Αφού δεν ήσουν ναυτικός...

Λεπτομέρεια από μεσαιωνικό εικονογραφημένο κώδικα
Λεπτομέρεια από μεσαιωνικό εικονογραφημένο κώδικα


Φορού­σε σκού­ρο κο­στού­μι κά­τω από κα­μη­λό παλ­τό. Πού και πού έβγα­ζε από το τσε­πά­κι του γι­λέ­κου του ένα ρο­λόι, τσε­κά­ρι­ζε την ώρα, χά­ζευε τους πε­λά­τες, άγ­γι­ζε το κα­πέ­λο του όταν έβγαι­ναν φορ­τω­μέ­νοι. Κα­θώς πε­ρί­με­νε, εκεί στην πόρ­τα του μα­γα­ζιού, έρι­χνε αραιά και που κα­μιά μα­τιά στον μα­γα­ζά­το­ρα∙ τον κοι­τού­σε κι αυ­τός, με βλέμ­μα τρο­μο­κρα­τη­μέ­νο όταν δεν έτρε­χε να εξυ­πη­ρε­τή­σει. Η λά­σκα του Σαβ­βά­του κρα­τού­σε με­ρι­κά λε­πτά. Έφευ­γε οι πρώ­τοι με τα ψώ­νια τους, ερή­μω­νε για λί­γο το μα­γα­ζί, κι ύστε­ρα έρ­χο­νταν άλ­λοι ανυ­πό­μο­νοι επει­δή τους πε­ρί­με­νε τα­ξί, ή έπρε­πε να προ­λά­βουν το λε­ω­φο­ρείο για τα μέ­σα χω­ριά. Οι γέ­ροι κρα­τού­σαν λί­στες με ψώ­νια, φα­κούς ή ρα­διό­φω­να που ήθε­λαν και­νούρ­γιες μπα­τα­ρί­ες, δείγ­μα­τα από σπα­σμέ­να λα­μπό­γυα­λα και ρε­τά­λια φυ­τι­λιών που έπρε­πε να αντι­κα­τα­στα­θούν για να δου­λέ­ψουν οι λά­μπες πε­τρε­λαί­ου. Κά­θο­νταν στις κα­ρέ­κλες, δε­ξιά από το τα­μείο κι έδι­ναν τις πα­ραγ­γε­λιές τους∙ «πέ­ντε κι­λά αλεύ­ρι, ζά­χα­ρη, κα­φέ». Οι πιο κο­ντι­νοί έπι­ναν κα­νέ­ναν τούρ­κι­κο κα­φέ, βγαλ­μέ­νον εκεί­νη την ώρα από το μπρί­κι, και πα­σπά­τευαν μα­σου­ρά­κια χαρ­το­νο­μι­σμά­των, τυ­λιγ­μέ­να σε μα­ντί­λια κι ασφα­λι­σμέ­να με πα­ρα­μά­νες, για να πλη­ρώ­σουν.
Άλ­λοι, δεν έκα­ναν τον κό­πο να κου­νη­θούν από τα χω­ριά τους υπο­λο­γί­ζο­ντας στο βδο­μα­διά­τι­κο δρο­μο­λό­γιο του έμπο­ρα. Κά­θε Τε­τάρ­τη και Πα­ρα­σκευή τον πε­ρί­με­ναν κι αυ­τός κα­τέ­φθα­νε οδη­γώ­ντας την Μαρ­μά­ρω.
Με­ρά­κι υπε­ραι­σιό­δο­ξου ει­σα­γω­γέα ήταν αυ­τή η τε­λευ­ταία. Τις έφε­ρε ο κα­λός σου. Κούρ­σες Mercedes Benz, ένα χρώ­μα (λα­δί ανοι­χτό) παρ­τί­δα ολό­κλη­ρη, ογκώ­δεις, κα­μπυ­λό­γραμ­μες με τα νί­κελ τους να αστρά­φτουν. Οι τυ­χε­ρές βολ­τά­ρι­ζαν στην Αθή­να του πε­νή­ντα, άρα­ζαν έξω από νυ­χτε­ρι­νά κέ­ντρα, κου­βα­λού­σαν γυ­ναί­κες με ωραία παλ­τά και κόκ­κι­να χεί­λη, άντρες με σκού­ρα σα­κά­κια, που έλε­γες ότι εί­χαν γα­ζω­μέ­νο στη φό­δρα τους, αντί για μάρ­κα, το λο­γό­τυ­πο της Finos Film.
Οι άλ­λες, όσες δεν σή­κω­σε η με­τα­πο­λε­μι­κή αγο­ρά, ανα­με­τρή­θη­καν με τα δό­ντια ενός σι­δε­ρο­πρί­ο­νου και βγή­καν κομ­μέ­νες. Αντί λου­σά­τες κούρ­σες, μι­κρά ημι­φορ­τη­γά με ξη­λω­μέ­να πί­σω κα­θί­σμα­τα, και μια κα­ρό­τσα στη θέ­ση του πoρτ μπα­γκάζ, βο­λι­κή για με­τα­φο­ρές. Μια τέ­τοια ήταν και η δι­κιά μας η Μαρ­μά­ρω. Κα­θό­ταν στο τι­μό­νι της ο έμπο­ρας και την πή­γαι­νε στη μέ­σα με­ριά για το συ­νη­θι­σμέ­νο της δρο­μο­λό­γιο. Κύ­κλω­ναν το ακρω­τή­ριο από τα ανα­το­λι­κά προς τα δυ­τι­κά. Άρα­ζαν σε ξε­μο­να­χια­σμέ­να κα­φε­νεία, έμπαι­ναν σε χω­ριά ρι­ζω­μέ­να στους γκρε­μούς, προ­σπερ­νού­σαν ντε­νε­κέ­δες με μυ­ρι­στι­κά, βάρ­κες, που ξε­χει­μώ­νια­ζαν στα χω­ρά­φια, καρ­νά­για και ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νους πο­λε­μό­πυρ­γους, ενώ μι­κρά κα­μπα­να­ριά σή­μαι­ναν ει­δο­ποιώ­ντας ότι «Έρ­χε­ται η Μαρ­μά­ρω».
Η πε­λα­τεία μα­ζευό­ταν στην αυ­λή της εκ­κλη­σί­ας ή στην πλα­τεία. Ξε­ρα­κια­νές γε­ρό­ντισ­σες πρό­βα­λαν αρ­γά από τις κα­μά­ρες, για να ψω­νί­σουν τρό­φι­μα, σα­πού­νια, κλω­στές, κου­μπιά, «δέ­κα δρά­μια μπο­γιά σαξ για ρού­χο μπα­μπα­κε­ρό» και φρουί γκλα­σέ τυ­λιγ­μέ­να σε αση­μό­χαρ­τα. Τέ­λειω­νε ο έμπο­ρας τη δου­λειά κι έφευ­γε για την επό­με­νη στά­ση. Από χω­ριό σε χω­ριό κά­θο­νταν απέ­να­ντί του πα­πά­δες με ξα­σπρι­σμέ­να ρά­σα, ενό­σω αυ­τός ξα­πό­σται­νε μπρο­στά σε κα­μιά σού­πα, ή ένα πο­τή­ρι ρε­τσί­να. Δά­σκα­λοι ακου­μπού­σαν τους φθαρ­μέ­νους αγκώ­νες των σα­κα­κιών τους σε τσί­γκι­να τρα­πε­ζά­κια και πα­ρα­δί­πλα αγρο­φύ­λα­κες κά­θο­νταν σταυ­ρο­πό­δι κι έστρι­βαν τα μου­στά­κια τους. Οι ψα­ρά­δες κου­βα­λού­σαν στο κα­φε­νείο τα πα­ρα­γά­δια τους, για να τα νε­τά­ρουν. Σιω­πη­λοί πε­τρο­χτί­στες ξε­κου­ρά­ζο­νταν στις ψά­θι­νες κα­ρέ­κλες, μοι­ρο­λο­γί­στρες, λα­χα­νο­λόισ­σες κι αρ­δυ­κιο­λόισ­σες με βλέμ­μα­τα σκλη­ρά μα­λά­κω­ναν μό­λις έβγαι­νε από την κα­μπί­να ο τα­χυ­δρο­μι­κός σά­κος κι άρ­χι­ζε η δια­νο­μή. Στις κα­κο­και­ρί­ες, αν τύ­χαι­νε να εί­ναι απο­κομ­μέ­νοι για μέ­ρες, μα­ζεύ­ο­νταν γύ­ρω από ένα μπα­κι­ρέ­νιο μπρί­κι, σφη­νω­μέ­νο στη χό­βο­λη του μα­γκα­λιού, και πε­ρί­με­ναν να τους πει τα δια­τρέ­ξα­ντα ή του έδι­ναν πα­ραγ­γε­λί­ες για την ερ­χό­με­νη εβδο­μά­δα (γράμ­μα­τα, φάρ­μα­κα, μη­νύ­μα­τα σε μα­στό­ρους και για­τρούς).
Ύστε­ρα, έβγαι­ναν πά­λι στον κα­ρό­δρο­μο ο έμπο­ρας και η Μαρ­μά­ρω και κου­τρου­βα­λού­σαν μέ­χρι το πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο ξε­μό­νι. Αλ­λά τα απο­γεύ­μα­τα του Σαβ­βά­του, πριν τη φορ­τώ­σει με τα κο­φί­νια των πα­ρα­γα­διών και πά­ρει τον δρό­μο για το ψά­ρε­μα, την άρα­ζε στου Κού­τρου, μπρο­στά σε μια αμυ­γδα­λιά-Πυ­θία, πα­ρα­δο­μέ­νη στους αέ­ρη­δες, σαν ανε­μο­λό­γιο, φυ­τρω­μέ­νο λο­ξά, πά­νω από τον γκρε­μό. Έλε­γε τον και­ρό η αμυ­γδα­λιά (σι­ρό­κος, που­νε­ντο­γάρ­μπι, οστρο­γάρ­μπι), διά­λε­γε ψα­ρό­το­πο ο έμπο­ρας και κα­νό­νι­ζε την κα­λά­δα του. Κι έτσι, περ­νού­σε ο και­ρός και πή­γαι­ναν πί­σω οι στε­να­χώ­ριες για τα χρέη και τις απαι­τή­σεις των πι­στω­τών, που κα­τέ­φθα­ναν στη φού­ρια της δου­λειάς, ωρυό­με­νοι για τό­κους και κε­φά­λαια. Κα­τέ­βα­ζε, προς στιγ­μήν, το κε­φά­λι ντρο­πια­σμέ­νος μπρο­στά στην πε­λα­τεία του, αλ­λά κα­τόρ­θω­νε να τους κα­θυ­στε­ρεί ως το λιο­μά­ζω­μα, για να που­λη­θεί το λά­δι και να αρ­χί­σει ο κό­σμος να πλη­ρώ­νει τα βε­ρε­σέ­δια μιας ολό­κλη­ρης χρο­νιάς.
Ώσπου, εμ­φα­νί­στη­κε ένας ζό­ρι­κος και τα ζη­τού­σε όλα στην ώρα τους και απει­λού­σε ότι θα κα­τα­σχέ­σει τα υπο­θη­κευ­μέ­να. Μά­ζε­ψε τό­τε δα­νει­κά από όποιον εί­χε και δεν εί­χε, έτρε­ξε πέ­ρα δώ­θε με την Μαρ­μά­ρω, πή­γε να κλεί­σει συμ­φω­νία με τον το­κο­γλύ­φο, για να του δώ­σει ένα πο­σό μπρο­στά και τα υπό­λοι­πα με τη σο­διά, αλ­λά εκεί­νος ανέν­δο­τος.
«Κρί­μα τέ­τοιο μα­γα­ζί, να μου το ξα­να­δια­λύ­σουν», έλε­γε στη γυ­ναί­κα του, θυ­μού­με­νος την επο­χή που μπή­καν οι Γερ­μα­νοί και ξή­λω­σαν και τις κά­σες. Τα σή­κω­σαν όλα κι άφη­σαν πί­σω τους μια βε­βαί­ω­ση ότι το γερ­μα­νι­κό κρά­τος προ­βαί­νει σε κα­τά­σχε­ση για την τρο­φο­δο­σία των στρα­τευ­μά­των Κα­το­χής, αλ­λά θα απο­ζη­μιώ­σει τον ιδιο­κτή­τη με­τά το τέ­λος του πο­λέ­μου.
«Θα τα ξα­να­φτιά­ξεις», του έλε­γαν φί­λοι και γεί­το­νες. «Πό­τε να τα ξα­να­φτιά­ξω; Άλ­λη ζωή εγώ δεν έχω…» απα­ντού­σε αυ­τός κα­τσου­φια­σμέ­νος.
Άλ­λη ζωή δεν εί­χε, εί­χε όμως αγριώ­μα­τα από τη μά­να του την αρ­δυ­κιο­λόισ­σα και ρί­χτη­κε να τα δου­λέ­ψει μέ­σα στην Κα­το­χή, για να τα βγά­λει πέ­ρα. Έσπερ­νε, θέ­ρι­ζε, μά­ζευε τη λα­διά, τους έζη­σε κου­τσά στρα­βά και τη γυ­ναί­κα του και τα παι­διά, αλ­λά το μυα­λό του από το μα­γα­ζί δεν έφευ­γε.
Στις αρ­χές του πε­νή­ντα κά­θι­σε και λο­γά­ρια­σε. Τα μέ­τρη­σε από δω, τα μέ­τρη­σε από κει, εί­δε ότι η κα­τά­στα­ση εί­χε ηρε­μή­σει, πή­γε στους το­κο­γλύ­φους για λε­φτά κι άρ­χι­σε να πα­ραγ­γέλ­νει εμπο­ρεύ­μα­τα για να το ανοί­ξει.
Η πε­λα­τεία ξα­να­μα­ζεύ­τη­κε, αλ­λά κέρ­δος δεν έβγαι­νε και το χρω­στού­με­νο κε­φά­λαιο έμε­νε αμεί­ω­το. «Βδέλ­λες βά­λα­με στη δου­λειά μας και μας πί­νουν το αί­μα», μουρ­μού­ρι­ζε και­ρό με­τά κι έχα­νε τον ύπνο του, για­τί πνι­γό­ταν από τη βου­λι­μία των πι­στω­τών. Σαν να μην έφτα­ναν αυ­τά, εκεί­νες τις μέ­ρες, που ο το­κο­γλύ­φος του εί­χε βά­λει το μα­χαί­ρι στο λαι­μό, η γυ­ναί­κα του αρ­ρώ­στη­σε και ο για­τρός διέ­τα­ξε κα­λό φα­γη­τό. Αλ­λά κα­θώς έτρε­χε στην αυ­λή να πιά­σει μια που­λά­δα, λύ­γι­σε ο έμπο­ρας, για­τί ήταν γέ­ρος πια για όλα αυ­τά και κά­θι­σε στο σκα­λο­πά­τι έτοι­μος να βά­λει τα κλά­μα­τα.
Ώσπου, πρό­βα­λε το πα­ρα­παί­δι του στην πί­σω πόρ­τα του μα­γα­ζιού και του φώ­να­ξε να μην αρ­γεί, για­τί εί­χε αρ­χί­σει η δου­λειά του Σαβ­βά­του και οι πε­λά­τες έκα­ναν πα­ρά­πο­να ότι κα­θυ­στε­ρού­σαν. Κα­τά­πιε έναν κό­μπο, άφη­σε την που­λά­δα να ζή­σει, εί­πε στο σπί­τι να βρά­σουν ζυ­μα­ρι­κό και πή­γε να ξε­χα­στεί με τη δου­λειά.
Τό­τε, τον εί­δε να στέ­κε­ται στην πόρ­τα με το κο­στού­μι και το ακρι­βό παλ­τό, με νύ­χια κα­θα­ρά και χω­ρί­στρα αλ­φα­δια­σμέ­νη και σι­γου­ρεύ­τη­κε ότι εί­χε έρ­θει για να τον πε­τά­ξει έξω από το μα­γα­ζί του. Δού­λε­ψε με το μυα­λό του αλ­λού, έκα­νε λά­θη στους λο­γα­ρια­σμούς και οι πε­λά­τες τον σκου­ντού­σαν απο­ρη­μέ­νοι με την αφη­ρη­μά­δα του. Ώσπου, ο άλ­λος, αμί­λη­τος και σκο­τει­νός, κι­νή­θη­κε προς τα μέ­σα, ενώ οι πε­λά­τες πα­ρα­μέ­ρι­ζαν όλο σε­βα­σμό για να πε­ρά­σει. Κό­πη­καν τα γό­να­τα του έμπο­ρα, έτσι όπως τον εί­δε να βο­λεύ­ε­ται σταυ­ρο­πό­δι δί­πλα στο τα­μείο, λες και βρι­σκό­ταν σπί­τι του, και σι­γου­ρεύ­τη­κε ότι ήταν δι­κα­στι­κός κλη­τή­ρας, έτοι­μος να του πα­ρα­δώ­σει εντο­λή κα­τά­σχε­σης για λο­γα­ρια­σμό του το­κο­γλύ­φου.
Σε λί­γο, έγι­νε εκεί­νη η συ­νη­θι­σμέ­νη αδειά, μέ­χρι το επό­με­νο γιου­ρού­σι της βια­στι­κής πε­λα­τεί­ας. Τι στο κα­λό, παι­δά­κι ήταν ο έμπο­ρας; Μή­πως δεν εί­χε πε­ρά­σει πο­λέ­μους και ξε­νι­τιές; Τώ­ρα θα λι­γο­ψυ­χού­σε; «Ορί­στε. Τι θέ­λε­τε πα­ρα­κα­λώ…» εί­πε με ευ­γέ­νεια μα­γα­ζά­το­ρα απευ­θυ­νό­με­νου σε εκλε­κτό πε­λά­τη και πή­γε και στά­θη­κε ακρι­βώς απέ­να­ντί του. Εκεί­νος βιά­στη­κε να ση­κω­θεί, κρά­τη­σε το κα­πέ­λο του με το αρι­στε­ρό κι άπλω­σε το δε­ξί για χει­ρα­ψία. «Γιώρ­γος Καρ­δής, κα­πε­τά­νιος του εμπο­ρι­κού ναυ­τι­κού. Τι κά­νε­τε;» εί­πε. Ο άλ­λος σά­στι­σε. Κα­πε­τά­νιος; Καρ­δής; Έλα, Χρι­στέ και Κύ­ριε!
«Του μπάρ­μπα Γιάν­νη ο γιός; Εσύ εί­σαι του μπάρ­μπα Γιάν­νη ο γιος;» ψέλ­λι­σε στο τέ­λος αντα­πο­δί­δο­ντας τη χει­ρα­ψία. Από το μυα­λό του πέ­ρα­σαν όσα εί­χαν ακου­στεί πριν από λί­γες μέ­ρες για τον Απο­στο­λά­κη, έναν ψα­ρά με μια βάρ­κα σαν κα­ρυ­δό­τσου­φλο, που κλεί­στη­κε με και­ρό στου Σπα­θά­ρη και ήταν χα­μέ­νος δυο μέ­ρες. Τον έψα­χναν στη θά­λασ­σα και στους γκρε­μούς και η γυ­ναί­κα του τον μοι­ρο­λο­γού­σε ήδη στη ρού­γα, όταν τον κου­βά­λη­σε ξέ­ψυ­χο ο γιος του Καρ­δή, φερ­μέ­νος εκεί­νες τις μέ­ρες από την πρω­τεύ­ου­σα. Τέ­λος κα­λό, όλα κα­λά, αλ­λά κά­ποιος τσα­τι­ρο­λό­γος έπια­σε δου­λειά και η τσά­τι­ρά του κυ­κλο­φό­ρη­σε από τη μια άκρη του χω­ριού στην άλ­λη.
«Αφού δεν ήσουν ναυ­τι­κός, καη­μέ­νε Απο­στο­λά­κη, τι ήθε­λες στη χα­λι­κιά σαν το σκορ­φα­λαιά­κι; / Χα­μέ­νη πή­γε η βάρ­κα σου κι όλα τα ερ­γα­λεία για­τί δεν εί­χες στην καρ­διά τη ναυ­τι­κή αν­δρεία. /Αφού δεν ήσουν ναυ­τι­κός, δεν ήσουν πα­λι­κά­ρι τι ήθε­λες κι αρ­μέ­νι­ζες με βάρ­κα στου Σπα­θά­ρη; / Άει στους Αγί­ους Στρα­τη­γούς και άνα­ψε λα­μπά­δα του ναυ­τι­κού που σ’ έσω­σε από τη σο­ρο­κά­δα».
Ο έμπο­ρας κα­θό­ταν τώ­ρα και κοι­τού­σε τον σω­τή­ρα του Απο­στο­λά­κη ξα­λα­φρω­μέ­νος. Ού­τε δι­κη­γό­ρος, ού­τε δι­κα­στι­κός κλη­τή­ρας. Ο Καρ­δής ήταν! Αυ­τός που πε­ρι­μά­ζε­ψε μι­σο­πνιγ­μέ­νον τον Απο­στο­λά­κη από τη χα­λι­κιά του Σπα­θά­ρη!
«Μ’ έστελ­νε η μά­να μου στο μα­γα­ζί σας να ψω­νί­ζω…», εί­πε ο επι­σκέ­πτης και ξα­να­κά­θι­σε, για­τί ο άλ­λος του έγνε­ψε να βο­λευ­τεί και ζή­τη­σε από το πα­ρα­παί­δι του να βά­λει μπρί­κι. Ήρ­θε ο κα­φές, μί­λη­σαν για τα πα­λιά, αλ­λά ο Καρ­δής κοι­τού­σε γύ­ρω του κι επέ­με­νε ότι θυ­μό­ταν το μα­γα­ζί σαν να ήταν χθες.
«Μ’ έστελ­νε η μά­να μου να ψω­νί­ζω….», κό­μπια­σε.
«Ο πα­τέ­ρας μου εί­χε να λέ­ει ότι ζή­σα­με τρία χρό­νια από το βε­ρε­σέ του έμπο­ρα. Εί­χα­με πνι­γεί στα χρέη προ­πο­λε­μι­κά κι ανα­γκα­στή­κα­με να φύ­γου­με νύ­χτα για τον Πει­ραιά. Δου­λέ­ψα­με όλοι και μπή­κα­με σε μια σει­ρά, αλ­λά τον έτρω­γε, να ξέ­ρε­τε, τον πα­τέ­ρα μου αυ­τή η ατι­μία, για­τί σας θυ­μή­θη­κε στο νε­κρο­κρέ­βα­τό του. Να πας, μου εί­πε, να πλη­ρώ­σεις το χρέ­ος μου. Και πε­ρί­με­νε να με δει να κου­νάω το κε­φά­λι, για να ησυ­χά­σει. Έχω έρ­θει, λοι­πόν, για να κά­νω αυ­τή τη δου­λειά. Ορί­στε τα λε­φτά σας με όλον τους τον τό­κο», εί­πε ο άντρας κι αφού ακού­μπη­σε τα χρή­μα­τα στον πά­γκο, ση­κώ­θη­κε να φύ­γει.

«Θα σας αφή­σω τώ­ρα», συ­μπλή­ρω­σε, κά­νο­ντας μια κί­νη­ση με το κα­πέ­λο του, πριν πά­ρει τον δρό­μο για την αγο­ρά.

Ο έμπο­ρας κά­θι­σε ακί­νη­τος για ώρα και κοί­τα­ζε μια τα ου­ρα­νο­κα­τέ­βα­τα λε­φτά και μια την πόρ­τα από την οποία εί­χε φύ­γει ο ναυ­τι­κός. Ο ναυ­τι­κός, που γύ­ρι­σε ύστε­ρα από εί­κο­σι χρό­νια, για να πλη­ρώ­σει το χρέ­ος του πα­τέ­ρα του.






*Αρ­δυ­κιο­λόισ­σα: Η κυ­νη­γός των ορ­τυ­κιών

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: