τα έδει­ξα σε φί­λους και με απο­πή­ραν.

[Στά­θης Τσα­γκα­ρου­σιά­νος:] Μου θυ­μί­ζε­τε λι­γά­κι Τζόις Μαν­σούρ.

[Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου:] Δεν έχω δια­βά­σει. Νιώ­θω πε­ρισ­σό­τε­ρα κοι­νά στοι­χεία με τον Ρί­τσο, ο οποί­ος εί­ναι ποι­η­τής στρα­τευ­μέ­νος, πα­ρά με άλ­λους -για­τί δεν εί­ναι το θέ­μα, αλ­λά ο τρό­πος που πλη­σιά­ζει ένα πράγ­μα.


Η ποι­ή­τρια ήταν με­γα­λο­α­στι­κής κα­τα­γω­γής. Εξ όνυ­χος τον λέ­ο­ντα: ήταν και ανα­δε­ξι­μιά του άνα­κτος (ως ανά­δο­χος στη βά­φτι­ση της Μα­ρί­ας-Λου­κί­ας Χα­τζη­λα­ζά­ρου εί­χε πα­ρα­στεί ο Βα­σι­λεύς των Ελ­λή­νων Κων­στα­ντί­νος ο Α΄). Επί­σης, η απο­χή της από το πο­λι­τι­κό πε­δίο ήταν συ­νει­δη­τή και ηθε­λη­μέ­νη («Εγώ εί­μαι πο­λύ απο­λι­τι­κό ον […] Δεν ψή­φι­σα την τε­λευ­ταία φο­ρά [μάλ­λον εν­νο­εί στις Βου­λευ­τι­κές Εκλο­γές, που διε­ξή­χθη­σαν την Κυ­ρια­κή 2 Ιου­νί­ου 1985], κι ένιω­σα μια ανα­κού­φι­ση», δη­λώ­νει στη συ­νέ­ντευ­ξη). Αυ­τού του τύ­που η απο­χή ση­μα­το­δο­τεί, επί της ου­σί­ας, τη συ­ντη­ρη­τι­κό­τε­ρη πο­λι­τι­κή στά­ση και πρα­κτι­κή, αλ­λά εδώ εν­δια­φέ­ρει ότι η ποι­ή­τρια αφε­νός εκ­φρά­ζει την προ­τί­μη­σή της στην απο­χή από την πο­λι­τι­κή, όμως αφε­τέ­ρου απο­κα­λύ­πτει ότι ως προς τον ποι­η­τι­κό τρό­πο συ­μπλέ­ει με έναν δε­δη­λω­μέ­νο κομ­μου­νι­στή, ο οποί­ος, μά­λι­στα, με­τα­πο­λε­μι­κά δέ­χτη­κε και την κα­τά­κρι­ση από την πιο προ­ω­θη­μέ­νη αι­σθη­τι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά κρι­τι­κή πτυ­χή και της δι­κής του όχθης. Η ποι­ή­τρια μάλ­λον αι­σθα­νό­ταν ότι ο Ρί­τσος κα­τά τη σύν­θε­τη και πε­ρί­πλο­κη πο­ρεία του, ακό­μη και όταν έδι­νε στην υπαρ­ξια­κή του τα­λά­ντω­ση πρό­ση­μο πο­λι­τι­κό, δεν εγκα­τέ­λει­πε τη συ­γκι­νη­σια­κή έντα­ση και τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή διαύ­γεια, στοι­χεία με τα οποία και η Χα­τζη­λα­ζά­ρου φόρ­τι­ζε την προ­σω­πι­κή της ποι­η­τι­κή. Ας λη­φθεί υπό­ψιν, επι­πλέ­ον, ότι λί­γα χρό­νια πριν από τη συ­νέ­ντευ­ξη, εί­χαν δη­μο­σιο­ποι­η­θεί και τα Ερω­τι­κά (1981) του Ρί­τσου. Η συλ­λο­γή αυ­τή (που κυ­κλο­φό­ρη­σε από τον «Κέ­δρο» εκτός της σει­ράς των ποι­η­τι­κών Απά­ντων τού δη­μιουρ­γού) στέ­κε­ται δί­πλα στην πο­λι­τι­κή ποί­η­ση του συγ­γρα­φέα ως ορ­γα­νι­κό της συ­μπλή­ρω­μα με επι­βλη­τι­κή λε­κτι­κή συ­μπύ­κνω­ση και αυ­ξη­μέ­νη ερω­τι­κή έντα­ση και βά­σι­μα υπο­θέ­του­με ότι γο­ή­τευ­σε και την ποι­ή­τρια ως ανα­γνώ­στρια αλ­λά και ομό­τε­χνη του Ρί­τσου. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ας διευ­κρι­νι­στεί ότι η Τζόις Μαν­σούρ (1928-1986) ήταν ποι­ή­τρια αγ­γλο-αι­γυ­πτια­κής κα­τα­γω­γής, που έζη­σε και στη Γαλ­λία και συν­δέ­θη­κε με το υπερ­ρε­α­λι­στι­κό κί­νη­μα ως γυ­ναι­κεία φω­νή με έκ­δη­λο ερω­τι­σμό. Ωστό­σο, όταν δη­μο­σιο­ποι­ή­θη­κε η πρώ­τη, στα γαλ­λι­κά συ­ντε­θει­μέ­νη, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της (Cris, 1953), η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου εί­χε προ πολ­λού αρ­χί­σει δυ­να­μι­κά να δια­νύ­ει το προ­σω­πι­κό της ποι­η­τι­κό στά­διο.



ΑΠΟ­ΣΠΑ­ΣΜΑ 3ο – ΕΚΤΙ­ΜΗ­ΣΗ

[Στά­θης Τσα­γκα­ρου­σιά­νος:] Αφού λοι­πόν τα πράγ­μα­τα εί­ναι τό­σο μοι­ρα­σμέ­να ανά­με­σα στα δυο φύ­λα, πως γί­νε­ται ένας άντρας να νιώ­θει τα ποι­ή­μα­τα μιας ερω­τευ­μέ­νη γυ­ναί­κας;

[Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου:] Ίσως για­τί όταν κά­ποιος εί­ναι ει­λι­κρι­νής, επι­κοι­νω­νεί με το κοι­νό πά­θος. Να θυ­μη­θού­με έναν Θεσ­σα­λο­νι­κιό: τον Ιω­άν­νου. Πολ­λές φο­ρές εί­ναι σα­φές πως όσα γρά­φει αφο­ρούν άντρες. Εγώ τα βρί­σκω πο­λύ ωραία, για­τί κα­τα­λα­βαί­νω κά­ποιον να χτυ­πιέ­ται γι’ αυ­τό — μ’ εν­δια­φέ­ρει η έντα­ση....


Εί­ναι σα­φές πως η θε­τι­κή εκτί­μη­ση της Χα­τζη­λα­ζά­ρου, ποι­ή­τριας της οποί­ας οι στί­χοι θε­ω­ρή­θη­καν αρ­χε­τυ­πι­κό δείγ­μα γυ­ναι­κεί­ας γρα­φής με βιώ­μα­τα από αν­δρι­κά ερω­τι­κά πρό­σω­πα, δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα στε­νά όρια της έμ­φυ­λης ταυ­τό­τη­τας. Η Χα­τζη­λα­ζά­ρου υπήρ­ξε έντο­να ερω­τι­κή και ως ποι­ή­τρια και ως γυ­ναί­κα (δεν εί­ναι κα­θό­λου αυ­το­νό­η­το ότι ο ερω­τι­κός λο­γο­τέ­χνης εί­ναι, οπωσ­δή­πο­τε, και ερω­τι­κός άν­θρω­πος!). Η ποι­ή­τρια εκ­φρά­ζε­ται θε­τι­κά για τον ερω­τι­κό Ιω­άν­νου, με κρι­τή­ριο την έντα­ση του ερω­τι­κού βιώ­μα­τος και όχι τον προσ­διο­ρι­σμό του ως ετε­ρο­φυ­λο­φι­λι­κού ή ομο­φυ­λο­φι­λι­κού. Ο τό­τε πρό­σφα­τος και αδό­κη­τος θά­να­τος του Γιώρ­γου Ιω­άν­νου (απε­βί­ω­σε το 1985) φυ­σι­κό ήταν να έχει προ­κα­λέ­σει, αλ­λά και να έχει εν­δυ­να­μώ­σει, ένα κύ­μα κρι­τι­κής και ανα­γνω­στι­κής συ­μπά­θειας προς το έρ­γο του, αλ­λά η Χα­τζη­λα­ζά­ρου υπήρ­ξε επαρ­κής ανα­γνώ­στρια, πα­ρό­τι, κα­θ’ ομο­λο­γί­αν της, δεν πα­ρα­κο­λου­θού­σε συ­στη­μα­τι­κά την νε­ο­ελ­λη­νι­κή εκ­δο­τι­κή επι­και­ρό­τη­τα. Εί­ναι φα­νε­ρό, εδώ, πως δεν υιο­θε­τεί τις γε­νι­κευ­τι­κές υπε­ρα­πλου­στεύ­σεις, κα­τά την εδραί­ω­ση των οποί­ων από το μέ­ρος κρί­θη­κε το όλον, οπό­τε δεν συ­μπιέ­ζει τον Ιω­άν­νου ως συγ­γρα­φέα, το­πο­θε­τώ­ντας τον απο­κλει­στι­κά στον χώ­ρο των γλυ­κε­ρών ανα­μνή­σε­ων από την πα­λιά επαρ­χια­κή Θεσ­σα­λο­νί­κη. Υπο­θέ­του­με ότι η ποι­ή­τρια ανα­φέ­ρε­ται στον Ιω­άν­νου τού «Ξέ­ρει ο θε­ός» και του «Το θέ­ρος τό­τε», ποι­η­μά­των από Τα Χί­λια Δέ­ντρα. στον Ιω­άν­νου του «Επι­τά­φιου θρή­νου» από το ομό­τι­τλο βι­βλίο . στον Ιω­άν­νου των « “Ιε­ρών ανα­κραυ­γα­σμά­των”» και του πε­ζο­γρα­φή­μα­τος «Οι δι­κοί μου άγιοι» από την Κα­τα­πα­κτή. στον συγ­γρα­φέα, δη­λα­δή, που απο­δί­δει το ερω­τι­κό βί­ω­μα, τό­σο ως πλή­ρω­ση όσο και ως έλ­λει­ψη, με έντα­ση που κο­νιορ­το­ποιεί τα τεί­χη της έμ­φυ­λης ταυ­τό­τη­τας, απλώ­νο­ντάς το στην πα­ναν­θρώ­πι­νη συν­θή­κη και προι­κί­ζο­ντάς το με τα φτε­ρά της υπερ­το­πι­κό­τη­τας και της δια­χρο­νί­ας.
Με βά­ση τη στε­ρε­ο­τυ­πι­κή πρό­σλη­ψη της ποι­ή­τριας ως υπερ­ρε­α­λί­στριας, υπό την έν­νοια της απο­τύ­πω­σης της συ­νει­δη­σια­κής ρο­ής στην ποί­η­σή της χω­ρίς εκ των υστέ­ρων επε­ξερ­γα­σία . με δε­δο­μέ­νη την έλ­λει­ψη εν­δια­φέ­ρο­ντός της για τα πο­λι­τι­κά δρώ­με­να και για τη σύν­δε­ση τέ­χνης και πο­λι­τι­κής, που επι­βε­βαιώ­νε­ται και στη συ­νέ­ντευ­ξη . με απο­δε­κτή τη θέ­ση της ως γυ­ναι­κεί­ας ποι­η­τι­κής φω­νής . η Χα­τζη­λα­ζά­ρου ξαφ­νιά­ζει γό­νι­μα, απο­κα­λύ­πτο­ντας ότι υπέ­βα­λε τα ποι­ή­μα­τά της στη βά­σα­νο της εκ των υστέ­ρων επε­ξερ­γα­σί­ας, υπο­γραμ­μί­ζο­ντας τη σύ­μπλευ­σή της με την ποι­η­τι­κή ενός δη­μιουρ­γού κα­τε­ξο­χήν πο­λι­τι­κού και εκ­φρά­ζο­ντας την εκτί­μη­σή της (αυ­τή, η εκ­πρό­σω­πος της «γυ­ναι­κεί­ας» γρα­φής και των «αλη­θι­νών κο­ρι­τσιών», κα­τά τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι – βλ. Χα­τζι­δά­κις 1979) για κεί­με­να ενός συγ­γρα­φέα, των οποί­ων η θελ­κτι­κή ερω­τι­κή έντα­ση εκτεί­νε­ται πέ­ραν της ταυ­τό­τη­τας του άρ­ρε­νος ή του θή­λε­ος.
Η Χα­τζη­λα­ζά­ρου σί­γου­ρα δεν ήταν η πρώ­τη νε­ω­τε­ρι­κή μας ποι­ή­τρια: η Σύμ­πτω­ση (1939) της Μέλ­πως Αξιώ­τη εί­χε δη­μο­σιο­ποι­η­θεί και κρι­θεί πέ­ντε χρό­νια πριν από τη δη­μο­σί­ευ­ση της πρώ­της συλ­λο­γής της Χα­τζη­λα­ζά­ρου, ενώ η θρη­σκευ­τι­κής-με­τα­φυ­σι­κής χροιάς νε­ω­τε­ρι­κή φω­νή της Ζω­ής Κα­ρέλ­λη εί­χε αρ­θρω­θεί από το 1940, στη συλ­λο­γή της Πο­ρεία. Η Χα­τζη­λα­ζά­ρου δεν εί­ναι η υπερ­ρε­α­λί­στρια που εκ­φρά­στη­κε με μία μέ­θο­δο αυ­τό­μα­της γρα­φής τύ­που Υψι­κα­μί­νου, ενώ ακό­μη και εάν εντα­χθεί στο κλί­μα του εξε­λιγ­μέ­νου με­τα­πο­λε­μι­κού υπερ­ρε­α­λι­σμού, που δια­τή­ρη­σε το πνεύ­μα αντι­κομ­φορ­μι­σμού και ανα­τρο­πής της κα­θε­στη­κυί­ας τά­ξης αλ­λά χω­ρίς ολι­κά να δια­σπά την έλ­λο­γη αλ­λη­λου­χία, δεν προ­κύ­πτει με από­λυ­τη σα­φή­νεια ότι αυ­τή εί­ναι η πρώ­τη Ελ­λη­νί­δα υπερ­ρε­α­λί­στρια: τα πρώ­τα υπερ­ρε­α­λί­ζου­σας στό­φας ποι­ή­μα­τα της Ελέ­νης Βα­κα­λό (από ορι­σμέ­να ανα­δύ­ε­ται υψη­λό­βαθ­μος ερω­τι­σμός) δη­μο­σιεύ­τη­καν στα Νέα Γράμ­μα­τα τον Μάρ­τιο του 1944 (τχ. 2, σ. 126-130), ενώ το Μά­ης, Ιού­νης και Νο­έμ­βρης της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου, συλ­λο­γή με την οποία εμ­φα­νί­στη­κε η ποι­ή­τρια ως Μά­τση Αν­δρέ­ου, πρέ­πει να τυ­πώ­θη­κε τους πρώ­τους μή­νες της συ­γκε­κρι­μέ­νης χρο­νιάς, αφού στο τεύ­χος Ιου­λί­ου των Νέ­ων Γραμ­μά­των, δη­μο­σιεύ­τη­κε το πο­λύ θε­τι­κό κρι­τι­κό ση­μεί­ω­μα του Αντρέα Κα­ρα­ντώ­νη για τη συλ­λο­γή (Κα­ρα­ντώ­νης 1944).
Η ισχυ­ρή επιρ­ροή, που ασκή­θη­κε στη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου από τον ει­ση­γη­τή του υπερ­ρε­α­λι­σμού στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, η θυ­ελ­λώ­δης ερω­τι­κή σχέ­ση τους και ο γά­μος τους, οι ερω­τι­κές συν­δέ­σεις τής ποι­ή­τριας με πο­λύ γνω­στούς καλ­λι­τέ­χνες και δια­νοη­τές, η υπερ­ρε­α­λι­στι­κής διά­θε­σης τόλ­μη της να εκ­φρά­ζει ποι­η­τι­κά τον έρω­τα ως σε­ξουα­λι­κό βί­ω­μα, σε μία επο­χή υπέρ­με­τρης σε­μνο­τυ­φί­ας, καλ­λιέρ­γη­σαν έναν μύ­θο γύ­ρω από τη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, ισχυ­ρό­τε­ρο από την ποι­η­τι­κή της και το ποι­η­τι­κό της έρ­γο αυ­τό κα­θ’ αυ­τό. Πά­ντως, η νη­φά­λια απο­τί­μη­ση της ποί­η­σής της οδη­γεί στη δια­πί­στω­ση ότι έδω­σε ένα έρ­γο αξιό­λο­γο και καλ­λι­τε­χνι­κά λει­τουρ­γι­κό, τε­χνο­τρο­πι­κά μο­ντερ­νι­στι­κό και θε­μα­τι­κά ερω­τι­κό, υπερ­βαί­νο­ντας τις μι­κρο­α­στι­κές συμ­βά­σεις και τις αγκυ­λώ­σεις μιας ηθι­κι­στι­κά προσ­διο­ρι­σμέ­νης σε­μνο­πρέ­πειας. Ο γνή­σιος μο­ντερ­νι­σμός την εξέ­φρα­ζε όχι απλώς ως ποι­η­τι­κός τρό­πος αλ­λά και ως στά­ση ζω­ής και αυ­τό δια­κρί­νε­ται και από ση­μεία της συ­νέ­ντευ­ξης, που έδω­σε προς το τέ­λος του βί­ου της. Ορι­σμέ­να από αυ­τά στοι­χειο­θε­τούν θέ­σεις μη ανα­με­νό­με­νες, θυ­μί­ζο­ντάς μας ότι ο μο­ντερ­νι­σμός, για να πα­ρα­μεί­νει λει­τουρ­γι­κός και για να μην εκ­πέ­σει σε κοι­νό­το­πη μα­νιέ­ρα, πρέ­πει να δια­θέ­τει ως πυ­ρή­να του το δη­μιουρ­γι­κό ξάφ­νια­σμα.

 



ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙ­ΚΕΣ ΑΝΑ­ΦΟ­ΡΕΣ

Αν­δρέ­ου Μά­τση [= Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου] (1944). Μά­ης, Ιού­νης και Νο­έμ­βρης, Ίκα­ρος.
Αρ­σε­νί­ου Ελι­σά­βετ (1996). «Τα κρόσ­σια του κει­μέ­νου: Πτυ­χές της ελ­λη­νι­κής γυ­ναι­κεί­ας γρα­φής» [= ανα­γνώ­σεις από το έρ­γο τεσ­σά­ρων ποι­η­τριών: Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Μα­ντώ Αρα­βα­ντι­νού, Ελέ­νη Βα­κα­λό, Κι­κή Δη­μου­λά]. Δια­βά­ζω 401: 124-131.
Βα­κα­λό Ελέ­νη (1944). «Δε­κα­πέ­ντε ποι­ή­μα­τα». Τα Νέα Γράμ­μα­τα 2: 126-130.
Δα­νι­ήλ Χρή­στος (2011). «...Ιούς, Μα­νιούς, ίσως και Aqua Marina». Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου. Η πρώ­τη Ελ­λη­νί­δα υπερ­ρε­α­λί­στρια,Τό­πος.
Δα­νι­ήλ Χρή­στος (2013). Μά­τση Χα­τζηαν­δρέ­ου – Γράμ­μα­τα από το Πα­ρί­σι στον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο (1946-1947)και άλ­λα ανέκ­δο­τα ποι­ή­μα­τα και πε­ζά της ίδιας πε­ριό­δου, Άγρα.
Κα­ρα­ντώ­νης Αντρέ­ας (1944). «Μά­τσης Αν­δρέ­ου: “Μά­ης, Ιού­νης και Νο­έμ­βρης” (ποι­ή­μα­τα) 1944». Τα Νέα Γράμ­μα­τα 4: 321-322.
Μα­ρα­γκού Λα­μπρί­να Α. (2016).Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου. Από την ποί­η­ση στη μύ­η­ση, Πα­πα­ζή­σης
Martens D. & M. Watthee - Delmotte (2017). «The Literary Interview: a Study of the Genre and its Mediological Mutations». Literature and Media Innovation. http://​lmi.​arts.​kul​euve​n.​be/​project-​1-​lit​erar​y-​int​ervi​ew-​study-​genre-​and-​its-​med​iolo​gica​l-​mut​atio​ns.
Masschelein Anneleen, Christophe – Martens Meurée & Stéphanie David – Vanasten (2014), «The Literary Interview: Toward a Poetics of a Hybrid Genre». Poetics Today 1-2 (τό­μος 35): 1-49.
«Μνή­μη Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου» (1987) [= Κεί­με­να των Δ. Ι. Αντω­νί­ου, Μά­νου Χα­τζι­δά­κι, Αλέ­ξαν­δρου Ξύ­δη, Βά­σιας Καρ­κα­γιάν­νη-Κα­ρα­μπε­λιά, Φρα­γκί­σκης Αμπα­τζο­πού­λου, Έκτο­ρος Κα­κνα­βά­του, Άντειας Φραν­τζή]. Αντί 351: 33-46.
Φραν­τζή Άντεια (1989). Ερω­τι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις. Αντί­δω­ρο στη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Πο­λύ­τυ­πο.

Φραν­τζή Άντεια (2015). Ερω­τι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις. Ση­μειώ­σεις για την ποί­η­ση της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Γα­βρι­η­λί­δης.

Χα­τζι­δά­κις Μά­νος (1979). «Ο Με­λα­χρι­νός Έρως, το Εκ­κρε­μές και η Μά­τση των Ονεί­ρων» [= ρα­διο­φω­νι­κό σχό­λιο στο Τρί­το Πρό­γραμ­μα της Ελ­λη­νι­κής Ρα­διο­φω­νί­ας, το οποίο με­τα­δό­θη­κε την Κυ­ρια­κή 9 Δε­κεμ­βρί­ου 1979]. Βλ. και https://​www.​lifo.​gr/​team/​pro​skli​tiri​o_​nekron/​46343, κα­θώς και http://​phi​lolo​goi.​mes.​sch.​gr/​files/​pol​ydpu​reia​_​st_​pro​gram​me.​pdf .
Χα­τζη­λα­ζά­ρου Μά­τση & Τσα­γκα­ρου­σιά­νος Στά­θης (1986). «Η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου μι­λά στον Στά­θη Τσα­γκα­ρου­σιά­νο "Η ευ­τυ­χία εί­ναι κά­τι πο­λύ πα­ρο­δι­κό, μια έκλαμ­ψη"»: https://​www.​lifo.​gr/​team/​ret​roli​fo/​25811.

Χο­ντο­λί­δου Ελέ­νη (1999). «Ει­σα­γω­γή στην έν­νοια της πο­λυ­τρο­πι­κό­τη­τας». Γλωσ­σι­κός Υπο­λο­γι­στής 1: 115-117. Βλ. και http://​www.​komvos.​edu.​gr/​per​iodi​ko/​per​iodi​ko1s​t/​the​mati​kes/​print/​3/​index.​htm .

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: