Ο ιατρός Ζαχαρίας



Καλο­καί­ρι 1977. Φι­λιπ­πού­πο­λη. Με τον παπ­πού μου τον Μα­νώ­λη, αδερ­φός του μα­κα­ρί­τη παπ­πού μου Μιλ­τιά­δη, έχου­με κα­θί­σει στην σκιά της μου­ριάς στην αυ­λή. Έχου­με κα­τα­λά­βει την πά­νω δε­ξιά γω­νία του τρα­πε­ζιού. Του κοι­νό­χρη­στου τρα­πε­ζιού, το­πο­θε­τη­μέ­νο στην κοι­νό­χρη­στη αυ­λή, στη σκιά της κοι­νό­χρη­στης μου­ριάς, σκε­πα­σμέ­νο με το κοι­νό για όλους πλα­στι­κό τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο με τις στα­μπα­ρι­σμέ­νες πά­νω του ει­κό­νες που πα­ρι­στά­νουν ηλιο­βα­σί­λε­μα στην Βε­νε­τία. Δεν θα έπαιρ­να όρ­κο πως αυ­τό που βλέ­πω εί­ναι ηλιο­βα­σί­λε­μα στην Βε­νε­τία. Η κοι­νή γνώ­μη όμως έχει εκ­φρά­σει αυ­τή την άπο­ψη, όπο­τε εμέ­να δεν μου πέ­φτει λό­γος. Άλ­λω­στε με τον παπ­πού Μα­νώ­λη δεν μας απα­σχο­λεί κα­θό­λου αυ­τό το ζή­τη­μα· το αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε σαν κα­κο­τυ­πω­μέ­νο λε­κέ με πορ­το­κα­λί απο­χρώ­σεις.
Νιώ­θω πε­ρή­φα­νος. Ο παπ­πούς Μα­νώ­λης, πά­ρα τα μη συ­μπλη­ρω­μέ­να δε­κα­ε­φτά μου, με κερ­νά­ει κρα­σί. Δυ­να­τό σπι­τι­κό κρα­σί, ξι­νί­ζει κά­πως, μα το πί­νω χω­ρίς να στρα­βο­μου­τσου­νιά­ζω. Πί­νου­με το κρα­σί μας και με δια­σταλ­μέ­να τα ρου­θού­νια προ­σπα­θού­με να συλ­λά­βου­με την αλ­λα­γή του αρώ­μα­τος, που θα έρ­θει από την κοι­νό­χρη­στη κου­ζί­να, αλ­λα­γή που θα μας πλη­ρο­φο­ρή­σει πως οι με­ζέ­δες έχουν ετοι­μα­στεί.
Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον με­ζέ κου­βε­ντιά­ζου­με με τον παπ­πού. Γύ­ρω από το τρα­πέ­ζι κά­θο­νται οι γεί­το­νες, συ­γκά­τοι­κοι του παπ­πού στις οι­κί­ες πέ­ριξ της κοι­νής αυ­λής. Οι γεί­το­νες έχουν κρυ­φτεί πί­σω από το απλω­μέ­νο σε­ντό­νι της αθλη­τι­κής εφη­με­ρί­δας Σταρτ και δια­βά­ζο­ντας ανά­με­σα στις γραμ­μές προ­σπα­θούν να κα­τα­λά­βουν πό­τε η «Λό­κο» ή η «Τρά­κια» (Λό­κο ή Λο­κο­μο­τίβ και η «Τρά­κια» πο­δο­σφαι­ρι­κές ομά­δες της Φι­λιπ­πού­πο­λης). Σι­γά μην κα­τα­λά­βουν. Οι γει­τό­νισ­σες με λε­πτές βε­λό­νες πλέ­κουν δα­ντέ­λες. Ετοι­μά­ζουν τα προι­κιά για υπαρ­κτά ή μελ­λο­ντι­κά εγ­γό­νια. Τα κου­βά­ρια των κλω­στών έχουν κυ­λή­σει κά­τω από το τρα­πέ­ζι, αν τις κοι­τά­ξει κα­νείς από από­στα­ση οι γει­τό­νισ­σες θυ­μί­ζουν ψα­ρά­δες που, πο­λύ αρ­γά, μα­ζεύ­ουν την αό­ρα­τη, για τον πα­ρα­τη­ρη­τή, πε­το­νιά. Όπως και σε όλους τους πα­ρα­βρι­σκό­με­νους στην αυ­λή τα ρου­θού­νια τους εί­ναι ορ­θά­νοι­χτα, πε­ρι­μέ­νουν και αυ­τές την αλ­λα­γή στο άρω­μα. Με το που την νιώ­σουν θα ακου­μπή­σουν το ερ­γό­χει­ρο τους στην τά­βλα του τρα­πε­ζιού και θα ση­κω­θούν να βοη­θή­σουν. Από την σκη­νή σαν να απου­σιά­ζουν οι γά­τες. Υπάρ­χουν. Έχουν κρυ­φτεί κα­λά και πα­ρα­φυ­λά­νε. Θα εμ­φα­νι­στούν εγκαί­ρως να υπο­δε­χτούν τα πιά­τα που θα προ­σγειώ­νο­νται πά­νω στα βε­νε­τσιά­νι­κα ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα. Από την μι­κρή μου πεί­ρα γνω­ρί­ζω πως τις κα­λύ­τε­ρες ενέ­δρες σε πιά­τα με με­ζέ­δες τις στή­νουν οι γά­τες.
Εκτός από τα δια­σταλ­μέ­να ρου­θού­νια κά­ποιος προ­σε­κτι­κός πα­ρα­τη­ρη­τής θα επι­ση­μά­νει και τα τε­ντω­μέ­να αυ­τιά. Οι γεί­το­νες πα­ρα­κο­λου­θούν με εν­δια­φέ­ρουν την συ­ζή­τη­ση μας με τον παπ­πού Μα­νώ­λη. Πα­ρα­κο­λου­θούν; Δεν εί­ναι η ακρι­βής έκ­φρα­ση. Προ­σπα­θούν από τον τό­νο της φω­νής μας να μα­ντέ­ψουν την κα­τεύ­θυν­ση της κου­βέ­ντας. Με τον παπ­πού κου­βε­ντιά­ζου­με στα ελ­λη­νι­κά και για να έχουν ακρι­βή ει­κό­να της συ­ζή­τη­σης μας θα ήθε­λαν, όπως στις ται­νί­ες του σι­νε­μά, κά­που κά­τω, πά­νω ή στο πλάι μας να εμ­φα­νί­ζο­νται οι υπό­τι­τλοι της κου­βέ­ντας μας. Υπάρ­χουν στιγ­μές που ο τό­νος της φω­νής μας δεν τους εί­ναι αρ­κε­τός. Εμπι­στεύ­ο­νται τον παπ­πού μου τον Μα­νώ­λη, επι­θυ­μού­νε απλά να χω­θούν στην κου­βέ­ντα μας, να τεί­νουν χεί­ρα βο­ή­θειας. Ποιόν να βοη­θή­σουν; Εξαρ­τά­ται. Και τώ­ρα βοη­θού­νε σιω­πη­λά και με σε­βα­σμό. Αγα­πού­νε και σέ­βο­νται τον παπ­πού, έχουν υιο­θε­τή­σει και την ελ­λη­νι­κή προ­σφώ­νη­ση «μπάρ­μπα Μά­νο». Όχι δεν την έχου­νε υιο­θε­τή­σει. Την κου­βα­λού­νε μέ­σα τους από εκεί, από τα πα­λιά χω­ριά τους νό­τια του Μπέ­λες. Βούλ­γα­ροι πρό­σφυ­γες των βαλ­κα­νι­κών πο­λέ­μων και από­γο­νοι προ­σφύ­γων εί­ναι οι γεί­το­νες. Στα σχο­λι­κό βι­βλίο της Ιστο­ρί­ας τους συ­να­ντάς σαν στε­γνά δια­τυ­πω­μέ­νη φρά­ση «πρό­σφυ­γες της Μα­κε­δο­νί­ας και της Θρά­κης της Λευ­κής θά­λασ­σας (Αι­γαίο)». Φρά­ση που περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­τή από την πλειο­ψη­φία των συμ­μα­θη­τών μου. Μία από τις γει­τό­νισ­σες στιγ­μιαία ση­κώ­νει το βλέμ­μα της από την δα­ντέ­λα και με την μα­τιά της αυ­τή μου κό­βει κά­θε διά­θε­ση να πο­λυ­λο­γώ άσκο­πα σε θέ­μα­τα Ιστο­ρί­ας των Βαλ­κα­νί­ων. «Αυ­τή εί­ναι μια άλ­λη ιστο­ρία. Δεν εί­ναι η κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή για την αφή­γη­ση της.» Αυ­τά μου λέ­ει με το βλέμ­μα της και το κα­τε­βά­ζει ξα­νά στο ερ­γό­χει­ρο της. Μου έχει καρ­φω­θεί η ιδέα πως οι γεί­το­νες εί­ναι μέ­λη αρ­χαί­ου χο­ρού, δρά­μα­τος ή κω­μω­δί­ας θα δεί­ξει, και με την πα­ρου­σία τους, τις σιω­πές τους και τις σκόρ­πιες κου­βέ­ντες τους βοη­θούν τον ασύν­δε­το, ακό­μα, διά­λο­γο μας με τον παπ­πού να απο­κτή­σει νό­η­μα.

Η επί­σκε­ψη μου στον παπ­πού Μα­νώ­λη εί­ναι «εν­διά­με­σος σταθ­μός» στο τα­ξί­δι μου προς την Αγ­χί­α­λο. Εκεί με πε­ρι­μέ­νουν οι συμ­μα­θη­τές μου. Η επί­σκε­ψη μου στην Φι­λιπ­πού­πο­λη μπο­ρεί να εί­ναι η συ­νέ­χεια μιας έντο­νης συ­ζή­τη­σης με τον πα­τέ­ρα μου με θέ­μα τον επαγ­γελ­μα­τι­κό μου προ­σα­να­το­λι­σμό. Το δί­λημ­μα Ιστο­ρία ή Ια­τρι­κή για μέ­να σχε­δόν εί­ναι ανύ­παρ­κτό. Για τους γο­νείς μου υπαρ­κτό και σχε­τί­ζε­ται με τον επερ­χό­με­νο επα­να­πα­τρι­σμό μας. Υπο­θέ­τω πως ο παπ­πούς εί­ναι ενη­με­ρω­μέ­νος για δια­φω­νία μας και του έχει ανα­τε­θεί κά­ποιος ει­δι­κός ρό­λος.
«Το ξέ­ρω πως σου αρέ­σουν οι ιστο­ρί­ες για το αντάρ­τι­κο» –ο παπ­πούς το ξε­κί­νη­σε από κά­πως μα­κριά.
«Μου άρε­σαν σαν ορε­κτι­κό, αλ­λά έχουν και­ρό να μου πουν.»
«Μπο­ρεί να θε­ω­ρούν πως έχεις με­γα­λώ­σει αρ­κε­τά και πως δεν έχεις ανά­γκη από ιστο­ρί­ες για να ανοί­ξεις το στό­μα σου» και πρό­σθε­σε αλ­λά­ζο­ντας τον στην φω­νή του «και να που εγώ θα σου πω μία».

Ο αρ­χαί­ος χο­ρός των γει­τό­νων και αυ­τός με την σει­ρά του αντι­λή­φθη­κε την αλ­λα­γή του τό­νου στην φω­νή του παπ­πού και αντέ­δρα­σε σε αυ­τή την φρά­ση. Ο κα­θέ­νας με τον τρό­πο του έδει­ξε πως εί­ναι έτοι­μος να πα­ρα­κο­λου­θή­σει την αφή­γη­ση του παπ­πού. Οι άντρες δί­πλω­σαν τις αθλη­τι­κές εφη­με­ρί­δες που διά­βα­ζαν, ενώ οι γει­τό­νισ­σες τρά­βη­ξαν κά­πως από­το­μα τις κλω­στές του ερ­γό­χει­ρο τους και μου θύ­μι­σαν ξα­νά τους ψα­ρά­δες την στιγ­μή που νιώ­θουν το τσί­μπη­μα του ψα­ριού.
Δεί­χνω με νεύ­μα στον παπ­πού τον χο­ρό των γει­τό­νων και του επι­ση­μαί­νω την ετοι­μό­τη­τα τους να πα­ρα­κο­λου­θή­σουν την αφή­γη­ση του. Το νεύ­μα μου εκ­φρά­ζει την ανη­συ­χία μου αν θα κα­τα­λα­βαί­νουν τα λε­γό­με­να μας. Ο παπ­πούς με ένα κλεί­σι­μο του μα­τιού μού δί­νει να κα­τα­λά­βω πως τα λό­για μας, σε όποια γλώσ­σα και αν ει­πω­θούν, θα τους εί­ναι απο­λύ­τως κα­τα­νοη­τά.
«Με το τέ­λος του Εμ­φυ­λί­ου βρε­θή­κα­με συ­γκε­ντρω­μέ­νοι σε ένα στρα­τό­πε­δο στην Μπερ­κό­βι­τσα, στην βό­ρεια Βουλ­γα­ρία. Μα­ζί μας ήταν ένας για­τρός, Ζα­χα­ρία τον λέ­γα­νε. Δεν ήταν αντάρ­της, αιχ­μά­λω­τος ήταν. Δεν ξέ­ρω πώς αλ­λιώς να χα­ρα­κτη­ρί­σω την κα­τά­στα­ση του. Ίσως και θύ­μα απα­γω­γής. Μας τον έφε­ρε ο παπ­πούς σου, ο αδερ­φός μου ο Μιλ­τιά­δης. Τον απή­γα­γε μέ­ρα με­ση­μέ­ρι από το σπί­τι του στην Ξάν­θη. Τον ανέ­βα­σε στο βου­νό για να σώ­σει την ζωή της δα­σκά­λας σου, της Πα­σχα­λιάς. Θε­ω­ρού­ταν σχε­δόν αδύ­να­το κά­ποιος οπλι­σμέ­νος και χω­ρίς χαρ­τιά να μπει, αλ­λά και να βγει από την πό­λη, πό­σο δε μάλ­λον μα­ζί με το θύ­μα της απα­γω­γής του. Τον ρώ­τη­σα μια φο­ρά πως τα κα­τά­φε­ρε και τον έφε­ρε μέ­χρι τα λη­μέ­ρια μας. Δεν μου απά­ντη­σε. Απλά κού­νη­σε το χέ­ρι του με τον τρό­πο που πά­ντα σή­μαι­νε “Πα­ρά­τα με! Μη με ζα­λί­ζεις!“ Ο λό­γος μας όμως ήταν για το για­τρό τον Ζα­χα­ρία. Η θέ­ση του ήταν πα­ρά­ξε­νη. Δεν ακο­λου­θού­σε τους ρυθ­μούς της ζω­ής μας στο στρα­τό­πε­δο. Απου­σί­α­ζε από όλες αυ­τές τις βλα­κεί­ες όπως ανα­φο­ρές, πο­λι­τι­κές ενη­με­ρώ­σεις, δια­δη­λώ­σεις με τις οποί­ες προ­σπα­θού­σα­με, μα­ζί και η κα­θο­δή­γη­ση μας, να πεί­σου­με τον εαυ­τό μας πως δεν ήμα­στε ητ­τη­μέ­νοι και πως απλά προ­σω­ρι­νά έχου­με υπο­χω­ρή­σει.
«Τις γνω­ρί­ζω κα­λά αυ­τές τις προ­σω­ρι­νές υπο­χω­ρή­σεις. Μπο­ρείς να το φα­ντα­στείς μπάρ­μπα Μά­νο πως και εμείς σε αυ­τή την αυ­λή κο­ντά εβδο­μή­ντα χρό­νια τώ­ρα εί­μα­στε προ­σω­ρι­νά εγκα­τε­στη­μέ­νοι», τον διέ­κο­ψε ένας από τους γεί­το­νες, ακου­μπώ­ντας μα­λα­κά την πα­λά­μη του σε ένα από τα σχέ­δια του τρα­πε­ζο­μά­ντη­λου. Πριν από χρό­νια σί­γου­ρα θα εί­χε χτυ­πή­σει την γρο­θιά του στο τρα­πέ­ζι. Ο παπ­πούς πε­ρί­με­νε να δει αν ο γεί­το­νας εί­χε ολο­κλη­ρώ­σει την πα­ρέμ­βα­ση του για να συ­νε­χί­σει.
«Όταν δεν μας εξέ­τα­ζε ο ια­τρός κύ­ριος Ζα­χα­ρί­ας κα­θό­ταν στο γρα­φείο του δια­βά­ζο­ντας κά­ποιο βι­βλίο ή απλά απο­λάμ­βα­νε την λια­κά­δα. Του φέρ­να­νε το φαΐ από την τρα­πε­ζα­ρία σκε­πα­σμέ­νο με κα­θα­ρή άσπρη πε­τσέ­τα. Όλα τα ση­μαί­νο­ντα πρό­σω­πα του στρα­το­πέ­δου, στε­λέ­χη και αξιω­μα­τι­κοί του ΔΣΕ, του μι­λού­σαν στον πλη­θυ­ντι­κό. Μου φαι­νό­ταν μά­λι­στα πως του υπο­κλί­νο­νταν, όχι ρε­βε­ράν­τζα μα ελα­φριά όλο σε­βα­σμό υπό­κλι­ση.

Δεν έβρι­σκα με ποιον να τα βά­λω και για όλα μου έφται­γε αυ­τός. Από την μέ­ρα που τον ανέ­βα­σε ο αδερ­φός μου ο Μιλ­τιά­δης στο βου­νό, χω­νό­ταν στα μά­τια μου, αυ­τός και η δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα του.
«Μπάρ­μπα Μά­νο, εί­πες μια λέ­ξη που έχει εν­δια­φέ­ρον: δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα», μί­λη­σε σι­γα­νά ο χο­ρός των γει­τό­νων που από ό,τι φαί­νε­ται δεν εί­χε και τό­ση ανά­γκη τους υπό­τι­τλους της με­τά­φρα­σης.
«Δη­λα­δή πως έπρε­πε να το πω; Και στο στρα­τό­πε­δο στην Μπερ­κό­βι­τσα και στο βου­νό στην Ελ­λά­δα πά­ντα ήταν σαν την μύ­γα μέ­σα στο γά­λα. Φα­ντά­σου· μά­χη στο βου­νό. Η κα­τά­στα­ση γύ­ρω μας ζό­ρι­κη κυ­ριο­λε­κτι­κά μυ­ρί­ζει μπα­ρού­τι, πα­ντού ακού­γο­νται τα σφυ­ρίγ­μα­τα από τις σφαί­ρες και ακρι­βώς πά­νω στην κο­ρύ­φω­ση της μά­χης ο ια­τρός Ζα­χα­ρί­ας μου εμ­φα­νί­ζε­ται κου­στου­μα­ρι­σμέ­νος στην κου­ζί­να. Ο θε­ός να τα κά­νει κου­ζί­να τα κομ­μέ­να βα­ρέ­λια που βρά­ζα­με το φαΐ. Δεν εί­χε άλ­λα ρού­χα, με αυ­τό το κου­στού­μι κυ­κλο­φο­ρού­σε πα­ντού. Με πα­ρα­κά­λε­σε να του δώ­σω βρα­στό νε­ρό, το χρεια­ζό­ταν να κα­θα­ρί­σει τα ερ­γα­λεία του. Μου μι­λού­σε στον πλη­θυ­ντι­κό και με προ­σφω­νού­σε «κύ­ριε» και όχι με τα συ­νη­θι­σμέ­να “συ­να­γω­νι­στή“ ή “σύ­ντρο­φε“. Το που­κά­μι­σο του πε­ντα­κά­θα­ρο, το πα­ντε­λό­νι του σι­δε­ρω­μέ­νο, μέ­χρι και τα πα­πού­τσια του εί­ναι γυα­λι­σμέ­να. Ελα­φριά κα­λο­και­ρι­νά σκαρ­πί­νια, όχι αρ­βύ­λες. Τα πα­ρα­λέω. Δεν ήταν γυα­λι­σμέ­να, σκο­νι­σμέ­να και λα­σπω­μέ­να όπως και όλων εμάς. Γέ­μι­σα έναν κου­βά με καυ­τό νε­ρό, πεί­ρα και ένα πα­γού­ρι με τσί­που­ρο και πή­γα να τον βοη­θή­σω. Στο χω­ριό στις ια­τρι­κές πρά­ξεις πά­ντα βοη­θού­σε το τσί­που­ρο.
«Και το ντου­φέ­κι, μπάρ­μπα Μά­νο;» Ο αρ­χαί­ος χο­ρός των γει­τό­νων μάλ­λον δεν μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί άο­πλο αντάρ­τη.
«Στα­θε­ρά πε­ρα­σμέ­νο με τον ιμά­ντα στον ώμο», χα­μο­γε­λώ­ντας εγκάρ­δια απο­κρί­θη­κε ο παπ­πούς· πα­ρί­στα­να πως τον βοη­θού­σα μα πε­ρισ­σό­τε­ρο κοί­τα­γα πως δου­λεύ­ει. Τα επι­δέ­ξια δά­χτυ­λα του να κα­θα­ρί­ζουν το τραύ­μα…
«Αν κρί­νω από το ση­μά­δι στον δε­ξί σου ώμο παπ­πού…»
«Α, αυ­τό ήταν πριν μας τον κου­βα­λή­σει πά­νω ο αδερ­φός μου ο Μιλ­τιά­δης, τό­τε με μπά­λω­σαν στα πε­τα­χτά χω­ρίς πολ­λά - πολ­λά … μα για τον Ζα­χα­ρία τον για­τρό σας έλε­γα. Λες και κά­ποιος προ­σπα­θού­σε επί­μο­να να τον χώ­νει μπρο­στά στα μά­τια μου. Αυ­τόν και τον δια­φο­ρε­τι­κό κό­σμο του. Φα­ντά­σου. Ιού­λιος του 1950. Ο Εμ­φύ­λιος έχει σχε­δόν τε­λειώ­σει».
«Σχε­δόν;» Ο χο­ρός έγι­νε δί­γλωσ­σος, συμ­με­τεί­χα στην δια­τύ­πω­ση της ερώ­τη­σης.
«Σχε­δόν! Όλους τους απα­σχο­λεί τι θα κά­νουν με μας τους ητ­τη­μέ­νους. Και εμάς μας απα­σχο­λεί, μό­νο που αντίς να το εκ­φρά­σου­με, συ­νε­χί­ζου­με να πα­ρου­σια­ζό­μα­στε σαν πει­θαρ­χη­μέ­νο μά­χι­μο σύ­νο­λο και να κρα­τά­με πα­ρά πό­δα ανύ­παρ­κτα όπλα. Πα­ρε­λαύ­νου­με τρα­γου­δώ­ντας τρα­γού­δια άγρια του αγώ­να»*
«Και στον τύ­ραν­νο τα δό­ντια μας δεί­χνου­με»* ― ο γεί­το­νας απέ­δει­ξε πως στο σχο­λείο δεν κοι­μό­ταν.
«Οι τα­βέρ­νες απου­σί­α­ζαν», συ­μπλή­ρω­σε ο παπ­πούς δεί­χνο­ντας με την σει­ρά του πως πα­ρα­κο­λου­θού­σε την προ­ε­τοι­μα­σία των μα­θη­μά­των των παι­διών της αυ­λής και συ­νέ­χι­σε: «γε­νι­κά προ­σπα­θού­σα­με να κρα­τά­με ψη­λά το αγω­νι­στι­κό μας φρό­νη­μα. Σχε­δόν κά­θε μέ­ρα μας ενη­μέ­ρω­ναν για την διε­θνή κα­τά­στα­ση, που ήταν πά­ντα μπερ­δε­μέ­νη και δύ­σκο­λη. Εί­χα­με κα­θί­σει, κό­ντρα στον ήλιο, αμ­φι­θε­α­τρι­κά στην πλα­γιά του λό­φου, κα­θό­μα­στε και ακού­με για αυ­τή την ανα­θε­μα­τι­σμέ­νη διε­θνή κα­τά­στα­ση, που πά­ντα μου προ­κα­λού­σε ναυ­τία, να στέ­κε­ται εμπό­διο στην προ­σπά­θεια μας να γκρε­μί­σου­με τον πα­λιό σά­πιο κό­σμο. Στα λό­για έμοια­ζε να εί­ναι εύ­κο­λο. Απλά τον σπρώ­χνει κα­νείς με τον ώμο».
«Σας δυ­σκό­λευαν στή­νο­ντας εμπό­δια», ψι­θύ­ρι­σε ο χο­ρός
«Λες, ε; Άσε δεν τα πιά­νω αυ­τά. Κα­θό­μα­στε στην κά­ψα κό­ντρα στον ήλιο και ιδρώ­νου­με. Και ο κα­θο­δη­γη­τής που μας κά­νει την ανά­λυ­ση και αυ­τός στέ­κε­ται στον ήλιο και ιδρώ­νει. Κά­θε τό­σο βγά­ζει από την τσέ­πη του μα­ντί­λι και σκου­πί­ζει τη φα­λά­κρα του από τον ιδρώ­τα. Πί­σω του στα εί­κο­σι βή­μα­τα με την σκιε­ρή πλευ­ρά προς εμάς εί­ναι το ια­τρείο, στο σκο­τει­νό κά­δρο της πόρ­τας του ντυ­μέ­νος στα άσπρα σαν άγ­γε­λος επου­ρά­νιος εμ­φα­νί­ζε­ται ο ια­τρός, ο Ζα­χα­ρί­ας. Κρα­τά­ει στο χέ­ρι του αλου­μι­νέ­νιο κύ­πελ­λο και πί­νει νε­ρό. Βλέ­πω το λα­ρύγ­γι του να ανε­βο­κα­τε­βαί­νει και μου φαί­νε­ται πως το αυ­τί μου πιά­νει ήχους σκου­ρια­σμέ­νης αντλί­ας νε­ρού. Έχυ­σε το υπό­λοι­πο νε­ρό από το κύ­πελ­λο στην γη. Δεν ήμουν ο μό­νος που εί­χα καρ­φώ­σει το βλέμ­μα πά­νω του…»
Ο παπ­πούς στα­μά­τη­σε την δι­ή­γη­ση του. Έμει­νε για λί­γη ώρα σιω­πη­λός. Τα δά­κτυ­λά του χρη­σι­μο­ποιού­σαν την τά­βλα του τρα­πε­ζιού για να δί­νουν ρυθ­μό σε κά­ποιο τρα­γού­δι ή σκέ­ψη που ηχού­σε μέ­σα του.
«Γί­νο­μαι άδι­κος. Ο άν­θρω­πος δεν μου έφται­γε σε τί­πο­τα. Ξε­ρι­ζω­μέ­νος σαν όλους μας ήταν μό­νο που η θέ­ση οι συν­θή­κες δια­βί­ω­σης του στο στρα­τό­πε­δο, λό­γο του επαγ­γέλ­μα­τος του, ήταν δια­φο­ρε­τι­κές, στα μά­τια μας φά­ντα­ζαν αν­θρώ­πι­νες, υπέ­ρο­χες. Δεν έμει­ναν και πολ­λά να αφη­γη­θώ. Το 1955 επέ­στρε­ψε στην Ελ­λά­δα. Ήταν βλέ­πεις αιχ­μά­λω­τος, θύ­μα απα­γω­γής. Θύ­μα απα­γω­γής των κα­κών των συμ­μο­ρι­τών. Μπο­ρεί και πα­ρα­συρ­μέ­νος».
«Και εσείς, παπ­πού, δεν ήσα­σταν;»
«Πα­ρα­συρ­μέ­νοι;»
«Ναι! Από το ρεύ­μα της Ιστο­ρί­ας».
«Τέ­τοιες θα τις αμο­λάς όταν θα γί­νεις ιστο­ρι­κός; Ιστο­ρία δεν θέ­λεις να σπου­δά­σεις;»
«Μπάρ­μπα Μά­νο, άσε το παι­δί ήσυ­χο δεν σου φταί­ει αυ­τό»· ο χο­ρός των γει­τό­νων με την πα­ρέμ­βα­ση του διέ­κο­ψε τον παπ­πού, τον βοη­θού­σε. «Αρ­χί­σα­με την αφή­γη­ση μιας ιστο­ρί­ας με φα­νε­ρό σκο­πό να τον επη­ρε­ά­σου­με στην επι­λο­γή επαγ­γέλ­μα­τος. Θα μπο­ρού­σες να κά­νεις το φι­νά­λε της να ακού­γε­ται δρα­μα­τι­κό μια λι­πο­θυ­μία κά­ποιας τραυ­μα­τι­σμέ­νης αντάρ­τισ­σας ή ας πού­με το πιο εντυ­πω­σια­κό να αδειά­σει ο κύ­πελ­λο του πά­νω στον ομι­λη­τή. Ευ­τυ­χώς δεν το έκα­νες. Το κα­λύ­τε­ρο που έχου­με να κά­νου­με εί­ναι να στα­μα­τή­σου­με και να αφή­σου­με τον νε­α­ρό ήσυ­χο και ήρε­μα να επε­ξερ­γα­στεί αυ­τά που του εί­πες. Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, αυ­τός εί­ναι που θα υπο­στεί τις συ­νέ­πειες όποιας επι­λο­γής του. Να εί­μα­στε γε­ροί και δυ­να­τοί και να χαι­ρό­μα­στε με τις επι­τυ­χί­ες του».
Ο χο­ρός των γει­τό­νων εί­πε τον λό­γο τον βα­ρύ που θέ­τει το τέ­λος σε κά­θε δρά­μα. Η απου­σία πραγ­μα­τι­κού δρά­μα­τος δεν υπο­βι­βά­ζει την βα­ρύ­τη­τα του.

Με τον παπ­πού μου τον Μα­νώ­λη, αδερ­φός του μα­κα­ρί­τη του παπ­πού μου του Μιλ­τιά­δη έχου­με κά­νει κα­τά­λη­ψη στην σκιά της μου­ριάς στην αυ­λή. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όχι όλου του χώ­ρου, μό­νο της πά­νω με­ριάς του τρα­πε­ζιού. Το άρω­μα από την κου­ζί­να κα­λεί τις γά­τες, που ως αυ­τή την στιγ­μή πα­ρα­μό­νευαν, να εγκα­τα­λεί­ψουν τις κρυ­ψώ­νες τους. Το άρω­μα ή η διαί­σθη­ση τους, πως οι άν­θρω­ποι της κοι­νής αυ­λής θα κα­τα­πια­στούν με κά­τι που για αυ­τές, για τις γά­τες, εί­ναι ου­σια­στι­κό;

*Ανα­φο­ρές το ποί­η­μα του Χρ. Μπό­τεβ «Στην τα­βέρ­να».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: