Η επιχείρηση του Φαρτζάλα μπιλ Αλί

Aπό το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης
Aπό το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης


Συλ­λο­γι­κή με­τά­φρα­ση:
Ηλέ­κτρα Ανα­γνώ­στου, Θα­νά­σης Κο­ρώ­νης, Μά­γδα Μα­ρί­τσα, Νί­κος Μα­νου­σά­κης, Μα­τί­να Μπίλ­λια
Συ­ντο­νι­σμός: Νί­κος Πρα­τσί­νης







Οσοι με γνώ­ρι­ζαν, μό­λις άκου­γαν ότι θα έπια­να δου­λειά στο εκτρο­φείο γο­ρι­λών του Φαρ­τζά­λα μπιλ Αλί ανα­σή­κω­ναν τους ώμους συ­μπο­νε­τι­κά.
Εγώ εί­χα πια ξε­μεί­νει από επι­λο­γές. Με εί­χαν πε­τά­ξει έξω από τα πιο ση­μα­ντι­κά εμπο­ρι­κά στο Στάν­λεϊ. Σε κά­ποια με κα­τη­γο­ρού­σαν ως μι­κρο­κλέ­φτη, σε άλ­λα ως μπε­κρή. Το τε­λευ­ταίο μου αφε­ντι­κό, σκο­ντά­φτο­ντας πά­νω μου στην εί­σο­δο της αγο­ράς, σχο­λί­α­σε ει­ρω­νι­κά την από­φα­σή μου:

«Του λα­γω­νι­κού την ου­ρά δεν θα ισιώ­σεις, και εί­κο­σι χρό­νια στην κάν­νη ενός όπλου να τη χώ­σεις».

Μπρο­στά στην απαι­σιο­δο­ξία που απέ­πνεε αυ­τό το αρα­βι­κό ρη­τό, εγώ ανα­σή­κω­σα τους ώμους. Τι μπο­ρού­σα να κά­νω; Στην Αφρι­κή πε­θαί­νεις από πεί­να, όχι μο­νά­χα στην έρη­μο αλ­λά και στην πιο πυ­κνή και πο­λύ­βουη ζού­γκλα. Εκεί που πρα­σι­νί­ζει το μάν­γκο και χα­χα­νί­ζει ο χι­μπα­τζής, σχε­δόν πά­ντα πα­ρα­μο­νεύ­ει το δη­λη­τη­ρια­σμέ­νο βέ­λος.
Στην επι­χεί­ρη­ση του Φαρ­τζά­λα μπιλ Αλί θα ερ­γα­ζό­μουν ως λο­γι­στής. Αυ­τό το κα­θί­κι δεν εκ­με­ταλ­λευό­ταν μό­νο το επι­κερ­δές εκτρο­φείο γο­ρι­λών, αλ­λά και ένα κέ­ντρο εκ­παί­δευ­σης νε­α­ρών ελε­φά­ντων. Εκεί τους εκ­παί­δευε να δου­λεύ­ουν. Ο έμπο­ρος που­λού­σε τους εξη­με­ρω­μέ­νους ελέ­φα­ντες και τους γο­ρί­λες με εξαι­ρε­τι­κά υψη­λό κέρ­δος. Εί­χε στη διά­θε­σή του κά­μπο­σες λεύ­γες ζού­γκλας και πο­λυά­ριθ­μα κο­πά­δια σκλά­βων. Κα­θώς εκεί­νοι πα­ρα­ή­ταν χα­ζοί για να ανα­λά­βουν την εκ­παί­δευ­ση των ελε­φά­ντων, τους χρη­σι­μο­ποιού­σε για τις κο­πια­στι­κές ερ­γα­σί­ες. Οι μαύ­ρες, γε­νι­κά, απα­σχο­λού­νταν στην επι­χεί­ρη­ση ως πα­ρα­μά­νες των ορ­φα­νών γο­ρι­λών, κα­θό­τι οι ενή­λι­κοι πί­θη­κοι, όταν έχα­ναν την ελευ­θε­ρία τους, πέ­θαι­ναν από θλί­ψη. Το τάι­σμα των νε­ο­γέν­νη­των και ορ­φα­νών γο­ρι­λών απαι­τού­σε ει­δι­κή φρο­ντί­δα, επει­δή με την ευαί­σθη­τη όσφρη­σή τους αντι­λαμ­βά­νο­νταν τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στις μα­νά­δες τους και στις μαύ­ρες. Επι­πλέ­ον, αυ­τά τα μι­κρά θη­ρία εί­ναι τρο­μα­κτι­κά ζη­λιά­ρι­κα και δεν ανέ­χο­νται να τα­ΐ­ζει μια σκλά­βα το δι­κό της παι­δί. Κα­θώς ο Φαρ­τζά­λα Μπιλ Αλί δεν επε­δεί­κνυε στο θέ­μα αυ­τό την δέ­ου­σα προ­σο­χή, μια μαύ­ρη, που την έλε­γαν Τού­λα και εί­χε φέ­ρει το παι­δά­κι της στο εκτρο­φείο, εί­δε τον γο­ρί­λα που εκεί­νη φρό­ντι­ζε να στραγ­γα­λί­ζει τον μι­κρό, δί­χως να μπο­ρέ­σει να το εμπο­δί­σει.
Το γε­γο­νός προ­κά­λε­σε ένα δρά­μα. Ο πα­τέ­ρας του μι­κρού, ένας μαύ­ρος που ερ­γα­ζό­ταν στις απο­βά­θρες, μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ότι ο γιος του ξε­ψύ­χη­σε στα νύ­χια ενός γο­ρί­λα, εμ­φα­νί­στη­κε στο εκτρο­φείο, άρ­πα­ξε το κτή­νος από το πό­δι και του έκο­ψε το κε­φά­λι. Ικα­νο­ποι­η­μέ­νος με το κα­τόρ­θω­μά του, πα­ρου­σιά­στη­κε στο λι­μά­νι με το κε­φά­λι του γο­ρί­λα.
Σύ­ντο­μα ο Φαρ­τζά­λα μπιλ Αλί ενη­με­ρώ­θη­κε για τη ζη­μιά που έπα­θε. Ο Φαρ­τζά­λα κα­τέ­βη­κε στην απο­βά­θρα. Από μα­κριά δια­κρι­νό­ταν το κε­φά­λι του πι­θή­κου, το­πο­θε­τη­μέ­νο πά­νω σε μία στοί­βα σα­κιά βαμ­βά­κι. Ο Φαρ­τζά­λα εμ­φα­νί­στη­κε «σαν την ορ­γή του προ­φή­τη», σύμ­φω­να με ένα μάρ­τυ­ρα. Δεν εί­πε λέ­ξη, έβγα­λε από τη θή­κη το χο­ντρό πι­στό­λι του και άδεια­σε στο κε­φά­λι του άντρα της Τού­λα όλα τα βλή­μα­τα που εί­χε στη θα­λά­μη. Με την ιδιό­τη­τά μου ως επι­στά­της εκ­φόρ­τω­σης για άλ­λον έμπο­ρο, ήμουν μάρ­τυ­ρας του εγκλή­μα­τος. Ο μαύ­ρος απέ­μει­νε ου­σια­στι­κά ακέ­φα­λος. Στη δί­κη που ακο­λού­θη­σε ο Φαρ­τζά­λα αθω­ώ­θη­κε. Οι μάρ­τυ­ρες κα­τέ­θε­σαν ψευ­δώς ότι ο Άρα­βας ανα­γκά­στη­κε να αμυν­θεί σε μια επί­θε­ση του μαύ­ρου. Ανά­με­σα σ' εκεί­νους τους άδι­κους μάρ­τυ­ρες ήμουν και εγώ. Το αφε­ντι­κό μου, που εκεί­νη την επο­χή εν­δια­φε­ρό­ταν να αγο­ρά­σει χαυ­λιό­δο­ντες, εί­χε δε­σμεύ­σει τα κε­φά­λαιά του στην εται­ρεία του Φαρ­τζά­λα, και με υπο­χρέ­ω­σε να δη­λώ­σω ότι ο μαύ­ρος εί­χε προ­σπα­θή­σει να ορ­μή­σει στον Άρα­βα με ένα με­γά­λο μα­χαί­ρι. Κα­τά τη διάρ­κεια της δί­κης, το κε­φά­λι του κα­ρα­το­μη­μέ­νου γο­ρί­λα θε­ω­ρή­θη­κε πο­λύ ση­μα­ντι­κό πει­στή­ριο.
Πε­ριτ­τό να ει­πω­θεί ότι κα­τά την εκ­δί­κα­ση της υπό­θε­σης ο Φαρ­τζά­λα Μπιλ Αλί δεν φυ­λα­κί­στη­κε ού­τε μια μέ­ρα. Ήρ­θε η ώρα λοι­πόν, να πα­ρου­σιά­σω τον πρω­τα­γω­νι­στή της ιστο­ρί­ας.
Ο Φαρ­τζά­λα μπιλ Αλί ήταν κά­θαρ­μα από κού­νια. Εί­χε τέ­τοιους προ­γό­νους που δε μπο­ρού­σε πα­ρά να φα­νεί αντά­ξιός τους. Τον παπ­πού της μη­τέ­ρας του τον εί­χαν κρε­μά­σει από το κα­τάρ­τι μιας φρε­γά­τας επει­δή εμπο­ρευό­ταν σκλά­βους. Ο πα­τέ­ρας του Φαρ­τζά­λα εί­χε δο­λο­φο­νη­θεί από έναν έμπο­ρο. Η μη­τέ­ρα του Φαρ­τζά­λα ασχο­λή­θη­κε για με­γά­λο διά­στη­μα με το δου­λε­μπό­ριο. Κα­τά τη διάρ­κεια μιας σιέ­στας, ένας εξα­γριω­μέ­νος ελέ­φα­ντας την κομ­μά­τια­σε με τους χαυ­λιό­δο­ντές του. Ο Φαρ­τζά­λα ανέ­λα­βε τα ηνία της επι­χεί­ρη­σης.
Ήταν ένας ψη­λός, ξε­ρα­κια­νός Κον­γκο­λέ­ζος με γαμ­ψή μύ­τη, ο οποί­ος ακο­λου­θού­σε το μου­σουλ­μα­νι­κό θρή­σκευ­μα. Στό­λι­ζε το κε­φά­λι του με ένα τουρ­μπά­νι από κί­τρι­νη μου­σε­λί­να, και πο­τέ κα­νείς δεν τον εί­δε χω­ρίς το χο­ντρό του μα­στί­γιο. Μα­στί­γω­νε το ίδιο λευ­κούς και μαύ­ρους. Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι όταν ένας λευ­κός κα­τα­ντού­σε να δου­λέ­ψει για τον Φαρ­τζά­λα, εί­χε φτά­σει σε πλή­ρη εξα­θλί­ω­ση. Πιο χα­μη­λά από την επι­χεί­ρη­ση του Φαρ­τζά­λα ήταν μό­νο η φυ­λα­κή.
Ο Φαρ­τζά­λα ήξε­ρε και τους δι­κούς μου προ­γό­νους. Όταν πα­ρου­σιά­στη­κα για να του ζη­τή­σω δου­λειά, διέ­τα­ξε να μου δώ­σουν ένα μπου­κά­λι ουί­σκι και με έδιω­ξε λέ­γο­ντάς μου:

— Τρά­βα να με­θύ­σεις. Ύστε­ρα μι­λά­με.

Ήμουν τρεις μέ­ρες με­θυ­σμέ­νος. Την τέ­ταρ­τη, με ξύ­πνη­σε μια βρο­χή από κλω­τσιές στα πλευ­ρά. Όρ­θιος, δί­πλα μου, ψυ­χρός και αυ­στη­ρός, έστε­κε ο έμπο­ρος. Ση­κώ­θη­κα πο­νώ­ντας, ενώ ο τι­πο­τέ­νιος με ρω­τού­σε:

— Θα κοι­μά­σαι μέ­χρι τη Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σία; Άντε, τρά­βα στην απο­θή­κη! Και­ρός να κερ­δί­σεις το ψω­μί σου!

Έτσι ξε­κί­νη­σα στην επι­χεί­ρη­σή του. Οι σχέ­σεις μας όμως δεν μπο­ρού­σαν να πά­νε κα­λά. Μια μέ­ρα που βγή­κα­με στο πο­τά­μι για να βρού­με ένα φορ­τίο φίλ­ντι­σι κο­ντά στους απο­κα­λού­με­νους «κα­ταρ­ρά­κτες του Στάν­λεϊ», αφού εί­χα­με απο­κτή­σει το εμπό­ρευ­μα και τη στιγ­μή που οι «κυ­νη­γοί» Βά­ουα στις πι­ρό­γες τους εκτε­λού­σαν γύ­ρω μας κά­τι σαν ναυ­τι­κό χο­ρό, ο Φαρ­τζά­λα θέ­λη­σε να αρ­πά­ξει με τη βία μια σκλά­βα που εγώ εί­χα ανταλ­λά­ξει με ένα αυ­τό­μα­το πι­στό­λι. Ισχυ­ρι­ζό­ταν προ­σχη­μα­τι­κά ότι εγώ, όσο ερ­γα­ζό­μουν υπό τις δια­τα­γές του, δεν μπο­ρού­σα να απο­κτή­σω κα­νε­νός εί­δους εμπό­ρευ­μα και ότι αν οι κυ­νη­γοί μού πού­λη­σαν τη σκλά­βα, ήταν λό­γω του δι­κού του κύ­ρους. Προ­φα­νώς, ο μαύ­ρος που μου την πού­λη­σε εί­χε ενερ­γή­σει κα­κό­πι­στα. Εγώ ήμουν λευ­κός, και κα­νείς δεν ήταν δυ­να­τόν να αντι­τα­χθεί κα­νείς στην αγο­ρά της νέ­γρας από μέ­ρους μου. Τό­τε ο Φαρ­τζά­λα, εκνευ­ρι­σμέ­νος, μου απά­ντη­σε ότι δεν θα ανε­χό­ταν πο­τέ να ζή­σει η μαύ­ρη στην επι­χεί­ρη­ση. Του απά­ντη­σα ότι σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν σκε­φτό­μουν να φέ­ρω τη σκλά­βα μου στο άντρο του. Όταν πρό­φε­ρα αυ­τή την τε­λευ­ταία λέ­ξη, η τσα­ντί­λα του Φαρ­τζά­λα φού­ντω­σε τό­σο πο­λύ που, σκύ­βο­ντας πά­νω μου και πριν προ­λά­βω να μα­ντέ­ψω την πρό­θε­ση του, με έφτυ­σε στο πρό­σω­πο. Ποιός εί­δε τον Θεό και δεν τον φο­βή­θη­κε! Ρί­χτη­κα πά­νω του να του τσα­κί­σω τα κό­κα­λα, αλ­λά ο Φαρ­τζά­λα μου έχω­σε μια τέ­τοια κλω­τσιά στο στο­μά­χι που έπε­σα λι­πό­θυ­μος στον πά­το της βάρ­κας.

Όταν συ­νήλ­θα από την επί­δρα­ση του χτυ­πή­μα­τος, του αλ­κο­όλ από το από­σταγ­μα μπα­νά­νας και της κό­πω­σης, η σκλά­βα μου εί­χε εξα­φα­νι­στεί. Ήμουν απο­λυ­μέ­νος, ατι­μα­σμέ­νος και δαρ­μέ­νος.
Οι μαύ­ροι με κοί­τα­ζαν ει­ρω­νι­κά. Κα­τά­λα­βα ότι αν δεν συμ­φι­λιω­νό­μουν με τον Φαρ­τζά­λα μπιλ Αλί ήμουν χα­μέ­νος.
Κα­τα­πί­νο­ντας το μί­σος μου, με το χα­μό­γε­λο στα χεί­λη και την προ­δο­σία στην καρ­διά, κα­τευ­θύν­θη­κα προς την επι­χεί­ρη­ση. Ο Άρα­βας βλα­στή­μα­γε ανά­με­σα στα κα­ρό­τσια με τα φορ­τία. Ίσα που κα­τα­δέ­χτη­κε να απα­ντή­σει στον χαι­ρε­τι­σμό μου. Συ­νέ­χι­σα προς το γρα­φειά­κι της απο­θή­κης σαν να μην εί­χε συμ­βεί τί­πο­τα.
Έκτο­τε οι σχέ­σεις μου με τον έμπο­ρο ήταν φρι­χτές. Εκεί­νος με θε­ω­ρού­σε έναν ανά­ξιο σκλά­βο, και εγώ εκεί­νον έναν άντρα που μια μέ­ρα η εκ­δί­κη­σή μου θα έκα­νε τα δό­ντια του να τρί­ζουν από μί­σος.

Εί­ναι όμως γρα­φτό να μην πη­γαί­νει μα­κριά το μο­νο­πά­τι του αχρεί­ου.
Με­ρι­κές μέ­ρες με­τά από τα γε­γο­νό­τα που εξι­στο­ρώ, ένας ενή­λι­κας γο­ρί­λας, που έπρε­πε να στεί­λου­με στο ζω­ο­λο­γι­κό κή­πο της Μελ­βούρ­νης, πέ­θα­νε στην επι­χεί­ρη­ση. Ο Φαρ­τζά­λα, που από αμέ­λεια ανέ­βαλ­λε την απο­στο­λή, έβρι­ζε θε­ούς και δαί­μο­νες και απο­φά­σι­σε να στεί­λει στη θέ­ση του έναν χι­μπα­τζή που φρό­ντι­ζε η Τού­λα, η γυ­ναί­κα του μαύ­ρου τον οποί­ον ο Φαρ­τζά­λα εί­χε δο­λο­φο­νή­σει πυ­ρο­βο­λώ­ντας τον. Η Τού­λα εί­χε δε­θεί πο­λύ με τον μι­κρό πί­θη­κο. Ο χι­μπα­τζής την ακο­λου­θού­σε όπως ένα άτα­κτο πι­τσι­ρί­κι ακο­λου­θεί τη μα­μά του. Όταν η χή­ρα πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ότι θα έστελ­ναν τον πί­θη­κο σε έναν κή­πο με θη­ρία, ξέ­σπα­σε απα­ρη­γό­ρη­τη σε κλά­μα­τα. Ήταν να το βλέ­πεις και να μην το πι­στεύ­εις, το πώς η μαύ­ρη έπαιρ­νε τον χι­μπα­τζή, του ίσιω­νε το μαλ­λί και τον έσφιγ­γε κλαί­γο­ντας στο στή­θος της, ενό­σω ο πί­θη­κος κοί­τα­ζε ολό­γυ­ρα με θλιμ­μέ­νη έκ­φρα­ση χαϊ­δεύ­ο­ντας με τα ροζ, μα­κριά, τρι­χω­τά δά­κτυ­λά του τα υγρά μά­γου­λα της θε­τής μη­τέ­ρας του.
Ο Φαρ­τζά­λα μπιλ Αλί ήταν από εκεί­νους που δεν μα­λα­κώ­νουν με δά­κρυα, δεν πα να κλαί­γα­νε χί­λιες μαύ­ρες. Την επο­μέ­νη θα ξε­κι­νού­σα­με για το Στάν­λεϊ. Θα παίρ­να­με στο ίδιο φορ­τη­γά­κι τον πε­θα­μέ­νο γο­ρί­λα, τον ζω­ντα­νό χι­μπα­τζή και τη μαύ­ρη. Τον χι­μπα­τζή θα τον στέλ­να­με από την πό­λη στη Μελ­βούρ­νη. Όσο για τον ψό­φιο γο­ρί­λα, η μαύ­ρη θα έμε­νε μα­ζί του σε μια τερ­μι­το­φω­λιά.
Στον δρό­μο για το Στάν­λεϊ, ού­τε δύο λεύ­γες από­στα­ση από την επι­χεί­ρη­ση, ξε­πρό­βα­λε ένα κομ­μά­τι ζού­γκλας απο­ψι­λω­μέ­νο από τους τερ­μί­τες ή τα άσπρα μυρ­μή­γκια. Εκεί, σε εκεί­νη την απο­γυ­μνω­μέ­νη ανοι­χτω­σιά που την κα­τά­και­γε ο ήλιος, ορ­θώ­νο­νταν σε κά­τι σαν χω­μά­τι­να με­νίρ ύψους πέ­ντε έως επτά μέ­τρων. Αυ­τά τα κού­φια μνη­μεία ήταν οι φω­λιές των τερ­μι­τών. Ο Φαρ­τζά­λα συ­νή­θι­ζε, όταν του ψό­φα­γε κά­να εξω­τι­κό ζώο, να που­λά­ει τον σκε­λε­τό του. Στο Στάν­λεϊ ζού­σε κά­ποιος που αγό­ρα­ζε τους σκε­λε­τούς των γο­ρι­λών και τους έστελ­νε στο Λον­δί­νο. Πι­θα­νόν οι σκε­λε­τοί να προ­ο­ρί­ζο­νταν για εκ­παι­δευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα.
Ο Φαρ­τζά­λα, με σκο­πό να απο­φύ­γει τη φυ­σι­κή δια­δι­κα­σία της απο­στέ­ω­σης, ακο­λου­θώ­ντας τα έθι­μα του τό­που, έφερ­νε το πτώ­μα στην τερ­μι­το­φω­λιά και με μια μα­τσό­λα της άνοι­γε μια τρύ­πα. Αμέ­σως, πυ­κνές σει­ρές από τερ­μί­τες κά­λυ­πταν το εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο πά­νω στην τρύ­πα ψο­φί­μι. Μέ­σα σε λί­γες ώρες ο σκε­λε­τός έμε­νε πε­ντα­κά­θα­ρος. Εδώ δεν θα πα­ρα­λεί­ψω να προ­σθέ­σω ότι μέ­χρι πριν λί­γα χρό­νια οι δου­λέ­μπο­ροι τι­μω­ρού­σαν τους πιο απεί­θαρ­χους μαύ­ρους αλεί­φο­ντάς τους με μέ­λι και δέ­νο­ντάς τους σε μια τέ­τοια μυρ­μη­γκο­φω­λιά.
Φορ­τώ­σα­με τον πε­θα­μέ­νο γο­ρί­λα στο πα­λιό φορ­τη­γά­κι του εμπό­ρου. Και στη συ­νέ­χεια, τη μαύ­ρη και τον χι­μπα­τζή. Έκα­τσα δί­πλα στον Άρα­βα που οδη­γού­σε. Θέ­λω να επι­ση­μά­νω ότι εμείς ήμα­σταν τα μο­να­δι­κά άτο­μα που εί­χαν μεί­νει στην επι­χεί­ρη­ση. Όλο το προ­σω­πι­κό εί­χε συ­γκε­ντρω­θεί στον βορ­ρά για να κυ­νη­γή­σει ένα ζευ­γά­ρι λιο­ντα­ριών, που την προη­γού­με­νη νύ­χτα εί­χαν κα­τα­βρο­χθί­σει ένα βό­δι. Οι άντρες, οπλι­σμέ­νοι με τα μα­κριά ακό­ντια για το κυ­νή­γι ελε­φά­ντων, ακο­λου­θού­με­νοι από τις γυ­ναί­κες τους και τα παι­διά τους, εί­χαν ει­σχω­ρή­σει στη ζού­γκλα.
Φύ­γα­με με τον πρώ­το ήλιο με προ­ο­ρι­σμό την πό­λη του Στάν­λεϊ. Σμή­νη από πο­λύ­χρω­μες πε­τα­λού­δες στρο­βι­λί­ζο­νταν στο δρό­μο. Πα­ρό­λο που το φορ­τη­γά­κι πή­γαι­νε γρή­γο­ρα, γνω­ρί­ζα­με ότι μας πα­ρα­κο­λου­θού­σαν όλα τα μά­τια του δά­σους. Ξαφ­νι­κά, ο Φαρ­τζά­λα, χω­ρίς να πά­ρει το βλέμ­μα από το τι­μό­νι, μου εί­πε:

— Βρες άλ­λο αφε­ντι­κό. Εμέ­να δεν μου κά­νεις.
— Εντά­ξει, απά­ντη­σα.

Πί­σω μας ακου­γό­ταν ο θρή­νος της μαύ­ρης, αγκα­λιά με τον χι­μπα­τζή της. Κά­τι σαν πνι­χτό ανα­φι­λη­τό. Ανά­με­σα από τις τά­βλες ξε­χώ­ρι­ζε η γυ­ναί­κα που αγκά­λια­ζε με τρυ­φε­ρό­τη­τα το ζώο, ενώ ο πί­θη­κος, με θλιμ­μέ­νη έκ­φρα­ση, κοί­τα­ζε ολό­γυ­ρα με τα πα­ρα­πο­νιά­ρι­κα μά­τια του να γυα­λί­ζουν. Η μαύ­ρη χάι­δευε το κε­φά­λι του χι­μπα­τζή, που πε­ριερ­γα­ζό­ταν το πρό­σω­πο της θε­τής μη­τέ­ρας του ζω­η­ρά και σα­στι­σμέ­να. Δεν γνώ­ρι­ζε απέ­να­ντι σε ποιον ακρι­βώς κίν­δυ­νο να την υπε­ρα­σπι­στεί.

— Βού­λω­σ’ το!, έσκου­ξε ο έμπο­ρος, απευ­θυ­νό­με­νος στη σκλά­βα χω­ρίς να την κοι­τά, για­τί όταν οδη­γού­σε πρό­σε­χε συ­νε­χώς τον δρό­μο. Προ­σπα­θώ­ντας να προ­σποι­η­θώ υπο­τα­γή του εί­πα:

— Λυ­πά­μαι που δεν σου κά­νω.

Ο Άρα­βας αρ­κέ­στη­κε να μου απα­ντή­σει:

— Δεν κά­νεις ού­τε για να μοι­ρά­σεις δυο γαϊ­δου­ριών άχυ­ρα.

Η μαύ­ρη, αγκα­λιά με τον χι­μπα­τζή, εί­χε αρ­χί­σει πά­λι να κλαί­ει. Ξαφ­νι­κά βγή­κα­με από τη σκιά των δέν­δρων. Από πά­νω μας ήταν ο ου­ρα­νός. Μπρο­στά, στην κα­τα­κα­μέ­νη από τον ήλιο ανοι­χτω­σιά, οι τερ­μί­τες εί­χαν ορ­θώ­σει τις τρα­χιές κα­φε­τί κα­τα­σκευ­ές τους. Σε με­ρι­κές από αυ­τές τις γι­γά­ντιες φω­λιές, στη βά­ση τους, ξε­πε­τά­γο­νταν θύ­σα­νοι από χορ­τά­ρια.
Το φορ­τη­γά­κι στα­μά­τη­σε με ολό­κλη­ρο τον σι­δε­ρέ­νιο του σκε­λε­τό να τρί­ζει. Πή­ρα τη μα­τσό­λα και κα­τευ­θύν­θη­κα σε μια μυρ­μη­γκο­φω­λιά τρεις φο­ρές πιο ψη­λή από μέ­να. Έμοια­ζε σαν ένας κορ­μός φα­γω­μέ­νος από την αγριά­δα του και­ρού. Η μαύ­ρη φορ­τώ­θη­κε τον σά­κο με τον πε­θα­μέ­νο γο­ρί­λα και κο­πια­στι­κά, με βα­ρυ­γκώ­μια, κα­τευ­θύν­θη­κε προς την τερ­μι­το­φω­λιά. Πί­σω της, στρα­βο­κά­νης, κοι­τώ­ντας μας πι­κρα­μέ­νος, περ­πα­τού­σε ο μι­κρός χι­μπα­τζής.
Σή­κω­σα τη μα­τσό­λα και την κα­τέ­βα­σα με φό­ρα στη βά­ση της μυρ­μη­γκο­φω­λιάς. Η αρ­μα­τω­σιά της φω­λιάς δεν υπο­χώ­ρη­σε. Ο Φαρ­τζά­λα πλη­σί­α­σε, εγώ σή­κω­σα τη μα­τσό­λα, και προ­τού να εί­ναι σε θέ­ση να το απο­φύ­γει, του κα­τά­φε­ρα μια δυ­να­τή κλω­τσιά στο στο­μά­χι. Σαν εκεί­νη που μου εί­χε ρί­ξει στη βάρ­κα τη μέ­ρα της γιορ­τής των μαύ­ρων στους “κα­ταρ­ρά­κτες του Στάν­λεϊ”. Ο Φαρ­τζά­λα κα­τέρ­ρευ­σε. Εί­πα στη σκλά­βα:

— Φέ­ρε τον γο­ρί­λα.

Η γυ­ναί­κα άφη­σε να πέ­σει βα­ρύ το νε­κρό ζώο δί­πλα στον δου­λέ­μπο­ρο. Χω­ρίς να χά­σω χρό­νο, του αφαί­ρε­σα το τουρ­μπά­νι και με το μα­κρύ ύφα­σμα μου­σε­λί­νας του έδε­σα τα χέ­ρια και τα πό­δια. Με­τά έδω­σα άλ­λη μια σφυ­ριά στην τερ­μι­το­φω­λιά και ένα κομ­μά­τι του φλοιού της βυ­θί­στη­κε πα­ντε­λώς, αφή­νο­ντας να φα­νεί το ηφαι­στεια­κό εσω­τε­ρι­κό, σπαρ­μέ­νο με μαύ­ρα κα­νά­λια, στα οποία κυ­λού­σε πυ­ρε­τω­δώς μια ολό­κλη­ρη ασπρι­δε­ρή πο­λι­τεία από γκρί­ζα μυρ­μή­γκια.

— Βο­ή­θη­σέ με! φώ­να­ξα στη μαύ­ρη.

Η σκλά­βα κα­τά­λα­βε. Ση­κώ­νο­ντας τον νε­κρό γο­ρί­λα δε­μέ­νο με τον έμπο­ρο, σπρώ­ξα­με τα δύο σώ­μα­τα προς την τερ­μι­το­φω­λιά. Η γυ­ναί­κα έβγα­λε κά­τι λα­ρυγ­γι­κές κραυ­γές, ο μι­κρός χι­μπα­τζής έτρε­ξε προς αυ­τήν και κόλ­λη­σε στο πλευ­ρό της πιά­νο­ντάς της το χέ­ρι. Εκεί­νη, γε­λώ­ντας, με τα χεί­λη μι­σά­νοι­χτα, έμει­νε να χα­ζεύ­ει τη ρωγ­μή της τερ­μι­το­φω­λιάς που έβρα­ζε. Μι­λιού­νια εξα­γριω­μέ­νων μυρ­μη­γκιών κά­λυ­πταν με ένα γκρι σε­ντό­νι τα δύο κορ­μιά. Η κε­λε­μπία του Φαρ­τζά­λα και το τρι­χω­τό σώ­μα του γο­ρί­λα εί­χαν πλέ­ον κα­λυ­φθεί με μια κι­νού­με­νη στα­χτιά κρού­στα που διαρ­κώς ακο­λου­θού­σε τα πε­ρι­γράμ­μα­τα εκεί­νων των σω­μά­των τα οποία άλ­λα­ζαν συ­νε­χώς σχή­μα.
Η μαύ­ρη και το υιο­θε­τη­μέ­νο της κοί­τα­ζαν εκεί­νο το φι­νά­λε. Εγώ πή­ρα το μπου­κά­λι το ουί­σκι που εί­χε μεί­νει στο κου­τί κά­τω από το κά­θι­σμα του φορ­τη­γού και εί­πα στη σκλά­βα:

— Κα­λύ­τε­ρα να φύ­γεις και να μη ξα­να­γυ­ρί­σεις ξα­να­γυ­ρί­σεις.

Η γυ­ναί­κα, αρ­πά­ζο­ντας στα γρή­γο­ρα το χέ­ρι του πι­θή­κου κα­τευ­θύν­θη­κε προς το δά­σος. Τους εί­δα για τε­λευ­ταία φο­ρά κα­θώς περ­νού­σαν τα όρια του κα­τα­πρά­σι­νου τεί­χους. Ο μι­κρός χι­μπα­τζής, κρα­τώ­ντας της το χέ­ρι, έστρε­φε το κε­φά­λι προς το μέ­ρος μου σαν πα­ρα­πο­νε­μέ­νο πι­τσι­ρί­κι. Εγώ πά­λι, αθέ­α­τος πί­σω από κά­τι κά­κτους, πε­ρί­με­να τη στιγ­μή να ανέ­βω στο άλο­γο που εί­χα κρύ­ψει το προη­γού­με­νο βρά­δυ. Η Τού­λα πα­ρα­μέ­ρι­σε με­ρι­κά κλα­διά και χά­θη­κε μέ­σα στο πρά­σι­νο. Εγώ κα­βά­λη­σα το άλο­γο και επέ­στρε­ψα στην επι­χεί­ρη­ση για να απο­δεί­ξω το άλ­λο­θι μου, ενό­σω εκεί, κά­τω από τον ήλιο, εί­χε μεί­νει ο Φαρ­τζά­λα μπιλ Αλί. Τα μυρ­μή­γκια τον κα­τέ­τρω­γαν ζω­ντα­νό.

Από τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Εl criador de gorilas (O εκτρο­φέ­ας γο­ρι­λών).  Η συλ­λο­γή πρω­το­εκ­δό­θη­κε από την Revista Aventura, Zig Zag, Σα­ντιά­γο της Χι­λής, 1941



Δυο λόγια για τη μετάφραση του διηγήματος, για τον συγγραφέα και για το έργο του

____________

Η με­τά­φρα­ση του δι­η­γή­μα­τος έγι­νε συλ­λο­γι­κά, από τους συμ­με­τέ­χο­ντες και τις συμ­με­τέ­χου­σες στο Σε­μι­νά­ριο Κα­τάρ­τι­σης Με­τα­φρα­στών του Κέ­ντρου Γλωσ­σών και Πο­λι­τι­σμών της Ιβη­ρι­κής και της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής Abanico, κα­τά το ακα­δη­μαϊ­κό έτος 2022-2023. Η συλ­λο­γι­κή με­τά­φρα­ση εί­χε ξε­κι­νή­σει κα­τά τη διε­ξα­γω­γή τους σε­μι­να­ρί­ου, στο οποίο ο δι­δά­σκων / συ­ντο­νι­στής ήταν ο Νί­κος Πρα­τσί­νης — με τη με­τά­φρα­ση του αρ­χι­κού ¼ του δι­η­γή­μα­τος — και ολο­κλη­ρώ­θη­κε εκτός του εκ­παι­δευ­τι­κού πλαι­σί­ου, με τη δη­μιουρ­γία μιας ad hoc με­τα­φρα­στι­κής ομά­δας από τα άτο­μα που ανα­φέ­ρο­νται πα­ρα­πά­νω. Το απο­τέ­λε­σμα, προ­ϊ­όν δια­φο­ρε­τι­κών ανα­γνώ­σε­ων και αντί­στοι­χων με­τα­φρα­στι­κών προ­σεγ­γί­σε­ων, σε συν­δυα­σμό με μια από κοι­νού επι­μέ­λεια, εί­ναι το δι­ή­γη­μα που δια­βά­σα­τε.



Ο Roberto Godofredo Christophersen Arlt (1900-1942) γεν­νή­θη­κε και πέ­θα­νε, στο Μπου­έ­νος Άι­ρες. Γιος με­τα­νά­στη από την Αυ­στρουγ­γα­ρία και Ιτα­λί­δας με­τα­νά­στριας, με­γά­λω­σε σε πε­ρι­βάλ­λον με επι­κρα­τού­σα γλώσ­σα την γερ­μα­νι­κή· οι φτω­χοί γο­νείς του δεν έμα­θαν πο­τέ επαρ­κώς την ισπα­νι­κή.
Έχο­ντας έναν πο­λύ αυ­στη­ρό και βί­αιο πα­τέ­ρα, σω­στό τύ­ραν­νο, έχο­ντας χά­σει τις δυο αδερ­φές του σε μι­κρή ηλι­κία από φυ­μα­τί­ω­ση, κα­τέ­λη­ξε να ανα­πτύ­ξει ένα δύ­σκο­λο χα­ρα­κτή­ρα. Απο­βλή­θη­κε συ­χνά από πολ­λά σχο­λεία, αλ­λά κα­τά­φε­ρε να μπει στην σχο­λή Μη­χα­νο­λό­γων Ναυ­πη­γών, χω­ρίς να την τε­λειώ­σει. Επί της ου­σί­ας, ήταν εί­ναι ένας αυ­το­δί­δα­κτος συγ­γρα­φέ­ας, που έμα­θε πολ­λά στο δρό­μο, στο κα­φέ και στην τα­βέρ­να – με­γά­λη η αγά­πη του για το κα­φέ La puñalada/Η μα­χαι­ριά, στα χρό­νια που άν­θι­ζε η milonga – και στη βι­βλιο­θή­κη, όπου κα­τα­βρό­χθι­σε τα έρ­γα των αγα­πη­μέ­νων του συγ­γρα­φέ­ων M. Γκόρ­κι, Λ. Τολ­στόι, Φ. Ντο­στο­γιέφ­σκι. Η βι­βλιο­θή­κη και οι απλοί άν­θρω­ποι του δρό­μου, της πιά­τσας και του υπο­κό­σμου τρο­φο­δό­τη­σαν σε με­γά­λο βαθ­μό το έρ­γο του.
Άσκη­σε πολ­λά επαγ­γέλ­μα­τα για τα προς το ζην. Ως βοη­θός τε­νε­κε­τζή, υπάλ­λη­λος βι­βλιο­πω­λεί­ου, μπο­για­τζής, ερ­γα­ζό­με­νος σε βουλ­κα­νι­ζα­τέρ, λι­με­νερ­γά­της, διευ­θυ­ντής μι­κρής επι­χεί­ρη­σης κα­τα­σκευ­ής τού­βλων, ερ­γα­ζό­με­νος σε μη­χα­νουρ­γείο, διευ­θυ­ντής εφη­με­ρί­δας, δη­μο­σιο­γρά­φος και χρο­νο­γρά­φος –πο­λύ δη­μο­φι­λής–, κα­θώς και ρε­πόρ­τερ, επάγ­γελ­μα που του επέ­τρε­ψε να τα­ξι­δέ­ψει στην Ευ­ρώ­πη και την Αφρι­κή. Το όνει­ρό του, όμως, ήταν να γί­νει εφευ­ρέ­της· επι­νό­η­σε μά­λι­στα και κα­το­χύ­ρω­σε με δί­πλω­μα ευ­ρε­σι­τε­χνί­ας μια μέ­θο­δο ενί­σχυ­σης του κα­ου­τσούκ. Η πα­τέ­ντα δεν εί­χε εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία.
Άρ­χι­σε από νέ­ος να γρά­φει και να δη­μο­σιεύ­ει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα και θε­α­τρι­κά έρ­γα και γρή­γο­ρα κέρ­δι­σε μια ιδιαί­τε­ρη θέ­ση στη λο­γο­τε­χνι­κή πρω­το­πο­ρία της Αρ­γε­ντι­νής, υπό μία έν­νοια και ολό­κλη­ρης της Λ. Αμε­ρι­κής. Τα δι­η­γή­μα­τά του δη­μο­σιεύ­ο­νταν πρώ­τα σε εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά, και στη συ­νέ­χεια εκ­δί­δο­νταν σε συλ­λο­γές.

Όπως γρά­φει το International Dictionary of Theatre, «Ο Αρλτ εν­σω­μα­τώ­νει ιδέ­ες και τε­χνι­κές για να δη­μιουρ­γή­σει έναν μο­να­δι­κό κό­σμο αλ­λό­κο­των ονει­ρι­κών κα­τα­στά­σε­ων και εφιαλ­τι­κών χα­ρα­κτή­ρων, που προ­κύ­πτουν από μια ισχυ­ρή κοι­νω­νι­κή συ­νεί­δη­ση». Οι ήρω­ές του, συ­νή­θως σε σύ­γκρου­ση με τις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις και στα όρια της τρέ­λας, μια τρέ­λας που γεν­νά ο πα­ρα­λο­γι­σμός της κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης των δυ­τι­κών κοι­νω­νιών σε επο­χή πα­ρακ­μής έχουν πά­ντα κά­τι το ανα­γνω­ρί­σι­μο και το ξε­χω­ρι­στό. Ο Ρο­μπέρ­το Αρλτ, όπως εί­ναι ανα­με­νό­με­νο, πολ­λές φο­ρές, γνώ­ρι­σε την δυ­σπι­στία και την απα­ξί­ω­ση από με­γά­λο μέ­ρος του λο­γο­τε­χνι­κού, και όχι μό­νον, κα­τε­στη­μέ­νου.
Τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του συν­δυά­ζουν στοι­χεία πει­ρα­μα­τι­κής γρα­φής και εξ­πρε­σιο­νι­σμού. Κα­τά ορι­σμέ­νους, κά­ποια από αυ­τά θα μπο­ρού­σαν να θε­ω­ρη­θούν «μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του πα­ρά­λο­γου», με ανα­γνω­ρί­σι­μες επιρ­ρο­ές από τη λο­γο­τε­χνία του φα­ντα­στι­κού. Το στοι­χείο του «πα­ρά­λο­γου» εί­ναι πο­λύ εμ­φα­νές στα θε­α­τρι­κά του έρ­γα, τα οποία γνώ­ρι­σαν με­γά­λη επι­τυ­χία στην επο­χή τους, και συ­χνά θυ­μί­ζουν Πι­ρα­ντέ­λο. Ήταν πρω­το­πό­ρος στη χρή­ση της γλώσ­σας των κα­τώ­τε­ρων τά­ξε­ων της χώ­ρας, των με­τα­να­στών, του υπο­κό­σμου, και πολ­λών λαϊ­κών αρ­γκό της επο­χής εκεί­νης στην Αρ­γε­ντι­νή. Ήταν ακό­μη πο­λέ­μιος της γλωσ­σι­κής κα­θα­ρό­τη­τας και, κυ­ρί­ως της γλωσ­σι­κής ομοιο­μορ­φί­ας. Οι Μπόρ­χες και Μάρ­κες ανα­γνώ­ρι­σαν ότι του όφει­λαν πολ­λά. Σή­με­ρα έχει πε­ρι­πέ­σει κά­πως στη λή­θη, όσοι όμως τύ­χει να τον δια­βά­σουν συ­νή­θως εντυ­πω­σιά­ζο­νται, πράγ­μα που συ­νέ­βη με τους με­τα­φρα­στές του δι­η­γή­μα­τος και ελ­πί­ζω να συμ­βεί και με τους ανα­γνώ­στες του.

Νί­κος Πρα­τσί­νης

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: