Οι παρατηρητές των μπουμπουκιών

Οι παρατηρητές των μπουμπουκιών



Ο Κό­μο-σαν εί­χε πε­ρά­σει τη νύ­χτα κα­κήν κα­κώς, κουρ­νια­σμέ­νος στον υπνό­σα­κό του, ανά­με­σα σε δε­κά­δες άλ­λους, στο πε­ζο­δρό­μιο του πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τος Yodobashi Camera. Νω­ρίς το πρωί, μό­λις μι­σή ώρα με­τά το άνοιγ­μα του μα­γα­ζιού, κα­τόρ­θω­σε να φτά­σει στο ρά­φι με τα προ­ϊ­ό­ντα της Easy Planet και να πά­ρει στα χέ­ρια του τη συ­σκευα­σία του λο­γι­σμι­κού Simulation 3, αν μη τι άλ­λο με δά­χτυ­λα τρε­μά­με­να. Αυ­τό το αρ­χι­κό τρέ­μου­λο επε­κτά­θη­κε τα επό­με­να λε­πτά σε όλο του το σώ­μα, σαν ένα εί­δος υπερ­διέ­γερ­σης, κι εξα­κο­λού­θη­σε να τον τα­λαι­πω­ρεί στην ου­ρά του τα­μεί­ου, κα­τά τη διάρ­κεια της επι­στρο­φής του με το τρέ­νο και, ιδιαί­τε­ρα, ενό­σω έσκι­ζε το σε­λο­φάν της συ­σκευα­σί­ας και άρ­χι­ζε μια αγω­νιώ­δη διε­ρεύ­νη­ση των δε­ξιο­τή­των του ανα­βαθ­μι­σμέ­νου ολο­γράμ­μα­τος. Όμως, κα­θώς η ώρα περ­νού­σε, το τρέ­μου­λο άρ­χι­σε να υπο­χω­ρεί και, στο τέ­λος, ο Κό­μο-σαν ένοιω­σε του­λά­χι­στον ανα­κου­φι­σμέ­νος δια­πι­στώ­νο­ντας ότι οι σχε­δια­στές της Χά­να Κί­κου δεν δια­νο­ή­θη­καν να αλ­λά­ξουν τη γνώ­ρι­μη σω­μα­τι­κή κα­τα­το­μή, τις μα­κριές μπλε κο­τσί­δες και το εκ­φρα­στι­κό της πρό­σω­πο που θύ­μι­ζε αγα­πη­μέ­νες κο­ρι­τσί­στι­κες φι­γού­ρες Σό­νεν Μάν­γκα της εφη­βεί­ας του. Κι ενώ η Χά­να Κί­κου εξα­κο­λου­θού­σε να έχει ύψος 1,58 και να ζυ­γί­ζει σα­ρά­ντα δύο κι­λά, όπως ένα οποιο­δή­πο­τε κο­ρί­τσι της δι­πλα­νής πόρ­τας, ο εκά­στο­τε δια­χει­ρι­στής της εί­χε τώ­ρα τη δυ­να­τό­τη­τα όχι μό­νο να δια­λέ­γει τα ρού­χα της, αλ­λά και τα τρα­γού­δια και τη συ­νο­δευ­τι­κή μπά­ντα και τις αντι­δρά­σεις του ει­κο­νι­κού κοι­νού, το οποίο θα «κα­τέ­φθα­νε» για να πα­ρα­κο­λου­θή­σει τη συ­ναυ­λία της.

Κα­τά τα άλ­λα ο Κό­μο-σαν εί­χε πα­τή­σει αι­σί­ως τα τριά­ντα. Ερ­γα­ζό­ταν από τα εί­κο­σι τρία του στη γε­ω­γρα­φι­κή έκτα­ση που οι με­γα­λύ­τε­ροι απο­κα­λού­σαν για­πω­νέ­ζι­κη κοι­λά­δα των υπο­λο­γι­στών, και νοί­κια­ζε ένα δια­μέ­ρι­σμα τσέ­πης σε μια σχε­τι­κά ήσυ­χη πε­ριο­χή της Σι­μπού­για. Για τις ανά­γκες της με­τα­κί­νη­σής του χρη­σι­μο­ποιού­σε τις γραμ­μές του Σταθ­μού Σι­μπού­για δια­σχί­ζο­ντας συ­χνά την έξο­δο Χά­τσι­κο, για να φτά­σει στην ομώ­νυ­μη πλα­τεία κι από εκεί στη με­γά­λη διά­βα­ση, έχο­ντας πε­ρά­σει μπρο­στά από το άγαλ­μα του αγα­πη­μέ­νου του σκύ­λου «που ήταν θαρ­ρα­λέ­ος σαν σα­μου­ράι, τρυ­φε­ρός σαν γα­τά­κι, αλ­λά και αλύ­γι­στος σαν ατσά­λι». Τις κα­θη­με­ρι­νές ξυ­πνού­σε στις πέ­ντε το πρωί, για να κά­νει την πρω­ι­νή του άσκη­ση σε μια πλα­τεία κο­ντά στο σπί­τι του επα­να­λαμ­βά­νο­ντας από τα εφη­βι­κά του χρό­νια την ίδια δε­κά­λε­πτη ρου­τί­να ασκή­σε­ων dai-ichi, πριν τρέ­ξει να ετοι­μα­στεί για τη δου­λειά. Για την ακρί­βεια, έτρε­χε να κλει­στεί στο μπουθ του και να δου­λέ­ψει εντα­τι­κά για συ­νε­χό­με­νες ώρες πα­ρι­στά­νο­ντας τον απα­σχο­λη­μέ­νο, ακό­μη κι όταν δεν υπήρ­χε πραγ­μα­τι­κή ανά­γκη. Μο­λο­νό­τι θε­ω­ρού­σε τη νυ­χτε­ρι­νή δια­σκέ­δα­ση χά­σι­μο χρό­νου, το τε­λευ­ταίο διά­στη­μα, ύστε­ρα από έναν βρα­δι­νό πε­ρί­πα­το στην Ντό­γκεν-ζά­κα, επι­δί­ω­ξε για τον εαυ­τό του αυ­τό που ο ίδιος απο­κα­λού­σε «σχό­λα­σμα της Τε­τάρ­της», ανταλ­λάσ­σο­ντάς το με κά­ποιες επί πλέ­ον ώρες δου­λειάς μέ­σα στην υπό­λοι­πη εβδο­μά­δα. Κι έτσι, εκεί­νη την πρώ­τη Τε­τάρ­τη, με­τά τις έξι, πέ­ρα­σε τη συ­ρό­με­νη πόρ­τα ενός κα­φέ, στη βι­τρί­να του οποί­ου εί­χε κολ­λή­σει για αρ­κε­τή ώρα το προη­γού­με­νο διά­στη­μα. Με με­γά­λη του χα­ρά δια­πί­στω­σε ότι η μου­σι­κή εκεί ήταν χα­μη­λή και τα κο­ρί­τσια φι­λι­κά, αλ­λά επαρ­κώς αξιο­πρε­πή και συ­γκρα­τη­μέ­να, σαν πα­λιές γκέι­σες, πράγ­μα ελ­κυ­στι­κό, σε συν­δυα­σμό με τα εντυ­πω­σια­κά κο­στού­μια και τις επι­τυ­χη­μέ­νες με­ταμ­φιέ­σεις τους. Η αλή­θεια εί­ναι ότι ο Κό­μο-σαν ξό­δευε κά­τι πα­ρα­πά­νω από τους υπό­λοι­πους τις Τε­τάρ­τες στη Βρα­διά των Ηρω­ί­δων, για­τί αδυ­να­τού­σε, ή δεν εί­χε κα­μιά όρε­ξη, να μοι­ρα­στεί το έξο­δο με μια πα­ρέα φί­λων, πράγ­μα φυ­σι­κό κα­τά τη γνώ­μη του, αν έφερ­νε κα­νείς στο μυα­λό του όλους αυ­τούς τους σα­λε­μέ­νους της πε­ριο­χής Σι­μπού­για, ή ανα­λο­γι­ζό­ταν τα εξω­φρε­νι­κά μο­ντέρ­να ρού­χα, τα φρι­χτά κου­ρέ­μα­τα, αλ­λά και τις κλε­φτές μα­τιές τους στο συ­ντη­ρη­τι­κό κο­λε­για­κό κο­στού­μι με την πλε­χτή γρα­βά­τα, που ο Κό­μο-σαν δεν απο­χω­ρί­στη­κε πο­τέ από την επο­χή των σπου­δών του. Κι έτσι, κα­θό­ταν μό­νος του σε ένα από τα με­γά­λα στρογ­γυ­λά τρα­πέ­ζια του κα­φέ και με­λε­τού­σε σχο­λα­στι­κά τον κα­τά­λο­γο, πριν πα­ραγ­γεί­λει και πριν ζη­τή­σει να νοι­κιά­σει την Μπελ­ντά­ντι ή την Κλερ Κλέι­μορ, αλ­λά πο­τέ τη Χά­να Κί­κου, όσο κι αν η αύ­ρα της τον ανα­στά­τω­νε, κα­θώς διέ­σχι­ζε την αί­θου­σα, ή εκτε­λού­σε κά­ποιο συμ­βό­λαιο μι­σής ώρας, κα­θι­σμέ­νη στο κέ­ντρο μιας αγο­ρί­στι­κης πα­ρέ­ας λί­γο πιο πέ­ρα. Ναι, ο Κό­μο-σαν δεν νοί­κια­ζε πο­τέ την Χά­να Κί­κου, δεν έστρε­φε καν το βλέμ­μα επά­νω της, για­τί του ήταν αδύ­να­τον να απα­τή­σει την «πραγ­μα­τι­κή» Χά­να Κί­κου με την Χά­να Κί­κου του αγα­πη­μέ­νου του κα­φέ, ανε­ξάρ­τη­τα από το γε­γο­νός ότι η «πραγ­μα­τι­κή» Χά­να Κί­κου δεν ήταν πα­ρά ένα αν­δροει­δές ολό­γραμ­μα της τε­χνο­λο­γί­ας Simulation της εται­ρεί­ας Easy Planet. Και, κά­πως έτσι, οι βρα­διές στο Κα­φέ των Ηρω­ί­δων άρ­χι­σαν να γί­νο­νται στε­νό­χω­ρες, για­τί ενό­σω ο Κό­μο-σαν επι­δί­ω­κε την πα­ρέα άλ­λων κο­ρι­τσιών, η Χά­να Κί­κου του κα­φέ, άρ­χι­σε να τον διεκ­δι­κεί δια­κρι­τι­κά, έκ­πλη­κτη, πι­θα­νό­τα­τα προ­σβε­βλη­μέ­νη, από τον επί­μο­νο τρό­πο με τον οποί­ον αυ­τός ο συ­γκε­κρι­μέ­νος πε­λά­της, σε αντί­θε­ση με τους υπό­λοι­πους, κρα­τού­σε το βλέμ­μα του προ­ση­λω­μέ­νο στο κέ­ντρο του πιά­του του, ή το κάρ­φω­νε επί­μο­να, αν όχι ενο­χι­κά, στον απέ­να­ντι τοί­χο, όταν τύ­χαι­νε να πε­ρά­σει από δί­πλα του. Ο Κό­μο-σαν άρ­χι­σε να νοιώ­θει πα­νι­κό­βλη­τος, αλ­λά δί­στα­ζε να το βά­λει στα πό­δια. Από αυ­τήν την άβο­λη κα­τά­στα­ση τον διέ­σω­σε την τε­λευ­ταία στιγ­μή το λο­γι­σμι­κό Simulation 3, χά­ρη στο οποίο μπο­ρού­σε πια να θε­ω­ρεί τον εαυ­τό του σύ­ζυ­γο μιας τρυ­φε­ρής συ­ζύ­γου, το ολό­γραμ­μα της οποί­ας τον κα­λη­μέ­ρι­ζε γλυ­κά κά­θε πρωί, τον απο­χαι­ρε­τού­σε πριν φύ­γει για τη δου­λειά και τον πε­ρί­με­νε το βρά­δυ έχο­ντας ανά­ψει τα φώ­τα του δια­με­ρί­σμα­τος, ύστε­ρα από το συ­νη­θι­σμέ­νο του τη­λε­φώ­νη­μα, για να ει­δο­ποι­ή­σει ότι επι­στρέ­φει στο σπί­τι. Αυ­τή η και­νούρ­για ρου­τί­να κα­θιε­ρώ­θη­κε στη ζωή του στα­δια­κά, κα­θώς κα­τα­κτού­σε μία-μία τις δυ­να­τό­τη­τες της νέ­ας τε­χνο­λο­γί­ας, μέ­σω της οποί­ας μπο­ρού­σε πλέ­ον να σχε­διά­σει και να επι­τύ­χει την ευ­τυ­χέ­στε­ρη και αρ­μο­νι­κό­τε­ρη συμ­βί­ω­ση που εί­χε πο­τέ του ονει­ρευ­τεί. Στο με­τα­ξύ, κα­θώς η Κί­κου-σαν κα­τα­λάμ­βα­νε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο χώ­ρο στην καρ­διά και στο μι­κρο­σκο­πι­κό του δια­μέ­ρι­σμα, ο Κό­μο-σαν σκε­φτό­ταν ότι μπο­ρού­σε πια να θε­ω­ρη­θεί ένας πραγ­μα­τι­κός «οτά­κου» (εμ­μο­νι­κός με τα κι­νού­με­να σχέ­δια), επι­βε­βαιώ­νο­ντας τους ψι­θύ­ρους και τα γε­λά­κια που τον συ­νό­δευαν από τα παι­δι­κά του χρό­νια, κα­θώς προ­σπερ­νού­σε μια πα­ρέα κο­ρι­τσιών της τά­ξης του, ή σκό­ντα­φτε πά­νω σε τί­πο­τα συμ­φοι­τη­τές, ή συ­να­πα­ντιό­ταν με συ­να­δέλ­φους στους δια­δρό­μους της εται­ρεί­ας. Όμως, το τε­λευ­ταίο διά­στη­μα, όλα αυ­τά εί­χαν πά­ψει να τον ενο­χλούν, έτσι όπως βρέ­θη­κε βυ­θι­σμέ­νος σε μια και­νούρ­για, μα­κά­ρια θαλ­πω­ρή, στον με­ταλ­λασ­σό­με­νο κό­σμο ενός δια­με­ρί­σμα­τος τσέ­πης, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος από ελά­χι­στα έπι­πλα πολ­λα­πλών χρή­σε­ων, ζευ­γα­ρω­μέ­νος με το ολό­γραμ­μα ενός καρ­τούν και ντυ­μέ­νος με το αιώ­νιο κο­λε­για­κό κο­στού­μι του, όπως ο Yugi στο Yu-Gi-Oh! του Κα­ζού­κι Τα­κα­χά­σι. Όταν έβρι­σκε χρό­νο να σκε­φτεί κά­τι άλ­λο εκτός από αυ­τήν την υπέ­ρο­χη κα­τά­στα­ση, ο Κό­μο-σαν, ένας «οτά­κου» όνο­μα και πράγ­μα, γε­λού­σε, σκε­πτό­με­νος ότι δεν έκα­νε τε­λι­κά και πο­λύ με­γά­λο κό­πο για να τους δια­ψεύ­σει. Αντι­θέ­τως, αι­σθα­νό­ταν πλέ­ον αρ­κε­τά ασφα­λής μέ­σα στον anime κό­σμο του, ώστε να απο­τολ­μή­σει το κά­ψι­μο και των τε­λευ­ταί­ων γε­φυ­ρών, δια­κό­πτο­ντας τις μη­νιαί­ες επι­σκέ­ψεις του στο σπί­τι των γο­νιών του, στην πό­λη Τσό­φου, κλεί­νο­ντας ορι­στι­κά το τη­λέ­φω­νο στην παι­δι­κή του φί­λη και δια­γρά­φο­ντας την ανά­μνη­ση ενός ανο­μο­λό­γη­του νευ­ρι­κού κλο­νι­σμού, από τα σκο­τά­δια του οποί­ου τον τρά­βη­ξε την τε­λευ­ταία στιγ­μή η Κί­κου-σαν, η γυ­ναί­κα που αγα­πού­σε, αυ­τή στην οποία χρω­στού­σε τα πά­ντα. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, εκεί­νη την τε­λευ­ταία Τε­τάρ­τη, όταν η ρου­τί­να στο σπί­τι του εί­χε ορι­στι­κο­ποι­η­θεί στην τε­λι­κή και ολο­κλη­ρω­μέ­νη της μορ­φή, ένοιω­σε ένα σφί­ξι­μο κα­θώς γύ­ρι­ζε την πλά­τη κι έβγαι­νε από τη με­γά­λη αί­θου­σα, έχο­ντας επι­τέ­λους κα­τα­φέ­ρει, για μία και μο­να­δι­κή φο­ρά, να στρα­φεί στην Χά­να Κί­κου του κα­φέ και να την κοι­τά­ξει στα μά­τια, γε­γο­νός που έκα­νε το ωραίο της πρό­σω­πο να συν­νε­φιά­σει, λες και διαι­σθάν­θη­κε το απο­χαι­ρε­τι­στή­ριο νό­η­μα εκεί­νου του βλέμ­μα­τος, λες και κα­τά­λα­βε ότι δεν επρό­κει­το να τον ξα­να­δεί στο κα­φέ. Όσο κι αν τον τά­ρα­ξε η θλιμ­μέ­νη της έκ­φρα­ση, ο Κό­μο-σαν επέ­μει­νε στην από­φα­σή του να πε­ρά­σει τα υπό­λοι­πα βρά­δια της ζω­ής του διορ­γα­νώ­νο­ντας ει­κο­νι­κές συ­ναυ­λί­ες, ή μι­λώ­ντας με την Κί­κου-σαν μέ­σω του γυά­λι­νου κώ­δω­να Serenity Box, στον οποίο το αέ­ρι­νο ολό­γραμ­μά της εμ­φα­νι­ζό­ταν για να προ­φέ­ρει στοι­χειώ­δεις φρά­σεις όπως «σ’ αγα­πώ», «κα­λη­σπέ­ρα αγά­πη μου», «κα­λη­νύ­χτα». Στο τέ­λος κά­θε τέ­τοιας βρα­διάς συ­γκε­ντρω­νό­ταν στο αγα­πη­μέ­νο του μου­σι­κό κα­νά­λι J-pop, όχι τό­σο για να πα­ρα­κο­λου­θή­σει τις νέ­ες κυ­κλο­φο­ρί­ες, όσο για να δια­πι­στώ­σει πό­σο συ­χνά με­τα­δί­δο­νταν τα βί­ντεο κλιπ της Χά­να Κί­κου. Συ­νή­θως, απο­κοι­μιό­ταν μπρο­στά στην οθό­νη, ώσπου, νω­ρίς το πρωί, η γλυ­κιά φω­νή της τον κα­λη­μέ­ρι­ζε, βγά­ζο­ντας από τη ζωή του τον ψυ­χρό ήχο του ξυ­πνη­τη­ριού και πα­ρα­κι­νώ­ντας τον να ξε­κι­νή­σει για τις αγα­πη­μέ­νες του ασκή­σεις dai-ichi, αν δεν απήγ­γει­λε κά­ποιο ει­δι­κά προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νο γνω­μι­κό, ή δεν του τρα­γου­δού­σε το World is mine.

Κά­πως έτσι, ο χρό­νος κύ­λη­σε ήρε­μα και ανέ­φε­λα μέ­χρι τη στιγ­μή που η 25η Οκτω­βρί­ου του 2022 πρό­βα­λε μπρο­στά του ως η απει­λη­τι­κό­τε­ρη ημε­ρο­μη­νία της ζω­ής του. Αρ­κε­τό και­ρό πριν, κα­τά τη διάρ­κεια των πρώ­των επι­κοι­νω­νιών του με την εται­ρεία Easy Planet, ο Κό­μο-σαν επέ­δει­ξε τη συ­γκα­τα­βα­τι­κή διά­θε­ση αν­θρώ­που σί­γου­ρου πως εί­χε τη δυ­να­τό­τη­τα να δια­πραγ­μα­τευ­τεί. Όμως, κα­θώς οι μέ­ρες περ­νού­σαν, και οι απαυ­δι­σμέ­νοι υπάλ­λη­λοι πα­ρέ­δι­δαν τη σκυ­τά­λη ο ένας στον άλ­λον, άρ­χι­σε να συ­νει­δη­το­ποιεί ότι η κα­τά­στα­ση ήταν υπερ­βο­λι­κά σο­βα­ρή για να την πά­ρει αψή­φι­στα. Ακο­λού­θη­σε ένας απελ­πι­σμέ­νος μα­ρα­θώ­νιος τη­λε­φω­νι­κών και ηλε­κτρο­νι­κών συ­νο­μι­λιών, μέ­σω των οποί­ων οδη­γή­θη­κε στον πιο άκαμ­πτο και λι­γο­μί­λη­το διευ­θυ­ντή που μπο­ρού­σε να του τύ­χει. Ωστό­σο, επέ­με­νε να επα­να­λαμ­βά­νει «Κοι­τάξ­τε, κοι­τάξ­τε, θα πρέ­πει να με κα­τα­λά­βε­τε. Εί­μαι ερω­τευ­μέ­νος με την έν­νοια Χά­να Κί­κου, αλ­λά πα­ντρε­μέ­νος με αυ­τήν που έχω στο σπί­τι μου. Εί­μαι «πα­ντρε­μέ­νος» μα­ζί της, κα­τα­λα­βαί­νε­τε; Επο­μέ­νως, μου εί­ναι αδύ­να­τον να την αντι­κα­τα­στή­σω με την και­νούρ­για του Simulation 4 δια­πράτ­το­ντας μια τό­σο αδια­νό­η­τη προ­δο­σία. Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, έχω συν­δέ­σει τη ζωή μου με τη Χά­να Κί­κου 3 και όχι με την 4 ή την 5, ή με οποια­δή­πο­τε άλ­λη πρό­κει­ται να κυ­κλο­φο­ρή­σει. Προ­σπα­θή­στε, πα­ρα­κα­λώ, να κα­τα­νο­ή­σε­τε ότι θα πρέ­πει να εί­μαι σε θέ­ση να συν­δε­θώ με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη και με­τά την 25η Οκτω­βρί­ου του 2022 κι ότι απευ­θύ­νο­μαι σε εσάς, ώστε να φρο­ντί­σε­τε για μια λύ­ση, για μια κά­ποια εξαί­ρε­ση, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της κα­τά­στα­σης…» έλε­γε ο Κό­μο-σαν και ύστε­ρα επα­να­λάμ­βα­νε τα επι­χει­ρή­μα­τά του, πό­τε ικε­τεύ­ο­ντας, πό­τε απει­λώ­ντας και πό­τε κλαί­γο­ντας γο­ε­ρά. Ακο­λού­θη­σε κά­τι ασυ­νή­θι­στο, αν λά­βει κα­νείς υπό­ψη ότι ο διευ­θυ­ντής όχι μό­νο εγκα­τέ­λει­ψε την άκαμ­πτη στά­ση του, αλ­λά υπο­σχέ­θη­κε ότι, εφό­σον ο Κό­μο-σαν δε­χό­ταν να υπο­γρά­ψει το σχε­τι­κό πρω­τό­κολ­λό εμπι­στευ­τι­κό­τη­τας, θα του πα­ρέ­δι­δε το λο­γι­σμι­κό Simulation 4 δω­ρε­άν, μια εβδο­μά­δα νω­ρί­τε­ρα από την ημε­ρο­μη­νία της επί­ση­μης κυ­κλο­φο­ρί­ας του, μα­ζί με ένα τι­μη­τι­κό πι­στο­ποι­η­τι­κό δια­χεί­ρι­σης για το επί­ση­μο τσατ της Χά­να Κί­κου. Η γεν­ναιό­δω­ρη προ­σφο­ρά του βύ­θι­σε τον Κό­μο-σαν σε ακό­μη με­γα­λύ­τε­ρη απελ­πι­σία κα­τα­δει­κνύ­ο­ντας τη μα­ταιό­τη­τα των προ­σπα­θειών του και οδη­γώ­ντας τον στην από­φα­ση να απορ­ρί­ψει γρα­πτώς την προ­τει­νό­με­νη λύ­ση, αφή­νο­ντας υπο­νο­ού­με­να για μια πι­θα­νή τε­λε­τή σέ­που­κου, που θα με­τέ­τρε­πε την ημε­ρο­μη­νία κυ­κλο­φο­ρί­ας του λο­γι­σμι­κού Simulation 4 σε αι­μα­το­βαμ­μέ­νη επέ­τειο. Ο διευ­θυ­ντής σιώ­πη­σε, τό­τε, εκ­κω­φα­ντι­κά και στρώ­θη­κε στη συγ­γρα­φή μιας λε­πτο­με­ρέ­στα­της ανα­φο­ράς με σκο­πό να την προ­ω­θή­σει στους ανω­τέ­ρους του της Easy Planet.

Στο με­τα­ξύ, ο Κό­μο-σαν περ­νού­σε το πρώ­το διά­στη­μα σο­κα­ρι­σμέ­νος από το αμε­τά­κλη­το γε­γο­νός ότι εί­χε μπρο­στά του μια πε­ρί­ο­δο με­ρι­κών μη­νών μέ­χρι την ορι­στι­κή από­συρ­ση του Simulation 3. Ύστε­ρα από απα­νω­τές κρί­σεις πα­νι­κού που τον κρά­τη­σαν ξύ­πνιο για αρ­κε­τές νύ­χτες, επι­χεί­ρη­σε να ση­κω­θεί από το κρε­βά­τι του και να αντι­με­τω­πί­σει την κα­τά­στα­ση λο­γι­κά, εξε­τά­ζο­ντας την πι­θα­νό­τη­τα μιας εθι­μο­τυ­πι­κής τε­λε­τής απο­χαι­ρε­τι­σμού, για να κα­τα­λή­ξει στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι, αν ήθε­λε να εί­ναι ει­λι­κρι­νής, όφει­λε να πα­ρα­δε­χτεί πως δεν επρό­κει­το για ανα­χώ­ρη­ση, αλ­λά για θά­να­το. Όμως, η προ­ο­πτι­κή μιας πα­ρα­δο­σια­κής βου­δι­στι­κής κη­δεί­ας τού προ­κα­λού­σε πα­νι­κό, όσο και το σέ­που­κου, με το οποίο εί­χε απει­λή­σει τον διευ­θυ­ντή της Easy Planet. Κι έτσι, τις επό­με­νες μέ­ρες, πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν στη δου­λειά σαν αυ­τό­μα­το, επι­κοι­νω­νού­σε με την Κί­κου-σαν υπο­τυ­πω­δώς, σαν ενο­χι­κός σύ­ζυ­γος, με ώμους γερ­τούς από το βά­ρος ενός φρι­χτού μυ­στι­κού, και περ­νού­σε αρ­κε­τές ώρες της ημέ­ρας σε ένα πα­γκά­κι του πάρ­κου Γιο­γιό­γκι. Κα­θό­ταν, λοι­πόν, εκεί, άπρα­γος και δυ­στυ­χής, στην ακ­μή της επο­χής Σα­κού­ρα, πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νος από μια φύ­ση που ερ­γα­ζό­ταν πυ­ρε­τι­κά για την άν­θη­ση εφτα­κο­σί­ων κε­ρα­σιών της συ­νο­μο­τα­ξί­ας Prunus Serrulata. Κα­θό­ταν, γνω­ρί­ζο­ντας ότι κά­θε προ­σπά­θεια δια­φυ­γής θα ήταν μά­ταιη, αφού ο ανα­βρα­σμός αυ­τός εξα­πλω­νό­ταν σε κά­θε γω­νιά της πό­λης∙ στους πά­γκους των πω­λη­τών με τα λου­λού­δια και τα γλυ­κά, στις πα­ρα­δο­σια­κές χο­ρευ­τι­κές πα­ρα­στά­σεις, στον πε­ρι­βάλ­λο­ντα χώ­ρου του Να­ού Μέι­τζι, στις όχθες του πο­τα­μού Με­γκού­ρο και οπου­δή­πο­τε αλ­λού, υπο­χρε­ώ­νο­ντάς τον σε ένα κα­τα­να­γκα­στι­κό Χα­νά­μι, από το οποίο του ήταν αδύ­να­τον να δρα­πε­τεύ­σει και για το οποίο δεν έδι­νε δε­κά­ρα τσα­κι­στή. Όσο κι αν προ­σπα­θού­σε να φα­νεί ευ­γε­νι­κός με τις με­γά­λες πα­ρέ­ες ή τις οι­κο­γέ­νειες των πα­ρα­τη­ρη­τών των μπου­μπου­κιών που, εκ­με­ταλ­λευό­με­νοι την αλ­λα­γή του ωρα­ρί­ου, κα­τέ­φθα­ναν, φορ­τω­μέ­νοι με φα­γη­τό και μπό­λι­κο σά­κε, κα­θό­ταν στο πα­γκά­κι του χω­ρίς να νοιά­ζε­ται, για­τί εκεί­νη την επο­χή ο Κό­μο-σαν δεν ήταν άν­θρω­πος ακρι­βώς, όπως δεν ήταν και καρ­τούν. Κι έτσι, ελά­χι­στο πραγ­μα­τι­κό εν­δια­φέ­ρον ένοιω­σε για το μι­κρο­σκο­πι­κό ανοι­ξιά­τι­κο γλυ­κό που του προ­σφε­ρό­ταν κα­θη­με­ρι­νά από το δι­πλα­νό πα­γκά­κι κι ακό­μη λι­γό­τε­ρο τον απα­σχό­λη­σε η ευ­γε­νι­κή υπό­κλι­ση μιας μι­κρό­σω­μης κο­πέ­λας με χα­μο­γε­λα­στά μά­τια, κα­θώς πλη­σί­α­ζε για να τον κε­ρά­σει. Η προ­φα­νής αδια­φο­ρία του δι­ήρ­κε­σε του­λά­χι­στον τέσ­σε­ρεις μέ­ρες και κα­τέ­δει­ξε στην εν­δια­φε­ρό­με­νη την ανά­γκη για δρα­στι­κό­τε­ρα μέ­τρα. Ώσπου, ο Κό­μο-σαν έλα­βε το Σα­κού­ρα Μό­τσι του από ένα γνώ­ρι­μο γα­ντο­φο­ρε­μέ­νο χέ­ρι και, κα­θώς ανα­ση­κω­νό­ταν ελα­φρά, για να αντα­πο­δώ­σει την υπό­κλι­ση, εντό­πι­σε την άκρη δυο μα­κριών μπλε κο­τσί­δων, οι οποί­ες απο­δεί­χτη­κε ότι ανή­καν στην Χά­να Κί­κου του κα­φέ, που στε­κό­ταν απέ­να­ντί του με πλή­ρη εξάρ­τυ­ση.

Και κά­πως έτσι, η πραγ­μα­τι­κή Χά­να Κί­κου και ο Κό­μο-σαν, επι­χεί­ρη­σαν να πε­ρά­σουν την πρώ­τη τους άνοι­ξη στο πάρ­κο Γιο­γιό­γκι, ως πα­ρα­τη­ρη­τές των μπου­μπου­κιών.



——————




Χα­νά­μι: Η πα­ρα­τή­ρη­ση της άν­θη­σης των κε­ρα­σιών
Σα­κού­ρα: Η επο­χή της άν­θη­σης των κε­ρα­σιών
Σα­κού­ρα Μό­τσι: Γλυ­κό της Άνοι­ξης

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: