Για όσους κινδυνεύουν στη θάλασσα

«Τρικυμία στη Θάλασσα της Γαλιλαίας»: Τον πήρε ο ύπνος κι έγειρε στου καραβιού την πλώρη. Ταράσσεται το σκάφος από τον αιφνίδιο σάλο. Τον ξυπνούν οι μαθητές έντρομοι· και μόνο με τον Λόγο του  μεγάλη γίνεται γαλήνη. Χαρακτικό του Adriaen Collaert βασισμένο σε σχέδιο του Maerten de Vos, 1583-88, Αμβέρσα
«Τρικυμία στη Θάλασσα της Γαλιλαίας»: Τον πήρε ο ύπνος κι έγειρε στου καραβιού την πλώρη. Ταράσσεται το σκάφος από τον αιφνίδιο σάλο. Τον ξυπνούν οι μαθητές έντρομοι· και μόνο με τον Λόγο του μεγάλη γίνεται γαλήνη. Χαρακτικό του Adriaen Collaert βασισμένο σε σχέδιο του Maerten de Vos, 1583-88, Αμβέρσα

Ο Ιη­σούς κοι­μά­ται. Η ήσυ­χη ανά­σα του ρυθ­μί­ζει τον αρ­γό στα­θε­ρό παλ­μό των εγ­χόρ­δων. Εί­ναι ο ατα­λά­ντευ­τος σφυγ­μός της ήσυ­χης συ­νεί­δη­σης, πλή­ρω­μα απε­ρα­ντο­σύ­νης μιας άχρο­νης και άτρο­μης αλή­θειας— το άπια­στο όνει­ρο της ολι­γό­πι­στης αμ­φι­βο­λί­ας του θνη­τού. Αυ­τόν, μια στιγ­μή στρα­τη­γι­κής αφη­ρη­μά­δας, από­συρ­σης ή δο­κι­μα­στι­κού κε­νού της θεϊ­κής προ­στα­σί­ας, μια στιγ­μή μο­να­ξιάς, στη διάρ­κεια του πο­λυ­τά­ρα­χου τα­ξι­διού στο κα­τά­στρω­μα της κι­βω­τού της ζω­ής αρ­κεί για να τον κα­τα­σπα­ρά­ξει ο τρό­μος της από­λυ­της αδυ­να­μί­ας του να κυ­ριαρ­χή­σει στον σά­λο της εξαρ­θρω­μέ­νης αρ­μο­νί­ας που εί­ναι αυ­τή η ίδια ακρι­βώς η προς στιγ­μήν απο­κοι­μι­σμέ­νη θεϊ­κή συ­νεί­δη­ση. Μέ­σα στον πα­ρα­δο­μέ­νο στις βου­λές του Βε­λί­αλ-Σα­τα­νά ανά­στα­το κό­σμο, στα κύ­μα­τα της Τι­βε­ριά­δας που πυρ­γώ­νο­νται μπρο­στά του, η ολό­τρε­μη πρό­σφυ­γη ψυ­χή του ντυ­μέ­νη την πιο εν­δό­μυ­χη φω­νη­τι­κή έκ­φρα­ση, αυ­τήν της άλ­το, μο­νο­λο­γεί κι ανα­ρω­τιέ­ται ρη­το­ρι­κά, πε­ρισ­σό­τε­ρο, πε­τα­λου­δί­ζει ανή­συ­χα συ­ντρο­φιά με το πα­ρα­πο­νε­μέ­νο κε­λά­ρυ­σμα δυο ξύ­λι­νων φλά­ου­των και μια κου­στω­δία πε­ρί­σκε­πτων εγ­χόρ­δων: «Ο Ιη­σούς κοι­μά­ται. Υπάρ­χει τώ­ρα ελ­πί­δα; Τί με πε­ρι­μέ­νει;» Ο ύπνος χέ­ρι πια­σμέ­νος με το θά­να­το, μια κα­τα­βύ­θι­ση σε άγνω­στη άβυσ­σο, και ο Μπαχ σε αυ­τό το πρώ­το επει­σό­διο της Κα­ντά­τας BWV 81 (Jesus schläft, was soll ich hoffen?) βυ­θο­κο­ρεί με τη βυ­θο­κό­ρο του χα­μη­λού σι ύφε­ση στο πρό­σφο­ρο φω­νηε­ντι­κό, επι­κλη­τι­κό «ε» του schläft-κοι­μά­ται δυο φο­ρές κρα­τη­μέ­νο χω­ρίς ανά­σα για δέ­κα ολό­κλη­ρα μέ­τρα, με οδη­γία για κρε­σέ­ντο δια­μαρ­τυ­ρί­ας (για τη διάρ­κεια του ύπνου;) στο ξέ­πνοο τέ­λος, 13 ή και 15 δευ­τε­ρό­λε­πτα, ανά­λο­γα με την ανα­πνευ­στι­κή αντο­χή του έντρο­μου δύ­τη· και στο άχα­νο «ο» του offen-ανοι­χτός άλ­λα 11 δεύ­τε­ρα ενα­τέ­νι­σης του θα­να­τε­ρού χά­ους. Λες και το «ε» και το «ο» ακού­γο­νται για πρώ­τη φο­ρά με ανα­γεν­νη­μέ­νο εί­δος έκ­θε­της ποι­η­τι­κής δύ­να­μης που εκεί εμ­φι­λο­χω­ρού­σε απο­ζη­τώ­ντας μου­σι­κή έκ­πτυ­ξη.
Το μι­νύ­ρι­σμα χει­μα­ζό­με­νου άλ­το, η φει­δω­λή με­τα­φο­ρι­κή του γλώσ­σα, δει­λό χτύ­πη­μα στις πύ­λες του ύπνου, δεν αρ­κούν για να ξυ­πνή­σουν τον Ιη­σού. Αφεύ­κτως, και για λό­γους μου­σι­κής οι­κο­νο­μί­ας, η σκυ­τά­λη της δια­μαρ­τυ­ρί­ας περ­νά­ει, στη δεύ­τε­ρη και τρί­τη σκη­νή της Κα­ντά­τας, στην αρ­ρε­νω­πή, σθε­να­ρή συ­νη­γο­ρία του τε­νό­ρου. Αυ­τός επι­στρα­τεύ­ει ένα δί­πτυ­χο ρη­το­ρι­κής πει­θούς—την εύ­λο­γη, πε­ζή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία ενός τε­χνι­κά άψο­γου αφη­γη­μα­τι­κού ρε­τσι­τα­τί­βο και τον απρο­σμά­χη­το θυ­μι­κό αντί­κτυ­πο μιας από τις γλα­φυ­ρό­τε­ρες πα­ρα­στα­τι­κές μου­σι­κές εκ­φρά­σεις τρι­κυ­μι­σμέ­νης θά­λασ­σας του μπα­ρόκ, θά­λασ­σας να­του­ρα­λι­στι­κής πε­λά­γους με­τα­φο­ρι­κού. Κά­πο­τε τα κα­ται­γι­στι­κά τρια­κο­στά δεύ­τε­ρα πρέ­πει να κο­πά­σουν, και μα­ζί τους ο πο­λύ­φω­νος σά­λος και οι άνε­μοι, και το επι­γραμ­μα­τι­κό θα­λασ­σι­νό δρα­μά­τιο να τε­λειω­θεί. Στο τέ­ταρ­το επει­σό­διο, ξυ­πνά­ει-ει­σα­κού­ει επι­τέ­λους ο Ιη­σούς. Η μπά­σα, στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κή και ανορ­θω­τι­κή του φρο­νή­μα­τος πα­ρου­σία του πρώ­τα απευ­θύ­νει ένα σχε­δόν επι­τι­μη­τι­κό ερώ­τη­μα στον ολι­γό­πι­στο χρι­στια­νό που τρό­μα­ξε ως μη όφει­λε και αμέ­σως με­τά μια ηγε­μο­νι­κή απο­στρο­φή στη θά­λασ­σα, τους πύρ­γους των κυ­μά­των και την αφη­νια­σμέ­νη θύ­ελ­λα: η πα­ρου­σία του μπά­σου κυ­μα­το­θραύ­στη που ακι­νη­το­ποιεί με τον Λό­γο το φο­βε­ρό αντι­μά­μα­λο μιας κου­στω­δί­ας ορ­γά­νων, προ­σφέ­ρει άλ­λη μια ευ­και­ρία απα­ρά­μιλ­λης μου­σι­κής έκ­φρα­σης και την μο­να­δι­κή έξο­δο-διέ­ξο­δο από την γε­νι­κή τα­ρα­χή στοι­χεί­ων και πνευ­μά­των. Δεν εί­ναι άλ­λη από την εν­δυ­νά­μω­ση της ανε­πι­φύ­λα­κτης πί­στης στον ένα και μο­να­δι­κό σω­τή­ρα και πα­τρι­κό προ­στά­τη στον οι­κείο θε­ο­λο­γι­κό ου­ρα­νό του Μπαχ, τον τας επάρ­σεις της πο­λυ­φλοί­σβου συ­ντρί­βο­ντα εν εαυ­τώ, τον την αγριό­τη­τα του πό­ντου ανα­χαι­τί­ζο­ντα τον και λειο­κύ­μο­να ταύ­την απερ­γα­ζό­με­νον, τον και τρι­κυ­μιο­θραύ­στη, τον ει­ρη­νάρ­χην, εκ­φρα­σμέ­νη συλ­λο­γι­κά εν χο­ρώ από το ανα­κου­φι­σμέ­νο πλή­ρω­μα σε ένα απε­ρι­κό­σμη­το, αρ­χαϊ­κά κό­σμιο κοι­νο­τι­κό κο­ράλ.

Πραγ­μα­το­λο­γι­κά

Η Κα­ντά­τα «Jesus schläft, was soll ich hoffen» BWV 81, εκτε­λέ­στη­κε πρώ­τη φο­ρά στη Λι­ψία, στις 30 Ια­νουα­ρί­ου 1724. Η μου­σι­κή της δια­νο­μή απαι­τεί τρεις φω­νη­τι­κούς σο­λί­στες (άλ­το, τε­νό­ρο, μπά­σο), χο­ρω­δία για το τε­τρά­φω­νο χο­ρω­δια­κό μέ­ρος και ορ­χή­στρα από 2 φλά­ου­τα με ράμ­φος, 2 όμποε ντ’ αμό­ρε, δυο βιο­λιά, βιό­λα και κο­ντί­νουο. Ο Μπαχ παίρ­νει αφορ­μή από το χω­ρίο του Ευαγ­γέ­λιου κα­τά Ματ­θαί­ον (8.26), ίσως και από το αντί­στοι­χο του κα­τά Μάρ­κον (4.35-41), όπου πε­ρι­γρά­φε­ται το επει­σό­διο του ύπνου του Ιη­σού την ώρα της τρι­κυ­μί­ας στην Τι­βε­ριά­δα, το ξύ­πνη­μά του από τους πα­νι­κό­βλη­τους μα­θη­τές και το ως δια μα­γεί­ας γα­λή­νε­μα των κυ­μά­των και μό­νο με τον Λό­γο, την προ­στα­κτι­κή προς τα στοι­χεία της φύ­σης απεύ­θυν­ση του Ιη­σού. (Λει­τουρ­γι­κής ση­μα­σί­ας για την μα­γι­κή επι­τέ­λε­ση της με­λο­ποι­ί­ας του Μπαχ, οι συ­ρι­στι­κοί και έκ­κρο­τοι συμ­φω­νι­κοί φθόγ­γοι του γερ­μα­νι­κού κει­μέ­νου: schw – vrstmm – strm, ήχοι «που μοιά­ζουν με ηχώ του νο­ή­μα­τος». Βλέ­πε και στο ελ­λη­νι­κό κεί­με­νο της πε­ρι­κο­πής τα «σ – π – π -φ – μ» : «Σιώ­πα, πε­φί­μω­σο».) 
Το «λι­μπρέ­το» τού in nuce inclusum dramma per musica, της πυ­κνής κρυ­πτο-οπε­ρα­τι­κής σκη­νής που εί­ναι εν τέ­λει η Κα­ντά­τα BWV 81 (ας ση­μειω­θεί πως ο Μπαχ εί­χε δε­σμευ­τεί με συμ­βα­τι­κή υπο­χρέ­ω­ση απέ­να­ντι στον ερ­γο­δό­τη του, το δη­μο­τι­κό συμ­βού­λιο της Λι­ψί­ας, να μη συν­θέ­τει opernhaftig, οπε­ρα­τι­κή εκ­κλη­σια­στι­κή μου­σι­κή) ορ­γα­νώ­νε­ται γύ­ρω από ένα ψήγ­μα βι­βλι­κού λό­γου στο Αριό­ζο του μπά­σου (αρ. 4, «Τί δει­λοί ἐστέ, ὀλι­γό­πι­στοι;»), με ομό­θε­μη ανώ­νυ­μη κα­τη­χη­τι­κή εκ­κλη­σια­στι­κή ποί­η­ση του συρ­μού (αρ. 1,2,3, 5 και 6) και ένα ποί­η­μα του ποι­η­τή και νο­μι­κού Γιό­χαν Φρανκ στο τε­λι­κό Κο­ράλ. Αλ­λά όπως το δια­τυ­πώ­νει ορι­στι­κά ο θαυ­μα­στός Βλα­ντι­μίρ Ζαν­κε­λε­βίτς στο πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο μου­σι­κο­ποι­η­τι­κό πα­ρά φι­λο­σο­φι­κό του δια­λο­γι­κό αυ­το­βιο­γρά­φη­μα «Κά­που στο ανο­λο­κλή­ρω­το»( στην ονει­ρι­κή υπο­βο­λή της ελ­λη­νό­φω­νης από­δο­σής του από την Λί­ζυ Τσι­ρι­μώ­κου, εκδ. Πό­λις, 2021, σ. 267): «εξα­κο­λου­θεί [ενν. η ποί­η­ση] να φέ­ρει το βά­ρος λέ­ξε­ων τε­τριμ­μέ­νων μέ­χρι ση­μεί­ου κοι­νο­το­πί­ας και συρ­ρι­κνω­μέ­νων από τον δι­δα­κτι­σμό· αυ­τές οι λέ­ξεις δεν μπο­ρούν λοι­πόν να αντα­γω­νι­στούν την αιώ­νια νιό­τη των ήχων.»

Το κεί­με­νο της Κα­ντά­τας BWV 81

1

Άρια: Άλ­το
Ο Ιη­σούς κοι­μά­ται, ποια για μέ­να ελ­πί­δα; του θά­να­του τα μαύ­ρα βά­θη εχλώ­μια­σα ως εί­δα.

2

Ρε­τσι­τα­τί­βο: Τε­νό­ρος
Κύ­ριε! Τί σ’ έχει τό­σο από μέ­να απο­μα­κρύ­νει; Τώ­ρα που η χρεία μου για σε τό­σο με­γά­λη εγί­νει; κι όλα με θά­να­το απει­λούν τη δό­λια μου ζωή; Το βλέμ­μα σου που πά­ντα άγρυ­πνο κοι­τά­ει, η δυ­στυ­χία μου δεν το πο­νά­ει; Μ’ ένα άστρο έδει­ξες άλ­λο­τε το δρό­μο το σω­στό σε άντρες προ­σή­λυ­τους σο­φούς, Αχ δώ­σε το φως του βλέμ­μα­τός σου με σι­γου­ριά να μ’ οδη­γή­σει μα­κριά απ’ τον κίν­δυ­νο σε δρό­μους γα­λη­νούς.

3

Άρια: Τε­νό­ρος
Τα κύ­μα­τα, κά­στρα αφρο­θό­λω­τα στα σκό­τει­να του Βε­λιάλ νε­ρά χυ­μούν με ορ­γή δι­πλή. Τον χρι­στια­νό η θύ­ελ­λα των θλί­ψε­ων σαν κύ­μα θε’ να τον ση­κώ­σει μα η ορ­μή της λαί­λα­πας της πί­στης του τη δύ­να­μη ζη­τά­ει να μα­ρα­ζώ­σει.

4

Αριό­ζο: Μπά­σος
Τί δει­λοί εστέ, ολι­γό­πι­στοι;

5

Άρια: Μπά­σος
Σιώ­πα, πε­φί­μω­σο! Πάψ­τε, σω­πά­στε θά­λασ­σα κι αέ­ρας, αρ­κε­τά! τη δύ­να­μή σας χα­λι­νά­ρι ας ορί­ζει, το εκλε­κτό το τέ­κνο μου κα­κο­τυ­χιά και συμ­φο­ρά να μη γνω­ρί­ζει

6

Ρε­τσι­τα­τί­βο: Άλ­το
Με πλημ­μυ­ρί­ζει η χα­ρά, μί­λη­σε ο Ιη­σούς μου και όλα τα κα­κά—της δυ­στυ­χί­ας η νύ­χτα της τρι­κυ­μί­ας η κα­τα­φο­ρά—έλα­βαν τέ­λος και όλα εί­ναι κα­λά.

7

Κο­ράλ
Ασπί­δα η προ­στα­σία σου απ’ όλα τα κα­κά, κρα­τά­ει εχθρούς και Σα­τα­νά μα­κριά. Μα­νιά­ζουν και λυσ­σούν μα να με βλά­ψουν δεν μπο­ρούν. Κι αν τώ­ρα της αμαρ­τί­ας όλε­θρος αστρά­φτει και βρο­ντά ο Ιη­σούς μου εί­ναι εδώ να με φυ­λά.

Η Κα­ντά­τα στο δια­δί­κτυο

Πά­μπολ­λες οι ηχο­γρα­φή­σεις. Εδώ μια επι­λο­γή:

2000. Τζον Έλιοτ Γκάρ­ντι­νερ. Χο­ρω­δία Μο­ντε­βέρ­ντι, The English Baroque Soloists. Ουί­λιαμ Τά­ου­ερς (άλ­το), Πολ Άγκνιου (τε­νό­ρος), Πί­τερ Χάρ­βεϊ (μπά­σος).

2017. Σούν­σκε Σά­το, βιο­λί και διεύ­θυν­ση. Netherlands Bach Society, Μάρ­γιον Στριχκ (σο­πρά­νο), Ρό­μπιν Μπλέιζ (άλ­το), Ντά­νιελ Γιό­χαν­σεν (τε­νό­ρος), Στέ­φαν Μα­κλέιν (μπά­σος).

2008. Ρού­ντολφ Λουτς. Χο­ρω­δία και Ορ­χή­στρα του Ιδρύ­μα­τος Μπαχ. Ρο­σβί­τα Μί­λερ (άλ­το), Μπέρν­χαρντ Μπέρ­χτολντ (τε­νό­ρος), Βολφ Μα­τί­ας Φρί­ντριχ (μπά­σος).

https://​www.​youtube.​com/​watch?​v=YR0​V5my​_​iU8

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: