Ο Νικόλαος Εγγονόπουλος
 ο Ανδρέας Εμπειρίκος 
και η ωραία κόρη
 ορθή ως
 στέκονταν εις το παράθυρο του Αναπλιού

Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου, από το βιβλίο: Μάτση Χατζηλαζάρου, «Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου». Εισαγωγή, επιμέλεια, υπομνηματισμός Χρήστος Δανιήλ, Άγρα 2013
Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου, από το βιβλίο: Μάτση Χατζηλαζάρου, «Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου». Εισαγωγή, επιμέλεια, υπομνηματισμός Χρήστος Δανιήλ, Άγρα 2013


Η σχέ­ση του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου, του δεύ­τε­ρου Έλ­λη­να ορ­θό­δο­ξου υπερ­ρε­α­λι­στή (Αρ­γυ­ρί­ου 1989: 167) με τον ει­ση­γη­τή του υπερ­ρε­α­λι­σμού στην Ελ­λά­δα, Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, εί­ναι στε­νή και πο­λυ­ποί­κι­λη. Δεν εί­ναι μό­νο η φι­λι­κή σχέ­ση, η σχέ­ση ζω­ής που συν­δέ­ει τους δύο άν­δρες: Για μέ­να ο Εμπει­ρί­κος υπήρ­ξε η κο­λυμ­βή­θρα του Σι­λω­άμ. Έλε­γε κά­τι ο Εμπει­ρί­κος και ήταν σαν να το ’λε­γα εγώ. Για να αντι­με­τω­πί­σου­με την κα­τα­κραυ­γή συ­μπή­ξα­με κοι­νό μέ­τω­πο. Δυ­στυ­χώς πα­ρα­μεί­να­με μό­νο 40 χρό­νια φί­λοι (Εγ­γο­νό­που­λος 1999 [1976]: 82). Έλε­γα σε κά­θε ευ­και­ρία ότι εί­μα­στε φί­λοι με τον Εμπει­ρί­κο, τι έχου­με να μοι­ρά­σου­με; Κι εκεί­νος έφερ­νε την αντίρ­ρη­σή του: «Πώς; Μα έχου­με να μοι­ρά­σου­με τη φι­λία μας…» (Εγ­γο­νό­που­λος, 1999 [1976]: 99). Μέ­σα στα γρα­πτά τους, ποι­η­τι­κά, δο­κι­μια­κά ή συ­νε­ντεύ­ξεις, κα­τα­γρά­φε­ται ο έκ­δη­λος θαυ­μα­σμός και η αγά­πη που έτρε­φε ο ένας για τον άλ­λον. Έτσι, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Εμπει­ρί­κος στο ποί­η­μά του «Του Αι­γά­γρου», Οκτά­να 1980, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει τον Εγ­γο­νό­που­λο στους εκλε­κτούς εκεί­νους ποι­η­τές, τους λί­γους, που πή­ραν τα βου­νά, να μην τους φάη ο κά­μπος, [και] δο­ξο­λο­γούν τον οί­στρο σου [Αί­γα­γρε] και το πυ­κνό σου σπέρ­μα, γιε του Πα­νός και μιας ζαρ­κά­δας Αφρο­δί­της, ενώ και ο Εγ­γο­νό­που­λος ανα­φέ­ρε­ται σε ποι­ή­μα­τα και γρα­πτά του στον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο.
Βέ­βαια, ας μην φα­ντα­στού­με τη σα­ρα­ντά­χρο­νη πο­ρεία αυ­τής της σχέ­σης ως ευ­θύ­γραμ­μη ή με τον ωραιο­ποι­η­μέ­νο τρό­πο που την εμ­φα­νί­ζει ο Εγ­γο­νό­που­λος στις συ­νε­ντεύ­ξεις του τού 1976, έναν μό­λις χρό­νο δη­λα­δή με­τά το θά­να­το του Εμπει­ρί­κου. Η σχέ­ση αυ­τή, όπως εί­ναι φυ­σι­κό και αν­θρώ­πι­νο, εί­χε τις εντά­σεις της, τις συ­γκρού­σεις της, τα ση­μεία έξαρ­σης και κα­μπής (βλέ­πε εν­δει­κτι­κά Αν­δρι­κο­πού­λου 2003: 74-76 και Κα­λα­μα­ράς 1998). Όλες οι μαρ­τυ­ρί­ες όμως συμ­φω­νούν ότι η πρώ­τη δε­κα­ε­τία της γνω­ρι­μί­ας των δύο αν­δρών υπήρ­ξε και η πλέ­ον θερ­μή και έντο­νη στη σχέ­ση που δη­μιούρ­γη­σαν με­τα­ξύ τους, κα­θώς εί­χαν να αντι­με­τω­πί­σουν τις αντι­δρά­σεις που προ­κα­λού­σε το πρω­το­πο­ρια­κό και και­νο­φα­νές τους καλ­λι­τε­χνι­κό έρ­γο.
Το 1999 ο Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης επι­με­λή­θη­κε στις εκ­δό­σεις Άγρα την έκ­δο­ση των δύο κει­μέ­νων που ο Εμπει­ρί­κος εί­χε συγ­γρά­ψει για τον φί­λο του, ποι­η­τή και ζω­γρά­φο, Νί­κο Εγ­γο­νό­που­λο υπό τον τί­τλο Νι­κό­λα­ος Εγ­γο­νό­που­λος ή Το Θαύ­μα του Ελ­μπα­σάν και του Βο­σπό­ρου και Διά­λε­ξη για τον Νί­κο Εγ­γο­νό­που­λο. Οι δύο κα­τα­λη­κτι­κές πα­ρά­γρα­φοι του πρώ­του κει­μέ­νου, δη­μο­σιευ­μέ­νο στο πε­ριο­δι­κό Τε­τρά­διο τη δύ­σκο­λη, από πολ­λές από­ψεις, χρο­νιά του 1945 εί­ναι εν­δει­κτι­κές του θαυ­μα­σμού που έτρε­φε ο Εμπει­ρί­κος προς τον Εγ­γο­νό­που­λο, αλ­λά και της υπε­ρα­σπι­στι­κής του θέρ­μης ενά­ντια στις επι­θέ­σεις που εκεί­νος δέ­χο­νταν:

Νι­κό­λαε Εγ­γο­νό­που­λε, σε αυ­τόν τον κό­σμον δύο εί­ναι τα με­γα­λεί­τε­ρα και πιο πο­λύ­τι­μα στοι­χεία. Ο Έρω­τας και το Σπα­θί. Όλα τα άλ­λα έρ­χο­νται κα­τό­πιν και τε­λευ­ταίο απ’ όλα η κρι­τι­κή. Η πραγ­μα­τι­κά με­γά­λη ποί­η­σις εί­ναι κα­μω­μέ­νη βα­σι­κά από αυ­τά τα πρω­ταρ­χι­κά και κο­ρυ­φαία στοι­χεία. Εσύ εί­σαι πραγ­μα­τι­κά με­γά­λος ποι­η­τής – άσε λοι­πόν να λεν οι άλ­λοι ό,τι θέ­λουν.
Νι­κό­λαε Εγ­γο­νό­που­λε, βρά­χε τρα­χύ­τα­τε του Ελ­μπα­σάν, και πρά­σι­νη απα­λή δα­ντέ­λα του Βο­σπό­ρου, σε χαι­ρε­τώ αλ­βα­νι­στί, με το δε­ξί μου χέ­ρι εμπρός εις την καρ­διά, και τη θερ­μή πα­λά­μη μου απλω­μέ­νη πα­ράλ­λη­λα στο οιον­δή­πο­τε χώ­μα που πα­τώ._

Ο επι­με­λη­τής, στο εν­δια­φέ­ρον «Επί­με­τρο» που συ­νο­δεύ­ει την έκ­δο­ση, εξε­τά­ζει με συ­στη­μα­τι­κό τρό­πο τη σχέ­ση αυ­τή και από την αντί­στρο­φη πο­ρεία. Εντο­πί­ζει δη­λα­δή, πα­ρα­θέ­τει και σχο­λιά­ζει την πα­ρου­σία του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου στα γρα­πτά του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου. Έτσι, πα­ρου­σιά­ζο­νται, για πρώ­τη φο­ρά συ­γκε­ντρω­μέ­να, απο­σπά­σμα­τα από συ­νε­ντεύ­ξεις του Εγ­γο­νό­που­λου στα οποία κά­νει λό­γο για τη σχέ­ση του με τον Εμπει­ρί­κο (οι ανα­φο­ρές αυ­τές πυ­κνώ­νουν και γί­νο­νται εντο­νό­τε­ρες και θερ­μό­τε­ρες με­τά το θά­να­το του Εμπει­ρί­κου), σχό­λια του ποι­η­τή που συ­νο­δεύ­ουν τις εκ­δό­σεις των ποι­η­τι­κών του συλ­λο­γών και ανα­φέ­ρο­νται στον κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο που έπαι­ξε ο Εμπει­ρί­κος στην συ­γκρό­τη­ση της ποι­η­τι­κής του, ποι­ή­μα­τα στα οποία γί­νε­ται ρη­τή ανα­φο­ρά στον Εμπει­ρί­κο ή εί­ναι αφιε­ρω­μέ­να σε αυ­τόν. Στην πρώ­τη κα­τη­γο­ρία αυ­τών των ποι­η­μά­των ανή­κει το ποί­η­μα «Ο Βε­λι­σά­ριος», Στην κοι­λά­δα με τους ρο­δώ­νες, 1978, ένα αυ­το­α­να­φο­ρι­κό ποί­η­μα, μια ανα­δρο­μή στην κοι­νή ποι­η­τι­κή τους αφε­τη­ρία:

[…] έτσι
στους τε­λευ­ταί­ους ακρι­βώς χρό­νους της φθί­νου­σας πε­ριό­δου «του ’30»
ανα­με­σίς
στους φι­λό­δο­ξους με τ’ ακα­θό­ρι­στα σχέ­δια
τους άγρια λυσ­σαγ­μέ­νους —πα­ρ’ όλο το ισχνό­τα­το των εφο­δί­ων τους—
για μιαν όσο μπο­ρού­σαν πλα­τύ­τε­ρη επι­κρά­τη­ση
τους άγου­ρους —σα­λιά­ρη­δες— δια­κο­νια­ρέ­ους και κλέ­φτες της δό­ξας
ξε­κί­νη­σε νε­ό­τα­τος ο Βε­λι­σά­ριος
πα­ρέα με τον Αν­δρέα τον Εμπει­ρί­κο
να δη­μιουρ­γή­σει
και να ζή­σει

Στην δεύ­τε­ρη κα­τη­γο­ρία, τα αφιε­ρω­μέ­να στον Εμπει­ρί­κο ποι­ή­μα­τα, εντάσ­σε­ται το ποί­η­μα «Γοτ­θι­κή πι­κρία», Η Επι­στρο­φή των Που­λιών, 1946. Όπως εύ­στο­χα επι­ση­μαί­νει ο Για­τρο­μα­νω­λά­κης (1999: 24), το ποί­η­μα αυ­τό εκ­δί­δε­ται ένα μό­λις χρό­νο με­τά τη δη­μο­σί­ευ­ση στο πε­ριο­δι­κό Τε­τρά­διο του υμνη­τι­κού άρ­θρου του Εμπει­ρί­κου για τον Εγ­γο­νό­που­λο. Η αφιέ­ρω­ση του ποι­ή­μα­τος στον Εμπει­ρί­κο φαί­νε­ται πως επέ­χει και λει­τουρ­γι­κή θέ­ση σε αυ­τό. Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο του ποι­ή­μα­τος εκ­φρά­ζε­ται χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το πρώ­το πλη­θυ­ντι­κό πρό­σω­πο για λό­γους ου­σια­στι­κούς και όχι ευ­γε­νεί­ας. Εκ­φρά­ζε­ται ως μέ­λος μιας ομά­δας που ακο­λου­θεί κοι­νή [ποι­η­τι­κή] πο­ρεία και στά­ση ζω­ής: 

[…]Έστω και αν η θυ­σία που απαι­τεί­ται και πά­λιν από ημάς εί­ναι τό­σον οδυ­νη­ρή όσον τα δά­κρυα που κυ­λούν από τα θλιμ­μέ­να μά­τια της, οι τρα­γι­κές πλε­ξί­δες των μαλ­λιών της. Έστω και αν η εις Εκ­βά­τα­να αλ­γει­νή με­τά­βα­σίς μας μάς επι­φυ­λάσ­σει τό­σας φρι­κτάς συ­νε­πεί­ας και για τώ­ρα και για το μέλ­λον. Και νά, κιό­λας, που ο σε­μνός συ­κο­φά­ντης, ο σε­πτός συ­κο­φά­γος, αν­θί­σα­νε πά­νω σε πο­λε­μι­κά μα­νουά­λια. Η Καρ­χη­δών εσί­γη­σε δια πα­ντός. Το άσμα της συ­νε­χί­ζουν τώ­ρα τα νε­ρά σε ρυθ­μόν αι­θά­λης. Αυ­τή η ση­μαία εί­ναι δι­κή σας; Αυ­τά τα αί­μα­τα εί­ναι δι­κά μας;[…]

Σύμ­φω­να με την ανά­γνω­ση που προ­τεί­νου­με η κοι­νή πο­ρεία ανα­φέ­ρε­ται τό­σο στον γρά­φο­ντα του ποι­ή­μα­τος όσο και στον απο­δέ­κτη της αφιέ­ρω­σης, τον Εγ­γο­νό­που­λο και τον Εμπει­ρί­κο αντί­στοι­χα.
Ο Για­τρο­μα­νω­λά­κης ση­μειώ­νει πως το ποί­η­μα που ακο­λου­θεί την «Γοτ­θι­κή πι­κρία» στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Η Επι­στρο­φή των Που­λιών του Εγ­γο­νό­που­λου το 1946 επι­γρά­φε­ται «Η επι­στρο­φή της Ευ­ρυ­δί­κης» και ανα­φέ­ρει πως τον αμέ­σως επό­με­νο χρό­νο ο Εμπει­ρί­κος πα­ντρεύ­ε­ται τη Βι­βί­κα (Ευ­ρυ­δί­κη) Ζή­ση. Ο Για­τρο­μα­νω­λά­κης με τη ση­μεί­ω­σή του, έμ­με­σα, χω­ρίς να το δη­λώ­νει, υπο­δει­κνύ­ει στους ανα­γνώ­στες του έναν άλ­λο τρό­πο ανά­γνω­σης του ποι­ή­μα­τος του Εγ­γο­νό­που­λου «Η επι­στρο­φή της Ευ­ρυ­δί­κης» υπό το πρί­σμα της ανί­χνευ­σης σε αυ­τό στοι­χεί­ων από τη ζωή του Εμπει­ρί­κου· τρό­πο που δεν ανα­πτύσ­σει στη συ­νέ­χεια, κα­θώς αυ­τός θα απαι­τού­σε διε­ξο­δι­κή ανά­λυ­ση του ίδιου του ποι­ή­μα­τος, πλην όμως η στό­χευ­ση του «Επι­μέ­τρου» του ήταν άλ­λη.
Εκεί­νο όμως που απου­σιά­ζει από το εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νο «Επί­με­τρο» του Για­τρο­μα­νω­λά­κη, άγνω­στο για ποιους λό­γους, εί­ναι η οποια­δή­πο­τε ανα­φο­ρά σε ένα ακό­μη ποί­η­μα του Εγ­γο­νό­που­λου, της ίδιας μά­λι­στα συλ­λο­γής, Η Επι­στρο­φή των Που­λιών, και άρα της ίδιας πε­ριό­δου, το οποίο επί­σης εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νο στον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο. Πρό­κει­ται για το ποί­η­μα «Το Χέ­ρι».
Αξί­ζει επί­σης να ανα­φερ­θεί πως το ποί­η­μα αυ­τό, πα­ρά τη σχε­τι­κή πύ­κνω­ση των με­λε­τών της ποί­η­σης του Εγ­γο­νό­που­λου τα τε­λευ­ταία χρό­νια, πα­ρα­μέ­νει ασχο­λί­α­στο από το σύ­νο­λο σχε­δόν των με­λε­τη­τών. Σε μια ανα­φο­ρά της η Σο­φία Βούλ­γα­ρη (2008) συ­σχε­τί­ζει τον τί­τλο του, «Το Χέ­ρι», και το ερω­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο του ποι­ή­μα­τος με τον στί­χο του Εμπει­ρί­κου Πά­ρε την λέ­ξι μου. Δώ­σε μου το χέ­ρι σου κα­θώς και με το κεί­με­νό του «Φως πα­ρα­θύ­ρου», και θε­ω­ρεί πως με το ποί­η­μα αυ­τό επι­κυ­ρώ­νε­ται η σύ­μπλευ­ση έρω­τα και χα­ράς μέ­σα από την ευ­φρό­συ­νη ει­κό­να μιας ωραί­ας κό­ρης που πλέ­κει ένα ωραίο, φι­λό­ξε­νο δί­χτυ, ορ­θή σε ένα πα­ρά­θυ­ρο. Η Βούλ­γα­ρη κα­τα­λή­γει με έναν θελ­κτι­κό στην ανά­γνω­σή του, αλ­λά αστα­θή στην ανά­πτυ­ξή του, λε­κτι­κό και νοη­μα­τι­κό ακρο­βα­τι­σμό· υπο­στη­ρί­ζει πως με το ποί­η­μα αυ­τό ο Εγ­γο­νό­που­λος «προ­σφέ­ρει τη λέ­ξη του, ζη­τώ­ντας το χέ­ρι της κό­ρης, του φί­λου υπερ­ρε­α­λι­στή, το χέ­ρι του ανα­γνώ­στη, του δύ­σπι­στου κοι­νού, στο δρό­μο προς τ’ άστρα». 

Πριν από οποιο­δή­πο­τε άλ­λο σχο­λια­σμό, όμως, κα­λό θα ήταν να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με το ίδιο το ποί­η­μα:

Το χέρι

εις Ανδρέαν Εμπειρίκον

ωραίο δίχτυ
που έπλεξεν η
κόρη
η κόρη-τέκτων
ορθή ως
στέκoνταν εις το παράθυρο του Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
φιλόξενο
ωσάν καλός θεός
ισχυρό
σαν τ’ άσπρα πλήκτρα
της χαράς
ωραίο δίχτυ
που έβαψε
με το χρώμα των ματιών της
και μύρωσε
με τ’ άρωμα των πλούσιων μαλλιών της
η κόρη που εστέκονταν
ορθή
εις το παράθυρο του Αναπλιού

ωραίο δίχτυ
ωραία κόρη
ωραίο παράθυρο που φώτιζες
μέσα στη νύχτα
τ’ Αναπλιού
ωραίο παράθυρο που φώναζες
ωραία κόρη που φώτιζες
ωραίο δίχτυ
μέσα στο χρώμα
τ’ Αναπλιού

ωραίο δίχτυ
γύρω τρογύρω
εις τον λαιμό μου
είτανε
κόρη
τα ωραία μαλλιά
σου
καθώς τα έπλεκες
εις το παράθυρο
μέσα στο φως

ωραία νύχτα
μέσα στο
βλέμμα σου
ήτανε κόρη
καθώς τη ζήσαμε
τρελοί από έρωτα
γυμνοί θεόγυμνοι
τρελοί από έρωτα
—μια νύχτα έρωτος—
μέσα στο
δίχτυ
του Αναπλιού

 

Το ποί­η­μα διαρ­θρώ­νε­ται σε τέσ­σε­ρις ενό­τη­τες/στρο­φές που η κά­θε μία επα­να­λαμ­βά­νει και ενι­σχύ­ει την ιδέα της προη­γού­με­νης, ενώ σε κά­θε μια στρο­φή προ­σφέ­ρε­ται ένα ακό­μη στοι­χείο που βοη­θά στην ανά­πτυ­ξη της τε­λι­κής βα­σι­κής ιδέ­ας/ει­κό­νας του ποι­ή­μα­τος: το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο ζει μια νύ­χτα έρω­τος με την ωραία κό­ρη στο Ναύ­πλιο. Μά­λι­στα στις δύο πρώ­τες στρο­φές πα­ρου­σιά­ζε­ται μό­νο η ει­κό­να της ωραί­ας κό­ρης που έπλε­ξε το δί­χτυ και που στε­κό­ταν στο πα­ρά­θυ­ρο του Ανα­πλιού, ενώ το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο εμ­φα­νί­ζε­ται από την τρί­τη στρο­φή και με­τά και δη­λώ­νει σε πρώ­το ενι­κό την εμπλο­κή του σε ό,τι πε­ρι­γρά­φε­ται στο ποί­η­μα. Η ωραιό­τη­τα της κό­ρης, η ει­κό­να της, όρ­θιας, στο πα­ρά­θυ­ρο του Ανα­πλιού και η βί­ω­ση του έρω­τα με­τα­ξύ του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου και της ωραί­ας κό­ρης, πλέ­κουν ένα δί­χτυ στο ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο που βιώ­νει τον έρω­τα με τρό­πο από­λυ­το, με τρό­πο υπερ­ρε­α­λι­στι­κό, δη­λα­δή τρε­λό: κα­θώς τη ζή­σα­με/ τρε­λοί από έρω­τα/ γυ­μνοί θε­ό­γυ­μνοι/ τρε­λοί από έρω­τα/ —μια νύ­χτα έρω­τος. Οι επα­να­λή­ψεις των λέ­ξε­ων που κα­τα­γρά­φο­νται στο κα­τα­λη­κτι­κό ση­μείο του ποι­ή­μα­τος επι­τεί­νουν και ενι­σχύ­ουν την κυ­ρί­αρ­χη βα­σι­κή του ει­κό­να.
Οι επα­να­λή­ψεις όμως των λέ­ξε­ων απο­τε­λούν και βα­σι­κό δο­μι­κό στοι­χείο ολό­κλη­ρης της κα­τα­σκευ­ής του. Ήδη από την πρώ­τη ει­σα­γω­γι­κή ενό­τη­τα/στρο­φή έχου­με την επα­νά­λη­ψη των τριών βα­σι­κών λέ­ξε­ων/ει­κό­νων που κυ­ριαρ­χούν στο ποί­η­μα: το (ωραίο) δί­χτυ, η (ωραία) κό­ρη, το πα­ρά­θυ­ρο (του Ανα­πλιού). Από τρεις φο­ρές επα­να­λαμ­βά­νε­ται το δί­χτυ και η κό­ρη στην πρώ­τη στρο­φή, δύο το πα­ρά­θυ­ρο. Συ­νο­λι­κά 7 φο­ρές απα­ντά­ται στο σχε­τι­κά σύ­ντο­μο αυ­τό ποί­η­μα η λέ­ξη δί­χτυ, άλ­λες τό­σες η λέ­ξη κό­ρη, πέ­ντε φο­ρές η λέ­ξη πα­ρά­θυ­ρο και πέ­ντε ο τό­πος που συ­ντε­λέ­στη­κε ο τρε­λός έρω­τας, το Ανά­πλι. Το ποί­η­μα, με τον τρό­πο που εί­ναι δο­μη­μέ­νο, με τις ει­κό­νες του να επα­να­λαμ­βά­νο­νται και να επι­βάλ­λο­νται στον ανα­γνώ­στη, με την έλ­λο­γη νοη­μα­τι­κή ακο­λου­θία που εμ­φα­νί­ζει στην ανά­πτυ­ξή του, εί­ναι από το σχε­τι­κώς εύ­κο­λα στην προ­σέγ­γι­σή τους ποι­ή­μα­τα του Εγ­γο­νό­που­λου.
Η ερω­τι­κή του θε­μα­τι­κή, πα­ρό­τι δεν εί­ναι δε­σπό­ζου­σα στην ποι­η­τι­κή πα­ρα­γω­γή του Εγ­γο­νό­που­λου με τη συ­χνό­τη­τα που αυ­τή απα­ντά­ται στην ποί­η­ση του Εμπει­ρί­κου, συ­να­ντά­ται και σε άλ­λα ποι­ή­μα­τα του Εγ­γο­νό­που­λου· εν­δει­κτι­κά ανα­φέ­ρω τα ποι­ή­μα­τα «Ποί­η­μα που του λεί­πει η χα­ρά αφιε­ρω­μέ­νο σε γυ­ναί­κα υπέ­ρο­χη δω­ρή­τρια πό­θου και γα­λή­νης», «Κή­ποι με­σ’ στο λιο­πύ­ρι», «Ελε­ο­νώ­ρα ΙΙ» από την ίδια με «Το Χέ­ρι» συλ­λο­γή. Επο­μέ­νως, σε μια πρώ­τη θέ­α­ση, εί­ναι πι­θα­νόν η αφιέ­ρω­σή του ποι­ή­μα­τος εκ μέ­ρους του γρά­φο­ντος προς τον φί­λο και ομό­τε­χνό του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο να οφεί­λε­ται στην ερω­τι­κή του θε­μα­το­λο­γία, ο Εγ­γο­νό­που­λος δη­λα­δή να επι­λέ­γει να αφιε­ρώ­σει στον Εμπει­ρί­κο, ο οποί­ος στην ποί­η­σή του δο­ξά­ζει τον έρω­τα και τις λει­τουρ­γί­ες του, ένα από τα ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής του Η επι­στρο­φή των που­λιών που δη­μο­σιεύ­ει το 1946. Ερώ­τη­μα όμως πα­ρα­μέ­νει για­τί επι­λέ­γει το συ­γκε­κρι­μέ­νο και όχι ένα από τα άλ­λα ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής που ανα­φέρ­θη­καν;
Η επι­στρο­φή των που­λιών εί­ναι η τέ­ταρ­τη συλ­λο­γή του Εγ­γο­νό­που­λου. Εί­χαν προη­γη­θεί οι δύο πρώ­τες του προ­πο­λε­μι­κές συλ­λο­γές Μην ομι­λεί­τε εις τον οδη­γό, 1938 και Τα κλει­δο­κύμ­βα­λα της σιω­πής, 1939, κα­θώς και ο Μπο­λι­βάρ το 1944. Τα ποι­ή­μα­τα επο­μέ­νως που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στη συλ­λο­γή αυ­τή το πι­θα­νό­τε­ρο εί­ναι να έχουν συ­ντε­θεί από τον χει­μώ­να του 1943, οπό­τε και ολο­κλη­ρώ­θη­κε η σύν­θε­ση του Μπο­λι­βάρ έως και τον Μάιο του 1946, οπό­τε και εκ­δό­θη­κε η συλ­λο­γή. Ει­δι­κά για το ποί­η­μα «Το χέ­ρι» μπο­ρού­με να ει­κά­σου­με ότι αυ­τό συ­ντέ­θη­κε με­τά τον Μάρ­τιο του 1944, για­τί τό­τε ο Εγ­γο­νό­που­λος δη­μο­σιεύ­ει στο πε­ριο­δι­κό Τα Νέα Γράμ­μα­τα επτά ποι­ή­μα­τα, τα οποία αρ­γό­τε­ρα θα εντα­χθούν στη συλ­λο­γή του 1946, μέ­σα στα οποία δεν ήταν το ποί­η­μα που εξε­τά­ζου­με. Γνω­ρί­ζου­με επί­σης ότι στα μέ­σα του 1944 ο Εγ­γο­νό­που­λος, ει­δο­ποι­η­μέ­νος από τον συγ­γε­νή του Άγ­γε­λο Έβερτ, διοι­κη­τή της Αστυ­νο­μί­ας Πό­λε­ων κα­τά τη διάρ­κεια της Κα­το­χής, ότι οι Γερ­μα­νοί «εν­δια­φέ­ρο­νταν» για τον Μπο­λι­βάρ και τα όσα ανέ­φε­ρε στο ποί­η­μά του, ανα­ζή­τη­σε κα­τα­φύ­γιο προ­κει­μέ­νου οι Γερ­μα­νοί να χά­σουν τα ίχνη του:

Έπρε­πε να κρυ­φτώ, και φυ­σι­κά βρή­κα κα­τα­φύ­γιο στο σπί­τι του γεν­ναιό­ψυ­χου φί­λου μου Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου, στην οδό Γ. Αι­νιά­νος. (Όλος ο κό­σμος ξέ­ρει τώ­ρα πως ο Εμπει­ρί­κος, άφο­βα, έδω­σε σε πολ­λούς κα­τα­τρεγ­μέ­νους άσυ­λο τα φο­βε­ρά χρό­νια της Κα­το­χής.) […] Κι ύστε­ρα μέ­να­με κου­βε­ντιά­ζο­ντας μέ­χρις αρ­γά τη νύ­χτα, και πολ­λά­κις ίσα­με το πρωί. Θα χρεια­ζό­μου­να τό­μο ολό­κλη­ρο για να πω το τι και δεν ωφε­λή­θη­κα απ’ αυ­τή την επα­φή εκεί­νης της επο­χής. Όπως άλ­λω­στε και από τη στε­νή σχέ­ση μου, όλη μου τη ζωή, με τον ποι­η­τή. Οι γνώ­σεις του οι απέ­ρα­ντες για το κά­θε τι, το πά­θος του για την ποί­η­ση, την τέ­χνη και το ωραίο, η κρί­ση του η τό­σο άψο­γη όσο και βα­θειά, η ευ­θύ­τη­τα του χα­ρα­κτή­ρα του, η φυ­σι­κιά του κα­λω­σύ­νη, η κομ­ψό­τη­τα του όλου εί­ναι του, απαλ­λαγ­μέ­νος από κά­θε πρό­λη­ψη και προ­κα­τά­λη­ψη ως εί­ταν, τον κα­θι­στού­σαν έναν συ­νο­μι­λη­τή πο­λυ­τι­μό­τα­το, γοη­τευ­τι­κό­τα­το και ανε­ξά­ντλη­το. Τι δεν του χρω­στά ο νους μου και η καρ­διά μου! (Εγ­γο­νό­που­λος 1978: 223-224)

Το σπί­τι στο οποίο ανα­φέ­ρε­ται ο Εγ­γο­νό­που­λος στην οδό Αι­νιά­νος εί­ναι το σπί­τι όπου διέ­με­νε ο Εμπει­ρί­κος με την πρώ­τη σου σύ­ζυ­γο, Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, και η οποία εί­χε εγκα­τα­λεί­ψει τον Εμπει­ρί­κο μό­λις λί­γους μή­νες πιο πριν, για να συμ­βιώ­σει με τον νε­ό­τε­ρό της ποι­η­τή Αν­δρέα Κα­μπά. Ο Εμπει­ρί­κος, πα­ρά την έντο­νη σχέ­ση έρω­τα και αγά­πης που βί­ω­σε με τη σύ­ζυ­γό του, γνω­ρί­ζου­με ότι απο­δέ­χθη­κε την επι­λο­γή της αυ­τή, βο­ή­θη­σε το νέο ζευ­γά­ρι στα δύ­σκο­λα χρό­νια της Κα­το­χής να επι­βιώ­σει οι­κο­νο­μι­κά και βιο­λο­γι­κά και συ­νέ­χι­σε να δια­τη­ρεί σχέ­σεις με την Μά­τση και με­τά το γά­μου του με τη δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γό του Βι­βί­κα Ζή­ση (για την πο­λυ­ε­πί­πε­δη προ­σω­πι­κή και πνευ­μα­τι­κή σχέ­ση Εμπει­ρί­κου/Χα­τζη­λα­ζά­ρου βλέ­πε Δα­νι­ήλ 2013).
Η προ­σω­πι­κή ιστο­ρία του Εμπει­ρί­κου με τη Χα­τζη­λα­ζά­ρου, μια ιστο­ρία έντο­νου έρω­τα και πά­θους, μια ιστο­ρία τρε­λού έρω­τα και πε­ρι­δί­νη­σης, ξε­κι­νά από τη γνω­ρι­μία τους στα προ­πο­λε­μι­κά χρό­νια όταν η Μά­τση κα­τέ­φυ­γε ως ψυ­χα­να­λυό­με­νη στο γρα­φείο του Εμπει­ρί­κου πι­θα­νώς το 1937, εξε­λίσ­σε­ται σε ερω­τι­κή σχέ­ση το 1938 και επι­σφρα­γί­ζε­ται με το γά­μο του ζευ­γα­ριού το 1940 και το τα­ξί­δι του μέ­λι­τος στην Κο­ριν­θία και την Αρ­γο­λί­δα τον Ιού­νιο του 1940. Το ζευ­γά­ρι κα­τά τη διάρ­κεια της πα­ρα­μο­νής του στο Ναύ­πλιο (Ανά­πλι) διέ­με­νε στο Μπούρ­τζι, το οποίο τό­τε λει­τουρ­γού­σε ως ξε­νο­δο­χείο. Εί­ναι γνω­στό το εν­δια­φέ­ρον και των δύο, την επο­χή εκεί­νη για τη φω­το­γρα­φία (Δα­νι­ήλ 2011: 47). Στο αρ­χείο της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου, το οποίο φυ­λάσ­σε­ται στο Μου­σείο Μπε­νά­κη, βρί­σκο­νται οι φω­το­γρα­φί­ες του ζευ­γα­ριού από το γα­μή­λιό τους τα­ξί­δι (πολ­λές από αυ­τές έχουν δη­μο­σιο­ποι­η­θεί στο Δα­νι­ήλ 2011 και Χα­τζη­λα­ζά­ρου 2013: 48-68 και 188-192). Η πιο γνω­στή, έως πρό­σφα­τα, φω­το­γρα­φία της Μά­τσης εί­ναι αυ­τή την οποία της έβγα­λε ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος και στην οποία η Μά­τση φο­ρώ­ντας μό­νο το σχε­δόν δια­φα­νές νυ­χτι­κό της, σχε­δόν ημί­γυ­μνη, στέ­κε­ται μπρο­στά στο πα­ρά­θυ­ρο του δω­μα­τί­ου τους στο Μπούρ­τζι, εί­ναι, με άλ­λα λό­για, ορ­θή, ως στέ­κο­νταν εις το πα­ρά­θυ­ρο του Ανα­πλιού, έπει­τα από μια νύ­χτα έρω­τος, κα­θώς τη ζή­σα[νε] γυ­μνοί θε­ό­γυ­μνοι, τρε­λοί από έρω­τα, μέ­σα στο δί­χτυ του Ανα­πλιού.

Η πρό­σφα­τη έρευ­να (Δα­νι­ήλ 2013) έχει κα­τα­γρά­ψει την πα­ρου­σία της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου στο δη­μιουρ­γι­κό έρ­γο του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου. Στο πε­ζό­μορ­φο ποί­η­μα «Το Γή­πε­δον», δη­μο­σιευ­μέ­νο στη συλ­λο­γή Γρα­πτά ή Προ­σω­πι­κή Μυ­θο­λο­γία και αφιε­ρω­μέ­νο στη Μά­τση, στα τρία ποι­ή­μα­τα του 1938-1941 γραμ­μέ­να από τον Εμπει­ρί­κο στη γαλ­λι­κή γλώσ­σα και δη­μο­σιευ­μέ­να για πρώ­τη φο­ρά στο Χα­τζη­λα­ζά­ρου 2013: 163-176, στο ανέκ­δο­το έως πρό­σφα­τα ποι­η­τι­κό κεί­με­νο ποι­η­τι­κής «Τα Τε­κται­νό­με­να», κα­θώς και στο κεί­με­νο «Μή­τρος Τρα­γα­νάς» το οποίο έχει ως αρ­χι­κό χρό­νο και χώ­ρο δρά­σης το Ναύ­πλιο κα­τά τη διάρ­κεια του γα­μή­λιου τα­ξι­διού (δη­μο­σιευ­μέ­να πλέ­ον και τα δύο στο Εμπει­ρί­κος 2018), αλ­λά και σε άλ­λα γρα­πτά του Εμπει­ρί­κου εντο­πί­ζε­ται η πα­ρου­σία της Μά­τσης ως βα­σι­κού προ­σώ­που των κει­μέ­νων αυ­τών, ως μέ­ρος δη­λα­δή του ποι­η­τι­κού σύ­μπα­ντος που δη­μιουρ­γεί ο Εμπει­ρί­κος.
Μά­λι­στα στο εκτε­νές κεί­με­νο του Εμπει­ρί­κου «Our Dominions beyond the Seas ή Η Βί­ω­σις των στί­χων» (τώ­ρα στο Εμπει­ρί­κος 2018, πε­ρισ­σό­τε­ρα για το έρ­γο αυ­τό στα Για­τρο­μα­νω­λά­κης 1998, Για­τρο­μα­νω­λά­κης 2018 και Δα­νι­ήλ 2013: 26-28) ο Εμπει­ρί­κος ανα­φέ­ρε­ται στην Μά­τση, έτσι όπως αυ­τή απει­κο­νί­ζε­ται στη φω­το­γρα­φία της στο πα­ρά­θυ­ρο του Ανα­πλιού· εστιά­ζει στην όρ­θια στά­ση της, στο δια­φα­νές νυ­χτι­κό της που αφή­νει να δια­φαί­νο­νται τα στή­θη της και άλ­λες αρ­μο­νι­κές κα­μπύ­λες, στα μαλ­λιά της που παί­ζει ο άνε­μος, χα­ρα­κτη­ρί­ζει την Μά­τση ελ­κυ­στι­κή κο­πέ­λα, ενώ στη συ­νέ­χεια, κα­τά την πρα­κτι­κή που ακο­λου­θεί και σε άλ­λα του γρα­πτά, όπως «Το Γή­πε­δον» και «Τα Τε­κται­νό­με­να», περ­νά από την εξω­τε­ρι­κή πε­ρι­γρα­φή στον εσώ­τε­ρο κό­σμο της Μά­τσης, στα εσω­τε­ρι­κά της γνω­ρί­σμα­τα και τα­λέ­ντα:

Η Μά­τση. Εί­ναι η Μα­ρία των «Τε­κται­νο­μέ­νων» δη­λα­δή η γυ­ναί­κα μου. Την βλέ­πω να στέ­κε­ται ορ­θή απέ­να­ντί μου, κά­τω από την κα­μά­ρα ενός δω­μα­τί­ου, στο Μπούρ­τζι. Εί­ναι ακου­μπι­σμέ­νη στα σί­δε­ρα ενός μι­κρού μπαλ­κο­νιού και φο­ρεί ένα λε­πτό πο­λύ, σχε­δόν δια­φα­νές νυ­χτι­κό, μα­κρύ έως τα πό­δια, με μια στε­νή κορ­δέ­λα από το ίδιο ύφα­σμα στη μέ­ση, ακρι­βώς όπως εμ­φα­νί­ζε­ται σε μια φω­το­γρα­φία που της τρά­βη­ξα μέ­σα σ’ ένα δω­μά­τιο του πα­λαιού φρου­ρί­ου. Η ελ­κυ­στι­κή και πο­λυ­τά­λα­ντη αυ­τή κο­πέ­λα στέ­κει και με κοι­τά­ζει με το κε­φά­λι ελα­φρά γερ­μέ­νο από τη μια πλευ­ρά. Ο άνε­μος παί­ζει με τα μαλ­λιά της και με το φό­ρε­μά της που αφή­νει να δια­φαί­νο­νται κά­τω από το λε­πτό ύφα­σμα τα στή­θη της και άλ­λες αρ­μο­νι­κές κα­μπύ­λες και ωραία σχή­μα­τα του σώ­μα­τός της, κα­τά τρό­πον εντό­νως λυ­ρι­κόν. Πί­σω η θά­λασ­σα και ο ου­ρα­νός προσ­δί­δουν μια ση­μα­σία ιδιαί­τε­ρη στην φω­το­γρα­φία και στην ει­κό­να που δια­τη­ρώ ολο­ζώ­ντα­νη στο νου μου, για­τί δέ­νουν τέ­λεια με την ψυ­χο­βιο­λο­γι­κή συ­γκρό­τη­ση της Μά­τσης που εί­ναι μια από τις ελά­χι­στες γυ­ναί­κες που κα­τα­λα­βαί­νουν ου­σια­στι­κά όχι μό­νο τη θά­λασ­σα μα ολό­κλη­ρη την φύ­σι. Δράτ­το­μαι μά­λι­στα της ευ­και­ρί­ας να επα­να­λά­βω εδώ, ότι η γυ­ναί­κα μου εί­ναι κα­τά την γνώ­μην μου η με­γα­λύ­τε­ρη ποι­ή­τρια της νε­ώ­τε­ρης Ελ­λά­δας.

Το συ­γκε­κρι­μέ­νο από­σπα­σμα, γραμ­μέ­νο πι­θα­νό­τα­τα το 1942, κα­τα­δει­κνύ­ει την εξαι­ρε­τι­κή εντύ­πω­ση που άφη­σε στον Εμπει­ρί­κο η συ­γκε­κρι­μέ­νη φω­το­γρα­φία της Μά­τσης στο πα­ρά­θυ­ρο του Ανα­πλιού (από την έρευ­να στο αρ­χείο της Χα­τζη­λα­ζά­ρου, όπου και τα αρ­νη­τι­κά του φιλμ της φω­το­γρα­φί­ας, δια­πι­στώ­νου­με ότι πρό­κει­ται για σει­ρά φω­το­γρα­φιών στο μπαλ­κό­νι και στο πα­ρά­θυ­ρο του δω­μα­τί­ου. Μά­λι­στα σε πα­ρό­μοια θέ­ση φω­το­γρά­φι­σε και η Μά­τση τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο - βλέ­πε και εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου Χα­τζη­λα­ζά­ρου 2013). Γνω­ρί­ζου­με πως η φω­το­γρα­φία αυ­τή υπήρ­χε στο σπί­τι του Εμπει­ρί­κου και πως ο Εμπει­ρί­κος συ­νή­θι­ζε να δια­βά­ζει τα γρα­πτά του στους φί­λους του, που τον επι­σκέ­πτο­νταν τις Πέμ­πτες στο σπί­τι του (Ελύ­της 1987: 403-405). Ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος ήταν ένας από τους τα­κτι­κούς θα­μώ­νες αυ­τών των επι­σκέ­ψε­ων, ενώ διέ­μει­νε και για και­ρό στο σπί­τι αυ­τό το 1944 όταν βρή­κε εκεί κα­τα­φύ­γιο. Στις ανα­γνώ­σεις των ποι­η­μά­των κα­τά τα χρό­νια της κα­το­χής, στις ολο­νύ­κτιες συ­ζη­τή­σεις του με τον Εμπει­ρί­κο το 1944 εί­ναι πο­λύ πι­θα­νόν ο Εγ­γο­νό­που­λος να άκου­σε το κεί­με­νο από το «Our Dominions beyond the Seas ή Η Βί­ω­σις των στί­χων» που πα­ρα­θέ­σα­με, να συ­νο­μί­λη­σε με τον φί­λο του Εμπει­ρί­κο για αυ­τό, να εί­δε τη φω­το­γρα­φία της Μά­τσης.
Οι συμ­πτώ­σεις τό­που, χρό­νου, ει­κό­νων και κα­τα­στά­σε­ων με­τα­ξύ της φω­το­γρα­φί­ας της Μά­τσης, του κει­μέ­νου του Εμπει­ρί­κου και του ποι­ή­μα­τος του Εγ­γο­νό­που­λου εί­ναι πολ­λές ώστε να εξη­γη­θούν ως τέ­τοιες ή έστω ως ένα υπερ­ρε­α­λι­στι­κό hazard objectif. Θε­ω­ρού­με πως το πι­θα­νό­τε­ρο εί­ναι ο Εγ­γο­νό­που­λος να έγι­νε κοι­νω­νός της κομ­βι­κής για την εξέ­λι­ξη της σχέ­σης Εμπει­ρί­κου-Χα­τζη­λα­ζά­ρου ιστο­ρί­ας τους στο Ναύ­πλιο, των απο­τυ­πω­μά­των αυ­τής της ιστο­ρί­ας σε φω­το­γρα­φία και κεί­με­νο και να τη με­τα­σχη­μά­τι­σε στο δι­κό του ποί­η­μα· να «φω­το­γρά­φι­σε» ποι­η­τι­κά το βί­ω­μά τους. Ίσως και για το λό­γο αυ­τό το ποί­η­μα «Το χέ­ρι» να δια­θέ­τει μό­νο εξω­τε­ρι­κή εστί­α­ση. Απο­τυ­πώ­νε­ται σε αυ­τό ο τό­πος, τα πρό­σω­πα, η ερω­τι­κή τους σχέ­ση. Δεν ει­σχω­ρεί στα εσώ­τε­ρα, σε σκέ­ψεις και συ­ναι­σθή­μα­τα των προ­σώ­πων.
Στις δε­σπό­ζου­σες ει­κό­νες του ποι­ή­μα­τος, μέ­σω και των επα­να­λή­ψε­ών τους, κα­τα­γρά­ψα­με την ωραία κό­ρη, το πα­ρά­θυ­ρο, το Ανά­πλι, αλ­λά και την ει­κό­να του δι­χτιού. Μά­λι­στα η ανα­φο­ρά στο δί­χτυ γί­νε­ται από τον εναρ­κτή­ριο ακό­μη στί­χο του ποι­ή­μα­τος, οπό­τε και η ει­κό­να του δι­χτιού κα­τέ­χει κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση στο ποί­η­μα. Ένα δί­χτυ που έπλε­ξεν η κό­ρη, ωραίο και φι­λό­ξε­νο. Γνώ­μη μας εί­ναι πως η ει­κό­να του δι­χτυού υπο­νο­μεύ­ει την «ευ­φρό­συ­νη ει­κό­να σύ­μπλευ­σης έρω­τα και χα­ράς» που δια­θέ­τει το ποί­η­μα σε επί­πε­δο κα­τα­δή­λω­σης. Το δί­χτυ, ως ση­μαί­νον, εμπε­ριέ­χει και μια αρ­νη­τι­κή σή­μαν­ση. Το δί­χτυ, όσο φι­λό­ξε­νο κι αν εί­ναι, ση­μα­το­δο­τεί τον εγκλω­βι­σμό του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου σε μια κα­τά­στα­ση στέ­ρη­σης της ελευ­θε­ρί­ας, σε μια κα­τά­στα­ση πε­ριο­ρι­σμού. Ο Εγ­γο­νό­που­λος και σε άλ­λα του ποι­ή­μα­τα, όπως κα­τέ­δει­ξε ο Ε.Γ. Κα­ψω­μέ­νος (1986) χρη­σι­μο­ποιεί λέ­ξεις με δί­ση­μη (θε­τι­κή και αρ­νη­τι­κή) σή­μαν­ση (πα­ρά­βα­λε για πα­ρά­δειγ­μα τους στί­χους σα σαρ­κο­βό­ρο/βιο­λί από το «Γυψ και Φρου­ρά) προ­κει­μέ­νου να ανα­δεί­ξει πως τα πράγ­μα­τα δεν εί­ναι μο­νο­σή­μα­ντα και ότι η αντί­φα­ση εί­ναι μέ­σα στη φύ­ση των πραγ­μά­των. Η ίδια η έκ­φρα­ση ωραίο δί­χτυ/φι­λό­ξε­νο, που έπλε­ξεν/ η κό­ρη, εμπε­ριέ­χει το στοι­χείο της αντί­φα­σης, της υπο­νό­μευ­σης και της ει­ρω­νεί­ας, της συ­γκά­λυ­ψης και της απο­κά­λυ­ψης (για ανά­λο­γα ζη­τή­μα­τα στον Μπο­λι­βάρ βλέ­πε Δια­λη­σμάς 1996). Την ανα­γνω­στι­κή αυ­τή πρό­τα­ση ενι­σχύ­ει και ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός που απο­δί­δε­ται στην κό­ρη όταν αυ­τή πα­ρου­σιά­ζε­ται για πρώ­τη φο­ρά μπρο­στά στο πα­ρά­θυ­ρο. Στον τέ­ταρ­το στί­χο της πρώ­της στρο­φής η κό­ρη επι­δέ­χε­ται τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό τέ­κτων. Μά­λι­στα ο Εγ­γο­νό­που­λος χρη­σι­μο­ποιεί για μό­νη φο­ρά στο ποί­η­μα το σύμ­βο­λο του ενω­τι­κού (-) προ­κει­μέ­νου να δη­λω­θεί η στε­νή σχέ­ση της κό­ρης και της ιδιό­τη­τάς της. Η ιδιό­τη­τα αυ­τή προ­φα­νώς θα πρέ­πει να ανα­γνω­σθεί σε με­τα­φο­ρι­κό επί­πε­δο, κα­θώς συν­δέ­ε­ται με το δί­χτυ που πλέ­κει η κό­ρη: πρό­κει­ται για μια κό­ρη που λει­τουρ­γεί υπο­γεί­ως, με μυ­στι­κό­τη­τα, και υφαί­νει το δί­χτυ της· μια κό­ρη δο­λο­πλό­κο, ίσως και ρα­διούρ­γο.
Τα πα­ρα­πά­νω δεν ση­μαί­νουν πως μειώ­νε­ται, έστω και στο ελά­χι­στο, η έντα­ση του τρε­λού έρω­τα που βί­ω­σε το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο με την κό­ρη του πα­ρα­θύ­ρου στο Ανά­πλι, πως το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο δεν αφέ­θη­κε «στα δί­χτυα του έρω­τα». Η ίδια όμως η βί­ω­ση του έρω­τα αυ­τού, με την ει­σα­γω­γή της ει­κό­νας των δι­χτυών και της δο­λο­πλό­κου κό­ρης λει­τουρ­γεί υπο­νο­μευ­τι­κά στον έρω­τα, εμπε­ριέ­χει, έστω και σπερ­μα­τι­κά, το στοι­χείο της κα­τα­στρο­φής του.
Συ­σχε­τί­ζο­ντας την πα­ρα­πά­νω πρό­τα­ση ανά­γνω­σης με τα συγ­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να του ποι­ή­μα­τος ση­μειώ­νου­με πως το χρο­νι­κό διά­στη­μα που πι­θα­νό­τα­τα γρά­φη­κε το ποί­η­μα η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου εί­χε ήδη εγκα­τα­λεί­ψει τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, πως ο τρε­λός τους έρω­τας εί­χε ήδη οδη­γη­θεί στην κα­τα­στρο­φή και πως ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος υπήρ­ξε κοι­νω­νός όλων αυ­τών των εξε­λί­ξε­ων. Προ­φα­νώς ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος γνώ­ρι­ζε και την οι­κο­γε­νεια­κή ιστο­ρία της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζα­ρου. Ο πα­τέ­ρας της, Κλέ­ω­νας Χα­τζη­λα­ζά­ρου, υπήρ­ξε από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους οι­κο­νο­μι­κούς πα­ρά­γο­ντες της Θεσ­σα­λο­νί­κης στις αρ­χές του αιώ­να. Διε­τέ­λε­σε πρό­ξε­νος των Η.Π.Α. στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, διέ­θε­τε με­γά­λη κτη­μα­τι­κή πε­ριου­σία (τσι­φλί­κια) στην Μα­κε­δο­νία και αρ­χο­ντι­κά σπί­τια στην ανα­το­λι­κή πλευ­ρά της πό­λης, ίδρυ­σε με­γά­λες κλω­στο­ϋ­φα­ντι­κές μο­νά­δες και δια­τη­ρού­σε στε­νές σχέ­σεις με τη βα­σι­λι­κή οι­κο­γέ­νεια ∙ ο διά­δο­χος Κων­στα­ντί­νος διέ­με­νε στο σπί­τι του Κλέ­ω­να με­τά την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πό­λης και ήταν ο νο­νός της Μά­τσης. Ο Κλέ­ω­νας Χα­τζη­λα­ζά­ρου εί­χε συμ­με­τά­σχει στην προ­ε­τοι­μα­σία του μα­κε­δο­νι­κού Αγώ­να, υπήρ­ξε επί­σης συν­διευ­θυ­ντής του υπο­κα­τα­στή­μα­τος της Τρά­πε­ζας της Ανα­το­λής, διε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος του Συν­δέ­σμου Βιο­μη­χά­νων Μα­κε­δο­νί­ας και πρω­το­στά­τη­σε στην ίδρυ­ση το­πι­κού τμή­μα­τος του Ερυ­θρού Σταυ­ρού. Ο Κλέ­ω­νας υπήρ­ξε ακό­μη πρό­ε­δρος της «Νέ­ας Λέ­σχης Θεσ­σα­λο­νί­κης» και μέ­λος της Βρε­τα­νι­κής Θε­ο­σο­φι­κής Εται­ρεί­ας η οποία σχε­τί­ζε­ται με τον τε­κτο­νι­σμό (Καν­δυ­λά­κης 1990). Με δε­δο­μέ­νο την ανά­πτυ­ξη του τε­κτο­νι­σμού στη Θεσ­σα­λο­νί­κη την επο­χή εκεί­νη και την εμπλο­κή των τε­κτό­νων στις δρα­στη­ριό­τη­τες με τις οποί­ες σχε­τί­ζε­ται ο Κλέ­ω­νας (οι πε­ρισ­σό­τε­ροι εκ των συ­νερ­γα­τών του υπήρ­ξαν τέ­κτο­νες – Χε­κί­μο­γλου 2007) το πι­θα­νό­τε­ρο θα ήταν ο Κλέ­ω­νας να υπήρ­ξε τέ­κτο­νας, πα­ρά το αντί­θε­το. Σε αυ­τή την κα­τεύ­θυν­ση συ­ντεί­νουν και μνή­μες με την πλη­ρο­φο­ρία πε­ρί εμπλο­κής του Κλέ­ω­να Χα­τζη­λα­ζά­ρου με τον τε­κτο­νι­σμό που δια­τη­ρεί η κ. Κα­τε­ρί­να Κο­γε­βί­να, συγ­γε­νής της Μά­τσης (η μη­τέ­ρα της κ. Κο­γε­βί­να ήταν πρώ­τη εξα­δέλ­φη της Μά­τσης). Υπό το πρί­σμα αυ­τής της προ­ο­πτι­κής, το ενω­τι­κό που συν­δέ­ει την κό­ρη με τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό της ως τέ­κτων μπο­ρεί να υπο­δη­λώ­νει και τη στε­νή σχέ­ση της Μά­τσης με την οι­κο­γέ­νειά της, τον πα­τέ­ρα της, και την τρα­γι­κή του κα­τά­λη­ξη (Δα­νι­ήλ 2013: 12-14) η οποία και ήταν ένας από τους βα­σι­κούς λό­γους που την οδή­γη­σαν στην ανα­ζή­τη­ση λύ­σε­ων μέ­σω της ψυ­χα­νά­λυ­σης στο γρα­φείο του Εμπει­ρί­κου, με την γνω­στή εξέ­λι­ξη αυ­τής της σχέ­σης...

Εφό­σον ισχύ­ουν τα πα­ρα­πά­νω, εφό­σον οι υπο­θέ­σεις και η ερ­μη­νευ­τι­κή μας πρό­τα­ση ως προς το ποί­η­μα εί­ναι ορ­θές, τό­τε το ποί­η­μα «Το Χέ­ρι» του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου, με την πρά­ξη της αφιέ­ρω­σής του από τον συγ­γρα­φέα του στον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, επι­στρέ­φει στον άν­θρω­πο που βί­ω­σε την ιστο­ρία του τρε­λού έρω­τα (με τις συ­νέ­πειές του) εκεί­νη τη νύ­χτα στο Ανά­πλι. Ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος άκου­σε την ιστο­ρία από τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, πή­ρε τη λέ­ξι του και του έδω­σε «το χέ­ρι» του.

 

 

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Αν­δρι­κο­πού­λου Νέλ­λη, 2003, Επί τα ίχνη του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου, Πο­τα­μός.
Αρ­γυ­ρί­ου Αλέ­ξαν­δρος, 19893, Δια­δο­χι­κές ανα­γνώ­σεις Ελ­λή­νων υπερ­ρε­α­λι­στών, Γνώ­ση
Βούλ­γα­ρη Σο­φία, 2008, «(Από)χαι­ρε­τώ­ντας τον Νί­κο Εγ­γο­νό­που­λο», Poeticanet, τχ. 6, http://​poe​tica​net.​com/​dokimia.​php?​sub​acti​on=sho​wful​l&​id=120​1901​845&​arc​hive=&​start_​from=&​ucat=37&​show_​cat=37
Για­τρο­μα­νω­λά­κης Γιώρ­γης, 1998, «Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, Our Dominions beyond the Seas ή Η Βί­ω­σις των στί­χων», Ο Πο­λί­της, τχ. 59, σελ. 32-36.
Για­τρο­μα­νω­λά­κης Γιώρ­γης, 1999, «Επί­με­τρο. Οι άγ­γε­λοι στον πα­ρά­δει­σο μι­λούν ελ­λη­νι­κά», στο Εμπει­ρί­κος Αν­δρέ­ας, Νι­κό­λα­ος Εγ­γο­νό­που­λος ή Το θαύ­μα του Ελ­μπα­σάν και του Βο­σπό­ρου και Διά­λε­ξη για τον Νί­κο Εγ­γο­νό­που­λο, Άγρα, σελ. 19-28.
Για­τρο­μα­νω­λά­κης Γιώρ­γης, 2018, «Επί­με­τρο στους ‘Κύ­κλους του Ζω­δια­κού’», στο Οι κύ­κλοι του Ζω­δια­κού, Ανέκ­δο­τα κεί­με­να από τη συλ­λο­γή «Γρα­πτά ή Προ­σω­πι­κή μυ­θο­λο­γία» του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου, Άγρα, σελ. 285-293.
Δα­νι­ήλ Χρή­στος, 2011, …Ιούς, Μα­νιούς, ίσως και Aqua Marina, Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Η πρώ­τη Ελ­λη­νί­δα υπερ­ρε­α­λί­στρια, Τό­πος.
Δα­νι­ήλ Χρή­στος, 2013, «Ει­σα­γω­γή ή Το κέ­λυ­φος του πα­ρελ­θό­ντος έσπα­σε», στο: Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, Γράμ­μα­τα από το Πα­ρί­σι στον Αν­δρέα Εμπει­ί­κο (1946-1947) και άλ­λα ανέκ­δο­τα ποι­ή­μα­τα και πε­ζά της ίδιας πε­ριό­δου, Άγρα, σελ. 9-46.
Δια­λη­σμάς Στέ­φα­νος, 1996, «Εκ­δο­χές του χιού­μορ στον Μπο­λι­βάρ», στο: Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος: Ωραί­ος σαν Έλ­λη­νας, Επι­μέ­λεια Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης, Αθή­να, Ίδρυ­μα Γου­λαν­δρή-Χορν, σελ. 83-97.
Εγ­γο­νό­που­λος Νί­κος, 1978, Στην Κοι­λά­δα με τους Ρο­δώ­νες, Ίκα­ρος.
Εγ­γο­νό­που­λος Νί­κος, 1999, οι άγ­γε­λοι στον πα­ρά­δει­σο μι­λούν ελ­λη­νι­κά, Συ­νε­ντεύ­ξεις, σχό­λια και γνώ­μες, Επι­μέ­λεια Γιώρ­γος Κε­ντρω­τής, Ύψι­λον/βι­βλία.
Ελύ­της Οδυσ­σέ­ας, 19873, Ανοι­χτά Χαρ­τιά, Ίκα­ρος.
Εμπει­ρί­κος Αν­δρέ­ας 2018, Οι κύ­κλοι του Ζω­δια­κού, Ανέκ­δο­τα κεί­με­να από τη συλ­λο­γή «Γρα­πτά ή Προ­σω­πι­κή μυ­θο­λο­γία» του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου, Επι­μέ­λεια – επί­με­τρο Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης, Άγρα.
Κα­λα­μα­ράς, Βα­σί­λης, 1998, «Μαρ­τυ­ρία του Γιώρ­γου Λί­κου για τον Ν. Εγ­γο­νό­που­λο», Δια­βά­ζω, τχ. 381, σελ. 135-137.
Καν­δυ­λά­κης Μα­νώ­λης 1990 και 1991. «Ανα­δι­φή­σεις σε αρ­χεία και πα­λιές εφη­με­ρί­δες», εφ. Ελ­λη­νι­κός Βορ­ράς, 6/10 και 31/6.
Κα­ψω­μέ­νος Ερα­το­σθέ­νης Γ., 1986, «Για μια με­θο­δο­λο­γία ανά­λυ­σης των υπερ­ρε­α­λι­στι­κών Κει­μέ­νων, Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου ‘Γυψ και Φρου­ρά’» στο: Επι­στη­μο­νι­κή Επε­τη­ρί­δα της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ιω­αν­νί­νων, Δω­δώ­νη: Φι­λο­λο­γία, τό­μος ΙΕ’, Ιω­άν­νι­να [ανά­τυ­πο].
Χα­τζη­λα­ζά­ρου Μά­τση, Γράμ­μα­τα από το Πα­ρί­σι στον Αν­δρέα Εμπει­ί­κο (1946-1947) και άλ­λα ανέκ­δο­τα ποι­ή­μα­τα και πε­ζά της ίδιας πε­ριό­δου, Ει­σα­γω­γή, υπο­μνη­μα­τι­σμός, επι­μέ­λεια Χρή­στος Δα­νι­ήλ, Άγρα.
Χε­κί­μο­γλου Ευάγ­γε­λος, 2007, «Πώς θα ήταν χω­ρίς αυ­τούς;», Χρο­νι­κόν 1907-2007, Ανα­το­λή Θεσ­σα­λο­νί­κης, Σε­πτή Στοά Φί­λιπ­πος, Αρ. 58, σελ. 236-245.

Έγι­νε επί­σης αξιο­ποί­η­ση του «Συμ­φρα­στι­κού πί­να­κα στο ποι­η­τι­κό έρ­γο του Ν. Εγ­γο­νό­που­λου», Ανε­μό­σκα­λα. Σώ­μα­τα κει­μέ­νων και συμ­φρα­στι­κοί πί­να­κες για μεί­ζο­νες νε­ο­έλ­λη­νες ποι­η­τές. Θεσ­σα­λο­νί­κη, Κέ­ντρο Ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας, στο <http://​www.​greek-​lan​guag​e.​gr/​dig​ital​Reso​urce​s/​lit​erat​ure/​tools/​con​cord​ance/​index.​html>.

[ Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση στο πε­ριο­δι­κό Οδός Πα­νός, αφιέ­ρω­μα στον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, τχ. 164, 2014, σελ. 20-33 ]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: