Η 17η Γεωργική Αποικία

Βραχογραφία από το Σπήλαιο Λασκό (Γαλλία)
Βραχογραφία από το Σπήλαιο Λασκό (Γαλλία)


Σε εί­δα χτες ύστε­ρα από πο­λύ και­ρό, ενώ, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, δεν δί­νω ση­μα­σία στα ομο­σπον­δια­κά δελ­τία. Στα­μα­τώ, βέ­βαια, τη δου­λειά και πα­ρι­στά­νω ότι εν­δια­φέ­ρο­μαι, τρυ­πώ­νο­ντας δε­ξιά κι αρι­στε­ρά, κα­θώς οι υπό­λοι­ποι συ­νω­στί­ζο­νται μπρο­στά στην κο­ντι­νό­τε­ρη οθό­νη. Κι έτσι μου δί­νε­ται η ευ­και­ρία να κυ­κλο­φο­ρώ ανά­με­σά τους με τα χέ­ρια στις τσέ­πες και το βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στις ει­κό­νες από τη Μη­τρό­πο­λη, πα­ρι­στά­νο­ντας ότι ακούω προ­σε­κτι­κά τα χαρ­μό­συ­να νέα για την ανα­κά­λυ­ψη ενός σω­τή­ριου εμ­βο­λί­ου, ή τις λε­πτο­μέ­ρειες κά­ποιας και­νούρ­γιας υγειο­νο­μι­κής απει­λής. Στην ου­σία, βρί­σκω ευ­και­ρία για να ρί­ξω κα­μιά μα­τιά στους γύ­ρω μου και να κρυ­φα­κού­σω τις συ­ζη­τή­σεις τους. Η χθε­σι­νή δι­πλα­νή μου, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, κέ­ντρι­σε το εν­δια­φέ­ρον μου για­τί κρα­τού­σε στην αγκα­λιά της ένα μω­ρό με του­μπα­νια­σμέ­νη κοι­λιά και το κου­νού­σε νευ­ρι­κά προ­σπα­θώ­ντας να το ησυ­χά­σει. Εί­πε ότι λί­γο πιο πέ­ρα στε­κό­ταν ο άντρας της και μου έδει­ξε έναν ψη­λό με κου­ρε­λια­σμέ­να ρού­χα. Μ’ αυ­τά και μέ­σα σ’ όλα αυ­τά περ­νώ τις μέ­ρες μου από τη στιγ­μή που έφτα­σα στη 17η Γε­ωρ­γι­κή Αποι­κία, στο νη­σί Μπέρ­λερς, σε κά­ποιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο ση­μείο του νό­τιου ημι­σφαι­ρί­ου. Έχεις ιδέα που πέ­φτει αυ­τό το μέ­ρος; Πά­ντως εγώ σε εί­δα χθες στη στε­γα­σμέ­νη οθό­νη του το­μέα θερ­μο­κη­πί­ων- κη­πευ­τι­κών. Αλ­λά, η αλή­θεια εί­ναι ότι εί­χα την πρώ­τη μου «επα­φή» μα­ζί σου πριν από έναν μή­να, εξαι­τί­ας ενός δέ­μα­τος, από αυ­τά που στέλ­νουν εδώ πέ­ρα διά­φο­ροι σύλ­λο­γοι, πά­νω στο χάρ­τι­νο πε­ρι­τύ­λιγ­μα του οποί­ου ξε­χώ­ρι­σα το πρό­σω­πό σου ανά­με­σα σε κα­μιά δε­κα­ριά άλ­λων γυ­ναι­κών, που εί­χαν όλες ίσια μαλ­λιά και ολό­λευ­κα δό­ντια. Άνοι­ξα το δέ­μα και βρή­κα μέ­σα με­ρι­κά ζε­στά ρού­χα κι ένα ζευ­γά­ρι αν­θε­κτι­κά άρ­βυ­λα∙ πε­ρισ­σό­τε­ρο χρή­σι­μα από οτι­δή­πο­τε άλ­λο αν το κα­λο­σκε­φτείς. Ομο­λο­γώ ότι φύ­λα­ξα το πε­ρι­τύ­λιγ­μα του δέ­μα­τος νιώ­θο­ντας συ­γκι­νη­μέ­νος, όχι μό­νο επει­δή ξα­νά­βλε­πα το πρό­σω­πό σου ύστε­ρα από και­ρό, αλ­λά και λό­γω του ότι έτει­να να το συν­δέ­σω με μια αί­σθη­ση φρο­ντί­δας και εν­δια­φέ­ρο­ντος για το άτο­μό μου. Δεν έχω βέ­βαια την αφέ­λεια να πι­στεύω ότι, αφού έπλε­ξες με τα χε­ρά­κια σου που­λό­βερ και κάλ­τσες, τύ­λι­ξες γε­μά­τη στορ­γή το δέ­μα, φρο­ντί­ζο­ντας να φθά­σει στα χέ­ρια μου. Υπήρ­ξα, βλέ­πεις, γρα­νά­ζι της μη­χα­νής και ξέ­ρω ότι, αφού ξο­δέ­ψει λί­γο από τον χρό­νο και το χρή­μα της για να πα­ρά­γει μα­ζι­κά αυ­τά τα προ­ϊ­ό­ντα, η ομο­σπον­δια­κή βιο­μη­χα­νία, τα προ­ω­θεί σε εθε­λο­ντι­κούς συλ­λό­γους, αρ­μό­διους να τα δια­νεί­μουν στις αποι­κί­ες. Εί­μαι σε θέ­ση, λοι­πόν, απαλ­λαγ­μέ­νος από συ­ναι­σθη­μα­τι­κές αυ­τα­πά­τες, να σε φα­ντα­στώ, πριν ασχο­λη­θείς με την εθε­λο­ντι­κή δου­λειά σου, να πο­ζά­ρεις μα­ζί με τις φί­λες σου για τα απα­ραί­τη­τα φω­το­γρα­φι­κά στιγ­μιό­τυ­πα των κοι­νω­νι­κών δι­κτύ­ων. Ωστό­σο, γλυ­κιά και φι­λάν­θρω­πη Νό­ρα, δεν σου κρύ­βω ότι το χα­μό­γε­λό σου πά­νω σε εκεί­νο το κομ­μά­τι χαρ­τί υπήρ­ξε για εμέ­να ση­μα­ντι­κό, επει­δή αφέ­θη­κα συ­νει­δη­τά στην ψευ­δαί­σθη­ση ότι κά­ποια σαν εσέ­να, στην άλ­λη άκρη της γης, ίσως να με σκέ­φτε­ται το βρά­δυ, λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα πριν την πά­ρει ο ύπνος. Η ιδέα αυ­τή, ή κα­λύ­τε­ρα η αί­σθη­ση ζε­στα­σιάς που δη­μιούρ­γη­σε η ιδέα αυ­τή μέ­σα μου, υπήρ­ξε όλο αυ­τό το διά­στη­μα ένα εί­δος κα­τα­φυ­γί­ου, το όποιο ανα­γκά­στη­κα να απαρ­νη­θώ πρό­σφα­τα∙ μπρο­στά στην οθό­νη με τα επί­και­ρα από την Μη­τρό­πο­λη. Στην αρ­χή ξε­χώ­ρι­σα απλώς τον ήχο του ονό­μα­τός σου ανά­με­σα σε διά­φο­ρες ανού­σιες λέ­ξεις του ρε­πορ­τάζ, πράγ­μα που κέ­ντρι­σε σε τέ­τοιο βαθ­μό το εν­δια­φέ­ρον μου, ώστε να πλη­σιά­σω για να βλέ­πω κα­λύ­τε­ρα. Ύστε­ρα, διέ­κρι­να το πρό­σω­πό σου, έτσι γλυ­κό και χα­μο­γε­λα­στό όπως το θυ­μό­μουν, να εναλ­λάσ­σε­ται με τη φι­γού­ρα σου, τη φυ­τε­μέ­νη ανά­με­σα σε ένα σμά­ρι κου­στου­μα­ρι­σμέ­νων ομο­σπον­δια­κών. Δεν πρό­λα­βα να ακού­σω και να δω πολ­λά, για­τί το διά­λειμ­μα τε­λεί­ω­σε κι ανα­γκά­στη­κα να γυ­ρί­σω στο θερ­μο­κή­πιο. Κρά­τη­σα, όμως, την ανά­μνη­ση σου μέ­χρι το τέ­λος της βάρ­διας κι ύστε­ρα πή­ρα ότι υπήρ­χε για φα­γη­τό και ανα­χώ­ρη­σα για το κα­τα­φύ­γιό μου, νιώ­θο­ντας μια έντο­νη ανά­γκη να ανα­μα­σή­σω την ει­κό­να σου μα­κριά από τους υπό­λοι­πους του το­μέα μου. Κα­τά τα άλ­λα θα πρέ­πει να έμοια­ζα πραγ­μα­τι­κά ηλί­θιος όλη τη χθε­σι­νή μέ­ρα, έτσι όπως πε­ριέ­φε­ρα ένα αφη­ρη­μέ­νο χα­μό­γε­λο μέ­σα στη σκο­τει­νή σπη­λιά μου. Α, βέ­βαια, η σπη­λιά μου! Θα σου φα­νεί πα­ρά­ξε­νο, αλ­λά μο­νό­χνο­τοι σαν εμέ­να, σα­λοί, γυ­ναί­κες με τρο­μο­κρα­τη­μέ­να βλέμ­μα­τα, εξα­θλιω­μέ­να ζευ­γά­ρια, οι­κο­γέ­νειες ολό­κλη­ρες, ή και αδέ­σπο­τα παι­διά που σύρ­θη­καν μέ­χρι εδώ προ­σπα­θώ­ντας να δια­σω­θούν από κά­θε εί­δους εκ­με­τάλ­λευ­ση, ανα­κα­λύ­πτουν σπη­λιές στις πλα­γιές και στή­νουν εκεί ολό­κλη­ρα σπι­τι­κά. Αν απο­ρείς για το γε­γο­νός ότι κα­νείς εδώ δεν νοιά­ζε­ται να μας κα­τα­διώ­ξει ή να μας πεί­σει να γυ­ρί­σου­με στα κέ­ντρα φι­λο­ξε­νί­ας, φτά­νει να σου πω ότι το ομο­σπον­δια­κό συσ­σί­τιο εί­ναι η μο­να­δι­κή επι­λο­γή μας προ­κει­μέ­νου να τρα­φού­με. Έτσι, ακό­μα κι εγώ, ο οποί­ος δεν φη­μί­ζο­μαι για την επι­δε­ξιό­τη­τά μου σε τέ­τοια θέ­μα­τα, εί­χα την ευ­και­ρία να ψά­ξω με την ησυ­χία μου και να ανα­κα­λύ­ψω ένα φυ­σι­κό κα­τα­φύ­γιο πράγ­μα ανα­κου­φι­στι­κό για­τί, εξαι­τί­ας του, απαλ­λά­χτη­κα από τον μπε­λά της οι­κο­δό­μη­σης μιας κα­λύ­βας από ξύ­λα και λά­σπη όπως κά­νουν αρ­κε­τοί εδώ γύ­ρω. Δεν σου κρύ­βω ότι κά­θο­μαι συ­χνά εδώ τα βρά­δια και ανα­κα­λώ εκεί­νο το πα­λιό επί­μο­νο εν­δια­φέ­ρον σου για το αν κα­τόρ­θω­σα τε­λι­κά να εντο­πί­σω τις γε­ω­γρα­φι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες των πε­ρι­φραγ­μέ­νων εκτά­σε­ων, εκεί­νων των μυ­θι­κών εκτά­σε­ων με τους απέ­ρα­ντους σι­το­βο­λώ­νες, τους θη­ριώ­δεις λα­χα­νό­κη­πους, τα διά­φα­να μα­κρι­νά­ρια των ηλια­κών θερ­μο­κη­πί­ων, τις ατέ­λειω­τες δε­ντρο­στοι­χί­ες από λα­δο­πρά­σι­νες ελιές και οπω­ρο­φό­ρα, διά­στι­κτα με χρω­μα­τι­στούς καρ­πούς. Υπάρ­χουν αλή­θεια, ρω­τού­σες κά­θε λί­γο, τέ­τοια μέ­ρη; Οχυ­ρά; Κυ­κλω­μέ­να από αχα­νείς ζώ­νες ασφα­λεί­ας και φυ­λασ­σό­με­να από υπερ­σύγ­χρο­να συ­στή­μα­τα πα­ρα­κο­λού­θη­σης, τό­σο ευαί­σθη­τα ώστε να εντο­πί­ζουν τον επί­δο­ξο ει­σβο­λέα από χι­λιό­με­τρα μα­κριά; Μή­πως οι φή­μες για τους απέ­ρα­ντους κοι­τώ­νες ερ­γα­τών γης, που υπάρ­χουν σε αυ­τές τις εκτά­σεις, δεν εί­ναι πα­ρά ένας τρο­μα­κτι­κός αστι­κός μύ­θος κα­τα­σκευα­σμέ­νος από τους δα­σκά­λους μας μό­νο και μό­νο για να εί­μα­στε υπά­κουοι; Σί­γου­ρα θα θυ­μά­σαι για ποιο πράγ­μα μι­λάω. Θα θυ­μά­σαι ότι επέ­με­νες να φέρ­νεις στο μυα­λό σου εκεί­νη τη μο­νί­μως επι­κρε­μά­με­νη απει­λή ότι ένα σο­βα­ρό πα­ρά­πτω­μα, ένα επι­πό­λαιο αλ­λά αρ­κε­τά επι­βα­ρυ­ντι­κό στρα­βο­πά­τη­μα θα μπο­ρού­σε να εκτρο­χιά­σει το μέλ­λον σου, να απει­λή­σει τη θέ­ση στο ασφα­λές αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον που εξα­σφά­λι­σε για εσέ­να η μη­τέ­ρα όλων μας, η προ­νοη­τι­κή μας Ομο­σπον­δία. Αν όχι, προ­σπά­θη­σε να ανα­κα­λέ­σεις την ασα­φή απει­λή που σε κρί­σι­μες στιγ­μές δια­χε­ό­ταν στην ατμό­σφαι­ρα κα­θώς μια γλυ­κο­μί­λη­τη δα­σκά­λα, με αφορ­μή κά­ποιο μι­κρό ή με­γά­λο πα­ρά­πτω­μα, εξη­γού­σε, με γα­λή­νια φω­νή, αντι­στρό­φως ανά­λο­γη προς όσα πε­ριέ­γρα­φε, ότι οποιοσ­δή­πο­τε από εμάς, όχι αρ­κε­τά υπά­κουος, θα μπο­ρού­σε μέ­σα σε μια νύ­χτα να με­τα­μορ­φω­θεί σε «ερ­γά­τη γης», ή «χει­ρω­νά­κτη». Και πα­ρό­τι δεν κα­τα­νο­ού­σα­με επα­κρι­βώς το νό­η­μα αυ­τών των λέ­ξε­ων, ερ­μη­νεύ­ο­ντας τον απο­τρο­πια­σμό με τον οποί­ον προ­φέ­ρο­νταν, κα­τα­φέρ­να­με να μα­ντέ­ψου­με τη χυ­δαιό­τη­τα και την ευ­τε­λή φύ­ση αυ­τών των πλα­σμά­των, κα­τα­φέρ­να­με ακό­μα και να τα ει­κο­νο­ποιού­με σαν τέ­ρα­τα με κέ­ρα­τα, βράγ­χια, φο­λι­δω­τή επι­δερ­μί­δα, η ακό­μα και σαν αν­θρώ­πι­να όντα με πρό­σω­πα μι­σο­σα­πι­σμέ­να από κά­ποια φο­βε­ρή ασθέ­νεια, που έσερ­ναν πί­σω τους μια λε­πτή μαύ­ρη ου­ρά με σάρ­κι­νο τρί­γω­νο στην άκρη της και εί­χαν χέ­ρια ρο­ζια­σμέ­να, πλη­για­σμέ­να, τυ­λιγ­μέ­να με κου­ρέ­λια εξαι­τί­ας της σκλη­ρής, της τα­πει­νής, της εξευ­τε­λι­στι­κής ζωή τους, στην οποία ο οποιοσ­δή­πο­τε από εμάς θα μπο­ρού­σε να διο­λι­σθή­σει αν δεν ήταν αρ­κε­τά προ­σε­κτι­κός.

Όμως εγώ, που τα λέω όλα αυ­τά, δεν υπήρ­ξα κα­θό­λου προ­σε­κτι­κός. Ίσως επει­δή δεν εί­χα ιδέα για τις επα­φές σου με τον πε­ρι­βό­η­το Επι­θε­ω­ρη­τή του Β’ Αστι­κού Το­μέα της Δ’ Πε­ρι­φέ­ρειας. Ώσπου, αυ­τός ο ίδιος κα­τά τη διάρ­κεια της ανά­κρι­σής μου, την οποία ανέ­λα­βε προ­σω­πι­κά, μου δι­η­γή­θη­κε τα πά­ντα για την απροσ­δό­κη­τη γνω­ρι­μία σας. Σε πρω­το­εί­δε, λέ­ει, επι­στρέ­φο­ντας στο σπί­τι από το γρα­φείο, ακρι­βώς απέ­να­ντί του, να δια­σχί­ζεις τη διά­βα­ση με τα­χύ βη­μα­τι­σμό, αφο­σιω­μέ­νη στην οθό­νη του κι­νη­τού σου, τρα­βώ­ντας κά­θε λί­γο πί­σω από το δε­ξί σου αφτί μια ενο­χλη­τι­κή τού­φα από τα μαλ­λιά σου (ομο­λο­γώ ότι αυ­τή του η πε­ρι­γρα­φή με έπει­σε ότι μι­λού­σα για σέ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο από οτι­δή­πο­τε άλ­λο μέ­χρι εκεί­νη τη στιγ­μή). Ισχυ­ρί­στη­κε ότι λό­γω της επαγ­γελ­μα­τι­κής του ιδιό­τη­τας δια­θέ­τει την κα­τάλ­λη­λη εκ­παί­δευ­ση, ώστε να αντι­δρά με εκεί­νον τον τρό­πο που οι εκ­παι­δευ­τές του απο­κα­λού­σαν pulse impact, προσ­διο­ρί­ζο­ντας μια αστρα­πιαία αντί­δρα­ση σε χρο­νι­κό διά­στη­μα ενός καρ­δια­κού παλ­μού. «Ναι», σκέ­φτη­κε εκεί­νη τη μέ­ρα, κα­θώς ακι­νη­το­ποιού­σε το σώ­μα του στη μέ­ση της διά­βα­σης, «κά­τι τέ­τοιο θα πρέ­πει να εί­χαν στο μυα­λό τους οι εκ­παι­δευ­τές χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τον όρο». Δευ­τε­ρό­λε­πτα πριν από το συμ­βάν, πρό­λα­βε να δια­κρί­νει τα οβάλ νύ­χια σου, βαμ­μέ­να στο χρώ­μα του βύσ­σι­νου κι αυ­τό τον συ­γκί­νη­σε βα­θιά. Το σώ­μα του χτύ­πη­σε με δύ­να­μη πά­νω στο δι­κό σου, σω­ριά­στη­κες στην άσφαλ­το και κύ­λι­σες, σχε­δόν, στο πλάι. «Με συγ­χω­ρεί­τε, με συγ­χω­ρεί­τε…», μουρ­μού­ρι­σε όσο πιο ένο­χα μπο­ρού­σε να υπο­δυ­θεί, κα­θώς σε βοη­θού­σε να μα­ζέ­ψεις τα πράγ­μα­τά σου. Η μι­κρή διάρ­κεια αυ­τής της συ­νά­ντη­σης θα φαι­νό­ταν απο­γοη­τευ­τι­κή σε οποιον­δή­πο­τε, εκτός αν επρό­κει­το για κά­ποιον με τη δι­κή του εκ­παί­δευ­ση. Αφού πή­ρε, λοι­πόν, στα χέ­ρια του μια χαρ­το­νέ­νια συ­σκευα­σία σε σχή­μα κύ­βου, γε­μά­τη πα­λιο­μο­δί­τι­κα cd με έρ­γα του Gustav Holst,


και σου την έδω­σε για να την ξα­να­βά­λεις στην τσά­ντα σου, εντό­πι­σε το κα­ρό ασπρό­μαυ­ρο πορ­το­φό­λι σου και, ανοί­γο­ντάς το, σχε­δόν τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κά, κα­θώς εσύ προ­σπα­θού­σες να μα­ζέ­ψεις με­ρι­κά πε­τα­μέ­να καλ­λυ­ντι­κά, φω­το­γρά­φη­σε με το κι­νη­τό του την ταυ­τό­τη­τά σου. Δεν ξέ­ρω αν το θυ­μά­σαι, αλ­λά αυ­τός ισχυ­ρί­ζε­ται ότι, στο τέ­λος, σου πρό­σφε­ρε το πορ­το­φό­λι ψελ­λί­ζο­ντας «Με συγ­χω­ρεί­τε…». Και τό­τε εσύ, σχε­δόν χω­ρίς να τον βλέ­πεις, κού­νη­σες το χέ­ρι δε­ξιά κι αρι­στε­ρά, εν­νο­ώ­ντας «δεν πει­ρά­ζει, μην ανη­συ­χεί­τε». Με­τά τον προ­σπέ­ρα­σες για να δια­σχί­σεις τη διά­βα­ση και να στρί­ψεις στην πρώ­τη κά­θε­τη. Όπως ήταν ανα­με­νό­με­νο το δί­κτυό του δεν άρ­γη­σε να ανα­κα­λύ­ψει κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια που σε αφο­ρού­σε, ακό­μα και τη σχέ­ση σου μα­ζί μου, με ό,τι αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται για τη συ­νέ­χεια. Το επό­με­νο διά­στη­μα η εί­δη­ση της από­σπα­σής μου από το πα­νε­πι­στή­μιο στο οποίο ερ­γα­ζό­μουν έπε­σε στο κε­φά­λι μου σαν κε­ραυ­νός εν αι­θρία. Εκεί­νη την ημέ­ρα, αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες θα πρέ­πει να πλη­ρο­φό­ρη­σαν τον Επι­θε­ω­ρη­τή του Β’ Αστι­κού Το­μέα της Δ’ Πε­ρι­φέ­ρειες ότι στά­θη­κα μπρο­στά στο λα­κω­νι­κό κεί­με­νο, με το οποίο μου ανα­κοι­νώ­θη­κε το γε­γο­νός, σφίγ­γο­ντας τις γρο­θιές, ώσπου να ασπρί­σουν οι αρ­θρώ­σεις μου. Θα χρεια­ζό­ταν τώ­ρα να με­τα­φέ­ρω το γρα­φείο μου στο Ιστο­ρι­κό Μου­σείο, ή, τέ­λος πά­ντων, στο κτή­ριο που κά­πο­τε οι άν­θρω­ποι συ­νή­θι­ζαν να απο­κα­λούν έτσι, πριν οι πόρ­τες του σφα­λι­στούν για το κοι­νό και πριν τα εκ­θέ­μα­τά του κα­λυ­φθούν με με­γά­λα τα­μπλό, ή θα­φτούν σε λα­βυ­ριν­θώ­δη υπό­γεια∙ πο­λύ πριν, δη­λα­δή, το μέ­ρος αυ­τό αρ­χί­σει να φι­λο­ξε­νεί το Κέ­ντρο Κω­δι­κο­ποί­η­σης-Κρυ­πτο­γρά­φη­σης Ομο­σπον­δια­κής Κλη­ρο­νο­μιάς. Σύμ­φω­να με τις εντο­λές, όφει­λα να πα­ρου­σια­στώ εκεί και να ανα­λά­βω τα νέα μου κα­θή­κο­ντα, εγκα­τα­λεί­πο­ντας, λί­γο πριν από την ολο­κλή­ρω­σή της, μια μα­κρο­χρό­νια έρευ­να με θέ­μα τους Έλ­λη­νες κλα­σι­κούς για να κα­τα­πια­στώ με την εντα­τι­κή κω­δι­κο­ποί­η­ση μιας παρ­τί­δας βυ­ζα­ντι­νών κει­μέ­νων, σχε­τι­κά μι­κρής σε όγκο, αν ανα­λο­γι­στεί κα­νείς τα με­γέ­θη που δια­χει­ρί­στη­κε στο πα­ρελ­θόν το εν λό­γω Κέ­ντρο. Στην αρ­χή, ήμουν κά­τι πα­ρα­πά­νω από έξαλ­λος. Φλυα­ρού­σα, μά­λι­στα, δε­ξιά κι αρι­στε­ρά ότι χά­ρη σε αυ­τό το τε­λευ­ταίο κα­πρί­τσιο κά­ποιων υψη­λό­βαθ­μων με αστρα­φτε­ρά δό­ντια, ανα­γκα­ζό­μουν να πα­ρα­τή­σω τη δου­λειά του, να πε­τά­ξω, δη­λα­δή, στα σκου­πί­δια τους κό­πους χρό­νων και να προ­σαρ­μο­στώ σε κά­τι ενο­χλη­τι­κά νέο, για το οποίο δεν έδι­να δε­κά­ρα και, πά­νω από όλα, να περ­νώ τον χρό­νο μου ως μί­ζε­ρος κω­δι­κο­γρά­φος, με απο­κλει­στι­κό σκο­πό το κα­μου­φλά­ρι­σμα κει­μέ­νων πί­σω από πο­λύ­πλο­κα σύμ­βο­λα, προ­κει­μέ­νου να δια­σφα­λί­σω ότι η πρό­σβα­ση σε αυ­τά θα ήταν αδύ­να­τη. Ωστό­σο, κα­θώς επι­χει­ρού­σα μια πρώ­τη γνω­ρι­μία με το και­νούρ­γιο μου υλι­κό, βρέ­θη­κα μπρο­στά σε κά­τι απροσ­δό­κη­τα εν­δια­φέ­ρον, εξαι­τί­ας του οποί­ου ένιω­σα την καρ­διά του να χτυ­πά ακα­τά­στα­τα, τό­σο ώστε να μην κα­τα­φέ­ρω να αντι­στα­θώ στον πει­ρα­σμό να αγ­γί­ξω με τα ίδια μου τα δά­χτυ­λα τη φθαρ­μέ­νη επι­φά­νεια πά­νω στη οποία δια­φαί­νο­νταν αχνά, αρα­δια­σμέ­να με τά­ξη, τα λο­ξά καλ­λι­γρα­φι­κά ψη­φία του πα­λιού αλ­φα­βή­του, κα­θώς σχη­μά­τι­ζαν ελ­λη­νι­κές λέ­ξεις, πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νες από μια έγ­χρω­μη ει­κο­νο­γρά­φη­ση γε­μά­τη αρ­χι­γράμ­μα­τα, ανα­πα­ρα­στά­σεις ζώ­ων και φυ­τών, σκη­νές κυ­νη­γιού και κα­λαί­σθη­τες ει­κό­νες εφή­βων και γυ­ναι­κών με αμ­φί­ε­ση επο­χής. Για ένα διά­στη­μα αφέ­θη­κα να ζή­σω στιγ­μές αλη­θι­νής ευ­τυ­χί­ας ενό­σω βου­τού­σα στην καρ­διά του κει­μέ­νου για να ανα­σύ­ρω αρ­χαί­ες ονο­μα­σί­ες πτη­νών, μο­να­στη­ρια­κές συ­ντα­γές μα­γει­ρι­κής, πε­ρι­γρα­φές γε­ωρ­γι­κών καλ­λιερ­γειών, πα­νάρ­χαιες με­τε­ω­ρο­λο­γι­κές προ­βλέ­ψεις, οδη­γί­ες για το κλώ­σι­μο και το βά­ψι­μο του μαλ­λιού, υφα­ντουρ­γι­κές λε­πτο­μέ­ρειες επε­ξερ­γα­σί­ας και πλέ­ξης, με­λισ­σο­κο­μι­κές ερ­γα­σί­ες, ημε­ρο­λο­για­κούς κύ­κλους κί­νη­σης των πλα­νη­τών, αστρο­λο­γι­κά σχε­δια­γράμ­μα­τα, κα­τα­γρα­φές αδέ­ξιων τυ­πο­γρα­φι­κών απο­πει­ρών και δε­κά­δες άλ­λες λε­πτο­μέ­ρειες από τη ζωή και τις ασχο­λί­ες κά­ποιου μο­να­χού που υπέ­γρα­φε με το όνο­μα Πορ­φύ­ριος ο Ρό­διος. Κο­λυ­μπώ­ντας σε αυ­τόν τον κό­σμο ένιω­σα συ­χνά την ανά­γκη να ευ­χα­ρι­στή­σω όποιον προ­νοη­τι­κό Θεό ερ­γά­στη­κε για τη διά­σω­ση αυ­τού του ημε­ρο­λο­γί­ου. Ένιω­θα κά­τι πα­ρα­πά­νω από ευ­γνώ­μων για τη γεν­ναιό­δω­ρη φλυα­ρία με την οποία ο συ­ντά­κτης φρό­ντι­ζε να πε­ρι­γρά­φει ακό­μα και την πιο ασή­μα­ντη ασχο­λία, λες και από αυ­τήν την εντα­τι­κή κα­τα­γρα­φή εξαρ­τιό­ταν η ομα­λή ροή της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς του. Αλ­λά, πά­νω από όλα, στε­κό­μουν έκ­θαμ­βος μπρο­στά σε έναν θη­σαυ­ρό από δε­κά­δες άγνω­στους γραμ­μα­τι­κούς τύ­πους, που έπρε­πε να ανα­γνω­ρι­στούν και να τεκ­μη­ριω­θούν, και άλ­λους τό­σους οι οποί­οι τεκ­μη­ρί­ω­ναν εκ­κρε­μείς κα­τα­γρα­φές πα­λαιό­τε­ρων ερευ­νών. Όταν ο πρώ­τος εν­θου­σια­σμός κα­τα­λά­για­σε κυ­ριεύ­τη­κα από από­γνω­ση, επει­δή έχο­ντας στη διά­θε­ση μου αυ­τό το σπά­νιο κεί­με­νο, θα ανα­γκα­ζό­μουν να το κρυ­πτο­γρα­φή­σω και ύστε­ρα να το πα­ρα­δώ­σω στους αρ­χειο­θέ­τες των υπο­γεί­ων. Συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας ότι αδυ­να­τού­σα να το απο­χω­ρι­στώ, απο­φά­σι­σα να κά­νω ό,τι ακρι­βώς πε­ρί­με­νε από έναν επι­πό­λαιο σαν εμέ­να ο Επι­θε­ω­ρη­τής του Β’ Αστι­κού Το­μέα της Δ’ Πε­ρι­φέ­ρειας. Βάλ­θη­κα, δη­λα­δή, να κα­τα­σκευά­σω ένα αντί­γρα­φο, τό­σο πει­στι­κό ώστε να δύ­να­ται να αντι­κα­τα­στή­σει το γνή­σιο στον αρ­χεια­κό χώ­ρο του υπο­γεί­ου. Προ­φα­νώς, έκα­ναν όλοι τους τα στρα­βά μά­τια, ώστε να κα­τορ­θώ­σω να προ­μη­θευ­τώ τα απαι­τού­με­να υλι­κά, αφή­νο­ντάς με να πι­στεύω ότι λαμ­βά­νω προ­φυ­λά­ξεις έμπει­ρου συ­νω­μό­τη. Ει­λι­κρι­νά, τώ­ρα που το σκέ­φτο­μαι, δεν ξέ­ρω πως μου πέ­ρα­σε από το μυα­λό ότι θα κα­τά­φερ­να όχι μό­νο να με­λε­τή­σω αλ­λά και να δια­σώ­σω το ημε­ρο­λό­γιο από τη σκό­νη και τα σκο­τά­δια, κλη­ρο­δο­τώ­ντας το, ένας Θε­ός ξέ­ρει με ποιον τρό­πο, στις επό­με­νες γε­νιές. Προς αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση άρ­χι­σα να αξιο­ποιώ τις βι­βλιο­δε­τι­κές οδη­γί­ες του Πορ­φύ­ριου του Ρό­διου, επι­δει­κνύ­ο­ντας εν­θου­σια­σμό νε­ο­φώ­τι­στου και αο­ρι­στο­λο­γώ­ντας στις ηλε­κτρο­νι­κές συ­ζη­τή­σεις μου μα­ζί σου πε­ρί πα­νάρ­χαιων τε­χνι­κών βυρ­σο­δε­ψί­ας, κε­ρώ­μα­τος συρ­ρα­πτι­κής κλω­στής, πα­λαί­ω­σης τυ­πο­γρα­φι­κών εκτυ­πώ­σε­ων κ.ο.κ.. Κι έτσι πιά­στη­κα στο δό­κα­νο που ο Επι­θε­ω­ρη­τής ετοί­μα­σε για εμέ­να πα­ρέ­χο­ντας εν αγνοία μου στους αό­ρα­τους διώ­κτες μου τα πει­στή­ρια που ανα­ζη­τού­σαν. Αλ­λά θα έπρε­πε να έβλε­πες αρ­γό­τε­ρα εμέ­να τον επα­να­στά­τη σου, ενώ κλα­ψού­ρι­ζα σαν μι­σο­κα­κό­μοι­ρος, ίδρω­να κι έτρε­μα σύ­γκορ­μος υπο­κρι­νό­με­νος, χω­ρίς ίχνος αξιο­πρέ­πειας, μια φα­ντα­στι­κή ψυ­χι­κή ασθέ­νεια, προ­κει­μέ­νου να τους πεί­σω να με λυ­πη­θούν και να με οδη­γή­σουν στο ανά­λο­γο ίδρυ­μα. Υπο­θέ­τω ότι στην αρ­χή εί­χαν αυ­τό ακρι­βώς στο μυα­λό τους, αλ­λά βλέ­πο­ντάς με να προ­σποιού­μαι τον άρ­ρω­στο, πεί­στη­καν ότι αν μου έκα­ναν το χα­τί­ρι, θα ήταν σαν να με έστελ­ναν δια­κο­πές στο αγα­πη­μέ­νο μου θέ­ρε­τρο. Χά­ρη σε αυ­τό το κα­κό θέ­α­τρο δεν ανα­γκά­στη­κα να ζή­σω την υπό­λοι­πη ζωή μου πί­σω από μια τζα­μα­ρία, φο­ρώ­ντας αιω­νί­ως τις πι­ζά­μες μου, ξα­πλω­μέ­νος σε μια ξύ­λι­νη σαιζ λονγκ, μα­ζί με ένα κο­κτέιλ πο­λύ­χρω­μων χα­πιών, ικα­νό να με απαλ­λάσ­σει από τον ίδιο μου τον εαυ­τό. Χά­ρη σε αυ­τό το κα­κό θέ­α­τρο πή­ρα τον δρό­μο για τις αποι­κί­ες κι έγι­να ερ­γά­της γης (χω­ρίς λέ­πια, βράγ­χια και φο­λι­δω­τή επι­δερ­μί­δα), σε ένα δυ­σπρό­σι­το ση­μείο του πλα­νή­τη, όπου οι κλο­πή σπό­ρων για ιδιω­τι­κή καλ­λιέρ­γεια τι­μω­ρεί­ται με ισό­βια φυ­λά­κι­ση. Κα­τά συ­νέ­πεια, εί­μαι σε θέ­ση να σε δια­βε­βαιώ­σω ότι οι πε­ρι­φραγ­μέ­νες εκτά­σεις, οι μυ­θι­κές εκτά­σεις με τους απέ­ρα­ντους σι­το­βο­λώ­νες, τους θη­ριώ­δεις λα­χα­νό­κη­πους, τα διά­φα­να μα­κρι­νά­ρια των ηλια­κών θερ­μο­κη­πί­ων και τις ατέ­λειω­τες δε­ντρο­στοι­χί­ες από λα­δο­πρά­σι­νες ελιές και οπω­ρο­φό­ρα, υπάρ­χουν. Υπάρ­χουν και, κα­θώς ο ήλιος δύ­ει στη 17η Γε­ωρ­γι­κή Αποι­κία, εί­μαι σε θέ­ση, κα­θι­σμέ­νος στην εί­σο­δο της σπη­λιάς μου να βλέ­πω μια από αυ­τές να απλώ­νε­ται στα πό­δια μου, ενό­σω «απο­λαμ­βά­νω» τη μου­χλια­σμέ­νη με­ρί­δα της υπη­ρε­σί­ας συσ­σι­τί­ου, που θα μου προ­κα­λού­σε σκορ­βού­το, αν δεν συ­νο­δευό­ταν από ένα στρογ­γυ­λό χα­πά­κι συ­μπυ­κνω­μέ­νων φυ­τι­κών ινών. Συ­νει­δη­το­ποιώ όμως μό­λις τώ­ρα ότι, ει­δι­κά σή­με­ρα, πα­ρα­συρ­μέ­νος από την κα­κή μου διά­θε­ση, δεν κα­τόρ­θω­σα να πω δυο κου­βέ­ντες στον γεί­το­νά μου∙ έναν εξα­θλιω­μέ­νο και ντρο­πα­λό Ρο­βιν­σώ­να, με όψη κα­λυμ­μέ­νη από ψα­ρά γέ­νια και μαλ­λιά, που έφθα­σε στο λη­μέ­ρι μου πριν από λί­γο κι έτει­νε το χέ­ρι για να μου πα­ρα­δώ­σει το πε­ρι­τύ­λιγ­μα του δέ­μα­τός του, αμί­λη­τος κι έτοι­μος να το βά­λει στα πό­δια, αμέ­σως μό­λις απο­δέ­χτη­κα την προ­σφο­ρά του. Με­τα­νιώ­νω, ξέ­ρεις, επει­δή, χα­μέ­νος στο ονει­ρο­πό­λη­μά μου, δεν έκα­να το πα­ρα­μι­κρό για να τον ευ­χα­ρι­στή­σω για τη γεν­ναιό­δω­ρη χει­ρο­νο­μία του∙ μια από τις πολ­λές που συμ­βαί­νουν εδώ κα­θη­με­ρι­νά από αν­θρώ­πους πε­πει­σμέ­νους ότι χρειά­ζο­μαι το χαρ­τί πε­ρισ­σό­τε­ρο από τους ίδιους και ότι εί­μαι σε θέ­ση να το αξιο­ποι­ή­σω για τη σω­τη­ρία τους. Θα σου φα­νεί πε­ρί­ερ­γο και υπερ­βο­λι­κά ρι­ψο­κίν­δυ­νο, αλ­λά, το πρώ­το διά­στη­μα, όταν ακό­μα έμε­να στους κοι­τώ­νες, κά­ποιοι φρό­ντι­σαν να φτά­σει στα χέ­ρια μου μια δε­σμί­δα μο­λυ­βιών, μάρ­κας Faber No2, από εκεί­να τα πα­λιά που στα­μά­τη­σαν να πα­ρά­γο­νται λό­γω έλ­λει­ψης ζή­τη­σης. Δεν έχω ιδέα τι θα γί­νει όταν αυ­τά τα μο­λύ­βια τε­λειώ­σουν. Προς το πα­ρόν με δια­σώ­ζουν κα­θη­με­ρι­νά από όσα θα μπο­ρού­σα να πά­θω αν ζού­σα αφη­μέ­νος στο έλε­ος των συν­θη­κών. Ωστό­σο, χθες, επι­στρέ­φο­ντας εδώ, δεν σταύ­ρω­σα ού­τε μι­σή πα­ρά­γρα­φο ημε­ρο­λο­για­κής κα­τα­γρα­φής και δεν κα­τόρ­θω­σα να συ­γκε­ντρω­θώ στιγ­μή στη δου­λειά μου για τη 17η Γε­ωρ­γι­κή Αποι­κία. Κι αυ­τό επει­δή, με­τά τον πρώ­το εν­θου­σια­σμό για το πα­ρά­δο­ξο «συ­να­πά­ντη­μά μας», η μορ­φή σου Νό­ρα επέ­στρε­φε συ­νε­χώς στο μυα­λό μου, εναλ­λασ­σό­με­νη με κά­ποιες κι­νή­σεις του σώ­μα­τός σου που θύ­μι­ζαν γνώ­ρι­μη εθι­μο­τυ­πι­κή τε­λε­τή, από αυ­τές στις οποί­ες έχω πα­ρα­βρε­θεί πολ­λές φο­ρές κα­τά την διάρ­κεια της «πο­λι­τι­σμέ­νης» μου πε­ριό­δου. Αμυ­δρές υπο­ψί­ες, διο­γκού­με­νες όσο περ­νού­σαν οι ώρες, άρ­χι­σαν να βα­σα­νί­ζουν το μυα­λό μου, προ­κα­λώ­ντας μου αϋ­πνία και οδη­γώ­ντας με νω­ρίς σή­με­ρα το πρωί στα θερ­μο­κή­πια για να ψευ­το­δου­λεύω πε­ρι­μέ­νο­ντας με αγω­νία το άνοιγ­μα της οθό­νης στο με­γά­λο υπό­στε­γο. Ώσπου, την ώρα του δια­λείμ­μα­τος, εί­δα τις υπο­ψί­ες μου, αυ­τές που μέ­χρι εκεί­νη τη στιγ­μή έτει­να να θε­ω­ρώ απο­κυ­ή­μα­τα μιας αγω­νιώ­δους νύ­χτας, να επι­βε­βαιώ­νο­νται η μια με­τά την άλ­λη. Ναι, οι εθι­μο­τυ­πι­κές μι­κρές υπο­κλί­σεις σου προς τους αξιω­μα­τού­χους, αυ­τές που προ­κά­λε­σαν τον χθε­σι­νο­βρα­δι­νό ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­νο πα­νι­κό μου, δεν ήταν πα­ρά μέ­ρος μιας τε­λε­τής πα­ρα­ση­μο­φό­ρη­σης. Της δι­κής σου πα­ρα­ση­μο­φό­ρη­σης, επει­δή, σύμ­φω­να με ένα λο­γύ­δριο, εκ­φω­νη­μέ­νο από τον πα­ντα­χού πα­ρό­ντα Επι­θε­ω­ρη­τή του Β’ Αστι­κού Το­μέα της Δ’ Πε­ρι­φέ­ρειας, συ­νέ­βαλ­λες τα μέ­γι­στα για τη σύλ­λη­ψη ενός εγκλη­μα­τία, ενός δη­μό­σιου κίν­δυ­νου σαν και του λό­γου μου∙ κά­ποιου δια­τε­θει­μέ­νου να υπε­ξαι­ρέ­σει ένα τε­ρά­στιας αξί­ας ιστο­ρι­κό κει­μή­λιο, σαν το Ημε­ρο­λό­γιο του Πορ­φύ­ριου του Ρό­διου! Υπο­θέ­τω, Νό­ρα, ότι αυ­τή η ιστο­ρία θα εκτό­ξευ­σε την κα­ριέ­ρα σου. Που να βρί­σκε­σαι άρα­γε αυ­τή τη στιγ­μή; Αλω­νί­ζεις σε κά­ποιο εμπο­ρι­κό κέ­ντρο ή ξε­ρο­ψή­νε­σαι κά­τω από τη λά­μπα κα­νε­νός σο­λά­ριουμ; Αλ­λά όχι, ενό­σω εγώ κα­τα­χω­ρώ την πί­κρα μου σε αυ­τό εδώ το αξιο­θρή­νη­το γράμ­μα, ίσως να πί­νεις τσάι στο σα­λό­νι σου κα­θι­σμέ­νη δί­πλα στον Επι­θε­ω­ρη­τή σου, μπρο­στά στο αι­νιγ­μα­τι­κό χα­μό­γε­λο κα­μιάς, εδώ και δε­κα­ε­τί­ες, εξα­φα­νι­σμέ­νης από προ­σώ­που γης Λί­ζα ντελ Τζο­κό­ντο. Όμως θα στα­μα­τή­σω εδώ αυ­τό το γράμ­μα, που ού­τως ή άλ­λως δεν επρό­κει­το να λά­βεις πο­τέ, και ίσως το κα­τα­στρέ­ψω χω­ρίς να το τι­μή­σω με μια δεύ­τε­ρη ανά­γνω­ση. Θα το κα­τα­στρέ­ψω και δεν θα σου ξα­να­γρά­ψω απο­λύ­τως τί­πο­τα, για­τί κρί­νε μό­νη σου αν αξί­ζει να σπα­τα­λώ τα πο­λύ­τι­μα υλι­κά μου σε γράμ­μα­τα σαν αυ­τό εδώ, κιν­δυ­νεύ­ο­ντας να οδη­γη­θώ μια ώρα αρ­χύ­τε­ρα στο μο­να­δι­κό πράγ­μα που λεί­πει για να θε­ω­ρη­θώ ένας τέ­λειος Homo Erectus. Τι λες; Δεν θα έχω γί­νει πλέ­ον ένας τέ­τοιος την ημέ­ρα που θα ανα­γκα­στώ να σκα­λί­σω τα πρώ­τα μου σύμ­βο­λα πά­νω στο τοί­χω­μα της σπη­λιάς μου;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: