Το παράνομο ταξίδι του «Θείου»



Αφε­τη­ρία - τα γρα­φεία των «Υπεύ­θυ­νων Συ­ντρό­φων»

Ο σύ­ντρο­φος Δια­μα­ντής, πα­λιός αντάρ­της και εδώ και λί­γα χρό­νια πρό­σφυ­γας στην Βουλ­γα­ρία απε­χθα­νό­ταν τα μέ­ρη στα οποία τα βή­μα­τα των αν­θρώ­πων ηχού­σαν δυ­να­τά, τα στε­νά πλα­κό­στρω­τα των πό­λε­ων, τις άδειες εκ­κλη­σί­ες, τους δια­δρό­μους των υπη­ρε­σιών. Μα πά­νω από όλα τα γρα­φεία των «Υπεύ­θυ­νων συ­ντρό­φων», στα οποία ο ήχος των τριών βη­μά­των από την πόρ­τα μέ­χρι την κα­ρέ­κλα του συ­νο­μι­λη­τή απο­χτού­σε άλ­λο βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα. Και τις φω­το­γρα­φί­ες των τριών Γε­νι­κών Γραμ­μα­τέ­ων απε­χθα­νό­ταν, του Με­γά­λου και των δύο μι­κρών των Βουλ­γά­ρων και τον δι­κό μας. Ίσως επει­δή η άγρυ­πνη πα­ρου­σία τους του θύ­μι­ζε ανά­κρι­ση. Απε­χθα­νό­ταν και τους ίδιους τους «Υπεύ­θυ­νους συ­ντρό­φους», αλ­λά αυ­τή ήταν η λο­γι­κή απέ­χθεια ενός μά­χι­μου προς τους κα­λα­μα­ρά­δες των γρα­φεί­ων στον στρα­τό.
Όλη η ση­με­ρι­νή συ­νά­ντη­ση του ήταν δυ­σά­ρε­στη, η θύ­μη­ση της κά­θε στιγ­μής της, το τρί­ξι­μο της κα­ρέ­κλας σε κά­θε του κί­νη­ση, η σκο­νι­σμέ­νη κα­ρά­φα νε­ρού με το ογκώ­δες πώ­μα της, ο πο­λι­τι­κός χάρ­της της Ελ­λά­δας πί­σω από τον σύ­ντρο­φο και ει­δι­κά το μοβ χρώ­μα του νο­μού Θε­σπρω­τί­ας, η φω­νή του «Υπεύ­θυ­νου συ­ντρό­φου» πό­τε αδιά­φο­ρη και πό­τε ενο­χλη­τι­κή σαν οδο­ντια­τρι­κό τρυ­πά­νι, πο­τέ της όμως συ­ντρο­φι­κή. Οι οδη­γί­ες του «Υπεύ­θυ­νου, που ανα­φε­ρό­ταν με λε­πτο­μέ­ρειες απί­στευ­τες στην δια­δρο­μή λες και θα υπήρ­χε αφέ­της σε κά­θε ένα από τα ανα­φε­ρό­με­να ση­μεία να ελέγ­ξει αν τη­ρού­σε με ακρί­βεια τα χρο­νο­δια­γράμ­μα­τα των οδη­γιών. Τον φό­βι­ζαν οι τό­σες λε­πτο­μέ­ρειες και το χαρ­τί στο οποίο ήταν κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες τον φό­βι­ζε, όπως και όλα τα χαρ­τιά. Εί­χαν την άσχη­μη συ­νή­θεια να αλ­λά­ζουν χέ­ρια. Τον φό­βι­ζε ακό­μα και ότι χρη­σι­μο­ποιού­σε το κα­νο­νι­κό του όνο­μα και όχι το ψευ­δώ­νυ­μο του, εί­χε απο­κτή­σει πολ­λά και ηχη­ρά. Ο Ίδιος προ­τι­μού­σε το κα­θό­λου αγω­νι­στι­κό «Ο Θεί­ος».
Ο προη­γού­με­νος «Υπεύ­θυ­νος σύ­ντρο­φος», τον άφη­νε ελεύ­θε­ρο με οδη­γί­ες του τύ­που: «θα πας εκεί, θα δεις αυ­τόν, θα πεις και θα πα­ρα­λά­βεις αυ­τά, να εί­σαι προ­σε­χτι­κός οι άλ­λοι έχουν αφη­νιά­σει» - Οι «άλ­λοι» ήταν τα όρ­γα­να της Ασφά­λειας στην Ελ­λά­δα. Και τε­λεί­ω­νε πά­ντα κά­πως με­λο­δρα­μα­τι­κά –«θα σε πε­ρι­μέ­νου­με σώο και αβλα­βή τό­τε και εκεί.»
Ο Νέ­ος «Υπεύ­θυ­νος Σύ­ντρο­φος» τού φύ­λα­γε για το τέ­λος την δυ­σά­ρε­στη έκ­πλη­ξη: «Θα κοι­μά­σαι σαν άν­θρω­πος σε ξε­νο­δο­χεία. Τέρ­μα τα αντάρ­τι­κα λη­μέ­ρια! Έχου­με υπο­λο­γί­σει τα έξο­δα! Έχου­με προ­βλέ­ψει τα πά­ντα και θα έχεις στην διά­θε­ση σου το σχε­τι­κό κον­δύ­λι».
Μπό­ρε­σε να συμ­μα­ζέ­ψει τις σκέ­ψεις του μό­νο αφό­του πέ­ρα­σαν πολ­λά λε­πτά από την έξο­δο του. Εί­χε κα­θί­σει σε ένα πα­γκά­κι στο πάρ­κο μπρο­στά από τα Κε­ντρι­κά Λου­τρά της Σό­φιας. Του άρε­σε να χα­ζεύ­ει τους πί­δα­κες του νε­ρού του σι­ντρι­βα­νιού μπρο­στά του. Ο Θό­ρυ­βος του νε­ρού και η οχλα­γω­γία από τα πη­γα­δά­κια των φι­λά­θλων της Λέβ­σκι τον βοη­θού­σε να ξε­κα­θα­ρί­σει τις σκέ­ψεις και τις εντυ­πώ­σεις. Με πί­κρα δια­πί­στω­νε πως η απο­στο­λή ξε­κι­νού­σε στρα­βά. Ευ­τυ­χώς, αυ­τή την φο­ρά θα ήταν μό­νος του.

Θεσ­σα­λο­νί­κη κά­ποιες μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα

Έκα­νε ζέ­στη! Το δω­μά­τιο του ξε­νο­δο­χεί­ου ήταν σκο­τει­νό. Μια φω­τει­νή γραμ­μή μό­νο ανά­με­σα στα φύλ­λα των παν­τζου­ριών. Αρ­κού­σε. Σχε­δόν τον τύ­φλω­νε. Κα­τέ­βα­σε τα γυ­μνά πό­δια του από το κρε­βά­τι και για ώρα τα πα­ρα­τη­ρού­σε. Δεν έμοια­ζε να ήταν τα δι­κά του. Τα θυ­μό­ταν μα­κριά αδύ­να­τα τρι­χω­τά τό­τε το 1918 όταν πέ­ρα­σε την Επι­τρο­πή για την κα­τά­τα­ξη. Ντρε­πό­ταν για το ακό­μα εφη­βι­κό κορ­μί του. Τον έκα­νε να νιώ­θει άβο­λα και το εξε­τα­στι­κό βλέμ­μα του ια­τρού .Πως του ήρ­θαν αυ­τές οι ει­κό­νες. Τις εί­χε κα­τα­χω­νιά­σει ο χρό­νος, όπως και τα τό­σα άλ­λα που ακο­λού­θη­σαν. Μπο­ρεί και ο γα­μπρός του να βο­ή­θη­σε να βγουν ξα­νά στην επι­φά­νεια. Τον πρό­γκι­ζε συ­νέ­χεια με ερω­τή­σεις στους πε­ρι­πά­τους τους στο μο­νο­πά­τι πλάι στο πο­τά­μι. Στην μα­κρι­νή, την στιγ­μή αυ­τή, πό­λη στην Κοι­λά­δα των Ρό­δων στην Βουλ­γα­ρία. Τον ρω­τού­σε συ­νέ­χεια και «ο Θεί­ος» πα­ρα­συ­ρό­ταν και όλο έλε­γε. Ο γα­μπρός του ήταν κα­λός στο να εκ­μαιεύ­ει αν­θρώ­πι­νες ιστο­ρί­ες. Άκου­γε προ­σε­χτι­κά χω­ρίς να δια­κό­πτει και όταν ατο­νού­σε η αφή­γη­ση έβρι­σκε την κα­τάλ­λη­λη ερώ­τη­ση για να την ανα­στή­σει. Και σε άλ­λα ήταν κα­λός. Σε πολ­λά άλ­λα! Θα ήθε­λε να τον έχει μα­ζί του και σε αυ­τή την απο­στο­λή, όπως στις προη­γού­με­νες. Στη­ρι­ζό­ταν πά­νω του. Του το ξέ­κο­ψε όμως. «Αρ­χί­σα­με τις σπου­δές Πα­τέ­ρα!». Έτσι ήταν, εί­χαν αρ­χί­σει τις σπου­δές στην Σό­φια, με­γά­λω­νε και ο εγ­γο­νός. Ναι έδει­χνε να εί­ναι η σω­στή δι­καιο­λο­γία. Το γνώ­ρι­ζαν όμως και οι δύο, πως ήταν απλά η δι­καιο­λο­γία. Πως τα κα­τα­φέρ­νει έτσι η σκέ­ψη και πε­τά­γε­ται συ­νέ­χεια πέ­ρα δώ­θε. Από τα γυ­μνά πό­δια στον γα­μπρό.
«Τί­πο­τα δεν πά­ει σω­στά αυ­τή την φο­ρά» —η σκέ­ψη του συ­νέ­χι­σε να πε­τά­γε­τε από θέ­μα σε θέ­μα και επέ­στρε­ψε στους φό­βους του. — «Πα­ρα­εί­ναι εύ­κο­λα και βο­λι­κά. Ού­τε μια στρα­βο­μά­ρα, από αυ­τές που συμ­βαί­νουν συ­νή­θως. Τα με­γά­λα ή μι­κρά απρό­ο­πτα, που μπο­ρεί να συμ­βούν σε όποιον περ­νά­ει πα­ρά­νο­μα τα σύ­νο­ρα σε όποιον θέ­λει να περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­τη η πα­ρου­σία του. Όλα γί­νο­νται τό­σο απλά και εύ­κο­λα ακο­λου­θώ­ντας το Πρό­γραμ­μα του «Υπεύ­θυ­νου συ­ντρό­φου» λες και κά­ποιος εί­ναι επι­φορ­τι­σμέ­νος να πα­ρα­κο­λου­θεί για την ανε­μπό­δι­στη τή­ρη­ση του προ­γράμ­μα­τος. Ή μή­πως, κά­ποιος άλ­λος στ΄ αλή­θεια διευ­κο­λύ­νει το τα­ξί­δι μου, θέ­λο­ντας να δει τον τε­λι­κό προ­ο­ρι­σμό μου; Μπο­ρεί ! Τί­πο­τα δεν απο­κλεί­ε­ται! Χρειά­ζο­νται όμως απο­δεί­ξεις. Και δεν έχω χρό­νο και διά­θε­ση για να τις ψά­ξω. Κά­ποιος θα έπρε­πε να έχει κρε­μα­στεί ήδη απά­νω μου. Να έχει γί­νει η ου­ρά μου, η σκιά μου. Και όχι τώ­ρα εδώ στην Σα­λο­νί­κη, ίσως από την Δρά­μα. Πά­ντα εκεί εί­ναι ο πρώ­τος σταθ­μός μου».

Η υπο­δο­χή ήταν η συ­νη­θι­σμέ­νη, ο σύν­δε­σμος έδει­χνε πά­ντα το ίδιο χε­σμέ­νος .Έτσι έπρε­πε. Ήταν ακό­μα ένα κε­φά­λι εθε­λο­ντι­κά χω­μέ­νο βα­θιά στον τορ­βά. Αυ­τή την φο­ρά η συ­νά­ντη­ση τους ήταν μά­λι­στα και η συ­ντο­μό­τε­ρη. Στο κα­φε­νέ δί­πλα στην λί­μνη. Δεν πρό­λα­βε να κρυώ­σει ο κα­φές. Σύν­θη­μα. Πα­ρα­σύν­θη­μα. «Έφτα­σα! Ει­δο­ποί­η­σε! Ο “Θεί­ος“ έφτα­σε! Έφυ­γα». Τό­σα. Και πολ­λά ήταν. Πο­τέ και σε κα­νέ­ναν δεν έλε­γε τον επό­με­νο προ­ο­ρι­σμό και την δια­δρο­μή του. Δεν το θε­ω­ρού­σε σκό­πι­μο. Ήδη ο σύν­δε­σμος γνώ­ρι­ζε πολ­λά. Του έφτα­ναν και του πε­ρίσ­σευαν για μια θα­να­τι­κή κα­τα­δί­κη, ή για την εί­σπρα­ξη της επι­κή­ρυ­ξης!
«Λες να δεί­χνω κιό­λας πο­λύ με­γά­λος; Ο πα­τέ­ρας μου τώ­ρα εί­ναι ογδό­ντα και δεί­χνει γέ­ρος. Τον γέ­ρα­σε η Μα­κρό­νη­σος. Του φορ­τώ­σα­με και όλα τα κου­τσού­βε­λά μας. Συ­γκε­ντρώ­σου! Πί­σω στην απο­στο­λή. Από την Δρά­μα έφυ­γα με το λε­ω­φο­ρείο. Ακο­λού­θη­σα κα­τά γράμ­μα τις οδη­γί­ες του «Υπεύ­θυ­νου Συ­ντρό­φου». Σε όλη την δια­δρο­μή έκα­να τον κοι­μι­σμέ­νο. Πρέ­πει να κοι­μή­θη­κα κιό­λας. Ο δι­πλα­νός μου με σκού­ντη­ξε και εί­πε γε­λώ­ντας «Έι, πα­τριώ­τη, στα­μά­τα να μαρ­σά­ρεις. Πιά­σα­με ίσω­μα!» Τι να απα­ντή­σω; Έκα­να τον χα­ζό. «Ρο­χά­λι­ζα, ε;» «Με όλη σου την ψυ­χή! Σα­λο­νί­κη πας; Εγώ Γερ­μα­νία. Εί­ναι μα­κριά η Γερ­μα­νία;!» Δεν κα­τά­λα­βα αν με ρω­τού­σε ή έκα­νε δια­πί­στω­ση. Ανα­σή­κω­σα τους ώμους σαν να μην ήξε­ρα την απά­ντη­ση. Άλ­λος στην θέ­ση μου θα πρό­σθε­τε κά­τι. Εγώ σί­γου­ρα έδει­χνα μουρ­τζού­φλης. Μπο­ρεί και να μην κά­νω για τέ­τοιου τύ­πο απο­στο­λές, χρειά­ζε­ται ένα πρό­σω­πο που να περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­το. Η φά­τσα του μουρ­τζού­φλη εντυ­πώ­νε­ται εύ­κο­λα. Δεν γί­νε­ται να αλ­λά­ξω. Ίσως αν κα­τε­βά­σω λί­γο το βλέμ­μα. Με τον τρό­πο αυ­τό μπο­ρεί να δεί­χνω και θλιμ­μέ­νος. Έβα­λα και την μαύ­ρη λω­ρί­δα του πέν­θους στο πέ­το. Τους θλιμ­μέ­νους δεν τους προ­σεγ­γί­ζουν εύ­κο­λα στα τα­ξί­δια. Η θλί­ψη εί­ναι σαν κολ­λη­τι­κή ασθέ­νεια. Κα­νείς δεν θέ­λει να κολ­λή­σει και να την έχει πα­ρέα στο τα­ξί­δι του. Λοι­πόν χα­μη­λω­μέ­να τα μά­τια. Η «Θλί­ψη» με γλί­τω­σε και αυ­τή την φο­ρά».
Όχι, στο λε­ω­φο­ρείο ήταν «μό­νος». Και στο φυ­λά­κιο στην γέ­φυ­ρα του Στρυ­μό­να πέ­ρα­σε εύ­κο­λα τον έλεγ­χο. Τα χαρ­τιά του έδει­χναν εντά­ξει. Και με­τά στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, έλεγ­χε κά­θε τό­σο τα νό­τα του. Ακο­λού­θη­σε μπερ­δε­μέ­νη δια­δρο­μή. Και στον Βαρ­δά­ρη, εκεί που του φά­νη­κε πως απέ­κτη­σε πα­ρέα, έκα­νε όλα τα απα­ραί­τη­τα να την «ξε­φορ­τω­θεί» και με­τά να σι­γου­ρευ­τεί για αυ­τό. Όχι δεν εί­χε απο­κτή­σει «επί­ση­μο κρα­τι­κό συ­νο­δό» όπως θα έλε­γε ο γα­μπρός του. Η νί­κη τους εί­χε απο­θρα­σύ­νει, το εί­χαν σε κα­κό να μέ­νουν απα­ρα­τή­ρη­τοι, πά­ντα έβρι­σκαν τον τρό­πο να το­νί­σουν πως ανή­κουν στα Σώ­μα­τα Τά­ξης της νι­κή­τριας Εξου­σί­ας.
«Πά­ντα όμως ανά­με­σα στο σι­τά­ρι θα βρεις και κε­χρί. Όπο­τε προ­σο­χή “Θείο“ δεν πρέ­πει να σε συλ­λά­βουν εί­ναι η τε­λευ­ταία σου απο­στο­λή!»


Το από­γευ­μα

Ο ήλιος του απο­γεύ­μα­τος βρή­κε την σχι­σμή ανά­με­σα στα δύο φύλ­λα του παν­τζου­ριού της μπαλ­κο­νό­πορ­τας και χώ­θη­κε στο δω­μά­τιο του. Τρά­βη­ξε μια πορ­το­κα­λί γραμ­μή στο πά­τω­μα. Μέ­σα στην δέ­σμη της ακτί­νας του, χό­ρευε η σκό­νη, όπως η Νιού­ρα τό­τε στο κα­μπα­ρέ της Οδησ­σού το 1919. Η Νιού­ρα, η κοκ­κι­νο­μάλ­λα και αυ­τή έτσι αιω­ρού­νταν σαν τη σκό­νη. Σαν να μην υπήρ­χαν τα σα­νί­δια της σκη­νής. Του έμα­θε και ένα τρα­γου­δά­κι. Τον έβα­λε να απο­στη­θί­σει μια - μια τις λέ­ξεις του. Γέ­λα­γε με την προ­φο­ρά του. Το τρα­γου­δά­κι του φαι­νό­ταν χλευα­στι­κό και χα­ρού­με­νο συ­νά­μα. Η Νιού­ρα Δεν κά­θι­σε να του εξη­γή­σει πο­τέ την ση­μα­σία των λέ­ξε­ων. Από έναν ντό­πιο Έλ­λη­να έμα­θε την ση­μα­σία του πρώ­του στοί­χου

Ψη­τό που­λά­κι κο­το­που­λά­κι
Για την ζωή του τρέ­μει αυ­τό

Μια μέ­ρα στο φράγ­μα, όπου δού­λευαν με τον γα­μπρό του, ασυ­ναί­σθη­τα άρ­χι­σε να το τρα­γου­δά­ει. Τον άκου­σε ο Γκρί­σα ο μη­χα­νι­κός ο Ρώ­σος, που ένας θε­ός ξέ­ρει πως βρέ­θη­κε στην Βουλ­γα­ρία να χτί­ζει φράγ­μα­τα στον πο­τα­μό Τούν­τζα. Ξε­καρ­δί­στη­κε στα γέ­λια και τον ρώ­τη­σε που το έμα­θε το τρα­γού­δι. Βρε­θή­καν το βρά­δυ με­τά την δου­λειά στο κα­πη­λειό με το ρο­μα­ντι­κό όνο­μα «Κοι­λά­δα των Ρό­δων» και ο κα­θέ­νας τους εί­πε το κομ­μά­τι της ιστο­ρί­ας του που θα μπο­ρού­σε να ει­πω­θεί δη­μό­σια. Απέ­φυ­γαν να ρω­τή­σουν για τα υπό­λοι­πα. Έμα­θε και τι έλε­γε το τρα­γού­δι, δεν ξαφ­νιά­στη­κε, μέ­σα του όμως ήθε­λε να εί­ναι ερω­τι­κό, πε­ρι­παι­χτι­κό αλ­λά ερω­τι­κό. Η Νιού­ρα ήταν η μια όψη του νο­μί­σμα­τος της στά­σης των Ρώ­σων απέ­να­ντι στα στρα­τεύ­μα­τα της Αντάντ. Η άλ­λη, τα καυ­τά νε­ρά που τους έρι­χναν από τα πα­ρά­θυ­ρα…
Στο δω­μά­τιο σκο­τεί­νια­σε ξα­νά. Ο ήλιος που εί­χε μπει ακά­λε­στος, έφυ­γε σαν κλέ­φτης από το δω­μά­τιο του, παίρ­νο­ντας μα­ζί του και τον χο­ρό της σκό­νης.


Βρά­δυ στην πό­λη

Ήταν η ώρα να μα­ζευ­τεί. Θα πή­γαι­νε στο ξε­νο­δο­χείο ακο­λου­θώ­ντας την πιο μα­κρι­νή δια­δρο­μή. Εί­χε στο νου του να ελέγ­χει μή­πως απέ­κτη­σε πα­ρέα. Σε αυ­τό το παι­χνί­δι του κρυ­φτού τα στε­νά δρο­μά­κια γύ­ρω από την κε­ντρι­κή αγο­ρά του πρό­σφε­ραν απλό­χε­ρα την βο­ή­θεια τους. Μό­νο που ηχού­σαν τα βή­μα­τα του εκεί. Τον ενο­χλού­σε και η μπό­χα σά­πιων κρε­ά­των που επι­κρα­τού­σε εκεί.
Ήταν η τε­λευ­ταία του απο­στο­λή. Στα πε­νή­ντα επτά το κορ­μί δί­νει τις δι­κές του εντο­λές. Πρέ­πει να γυ­ρί­σει πί­σω σώ­ος και αβλα­βής, αν εί­ναι δυ­να­τό. Ποιο εί­ναι αυ­τό το «πί­σω» όμως; Πό­σες φο­ρές πέ­ρα­σε τα σύ­νο­ρα με­τά από το Δεύ­τε­ρο Αντάρ­τι­κο; «Οι άλ­λοι κρα­τού­σαν τα όπλα πα­ρά πό­δα και εγώ περ­νού­σα τα σύ­νο­ρα. Οδή­γη­σα τις τε­λευ­ταί­ες ομά­δες με ασφά­λεια στην προ­σφυ­γιά, κα­τέ­βαι­να με απο­στο­λές, μέ­χρι και στο Με­σο­λόγ­γι έχω φτά­σει. Ναι τα σύ­νο­ρα τα έχω πε­ρά­σει πολ­λές φο­ρές! Τό­σες που έχω μπερ­δευ­τεί από ποια με­ριά των συ­νό­ρων εί­ναι το σπί­τι μου, η έδρα μου διά­ο­λε! Εδώ ή στη Βουλ­γα­ρία; Ο εγ­γο­νός εί­ναι εκεί, το υπό­λοι­πο της οι­κο­γέ­νειας εδώ. Πε­ρα­στι­κός από τις ζω­ές όλων. Συ­νε­χί­ζω έναν τρό­πο ζω­ής που όλοι η υπό­λοι­ποι τον έχουν βα­ρε­θεί. Μια μία οι ομά­δες που εί­χαν μεί­νει πί­σω εί­τε εξου­δε­τε­ρώ­θη­καν εί­τε πέ­ρα­σαν τα σύ­νο­ρα ορι­στι­κά. Η αφε­ντιά μου, σαν να έμει­να με­τέ­ω­ρος ανά­με­σα στις φά­σεις του Αγώ­να. Και αυ­τές οι απο­στο­λές βοη­θού­σαν να μεί­νω εκεί με­τέ­ω­ρος ανά­με­σα στον Πό­λε­μο και στην Ει­ρή­νη. Ανά­με­σα στην Νί­κη που δεν ερ­χό­ταν και την Ήτ­τα που δεν την πα­ρα­δε­χό­μουν. Ξε­κομ­μέ­νος από την Γε­νι­κή κα­τεύ­θυν­ση των πραγ­μά­των.

Κά­θι­σε σε ένα κα­φε­νείο απέ­να­ντι από το ξε­νο­δο­χείο. Σί­γου­ρα μέ­σα έπαι­ζαν χαρ­τιά με λε­φτά. Εί­χαν αφή­σει απ΄ έξω έναν νυ­σταγ­μέ­νο και αξύ­ρι­στο να φυ­λά­ει τσί­λιες. Για ώρα ο τσι­λια­δό­ρος τον κοι­τού­σε ανα­πο­φά­σι­στός.

«Πή­γαι­νε και φέ­ρε μου έναν κα­φέ σκέ­το και ένα κο­νιάκ. Όσο λεί­πεις μέ­νω στο πό­δι σου. Σου μοιά­ζω για καρ­φί;» — δεν έμοια­ζε, θύ­μι­ζε θλιμ­μέ­νο επαρ­χιώ­τη.

Κολ­λη­τά στην τζα­μα­ρία εί­χαν το­πο­θε­τή­σει κα­ρέ­κλες και τρα­πε­ζά­κια. Πα­ρά­ξε­νες κα­ρέ­κλες με με­ταλ­λι­κό σκε­λε­τό και με χο­ντρό πλα­στι­κό κί­τρι­νο σχοι­νί. Μα­λα­κές κα­ρέ­κλες ανα­παυ­τι­κές. Από μό­νες τους προ­δια­θέ­τουν για ρα­χά­τι και μου­χα­μπέ­τι. Οι κα­ρέ­κλες κα­λά κά­νουν και προ­δια­θέ­τουν, μα απου­σιά­ζουν οι άν­θρω­ποι για το μου­χα­μπέ­τι. Και με τον μουρ­τζού­φλη τσι­λια­δό­ρο τι κου­βέ­ντα να πιά­σεις. Ήπιε το κο­νιάκ με με­γά­λες γου­λιές. Κα­λό ήταν. Πρό­σφε­ρε αρ­γό απο­λαυ­στι­κό κά­ψι­μο στον λά­ρυγ­γα και χα­ρού­με­νη νύ­στα. Απέ­να­ντι η εί­σο­δος του ξε­νο­δο­χείο ήταν φω­τι­σμέ­νη και άδεια. Πί­σω από το πά­γκο της υπο­δο­χής ο υπάλ­λη­λος έμοια­ζε έτοι­μος για ύπνο. Γύ­ρω από την λά­μπα της ει­σό­δου εί­χαν στή­σει τον χο­ρό τους οι πα­ντα­χού πα­ρού­σες νυ­χτε­ρι­νές πε­τα­λού­δες .…

Δεν θα έμπαι­νε μέ­σα. Ξαφ­νι­κά ένα προ­αί­σθη­μα του το απα­γό­ρευ­σε.

«Δεν πα να γα­μη­θούν οι οδη­γί­ες! Δεν πρέ­πει να σε συλ­λά­βουν “Θείο“! Εί­ναι η τε­λευ­ταία σου απο­στο­λή. Πρέ­πει να την ολο­κλη­ρώ­σεις και να επι­στρέ­ψεις… Όπου εί­ναι να επι­στρέ­ψεις. Ό,τι και να σε πε­ρι­μέ­νει εκεί». Χαι­ρέ­τη­σε τον τσι­λια­δό­ρο και πή­ρε ξα­νά τους δρό­μους…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: