Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XLVΙI. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 37. Οι μαθητευόμενες (Α΄)

Αν, λοι­πόν, κά­θε γυ­ναί­κα έχει ζή­σει του­λά­χι­στον μια στιγ­μή στην οποία τα πό­δια της συμ­με­τεί­χαν σε κά­ποιο ορια­κό ση­μείο της ζω­ής της, με έναν ολό­τε­λα δι­κό τους τρό­πο, ακό­μα και αν αγνοία της κτη­τό­ρισ­σάς τους, τό­τε έπρε­πε να συλ­λέ­ξω όλες αυ­τές τις στιγ­μές, δια­τρέ­χο­ντας τους βί­ους των γυ­ναι­κών έτσι όπως πε­ριέ­χο­νταν στο εκα­το­ντά­δες τό­μους των κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών έρ­γων, προ­κρί­νο­ντας για ευ­νό­η­τους ή δυσ­νό­η­τους λό­γους εκεί­να που εί­χαν ως τί­τλο ένα γυ­ναι­κείο όνο­μα τους. Ανα­ζη­τού­σα, ξα­νά λοι­πόν, τις πιο ανα­πά­ντε­χες ως προς την συ­νά­ντη­ση γυ­ναί­κες, σε κά­θε πι­θα­νή χώ­ρα και ημε­ρο­μη­νία και με οια­δή­πο­τε ιδιό­τη­τα. Έτσι βρέ­θη­κα στα βά­θη της Πο­λω­νί­ας του 1962, που ήταν βυ­θι­σμέ­να σε όλες τις απο­χρώ­σεις του ασπρό­μαυ­ρου, χω­ρίς να μπο­ρώ να δια­κρί­νω με βε­βαιό­τη­τα αν ήταν ο τό­πος, ο χρό­νος ή απλά ο κα­τα­γρα­φέ­ας της γυ­ναί­κας εκεί­νης που δεν μπο­ρού­σαν να την χρω­μα­τί­σουν δια­φο­ρε­τι­κά.

Την έλε­γαν Άν­να και ήταν μια δε­κα­ο­χτά­χρο­νη δό­κι­μη μο­να­χός σ’ ένα μο­να­στή­ρι γκρί­ζο και απο­μα­κρυ­σμέ­νο, εγ­γε­γραμ­μέ­νη στο σχή­μα του από τό­τε που θυ­μό­ταν τον εαυ­τό της, εγκα­τα­λειμ­μέ­νη από αγνώ­στους το 1945, μια ανα­πό­τρε­πτη πρόσ­δε­ση στις ερη­μιές λό­γω της απώ­λειας των γο­νέ­ων της, ασφα­λές κά­λυμ­μα σ’ έναν κό­σμο που δεν γνώ­ρι­ζε ού­τε στο ελά­χι­στο. Η ολο­κλή­ρω­ση της μα­θη­τεί­ας που σιω­πη­ρά συ­μπε­ριε­λάμ­βα­νε και την τρι­βή στις αθό­ρυ­βες κα­θη­με­ρι­νές δια­κο­νί­ες της μο­νής, στα χα­μη­λά βλέμ­μα­τα και στην μο­να­χι­κή συ­νύ­παρ­ξη με τις άλ­λες κο­πέ­λες, οδη­γού­σε στους τε­λι­κούς όρ­κους και την αμε­τά­κλη­τη αφιέ­ρω­ση της ζω­ής της στα ανώ­τε­ρα των ανω­τέ­ρων. Τό­τε την κά­λε­σε η Ηγου­μέ­νη και της πρό­τει­νε εκεί­νο που έπρε­πε να προη­γη­θεί: μια συ­νά­ντη­ση με την μο­να­δι­κή της συγ­γε­νή. Δεν εί­ναι ξε­κά­θα­ρο αν ήταν πρωί ή με­ση­μέ­ρι όταν η Άν­να χτύ­πη­σε την πόρ­τα του δια­με­ρί­σμα­τος της θεί­ας της. Της άνοι­ξε μια γοη­τευ­τι­κή γυ­ναί­κα με κου­ρα­σμέ­νο πρό­σω­πο, που μό­λις σκέ­πα­ζε το με­σο­φό­ρι της με μια ρό­μπα και απο­χαι­ρε­τού­σε αδιά­φο­ρα μια αντρι­κή φω­νή στο βά­θος του δια­δρό­μου. Λε­γό­ταν Wanda και αντι­λή­φθη­κε ότι η διεύ­θυν­σή της ήταν η μο­να­δι­κή πλη­ρο­φο­ρία που εί­χαν δώ­σει στο νε­α­ρό κο­ρί­τσι. Στα­δια­κά θα γι­νό­ταν εμ­φα­νές πως ήταν μια ανώ­τε­ρη δι­κα­στί­να με υψη­λή θέ­ση στο Κόμ­μα, μια ζη­λω­τής του Κρά­τους, που νό­τι­ζε ποιος ξέ­ρει τι ενο­χές στο αλ­κο­όλ. Αν όμως κά­τι δεν έκρυ­ψε, αυ­τό εί­ναι η από­λυ­τη αλή­θεια για την ανι­ψιά της: το πραγ­μα­τι­κό της όνο­μα εί­ναι Ida Lebenstein, εί­ναι Εβραία και οι γο­νείς της σκο­τώ­θη­καν στον Πό­λε­μο.

Οι λέ­ξεις της Βά­ντα ή το βλέμ­μα της Ίντα πρό­τει­ναν την έξο­δο στον δρό­μο για να βρουν τα ίχνη των χα­μέ­νων γο­νέ­ων. Από τα βά­θη της χώ­ρας κα­τέ­λη­ξαν στην καρ­διά της, όπου κυ­ριαρ­χού­σε το ζεύ­γος του Κα­θο­λι­κι­σμού και του Αντι­ση­μι­τι­σμού. Χτύ­πη­σαν πόρ­τες σε έρη­μα σπί­τια, αντί­κρι­σαν πρό­σω­πα κα­χυ­πο­ψί­ας και έφτα­σαν στην οι­κο­γέ­νεια που έκρυ­ψε τους γο­νείς για να τους προ­στα­τεύ­σει. Τι ει­ρω­νεία: η επι­βλη­τι­κή αξιω­μα­τού­χος ενέ­πνεε λι­γό­τε­ρο σε­βα­σμό από την τα­πει­νή, χα­μη­λο­βλε­πού­σα νε­α­ρή με το έν­δυ­μα της μο­να­χής. Όχι όμως και λι­γό­τε­ρο τρό­μο, κα­θώς απαι­τή­θη­κε η απρο­κά­λυ­πτη ευ­θύ­τη­τα της Βά­ντα ώστε να υπο­χρε­ω­θούν εκεί­νοι που γνώ­ρι­ζαν, να μι­λή­σουν έστω και σιω­πη­λά. Κά­ποιοι τό­τε εί­χαν βοη­θή­σει, κά­ποιοι πρό­δω­σαν, άλ­λοι πα­ρέ­μει­ναν στην σιω­πή ή στην δι­κή μας άγνοια. Τε­λι­κά κά­ποιος υπο­σχέ­θη­κε να τους δεί­ξει το μέ­ρος όπου βρί­σκο­νταν θαμ­μέ­νοι, αρ­κεί οι γυ­ναί­κες να πα­ραι­τού­νταν από κά­θε δι­καί­ω­μα για το σπί­τι που εί­χε κα­τα­λά­βει. Η αθω­ό­τη­τα της Ίντα θρυμ­μα­τί­στη­κε, η ασχή­μια των αν­θρώ­πων κα­τέ­κλυ­σε το πα­ρελ­θόν της, ένας αμαρ­τω­λός κό­σμος σπί­λω­σε την εσώ­τε­ρη λευ­κό­τη­τα.



Paweł Pawlikowski, «Ίντα»

Paweł Pawlikowski, «Ίντα»

Paweł Pawlikowski, «Ίντα»



Τα πά­ντα έμοια­ζαν να βρί­σκο­νται σε ένα τέλ­μα, όπως και οι επαρ­χια­κοί δρό­μοι που πε­ρι­πλα­νιού­νταν με το άσπρο σα­ρά­βα­λο της Βά­ντα, αλ­λά κά­που στην άκρη τους ένας νε­α­ρός μου­σι­κός δια­νο­ή­θη­κε να στα­θεί στην άκρη του δρό­μου τους κά­νο­ντας ωτο­στόπ, σαν μια ακτί­να νέ­ας ζω­ής που ανα­δυό­ταν κά­που αλ­λού στον κό­σμο. Πή­γαι­νε σε μια κω­μό­πο­λη που εί­χε την επέ­τειό της, για να παί­ξει στο ισό­γειο ενός ξε­νο­δο­χεί­ου. Η δι­κή του γλώσ­σα ήταν άλ­λου εί­δους: εκ­φε­ρό­ταν με το τε­νό­ρο σα­ξό­φω­νο της τζαζ και μι­λού­σε με φρά­σεις του John Coltrane και άλ­λων ρε­κτών. Το πρώ­το βλέμ­μα της Ίντα τον άγ­γι­ξε μέ­σα από τον κα­θρέ­φτη του αυ­το­κι­νή­του. Τα επό­με­να συ­μπλέ­χτη­καν με λι­γό­τε­ρο κρυ­φές αχτί­δες.

Στο δω­μά­τιο του ξε­νο­δο­χεί­ου ξε­δι­πλώ­θη­κε πλή­ρως ο δε­σμός και η από­στα­ση των δυο γυ­ναι­κών. Για την Ίντα η Βά­ντα θα μπο­ρού­σε εί­ναι η μη­τέ­ρα που δεν εί­χε πο­τέ αλ­λά εκεί­νη πα­ρέ­με­νε η θεία που δεν ήθε­λε να εί­ναι μη­τέ­ρα, για­τί επέ­λε­ξε μια δια­με­τρι­κά αντί­θε­τη ζωή. Με­τά την άσκη­ση εξου­σί­ας, ή μα­ζί της, ήρ­θαν τα ανα­ρίθ­μη­τα τσι­γά­ρα και μια ελευ­θέ­ρια ερω­τι­κή ζωή με τους άντρες που την συ­ντρό­φευαν στο πο­τό αλ­λά έφευ­γαν όταν ξη­μέ­ρω­νε. Κα­θο­λι­κι­σμός και Κομ­μου­νι­σμός, αθω­ό­τη­τα και δύ­να­μη, έρω­τας στο μη­δέν και έρω­τας με τους πά­ντες. Η κυ­νι­κή μέ­χρι μη­δε­νι­σμού, η επα­να­παυ­μέ­νη στην σκέ­πη του Θε­ού της. Δυο γυ­ναί­κες, δρό­μοι χω­ρίς δια­σταύ­ρω­ση, χά­σμα χω­ρίς γέ­φυ­ρα. Αμ­φό­τε­ρες όμως ήταν ομώ­νυ­μες στην μο­να­ξιά τους, ζού­σαν με τις συ­νέ­πειες των επι­λο­γών τους κι ένας απα­ρά­βα­τος δε­σμός εξα­κο­λου­θού­σε να τις ενώ­νει: η μη­τέ­ρα της Ίντα ήταν η αγα­πη­μέ­νη αδελ­φή της Βά­ντα. Έτσι κά­ποιες στιγ­μές μοι­ρά­ζο­νταν ένα χα­μό­γε­λο, ακό­μα και μια υπο­ψία γέ­λιου. Σε μια τέ­τοια, η Βά­ντα της εί­πε πως το λακ­κά­κι της εί­ναι ιδιαί­τε­ρα γοη­τευ­τι­κό. Σε άλ­λες συ­νέ­χι­ζε να προ­κα­λεί την άκαμ­πτη σιω­πή της νε­α­ρής, όπως όταν της εί­πε πως ο Ιη­σούς της δεν κρυ­βό­ταν σε μια σπη­λιά με βι­βλία αλ­λά βγή­κε έξω στον κό­σμο, όταν την ρώ­τη­σε αν έχει πο­τέ αμαρ­τω­λές σκέ­ψεις για την σάρ­κα ή τι θα κά­νει αν ύστε­ρα από όλα αυ­τά ανα­κα­λύ­ψει πως δεν υπάρ­χει Θε­ός… Και όταν μια νύ­χτα που η Βά­ντα επέ­στρε­ψε στο δω­μά­τιο με­θυ­σμέ­νη, έχο­ντας ερω­το­τρο­πή­σει με κά­ποιον πε­λά­τη του ξε­νο­δο­χεί­ου, φρό­ντι­σε να θυ­μί­σει στην Ίντα πως ο Ιη­σούς λά­τρευε γυ­ναί­κες σαν και την ίδια.

Όμως με­τά την ενώ­πιόν τους ομο­λο­γία του δο­λο­φό­νου και μια αξιο­πρε­πή τα­φή των οστών σε κά­ποιο δα­σι­κό κοι­μη­τή­ριο, δεν έμε­νε πα­ρά η επι­στρο­φή στην πρό­τε­ρη ζωή. Για την Ίντα σή­μαι­νε απο­χαι­ρε­τι­σμός με την Βά­ντα μπρο­στά στην πύ­λη της μο­νής και όρ­κοι ισό­βιας πί­στης την επό­με­νη ημέ­ρα. Για την Βά­ντα όμως μια τέ­τοια επι­στρο­φή ήταν αδύ­να­τη. Έβα­λε στο πι­κάπ την συμ­φω­νία αρ. 41 του Μό­τσαρτ όχι ως υπό­κρου­ση μιας ακό­μα μο­να­χι­κής ημέ­ρας αλ­λά ως ύστα­το απο­χαι­ρε­τι­σμό στην ίδια της την ζωή. Πέ­τα­ξε από το πα­ρά­θυ­ρο ξυ­πό­λη­τη, με την ρό­μπα σε χρώ­μα που δεν θα μά­θου­με πο­τέ.

Η Ίντα επέ­στρε­ψε στο δια­μέ­ρι­σμα για να τα­κτο­ποι­ή­σει τα πράγ­μα­τά της Βά­ντα, και, από μια ανε­ξέ­λεγ­κτη πα­ρόρ­μη­ση ή ως πραγ­μά­τω­ση μιας αλυ­σί­δας σκέ­ψε­ων που ποιός ξέ­ρει πό­σο και­ρό ένω­νε, έκα­νε κά­τι πρω­τό­γνω­ρο: μό­λις εί­δε τις γό­βες της θεί­ας της, γύ­μνω­σε τα πό­δια της, τις φό­ρε­σε και βη­μά­τι­σε αρ­γά, με μια υπο­τυ­πώ­δη ισορ­ρο­πία. Φό­ρε­σε ένα φου­στά­νι, άνα­ψε τσι­γά­ρο, ήπιε από το μπου­κά­λι ένα πο­τό που την έκα­νε να αναρ­ρι­γή­σει, τυ­λί­χτη­κε γύ­ρω από μια διά­φα­νη κουρ­τί­να και στρο­βι­λί­στη­κε λες και η δί­νη απο­τε­λού­σε εί­σο­δο στην νέα ιδιό­τη­τα της γυ­ναί­κας του κό­σμου. Ίσως γι’ αυ­τό οι ρώ­γες της ήταν τό­σο τε­ντω­μέ­νες. Ως τέ­τοια γυ­ναί­κα πή­γε στο μο­να­δι­κό μέ­ρος στον κό­σμο που ήθε­λε να πά­ει, στο ισό­γειο του ξε­νο­δο­χεί­ου, με την κα­μά­ρα και την τζαζ μπά­ντα στο βά­θος. Τώ­ρα το βλέμ­μα της προς τον σα­ξο­φω­νί­στα ήταν δια­φο­ρε­τι­κό, σαν μια πρό­σκλη­ση. Όταν έφυ­γαν και οι τε­λευ­ταί­οι θα­μώ­νες, εκεί­νος έβα­λε έναν δί­σκο στο πι­κάπ και την αγκά­λια­σε για έναν ήρε­μο χο­ρό. Τό­τε αντί­στρο­φα με πριν, η Ίντα έβγα­λε τις γό­βες και στρο­βι­λί­στη­κε αυ­τή τη φο­ρά στην αγκα­λιά του, ενώ η κά­με­ρα εστί­α­σε στα πό­δια της, όπως ση­κώ­νο­νταν στις μύ­τες τους. Τα ασπρό­μαυ­ρα πλα­κά­κια στο δά­πε­δο έμοια­ζαν με σκα­κιέ­ρα, αλ­λά δεν παι­ζό­ταν κα­μία παρ­τί­δα για­τί ξυ­πό­λη­τη πια η Ίντα εί­χε πα­ρα­δο­θεί στις πρω­τό­γνω­ρες κι­νή­σεις του έρω­τα.



Όταν αρ­γό­τε­ρα ηρε­μού­σε ξα­πλω­μέ­νη στο κρε­βά­τι (τα ελα­φρώς ιδρω­μέ­να μαλ­λιά της μαρ­τυ­ρού­σαν ό,τι προη­γή­θη­κε), τα μά­τια της δεν εί­χαν πια εκεί­νο το άνοιγ­μα της πε­ριέρ­γειας και της απορ­ρό­φη­σης των πά­ντων αλ­λά ήταν μι­σά­νοι­χτα, ίσως με την γα­λή­νια αί­σθη­ση μιας απο­δο­χής. Τι σκέ­φτε­σαι; την ρώ­τη­σε ο άντρας – Δεν σκέ­φτο­μαι, απά­ντη­σε η γυ­ναί­κα. Θα πά­με στο Γκ­ντάνσκ για με­ρι­κές εμ­φα­νί­σεις, θέ­λεις να έρ­θεις; Έχεις πά­ει πο­τέ κά­που πα­ρα­θα­λάσ­σια; Δεν έχω πά­ει πο­τέ που­θε­νά. Έλα τό­τε μα­ζί μας, θα ακού­σεις την μου­σι­κή μας, θα περ­πα­τά­με στην πα­ρα­λία. Και με­τά; Με­τά θα πά­ρου­με έναν σκύ­λο, θα πα­ντρευ­τού­με, θα κά­νου­με παι­διά. Και με­τά; Τα συ­νη­θι­σμέ­να. Ζωή. Τα συ­νη­θι­σμέ­να και η ζωή δεν ήταν αρ­κε­τά για στην Ίντα. Το επό­με­νο πρωί ανα­κά­θι­σε στο κρε­βά­τι, κι ενώ οι γό­βες πα­ρέ­μει­ναν ριγ­μέ­νες στο πά­τω­μα, εν­δύ­θη­κε τα ρού­χα της μο­να­χής και έκλει­σε την πόρ­τα πί­σω της.

Ήταν κι αυ­τός ένας τρό­πος αφή­γη­σης ακό­μα και μιας ολό­κλη­ρης ζω­ής: ένας κα­τά­λο­γος στιγ­μών και τό­πων, στα­τι­κά πλά­να μα­κράς διάρ­κειας, η πρό­κρι­ση της σιω­πής και η κυ­ριαρ­χία του πορ­τραί­του που μι­λού­σε από μό­νο του. Η κά­με­ρα μπο­ρεί να ήταν ακί­νη­τη, αλ­λά τα συ­ναι­σθή­μα­τα πο­τέ, τα πρό­σω­πα υπο­φω­τί­ζο­νταν σα να μας έλε­γαν πως δεν θα μά­θου­με πο­τέ τα πά­ντα γι’ αυ­τά και συ­χνά το­πο­θε­τού­νταν κά­τω από την μέ­ση του κά­δρου, για­τί πά­νω τους βρί­σκο­νταν τα τα­βά­νια των σκο­τει­νών δω­μα­τί­ων και, ακό­μα συ­χνό­τε­ρα, ο ατέ­λειω­τος γκρί­ζος ου­ρα­νός, που εί­χαν δει τα πά­ντα και σκέ­πα­ζαν το ακρω­τη­ρια­σμέ­νο πνεύ­μα ενός έθνους που επι­βί­ω­σε από τον πό­λε­μο έχο­ντας χά­σει εκα­τομ­μύ­ρια ψυ­χές και τώ­ρα βρι­σκό­ταν στο σκό­τος ενός άλ­λου κα­θε­στώ­τος όπου δο­κι­μά­ζο­νταν ανα­ρίθ­μη­τες άλ­λες. Για­τί όσο ιδιω­τι­κή ζωή και αν ζει κα­νείς, από πά­νω του εί­ναι πά­ντα χά­σκει ορ­θά­νοι­χτη η Ιστο­ρία του τό­που του.

Και η Άν­να που λε­γό­ταν Ίντα, κά­που ανά­με­σα στην συλ­λο­γι­κή και στην ιδιω­τι­κή ζωή της, γύ­μνω­σε τα πό­δια της τρεις καί­ριες φο­ρές: μια για να φο­ρέ­σει γό­βες και να γί­νει γυ­ναί­κα του κό­σμου, δεύ­τε­ρη όταν τις έβγα­λε για να χο­ρέ­ψει με τον μο­να­δι­κό άντρα που θα την αγκά­λια­ζε, και τρί­τη για να κοι­μη­θεί μα­ζί του. Ίσως με­τά την με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή της μα­θη­τεία, θέ­λη­σε να ακο­λου­θή­σει μια πο­λύ συ­ντο­μό­τε­ρη σαρ­κι­κή, απο­λύ­τως απα­ραί­τη­τη για την ορι­στι­κή της επι­λο­γή. Ίσως θέ­λη­σε να γνω­ρί­σει κα­λύ­τε­ρα τον άν­θρω­πο, τον άντρα, την γυ­ναί­κα, ή και μό­νο τον ίδιο τον έρω­τα που, στα κεί­με­να του μο­να­στι­κού βί­ου, θα απο­τε­λού­σε μό­νι­μη επω­δό κο­ρύ­φω­σης και πτώ­σης.


{Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται}

Η ται­νία: (Paweł Pawlikowski, Ίντα, 2013). Η γυ­ναί­κα: Agata Trzebuchowska.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: