«Prose invents, poetry discloses»

Ρόμπερτ Λαξ, Πάτμος
Ρόμπερτ Λαξ, Πάτμος



του Γιάννη Παππά,
που γνώρισε τον «Πέτρο» από κοντά.



Τα κύ­μα­τα έγλει­φαν κά­θε τό­σο την απο­βά­θρα και, κα­θώς προ­χω­ρού­σα κα­τά μή­κος της, έκα­να ανε­παί­σθη­τα χο­ρευ­τι­κά άλ­μα­τα για να απο­φύ­γω τα νε­ρά. «Prose invents, poetry discloses», τον άκου­σα να μου λέ­ει, προ­τού μπω στο πλοίο. «Αυ­τό να θυ­μά­σαι μό­νο και κα­λό σου τα­ξί­δι!». Χαι­ρε­τη­θή­κα­με κά­πως βια­στι­κά. Έπρε­πε να προ­φτά­σω την μπου­κα­πόρ­τα, που πε­ρί­με­νε πί­σω μου ανυ­πό­μο­να, σαν μι­σά­νοι­χτο στό­μα έτοι­μο να με κα­τα­πιεί. Σε λί­γο θα περ­νού­σα με γορ­γά βή­μα­τα πά­νω από τα μι­σο­σκου­ρια­σμέ­να της σί­δε­ρα για να επι­νο­ή­σω την ανά­μνη­ση ενός τα­ξι­διού που δεν εί­χα κά­νει ακό­μα. Κα­θώς στε­κό­μουν στο κα­τά­στρω­μα, κοί­τα­ξα προς το λι­μά­νι και σκέ­φτη­κα πως η ζωή εί­ναι όντως επι­νό­η­ση, μία βια­στι­κή επι­βί­βα­ση πά­νω σε ένα σκα­ρί που εσύ ο ίδιος πρέ­πει να επι­νο­ή­σεις. Δεν εί­ναι ποί­η­ση η ζωή, δεν υπάρ­χει τί­πο­τα εκεί για να απο­κα­λυ­φθεί. Εί­ναι μια πρό­ζα από ακα­θό­ρι­στα σχέ­δια της συ­νεί­δη­σης πά­νω στη γλι­στε­ρή επι­φά­νεια της τύ­χης.

Όταν ξε­κι­νή­σα­με, η νύ­χτα εί­χε ήδη απλώ­σει τις λεί­ες πα­λά­μες της πά­νω στο νυ­σταγ­μέ­νο στε­ρέ­ω­μα, απα­λύ­νο­ντας την τρα­χιά όψη των πραγ­μά­των και απο­κα­λύ­πτο­ντας τη θλιμ­μέ­νη και με­λαγ­χο­λι­κή ομορ­φιά της σιω­πής και του ονεί­ρου. Ναι, η νύ­χτα εί­ναι ποί­η­ση. Ποί­η­ση με τα όλα της. Το σκο­τά­δι, εξάλ­λου, εί­ναι ο ισό­βιος τρό­φι­μος της απο­κά­λυ­ψης και ένα τα­ξί­δι που εμπε­ριέ­χει νύ­χτα και θά­λασ­σα εί­ναι κά­τι σαν ποί­η­μα πά­νω σε λευ­κό χαρ­τί, έτοι­μο να απο­κα­λυ­φθεί. Εκεί­νη τη νύ­χτα όμως δεν υπήρ­χε κα­νέ­να νυ­χτό­βιο μυ­στή­ριο για να μου απο­κα­λυ­φθεί. Το μό­νο που σά­λε­ψε στη θέα του απο­πνι­κτι­κού λι­μα­νιού, που ολο­έ­να ξε­μά­κραι­νε κα­θώς δια­πλέ­α­με τον Αρ­γο­σα­ρω­νι­κό, ήταν μια μι­σο­σκό­τει­νη διε­ρώ­τη­ση για το πώς θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο κό­σμος αν δεν ήταν εκεί­νο το ναυα­γι­σμέ­νο κα­ρά­βι που ήταν. Ένα ναυά­γιο σε θέα. Όπως ήρ­θε αυ­τή η σκέ­ψη, έτσι κι έφυ­γε. Κύ­μα με­τα­νιω­μέ­νο.

Άκου­γα απορ­ρο­φη­μέ­νος τον αρ­γό­συρ­το σκο­πό των κυ­μά­των, όταν μια συ­μπα­θής νε­α­νι­κή φω­νή μου ψι­θύ­ρι­σε.

«Κα­πνί­ζε­τε;».
«Έχω ανα­πτή­ρα, αν αυ­τός ήταν ο ακρι­βής στό­χος της ερώ­τη­σής σας», της απά­ντη­σα πε­ρι­παι­χτι­κά.

Αφού με κοί­τα­ξε κά­πως αμή­χα­να, μου έγνε­ψε κα­τα­φα­τι­κά. Της έδω­σα τον ανα­πτή­ρα που εί­χα πά­ντο­τε στην τσέ­πη, από τό­τε που έκο­ψα το κά­πνι­σμα, σαν ιε­ρό λά­φυ­ρο από μια μά­χη που δεν τέ­λειω­σε πο­τέ. Άνα­ψε το τσι­γά­ρο της, μου χα­μο­γέ­λα­σε δι­στα­κτι­κά κι επέ­στρε­ψε στη θέ­ση της. Προς στιγ­μήν ένιω­σα να με τυ­λί­γει σαν ψυ­χρό αε­ρά­κι η μο­νο­λε­κτι­κή εντύ­πω­ση που της εί­χα κά­νει. Μα­λά­κας.

Τα βλέμ­μα­τά μας δεν ξα­να­δια­σταυ­ρώ­θη­καν. Η νε­α­ρή κα­πνί­στρια, με νο­τι­σμέ­νους τους κρο­τά­φους της από το αλα­τό­νε­ρο με το οποίο κά­θε τό­σο ρά­ντι­ζε ο αέ­ρας τα μαλ­λιά της, εί­χε βυ­θι­στεί στην οθό­νη του κι­νη­τού της. Εγώ βου­τηγ­μέ­νος στην οθό­νη της σκέ­ψης μου, εί­χα προ­ση­λω­θεί στην αυ­ρια­νή διά­λε­ξη που εί­χα να κά­νω στο Ηρά­κλειο της Κρή­της σχε­τι­κά με την έν­νοια της απο­κά­λυ­ψης στη σύγ­χρο­νη υπαρ­ξια­κή ποί­η­ση. Οι ναύ­τες αρέ­σκο­νται να αφη­γού­νται στο λι­μά­νι ιστο­ρί­ες για φουρ­τού­νες και κα­ται­γί­δες από τις οποί­ες επέ­ζη­σαν. Οι υπαρ­ξια­κοί ποι­η­τές, από την άλ­λη, επι­μέ­νουν να μι­λούν για το ναυά­γιο της ύπαρ­ξης από την ασφά­λεια του μι­κρο­σκο­πι­κού λι­μα­νιού της γρα­φής. Υπάρ­χει όμως άρα­γε λι­μά­νι ασφα­λές στην ποί­η­ση; Έκλει­σα εσπευ­σμέ­να την μπου­κα­πόρ­τα από την οποία άρ­χι­σαν να ει­σβάλ­λουν ορ­δές αυ­τό­χει­ρων ποι­η­τών μέ­σα στο πλοίο μου και στρά­φη­κα πά­λι προς την αρυ­τί­δω­τη γα­λή­νη της νυ­χτε­ρι­νής μπου­νά­τσας, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας ψυ­χο­λο­γι­κά τον εαυ­τό μου για τον άβο­λο ύπνο ενός τα­ξι­διού χω­ρίς κα­μπί­να: δύο πλα­στι­κές κα­ρέ­κλες, πρό­χει­ρα ενω­μέ­νες, τυ­λιγ­μέ­νες από νε­ρό, αλά­τι κι αέ­ρα. Όμως, ο σι­γα­νός πα­φλα­σμός, που κά­θε τό­σο απο­κα­λυ­πτό­ταν μέ­σα από τη βου­βή με­λω­δία του τα­ξι­διού, ήταν αρ­κε­τός ώστε στα μά­τια μου, εκεί­νο το βρά­δυ, το αυ­το­σχέ­διο πλα­στι­κό μου κα­τά­λυ­μα να μοιά­ζει με ένα κα­λο­γραμ­μέ­νο υπαρ­ξια­κό ποί­η­μα.

Εί­χε ήδη ξη­με­ρώ­σει, όταν ένας άντρας με στρα­βά κο­κά­λι­να γυα­λιά, με σκού­ντη­ξε ελα­φρά στον ώμο. «Το πλοίο έφτα­σε στον προ­ο­ρι­σμό του. Πα­ρα­κα­λώ, πρέ­πει να απο­βι­βα­στεί­τε». Χα­μο­γέ­λα­σα νυ­σταγ­μέ­να και, κα­θώς ση­κώ­θη­κα, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι η μέ­ση μου ήταν πιο στρα­βω­μέ­νη και από του τύ­που τα γυα­λιά. Απο­βι­βα­ζό­μουν με­τα­ξύ των τε­λευ­ταί­ων, σκου­ντου­φλώ­ντας στον θο­λό τοί­χο της νύ­στας μου, όταν η νε­α­ρή κα­πνί­στρια με στα­μά­τη­σε: «Θέ­λω κά­τι να σας πω. Ελά­τε μα­ζί μου». Αλ­λά ξαφ­νι­κά επι­τά­χυ­νε τό­σο το βή­μα της που άρ­χι­σα να την χά­νω από τα μά­τια μου, ώσπου στο τέ­λος έγι­νε ένα με την άμορ­φη μά­ζα των επι­βα­τών.

Η διά­λε­ξη θα γι­νό­ταν στο Δη­μαρ­χείο του Ηρα­κλεί­ου, γε­γο­νός που εί­χε εντεί­νει δρα­μα­τι­κά το άγ­χος μου. Γι’ αυ­τόν τον λό­γο, απο­φά­σι­σα να κά­νω μια βόλ­τα στο κέ­ντρο, δο­κι­μά­ζο­ντας να δια­χύ­σω την αγω­νία μου στη δαι­δα­λώ­δη ρυ­μο­το­μία της πό­λης. Κά­που εί­χα δια­βά­σει για μια ψυ­χα­να­λυ­τι­κή θε­ω­ρία, σύμ­φω­να με την οποία ο λα­βύ­ριν­θος απο­τε­λεί μια πα­νάρ­χαιη, πλην όμως δια­χρο­νι­κή, θε­ρα­πευ­τι­κή μέ­θο­δο για τον κα­τευ­να­σμό του άγ­χους. Όταν εί­χα πρω­το­δια­βά­σει αυ­τή τη θε­ω­ρία μού εί­χε φα­νεί τό­σο συ­νω­μο­σιο­λο­γι­κή όσο και ο σκο­τει­νός και αδιό­ρα­τος τρό­πος με τον οποίο όλα κά­πως συν­δέ­ο­νται με­τα­ξύ τους στα με­τα­μο­ντέρ­να αμε­ρι­κα­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Λα­βύ­ριν­θος και άγ­χος. Ση­μεί­ω­σα αυ­τές τις δυο λέ­ξεις στο ημε­ρο­λό­γιό μου, οπλί­στη­κα με συ­νω­μο­τι­κή διά­θε­ση και ξε­χύ­θη­κα στα πο­λυ­σύ­χνα­στα στε­νά του Ηρα­κλεί­ου, έτοι­μος να δα­μά­σω τον αν­θρω­πό­μορ­φο ταύ­ρο του άγ­χους μου.

Το θέ­μα της διά­λε­ξής μου ήταν η υπαρ­ξια­κή ποί­η­ση δύο ποι­η­τών που εί­χαν κοι­νή κα­τα­γω­γή από το Ηρά­κλειο· οι δύο Διό­σκου­ροι της κρη­τι­κής υπαρ­ξια­κής ποί­η­σης. Η ποί­η­σή τους με εί­χε απα­σχο­λή­σει στη δι­δα­κτο­ρι­κή μου δια­τρι­βή και ήταν μια κα­λή ευ­και­ρία να ανα­πτύ­ξω πε­ραι­τέ­ρω το θέ­μα, βά­ζο­ντας επι­πλέ­ον μια –μάλ­λον εξε­ζη­τη­μέ­νη– πι­νε­λιά εντο­πιό­τη­τας που υπέ­θε­σα πως θα γο­ή­τευε τους Hρα­κλειώ­τες ακρο­α­τές μου. Από την ισχνή συρ­ροή του κό­σμου (ένας μυ­στα­κο­φό­ρος αντι­δή­μαρ­χος –υπεύ­θυ­νος για τα πο­λι­τι­στι­κά του δή­μου–, πέ­ντε κα­θη­γη­τές δευ­τε­ρο­βάθ­μιας, τρεις φοι­τη­τές φι­λο­λο­γί­ας, δύο ιε­ρω­μέ­νοι και δυο-τρεις άλ­λοι, ξέ­μπαρ­κοι ή πα­ρα­πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νοι πε­ρί του θέ­μα­τος της δη­μο­τι­κής εκ­δή­λω­σης) συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι η υστε­ρο­φη­μία των δύο υπαρ­ξια­κών μου Διό­σκου­ρων δεν ήταν το φόρ­τε τους στη γε­νέ­θλια πό­λη τους. Πέ­ρα από δύο σχε­δόν άφα­ντες οδούς που έφε­ραν δει­λά το όνο­μά τους, η πό­λη έμοια­ζε να τους έχει ξα­πο­στεί­λει στην αχαρ­το­γρά­φη­τη επι­κρά­τεια της λή­θης.

Εί­χε ήδη νυ­χτώ­σει όταν άφη­σα πί­σω μου το επι­βλη­τι­κό Δη­μαρ­χείο και τις απο­τυ­χη­μέ­νες υπαρ­ξια­κές εκ­δη­λώ­σεις του και, εμ­φα­νώς απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος, κα­τη­φό­ρι­σα έναν από τους δαι­δα­λώ­δεις δρό­μους του κέ­ντρου, οι οποί­οι –για κα­κή μου τύ­χη–, κα­θώς ήταν όλοι τους πρό­σφα­τα πε­ζο­δρο­μη­μέ­νοι, έμοια­ζαν τρο­με­ρά με­τα­ξύ τους. Το πα­λιό κα­λό χα­ο­τι­κό Ηρά­κλειο εξευ­γε­νί­ζε­ται –σκέ­φτη­κα– εξα­κο­λου­θώ­ντας, πα­ρ’ όλα αυ­τά, να πα­ρα­μέ­νει το ίδιο χα­ο­τι­κό. Ένιω­σα τό­τε να με ακο­λου­θεί, σαν σκιά, μια τρε­μά­με­νη φω­νή. Εξέ­τα­σα με συ­νω­μο­τι­κό βλέμ­μα τον έρη­μο δρό­μο και αφού σι­γου­ρεύ­τη­κα πως δεν ήταν το φά­ντα­σμα κά­ποιου λη­σμο­νη­μέ­νου υπαρ­ξια­κού ποι­η­τή, που επι­ζη­τού­σε κά­ποιου εί­δους βε­ντέ­τα για τη χα­μέ­νη τι­μή της υστε­ρο­φη­μί­ας του, συ­νέ­χι­σα ακά­θε­κτος την πο­ρεία μου, προ­σποιού­με­νος πως δεν συμ­βαί­νει τί­πο­τε το πα­ρά­δο­ξο ή με­τα­φυ­σι­κό. Για μια στιγ­μή, ήλ­πι­σα να πε­τύ­χω κά­που τη γοη­τευ­τι­κή κα­πνί­στρια του πλοί­ου, σαν Θη­σέ­ας απα­ρη­γό­ρη­τος που μά­ταια ανα­ζη­τού­σε να βρει το νή­μα της Αριά­δνης του, το οποίο εί­χε κο­πεί από­το­μα κα­τά την πρω­ι­νή απο­βί­βα­ση.

«Prose invents, poetry discloses» άκου­σα με­τά από λί­γο να ηχεί στα αυ­τιά μου τε­λεί­ως κα­θα­ρά η τρε­μά­με­νη φω­νή. Έκα­να μια στρο­φή εκα­τόν ογδό­ντα μοι­ρών και δεν μπο­ρού­σα να πι­στέ­ψω στα μά­τια μου. Ήταν ο αγ­γλό­φω­νος εκεί­νος τύ­πος με τις προ­σω­κρα­τι­κές, αι­νιγ­μα­τι­κές ατά­κες που εί­χα συ­να­ντή­σει στο λι­μά­νι του Πει­ραιά. Μια ψη­λό­λι­γνη σκιά, με κά­τα­σπρα γέ­νια κι ακό­μα πιο κά­τα­σπρα μαλ­λιά, που κά­θε τό­σο ξε­πε­τιό­ταν στον δρό­μο και ακι­νη­το­ποιού­σε με αφο­πλι­στι­κές ατά­κες τους αμέ­ρι­μνους δια­βά­τες, με τον ίδιο ακρι­βώς τρό­πο που τα τσι­τά­τα του Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν φέ­ρο­νταν στους πε­ρα­στι­κούς και τις πε­ποι­θή­σεις τους. Εί­χε ψη­λή κι ασκη­τι­κή κορ­μο­στα­σιά, κά­τι σαν τον Ρό­μπερτ Λαξ, εκεί­νον τον πνευ­μα­τι­στή, μπίτ­νικ ποι­η­τή, που στα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζω­ής του απο­φά­σι­σε να απο­βι­βα­στεί από το πο­λύ­βουο κα­ρά­βι της Νέ­ας Υόρ­κης, ανα­ζη­τώ­ντας μια πνευ­μα­τι­κό­τε­ρη ενέ­λι­ξη στη ζωή του, για να προ­σα­ρά­ξει τε­λι­κά στο δια­χρο­νι­κά με­τα­φυ­σι­κό­τε­ρο και κα­τά τι ησυ­χα­στι­κό­τε­ρο νη­σά­κι της Πά­τμου. Το νη­σί της Απο­κά­λυ­ψης. Το νη­σί της Ποί­η­σης, με άλ­λα λό­για.

«Και τι απο­κο­μί­σα­τε από το σύ­ντο­μο αυ­τό τα­ξί­δι σας;» με ρώ­τη­σε εκεί­νος ο φτυ­στός Ρό­μπερτ Λαξ, με­ταμ­φιε­σμέ­νος σε Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν.

«Τώ­ρα κα­τά­λα­βα» του απά­ντη­σα. «Τα κα­τά­λα­βα όλα, κύ­ριε Λαξ».

«Τζακ ονο­μά­ζο­μαι. Άλ­λα αυ­τό δεν έχει και πολ­λή ση­μα­σία. Ση­μα­σία έχει τι κα­τα­λά­βα­τε!».

«Κα­τά­λα­βα ότι η πρό­ζα εί­ναι η επι­νό­η­ση του εαυ­τού της και ότι όλα εί­ναι ένα ψέ­μα, κύ­ριε Τζακ Λαξ. Ένα ψέ­μα, όμως, που μπο­ρεί να εί­ναι πιο πραγ­μα­τι­κό και από την ίδια την αλή­θεια. Με­ρι­κές φο­ρές δεν χρειά­ζε­ται να ανοί­ξεις μια αλη­θι­νή μπου­κα­πόρ­τα για να κά­νεις πραγ­μα­τι­κά τα­ξί­δια. Μπο­ρείς απλώς να την επι­νο­ή­σεις. Το τα­ξί­δι σου εί­ναι ήδη εκεί, αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­νο στο αό­ρα­το λι­μά­νι μιας μυ­στι­κής μα κα­θό­λα πραγ­μα­τι­κής εμπει­ρί­ας. Οι φα­ντα­στι­κές ιστο­ρί­ες που επι­νο­ού­με μπο­ρεί να εί­ναι το ίδιο πραγ­μα­τι­κές με τις ιστο­ρί­ες που έχου­με ζή­σει. Οι δύο λη­σμο­νη­μέ­νοι υπαρ­ξια­κοί Διό­σκου­ροι, λό­γου χά­ρη, που, κα­τά τ’ άλ­λα, ανή­κουν στην πιο πραγ­μα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της λο­γο­τε­χνι­κής ιστο­ρί­ας, αλ­λά δεν τους δια­βά­ζει πλέ­ον κα­νείς, μπο­ρεί να εί­ναι το ίδιο επι­νοη­μέ­νοι όσο και μια νε­α­ρή κα­πνί­στρια που κα­πνί­ζει φα­ντα­στι­κά τσι­γά­ρα σε επι­νοη­μέ­να πλοία».

«Λά­θος κα­τα­λά­βε­τε, κύ­ριε Παξ. Πο­λύ λά­θος τα κα­τα­λά­βα­τε όλα!», μου απά­ντη­σε η τρε­μά­με­νη φω­νή και μ’ αυ­τόν τον άκομ­ψο και απο­στο­μω­τι­κό τρό­πο με χαι­ρέ­τη­σε βια­στι­κά και χά­θη­κε στο βά­θος της νύ­χτας.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: