Σβήσε το πρόσωπό μου και ξαναρχίζουμε Ποίηση με τα υλικά του θεάτρου

Φω­το­γρα­φί­ες: © Γιάν­νης Τσά­κα­λος



Υπάρ­χουν συγ­γρα­φείς που, όσο κι αν τους δια­βά­ζεις, η τυ­πω­μέ­νη σε­λί­δα δεν φτά­νει. Συγ­γρα­φείς που σε ωθούν στη γρα­φή. Κά­ποιες φο­ρές, ού­τε κι η γρα­φή φτά­νει, θα ήθε­λες τα κεί­με­να να κα­τα­λά­βουν πε­ρισ­σό­τε­ρο χώ­ρο, ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο – να υπάρ­ξουν πέ­ρα από σε­λί­δες, ση­μειω­μα­τά­ρια και λέ­ξεις. Να απο­κτή­σουν φω­νή, να απο­κτή­σουν σώ­μα, να μι­λή­σουν οι λέ­ξεις, να ση­κω­θούν από το νε­κρι­κό κό­σμο του βι­βλί­ου. Τέ­τοια εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου και της ποί­η­σής της. Γι’ αυ­τό επέ­μει­να σ’ εκεί­νη όταν ο Θο­δω­ρής Γκό­νης, καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής του Φε­στι­βάλ Φι­λίπ­πων – Θά­σου, μου πρό­τει­νε να επι­λέ­ξω έναν ποι­η­τή ή μια ποι­ή­τρια για το αφιέ­ρω­μα στην ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση «Έως όρ­θρου βα­θέ­ως», που επρό­κει­το να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί στο Κά­στρο της Κα­βά­λας το 2012.[1] Δεν ήξε­ρα ακρι­βώς πώς μπο­ρού­σε να πε­ρά­σει στο θέ­α­τρο η φω­νή της, ζη­τού­με­νο όμως όταν ξε­κι­νή­σα­με την πρό­βα με τη Δέ­σποι­να Πα­πά­ζο­γλου που την ερ­μή­νευε, δεν ήταν να μι­λή­σου­με για τη Μά­τση αλ­λά να δη­μιουρ­γή­σου­με ένα νέο κό­σμο, αντί­στοι­χό της. Έναν κό­σμο που να μπο­ρεί να πε­ρι­βά­λει αυ­τά τα ποι­ή­μα­τα, ελεύ­θε­ρο από τα δε­σμά του «πραγ­μα­τι­κού» και συ­ντο­νι­σμέ­νο με μια βα­θύ­τε­ρη ύπαρ­ξη, όπου όλα ζω­ντα­νεύ­ουν άναρ­χα και απεί­θαρ­χα στη λο­γι­κή. Οι ήχοι, τα χρώ­μα­τα, τα σώ­μα­τα, οι φω­νές, η φύ­ση, το κα­λο­καί­ρι και η μνή­μη του κα­λο­και­ριού ως μνή­μη του έρω­τα, αυ­θαί­ρε­τα, συ­νειρ­μι­κά αλ­λά και ορ­γα­νι­κά δε­μέ­να με­τα­ξύ τους.

 

Στο Κάστρο της Καβάλας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου
Στο Κάστρο της Καβάλας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου

 


Εί­ναι αρ­κε­τά επι­κίν­δυ­νο να αφιε­ρώ­νει κα­νείς σκη­νι­κά έρ­γα σε ποι­η­τές: Τι πα­ρα­πά­νω έχει να προ­σθέ­σει το θέ­α­τρο στην ποί­η­ση, που πε­δίο της εί­ναι η μο­να­χι­κή ανά­γνω­ση και το φα­ντα­σια­κό του ίδιου του ανα­γνώ­στη; Ο κίν­δυ­νος εί­ναι να «αφη­γη­μα­το­ποι­ή­σου­με» τα ποι­ή­μα­τα, πα­ρα­θέ­το­ντάς τα πα­ρα­τα­κτι­κά και να ει­κο­νο­ποι­ή­σου­με ρε­α­λι­στι­κά την πε­ριο­χή της βιο­γρα­φί­ας –κά­τι εντε­λώς προ­βλη­μα­τι­κό στην πε­ρί­πτω­ση μιας υπερ­ρε­α­λί­στριας ποι­ή­τριας σαν τη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, που αντι­στέ­κε­ται σε κά­θε ορ­θο­λο­γι­σμό και κά­θε ανα­πα­ρά­στα­ση, όσο κι αν η ζωή της μοιά­ζει μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή:

Ο γά­μος της με τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, που της ανοί­γει το πα­ρά­θυ­ρο της δη­μιουρ­γι­κής έκ­φρα­σης και της απε­νο­χο­ποί­η­σης της ερω­τι­κής επι­θυ­μί­ας, αμέ­σως πριν τον Πό­λε­μο, η σχέ­ση, κα­τό­πιν, με τον ποι­η­τή Αν­δρέα Κα­μπά κι η πρώ­τη ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή που προ­κα­λεί τα ήθη με την ελευ­θε­ριό­τη­τά της, με­σού­σης της Κα­το­χής (Μά­ης, Ιού­νης και Νο­έμ­βρης 1942), το τα­ξί­δι στη Γαλ­λία με το θρυ­λι­κό «Μα­τα­ρόα», ο νό­στος και ταυ­τό­χρο­να, η από­γνω­ση για μια Ελ­λά­δα βυ­θι­σμέ­νη στην εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κή σύ­γκρου­ση, η μο­να­ξιά, η ανα­κά­λυ­ψη ενός Πα­ρι­σιού της αθω­ό­τη­τας, δο­νού­με­νου από τους ήχους της τζαζ, των πο­λύ­βουων κα­φέ, των φλο­γε­ρών συ­ζη­τή­σε­ων για την τέ­χνη και την πο­λι­τι­κή με πρω­τα­γω­νι­στές, ηγε­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες της δια­νό­η­σης του 20ού αιώ­να, η γνω­ρι­μία με τον μο­ντερ­νι­στή ζω­γρά­φο Χα­βιέ Βι­λα­τό κι αρ­γό­τε­ρα, με τον Κορ­νή­λιο Κα­στο­ριά­δη – όλα αυ­τά, σε συν­δυα­σμό με την αντι­συμ­βα­τι­κή ιδιο­συ­γκρα­σία μιας γυ­ναί­κας που εξέ­θε­σε τον εαυ­τό της σε μια δια­δι­κα­σία διαρ­κών απο­χω­ρι­σμών, προ­κει­μέ­νου να πα­ρα­μεί­νει αλη­θι­νή, προ­σφέ­ρουν άφθο­νο υλι­κό δρα­μα­το­ποί­η­σης.

Ωστό­σο, το εν­δια­φέ­ρον στη θε­α­τρι­κή προ­σέγ­γι­ση ενός ποι­η­τή ή μιας ποι­ή­τριας εί­ναι να κά­νει την ποι­η­τι­κή φω­νή να ακου­στεί μέ­σα από το έρ­γο του, όχι μέ­σα από τα πε­ρι­στα­τι­κά της ζω­ής του. Όλη η πα­ρά­στα­ση βα­σί­στη­κε σε ποι­ή­μα­τά της κι επι­στο­λές. Κα­μία επι­πρό­σθε­τη λέ­ξη. Πε­ρισ­σό­τε­ρο κι από την ποι­η­τι­κή φι­γού­ρα της Μά­τσης, μ’ εν­διέ­φε­ρε να βρω μια δρα­μα­τι­κή φόρ­μα που να αντι­στοι­χεί στην ποι­η­τι­κή γλώσ­σα της Μά­τσης· μια σκη­νι­κή έκ­φρα­ση που, με το σμί­λε­μα της υπο­κρι­τι­κής ερ­μη­νεί­ας, τις μου­σι­κές επο­χής, τη χρή­ση των αντι­κει­μέ­νων και τα διά­σπαρ­τα χάρ­τι­να κα­ρα­βά­κια, να απο­δί­δει την ανα­ζή­τη­ση μιας βα­θύ­τε­ρης ρο­ής μέ­σω της γρα­φής, ενός συ­ντο­νι­σμού με τον κό­σμο μέ­σω των ονεί­ρων, τη ση­μα­σία του Άλ­λου και της απε­γνω­σμέ­νης ανά­γκης να απευ­θύ­νεις αυ­τό που εί­σαι, πέ­ρα και πά­νω από κά­θε κοι­νω­νι­κή συν­θή­κη· μιας φόρ­μας που να φω­τί­ζει τις αντι­φά­σεις και τα σκο­τά­δια της ύπαρ­ξης, ριγ­μέ­νης σ’ ένα τα­ραγ­μέ­νο, εμπό­λε­μο κό­σμο, σε αντί­στι­ξη μ’ έναν εαυ­τό ανοι­χτό, δο­τι­κό, ερω­τι­κό, σε επα­φή με τη φύ­ση κι ό,τι ευ­ερ­γε­τι­κά τη συν­θέ­τει: τις μυ­ρω­διές της γης μα πά­νω απ’ όλα της θά­λασ­σας, τον άνε­μο, τα βό­τσα­λα, την άμ­μο, τα πλά­σμα­τα του βυ­θού, τους αχι­νούς, τα κα­βού­ρια και κά­θε ίχνος ζω­ής απαλ­λαγ­μέ­νης από την τυ­ραν­νία του λο­γο­κε­ντρι­σμού.

Πα­ρά την ευ­φο­ρι­κό­τη­τά της, η γρα­φή της Μά­τσης εί­ναι βα­θιά με­λαγ­χο­λι­κή. Σ’ αυ­τή την αμ­φι­ση­μία έγκει­ται το ποι­η­τι­κό της ιδί­ω­μα: υμνώ­ντας τη χα­ρά της ζω­ής εν­σω­μα­τώ­νει το πέν­θος για μια επι­κεί­με­νη απο­χώ­ρη­ση· δια­πο­τι­σμέ­νη από το ελ­λη­νι­κό κα­λο­καί­ρι, έχει απορ­ρο­φή­σει τη στέ­ρη­σή του. Κι αυ­τό ακρι­βώς το κά­νει τό­σο πο­λύ­τι­μο, τό­σο πα­ρόν υλι­κά και λε­κτι­κά στην εγ­γρα­φή της μο­να­χι­κής φω­νής και της από­στα­σης απ’ όλα που εί­ναι η γρα­φή: η γρα­φή ως επί­κλη­ση ενός πα­ντα­χού πα­ρό­ντος εσύ ‒ όχι απλώς εσύ, αλ­λά εσύ εκεί ‒ η Ελ­λά­δα ως ου­το­πία. Ποι­η­τι­κή ου­το­πία, ερω­τι­κή ου­το­πία, κοι­νω­νι­κή ου­το­πία.

Έλα, η μέ­ρα εί­ναι τό­σο ωραία – τα ποι­ή­μα­τα που
αγα­πώ θέ­λω να τα ζή­σω μα­ζί σου. Μπο­ρού­σα τό­σα πρά­μα­τα
να τα με­τα­τρέ­ψω σε χα­ρά και να σ’ τα δώ­σω.
Κά­θε στιγ­μή μπο­ρού­σα να σου την κά­νω μου­σι­κή
πρω­τό­γο­νη, γού­να μα­λα­κιά, ζε­στή, ηλε­κτρι­σμέ­νη, που
βου­λιά­ζει βα­θιά μέ­σα. Χο­ρός τέ­λεια ελεύ­θε­ρος, αντί από
μέ­λη να ’χεις φτε­ρά, και πά­λι φτε­ρά ονεί­ρου. Ή μυ­ρου­διές
—μή­πως θέ­λεις μυ­ρου­διές; Τό­τε θα ’ναι μυ­ρου­διές δρο­σε­ρές,
σαν μι­κροί κα­ταρ­ρά­κτες όλο πο­λυ­τρί­χι – ή σαν για­λός
το πρω­ι­νό όπου βγαί­νει και λιά­ζε­ται το φύ­κι, ο σταυ­ρός,
ο αχι­νός – και το κύ­μα στην αμ­μου­διά δεν εί­ναι σο­βα­ρό,
μα παί­ζει. Πέ­ρα βέ­βαια η θά­λασ­σα έχει μιαν απα­λή τρα­γι­κό­τη­τα.

Στη δρα­μα­τουρ­γία δεν επε­κτα­θή­κα­με σ’ όλες τις ποι­η­τι­κές πε­ριό­δους της Χα­τζη­λα­ζά­ρου, αλ­λά η φι­γού­ρα της ποι­ή­τριας πλά­στη­κε με τα υλι­κά αυ­τής της αμ­φι­ση­μί­ας. Τον βα­σι­κό ιστό απο­τέ­λε­σαν σχε­δόν απο­κλει­στι­κά τα ποι­ή­μα­τα από τη συλ­λο­γή το Δί­χως άλ­λο, γραμ­μέ­να στο Πα­ρί­σι λί­γο πριν τη δε­κα­ε­τία του ’50, κι αυ­τό για­τί έχουν τη φόρ­μα τους μια εγ­γε­νή δρα­μα­τι­κό­τη­τα: ο λό­γος απευ­θύ­νε­ται (εί­ναι έντο­νη η πα­ρου­σία ενός φα­ντα­στι­κού απο­δέ­κτη), πε­ριέ­χουν δρά­ση και μά­λι­στα στο πα­ρόν (όλα τα ρή­μα­τα, ακό­μα και στις σκη­νι­κές οδη­γί­ες, εί­ναι στον ενε­στώ­τα). Με τη Δέ­σποι­να Πα­πά­ζο­γλου, ιδα­νι­κή ερ­μη­νεύ­τρια και συ­νο­δοι­πό­ρο στο ξε­τύ­λιγ­μα του κό­σμου της Μά­τσης, δου­λέ­ψα­με πά­ρα πο­λύ πά­νω στην εκ­φο­ρά αυ­τών των ποι­η­μά­των, λέ­ξη προς λέ­ξη. Ανα­ζη­τή­σα­με μια ελευ­θε­ρία αντί­στοι­χη μ’ εκεί­νη που παίρ­νει η ποι­ή­τρια με τη χρή­ση της γλώσ­σας, μια ελευ­θε­ρία όμως δο­μη­μέ­νη και στο έπα­κρον επε­ξερ­γα­σμέ­νη. Η δρα­μα­τουρ­γία κο­ρυ­φω­νό­ταν στη χει­μαρ­ρώ­δη Αντί­στρο­φη αφιέ­ρω­ση, ποι­η­τι­κή δια­θή­κη της Μά­τσης και ταυ­τό­χρο­να, αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή αντι­στρο­φή της δη­μιουρ­γι­κής οφει­λής στον έρω­τα που τη ση­μά­δε­ψε με τον ποι­η­τή, ψυ­χα­να­λυ­τή και ει­ση­γη­τή του υπερ­ρε­α­λι­σμού στην Ελ­λά­δα, Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο.

 

Από την παράσταση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, Οκτώβριος 2012.
Από την παράσταση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, Οκτώβριος 2012.

 

Οι επι­στο­λές προς τον Εμπει­ρί­κο εντά­χθη­καν στη δρα­μα­τουρ­γία στη δεύ­τε­ρη ζωή της πα­ρά­στα­σης στην Αθή­να (Knot Gallery). Aνέκ­δο­τες ακό­μα όταν ετοι­μά­ζα­με την πα­ρά­στα­ση στην Κα­βά­λα, μας τις γνώ­ρι­σε ο επι­με­λη­τής της έκ­δο­σής τους Χρή­στος Δα­νι­ήλ[2] που εί­δε εκεί την πα­ρά­στα­ση και με έκ­πλη­ξη ανα­κά­λυ­ψα ότι συ­νέ­πι­πταν ακρι­βώς με τη στιγ­μή κα­τά την οποία δια­δρα­μα­τί­ζο­νταν τα ποι­ή­μα­τά της που εί­χα­με επι­λέ­ξει, με την άφι­ξη δη­λα­δή της Χα­τζη­λα­ζά­ρου στο Πα­ρί­σι με­τά το πε­ρι­πε­τειώ­δες και δύ­σκο­λο τα­ξί­δι με το «Μα­τα­ρόα» (με­τα­ξύ 1946 και 1947).

 

Από τις παραστάσεις στην Knot Gallery.
Από τις παραστάσεις στην Knot Gallery.

 

Με την έντα­ξη στη δρα­μα­τουρ­γία και των επι­στο­λών, το σκη­νι­κό έρ­γο απέ­κτη­σε μια πιο αφη­γη­μα­τι­κή διά­στα­ση, το ελ­λη­νι­κό φως έγι­νε αι­σθη­τό μέ­σα από το κο­ντράστ με τα φθι­νο­πω­ρι­νά, μου­ντά χρώ­μα­τα του Πα­ρι­σιού. Συν­δέ­θη­καν έτσι δύο ξε­χω­ρι­στά επί­πε­δα: αφε­νός, ο ποι­η­τι­κός λό­γος που κα­ταρ­γού­σε τον χω­ρο­χρό­νο, απο­τυ­πώ­νο­ντας τη «δια­χρο­νι­κή» Μά­τση, από κο­ρί­τσι έως ώρι­μη γυ­ναί­κα. Αφε­τέ­ρου, το βί­ω­μα του χω­ρι­σμού και του ξε­ρι­ζω­μού, που ανα­δει­κνύ­ουν ανά­γλυ­φα οι επι­στο­λές, γραμ­μέ­νες σ’ ένα δω­μά­τιο ξε­νο­δο­χεί­ου, στο με­ταίχ­μιο με­τα­ξύ δύο τό­πων, με­τα­ξύ δύο αντρών, δύο εντε­λώς ξε­χω­ρι­στών τρό­πων ύπαρ­ξης. Από μια χώ­ρα υπό το κα­θε­στώς εμ­φυ­λί­ου, σε μια άλ­λη, όπου πα­ρά τη φτώ­χεια, μπο­ρού­σαν να αν­θί­ζουν «ο πο­λι­τι­σμός, η πα­ρά­δο­ση και το πνεύ­μα». Και τό­τε, όπως και σή­με­ρα, ένας ολό­κλη­ρος κό­σμος έμοια­ζε να γκρε­μί­ζε­ται...

Σε επο­χές στέ­ρη­σης, αβε­βαιό­τη­τας και όξυν­σης των πο­λι­τι­κών και κοι­νω­νι­κών αντι­θέ­σε­ων, ποια η θέ­ση της τέ­χνης; Ποιος ο ρό­λος της ποί­η­σης; Φέρ­νο­ντας εντέ­λει στην επι­φά­νεια ένα τέ­τοιο ερώ­τη­μα, η πα­ρά­στα­ση δεν εί­χε κα­θό­λου την έν­νοια της πι­στής ανα­βί­ω­σης ενός προ­σώ­που. Σί­γου­ρα υπήρ­χε μια εσάνς αι­σθη­τι­κής του 50, επι­κρα­τού­σε όμως ο ονει­ρι­κός χω­ρο­χρό­νος που εί­ναι διαχρο­νι­κός και διαπρο­σω­πι­κός. Σ’ αυ­τή την κα­τεύ­θυν­ση δου­λέ­ψα­με και ως προς τη σύλ­λη­ψη του χώ­ρου με τη σκη­νο­γρά­φο μας, Φω­τει­νή Γε­ωρ­γί­ου, που δη­μιούρ­γη­σε το σκη­νι­κό και τα κο­στού­μια της πα­ρά­στα­σης. Πά­νω απ’ όλα, μας εν­διέ­φε­ρε να πού­με μια ιστο­ρία αιώ­νιας επι­στρο­φής κι επα­νεκ­κί­νη­σης. Μια ιστο­ρία όχι μό­νο για την Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, αλ­λά για τη σχέ­ση της ποί­η­σης με τη ζωή με τα αυ­θε­ντι­κά υλι­κά του θε­ά­τρου.

 

Σβήσε το πρόσωπό μου και ξαναρχίζουμε Ποίηση με τα υλικά του θεάτρου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: