Το τρίτο χέρι

——————
ΜΙΚΡΟΙ ΟΔΗΓΟΙ ΑΚΡΟΑΣΗΣ
——————

—Το στή­θος μου βρά­ζει, για­τρέ.
—Γδυ­θεί­τε να σας ακρο­α­στώ
.

*

Ερ.:Μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για τη μου­σι­κή;
Απ.: Δεν μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για τη μου­σι­κή.

Σύλληψη του τρίτου χεριού
Σύλληψη του τρίτου χεριού

Δύο σουί­τες
όμως τρία χέ­ρια

(Ο ΜΕΓΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΚΑΛΦΟΓΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΡΙΤΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΜΕΤΑΞΥ ΖΕΥΓΟΥΣ)

Όμως οπού και τα τρία έχου­νε μία Θε­ό­τη­τα κα­τέ­χο­ντας την ίδια δό­ξα και την ίδια με­γα­λειό­τη­τα
(ΜΑΡΕΝ ΜΕΡΣΕΝ, HARMONIE UNIVERSELLE, ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, 14ο ΧΩΡΙΟ)



Πάντα ήθε­λα να έχω τρία χέ­ρια. Το τρί­το, πτυσ­σό­με­νο για να μη χα­λά­ει την αν­θρώ­πι­νη σω­μα­τι­κή οι­κο­νο­μία που οι ανά τους αιώ­νες πρό­ο­δοι των ει­κα­στι­κών τε­χνών με δυ­σκο­λεύ­ουν να τη φα­ντα­στώ οι­κο­νο­μι­κό­τε­ρη. Ένα δια­κρι­τι­κό τρί­το χέ­ρι λοι­πόν, που θα διέ­θε­τε κι ένα τρί­το μά­τι για όρα­ση, κί­νη­ση και αφή πο­λυ­διά­στα­τες και χω­ρίς προη­γού­με­νο. Και­νο­φα­νή και ιλιγ­γιώ­δη πει­θαρ­χία θα απαι­τού­σε το ξε­κα­θά­ρι­σμα της προ­τε­ραιό­τη­τας των εντυ­πώ­σε­ων και των κι­νή­σε­ων. Όλα όσα εμπι­στευό­μα­στε να συμ­βαί­νουν πί­σω από την πλά­τη μας μο­νο­μιάς θα έχα­ναν την αφέ­λεια της εμπι­στο­σύ­νης μας, όμως και το φό­βο του προ­δο­τι­κού άγνω­στου, και γλα­φυ­ρά, γυα­λι­στε­ρά, πο­λύ­χρω­μα, ορα­τά, θα έρ­χο­νταν να συ­μπή­ξουν πο­λύ­τι­μη, πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή συμ­μα­χία μιας νέ­ας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με ακρί­βεια να­νο­μέ­τρου. Θα αι­σθα­νό­μα­σταν θε­οί; Ποιος εί­ναι ο έλεγ­χος των εντυ­πώ­σε­ων (συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νης της vitae pausa, της θα­να­τό­μορ­φης δή­θεν απου­σί­ας του υλι­κού συ­νε­χούς, του εγκά­θειρ­κτου στην πο­λυ­χρω­μία του ατε­λεί­ω­του μπαλ μα­σκέ αλυ­σι­δω­τών με­τα­μορ­φώ­σε­ων) που δη­μιουρ­γεί την ιδε­ο­λη­ψία θε­ό­τη­τας; Μή­πως τε­λι­κά αυ­τό που μας χω­ρί­ζει από τη θε­ό­τη­τα ή, έστω, την ημι­θε­ό­τη­τα—τις υβρι­δι­κές συμ­φύρ­σεις μιας ασί­γα­στης τε­ρα­το­γο­νι­κής φα­ντα­σί­ας—δεν εί­ναι πα­ρά ένα τρί­το χέ­ρι στο­λι­σμέ­νο με το μπρι­λά­ντι ενός τρί­του μα­τιού; (Εκα­τόγ­χει­ρες: Τι να τα κά­νω τα εκα­τό χέ­ρια; ένα μό­νο ακό­μα, τρί­το, θέ­λω.) Ίλιγ­γος με πιά­νει σαν σκε­φτώ τα νέα μέ­τρα της δε­ξιο­τε­χνί­ας των κλει­δο­κυμ­βά­λων, των κρου­στών, των πνευ­στών, των εγ­χόρ­δων, για να μην πω τί­πο­τα για την απο­στο­μω­τι­κή ει­κό­να ενός ομπο­ΐ­στα ή ενός πια­νί­στα που ενό­σω παί­ζει τη μου­σι­κή, το τρί­το χέ­ρι του, η νο­ή­μων ου­ρά του, ανα­λαμ­βά­νει πρό­θυ­μα το ρό­λο του ξε­φυλ­λι­στή της παρ­τι­τού­ρας που τε­μπε­λιά­ζει στο ανα­λό­γιο. Τού­το το τρί­το, θα μπο­ρού­σε άρα­γε να εί­ναι αμ­φι­δέ­ξιο; (για την ακρί­βεια, τρισ­δέ­ξιο;)

Σκέ­φτο­μαι την πε­ρί­πτω­ση του τρί­χει­ρα τρισ­δέ­ξιου βιο­λι­στή που ενό­σω παί­ζει το πρώ­το μέ­ρος της Σο­νά­τας για βιο­λί σε σολ μείζ. του Ρα­βέλ (εί­χε ο Ρα­βέλ τρί­το χέ­ρι και μά­λι­στα ερω­τευ­μέ­νο με το αρι­στε­ρό του; Mαρ­τυ­ρί­ες της κι­νη­σιο­λο­γί­ας με την οποία ο μι­κρό­σω­μος Βά­σκος με μια και­νο­φα­νή επί τό­που πε­ρι­στρο­φή πε­ρί τον άξο­νά του συ­νή­θι­ζε να χο­ρο­γρα­φεί τη σιω­πή των συ­μπε­ρα­σμά­των του συ­νη­γο­ρούν σθε­να­ρά) εμπι­στεύ­ε­ται στο τρί­το χέ­ρι την απα­λό­χυ­τη θω­πεία της γά­τας του για να την κρα­τή­σει σε ιδα­νι­κή εγρή­γορ­ση προ­τού επέλ­θει το Μπλουζ του δεύ­τε­ρου μέ­ρους με τους απο­συ­ντο­νι­σμούς του, όπου ο ρό­λος του προ­βλέ­πε­ται κα­τευ­να­στι­κός. Πό­σο θα εί­χε να ωφε­λη­θεί από την τρια­δι­κή προ­σέγ­γι­ση ο αι­λου­ροει­δής ψυ­χι­σμός ενός έρ­γου που σχοι­νο­βα­τεί με­τα­ξω­τά σε φαι­νο­με­νι­κά βε­λού­δι­νες πα­τού­σες κι εκεί­νες κά­θε τό­σο απο­ξε­χνιού­νται για να κα­τα­φέ­ρουν νυ­κτές αι­μα­τη­ρές επι­ση­μειώ­σεις στην άσπι­λη επι­δερ­μί­δα πε­ρα­στι­κών ετοι­μο­πα­ρά­δο­των αι­σθη­μά­των. Αν δυο χέ­ρια αρ­κούν για ένα χει­ρο­κρό­τη­μα, και η κά­θε αρίφ­νη­τη βρο­χή χει­ρο­κρο­τη­μά­των (που ξε­σπά αιφ­νί­δια στη θε­α­τρι­κή στέ­γη του κό­σμου ως η μου­σι­κό­τε­ρη κρου­στή χει­ρω­να­ξία εν­θου­σια­σμέ­νης ψυ­χι­κής συμ­με­το­χής δί­πλα στο έγ­χορ­δο-πνευ­στό φω­νη­τι­κό όρ­γα­νο), εί­ναι τε­λι­κά ζυ­γού αριθ­μού, η νο­ή­μων μου­σι­κή χα­ρο­ποι­ία —η [με] «νοη­τή χα­ρά χορ­τά­τη» του Σι­κε­λια­νού, η με τη χα­ρά της αφθαρ­σί­ας να κα­τε­βαί­νει από τα μά­τια στα χέ­ρια— πραγ­μα­τώ­νε­ται, όπως στη Ζί­γκα της Πρώ­της Παρ­τί­τας για τσέ­μπα­λο BWV 825 (σύν­θε­ση:1726) του Γ.Σ. Μπαχ (1685-1750), ή στo «Τα τρία χέ­ρια» (1726-27, από τις «Νέ­ες Σουί­τες Κομ­μα­τιών για Κλα­βε­σέν») του Ζ.- Φ. Ρα­μό (1683-1764), με τον έκ­πα­γλο μου­σι­κό —πε­ριτ­τό και αδιαί­ρε­το— κυ­ριο­λε­κτι­κό αντι­κα­το­πτρι­σμό του τρί­του.

Nota bene: Η Παρ­τί­τα BWV 825 πε­ριέ­χει δυο υπερ­συν­δέ­σμους – στον πρώ­το ακού­γε­ται η Ζί­γκα στο πιά­νο και στον δεύ­τε­ρο όλη η Παρ­τί­τα στο τσέ­μπα­λο (η τε­λι­κή Ζί­γκα, με την κομ­ψή επι­φά­νεια του τρί­του χε­ριού, αρ­χί­ζει στο 20:31).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: