Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

VΙΙΙ. Οι ξυπόλητες των δίσκων, 3

Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του από­λυ­του βι­βλί­ου των γυ­μνών πο­διών συ­νε­χί­ζει την μα­θη­τεία του στις γυ­ναί­κες, ανα­ζη­τώ­ντας τις ξυ­πό­λη­τες στα εξώ­φυλ­λα τον δί­σκων.


Ένα βρά­δυ κά­τι με στα­μά­τη­σε στη βι­τρί­να του γει­το­νι­κού δι­σκά­δι­κου. Από μέ­σα με κοι­τού­σε με ηδυ­πά­θεια μια ψη­λή μπρούν­τζι­νη τρα­γου­δί­στρια. Κα­θι­σμέ­νη σ’ ένα πα­γκά­κι, εί­χε βγά­λει τις γό­βες της και ακου­μπού­σε το ένα πό­δι της πά­νω του και το άλ­λο πά­νω σε μια βα­λί­τσα. Χά­ρη σα ελα­φρά ση­κω­μέ­να της δά­χτυ­λα απο­κα­λύ­πτο­νταν τρία λε­πτά κο­κα­λά­κια κι ένα απει­ρο­ε­λά­χι­στο πο­σο­στό από το πέλ­μα της. Ήταν λες κι ο φω­το­γρά­φος αιχ­μα­λώ­τι­σε μια αγα­πη­μέ­νη μου κί­νη­ση. Πί­σω της ένα μωβ φό­ντο αντα­να­κλού­σε μια αστρα­φτε­ρή νυ­χτε­ρι­νή ζωή.

Την άλ­λη μέ­ρα μπή­κα να την αγ­γί­ξω. Στο οπι­σθό­φυλ­λο συ­νέ­χι­ζε να εί­ναι επι­δει­κτι­κά ξυ­πό­λη­τη, πα­ρά τα πολ­λά της ρού­χα –γκέ­τες, κα­σκόλ, μα­ντί­λι, τρα­γιά­σκα– και κρα­τού­σε τις βα­λί­τσες στο χέ­ρι, έτοι­μη να επα­λη­θεύ­σει τον τί­τλο του δί­σκου της: The wanderer (1980). Λε­γό­ταν Ντό­να Σά­μερ και προ­φα­νώς ερ­χό­ταν από τις πιο χο­ρευ­τι­κές βρα­διές της μου­σι­κής. Τώ­ρα μι­σά­νοι­γε η πύ­λη μιας σω­μα­τι­κής ρυθ­μι­κής μου­σι­κής, που κα­τα­μαρ­τυ­ρού­σε μια ευ­δαι­μο­νι­κό­τε­ρη πλευ­ρά της ενή­λι­κης ζω­ής – σε πολ­λά «αλ­λού» τώ­ρα κά­ποια κορ­μιά μο­νο­λο­γού­σαν ή συ­νο­μι­λού­σαν μέ­σα απ’ τον χο­ρό. Δο­κί­μα­σα να μπω, δύ­σπι­στος για την ντί­σκο της επο­χής, αλ­λά πα­ρα­μέ­σα κα­τέ­βαι­να τα πα­λαιό­τε­ρα σκα­λο­πά­τια προς τις μαύ­ρες ρα­ψω­δί­ες της σό­ουλ, της φανκ, της τζαζ. Αν όλη αυ­τή η μου­σι­κή γνώ­ρι­ζε να εκ­φρά­ζει την χα­ρά των σω­μά­των, τό­τε τα πό­δια θα εί­χαν την δι­κή τους θέ­ση εντός της.

2  Donna Summer

Σε υπό­γειες ανά τον κό­σμο «ντι­σκο­τέκ» και «νάιτ κλάμπ», λυ­μέ­νες και ορ­χού­με­νες οι γυ­ναί­κες κι­νού­σαν τα πό­δια τους σε ανα­ρίθ­μη­τους χο­ρούς. Αλ­λά εί­χα κι εγώ ένα ζε­στό υπό­γειο, στα έγκα­τα της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας μας. Εκεί νοί­κια­ζε ένα μι­κρό δια­μέ­ρι­σμα ο πα­τέ­ρας μου, για να το χρη­σι­μο­ποιεί ως φω­το­γρα­φι­κό στού­ντιο. Τα χη­μι­κά υγρά, τα λευ­κά ατύ­πω­τα χαρ­τιά, τα σε­λι­λόιντ αρ­νη­τι­κά, όλα δη­μιουρ­γού­σαν μια ιδιαί­τε­ρη ατμό­σφαι­ρα με οσμή φαρ­μα­κευ­τι­κή και δια­πε­ρα­στι­κή. Ίσως αυ­τή να ήταν η μυ­ρω­διά των θαυ­μά­των, αφού τα σώ­μα­τα εμ­φα­νί­ζο­νταν από το που­θε­νά μέ­σα στις φω­το­γρα­φί­ες που έπλε­αν άγρα­φες στην πρώ­τη λε­κά­νη, στα υγρά του εμ­φα­νι­στή, προ­τού βα­πτι­στούν στις άλ­λες δυο, στο στοπ μπαθ και στο φί­ξερ, για να δια­λέ­ξουν την από­χρω­σή τους και να μεί­νουν στα­θε­ρά κι αμε­τα­κί­νη­τα για πά­ντα.

Εκεί μέ­σα εί­δα να ανα­δύ­ο­νται τα πό­δια μιας ξα­δέλ­φης μου, όπως στε­κό­ταν ξυ­πό­λη­τη στο μπαλ­κό­νι του εξο­χι­κού της, βου­τηγ­μέ­νη μέ­σα στο κί­τρι­νο των δια­κο­πών. Ερ­χό­ταν κα­τα­κα­λό­και­ρη μέ­σα από μια υπό­γεια κου­ζί­να με σβη­στά φώ­τα, από έναν θά­λα­μο σκο­τει­νό που έσβη­νε τα χι­λιό­με­τρα και τα χι­λιό­λε­πτα που χώ­ρι­ζαν το τό­τε και το εκεί από το τώ­ρα και το εδώ. Μό­λις ανα­κά­λυ­πτα μια τέ­χνη όπου ζουν και βα­σι­λεύ­ουν τα ωραιό­τε­ρα του κό­σμου. Η Φω­το­γρα­φία φά­ντα­ζε ως ο από­λυ­τος τρό­πος κα­τα­κρά­τη­σης μιας επι­θυ­μη­τής ει­κό­νας: μέ­σα της θα αιχ­μα­λώ­τι­ζα όλα τα πό­δια που επι­θυ­μού­σα για να τα βλέ­πω μπρο­στά μου σε πρώ­τη ζή­τη­ση, βέ­βαιος ότι δεν θα εί­ναι πλέ­ον φευ­γα­λέα.

Κα­τέ­βαι­να συ­χνά στο υπό­γειο ακρι­βώς για να ξε­φεύ­γω από τον τό­πο και τον χρό­νο. Ένα βρά­δι που φυλ­λο­με­τρού­σα για άλ­λη μια φο­ρά τις δε­κά­δες φω­το­γρα­φί­ες άκου­σα ζω­ντα­νούς θο­ρύ­βους από το δι­πλα­νό δια­μέ­ρι­σμα. Κοί­τα­ξα στα κλε­φτά μέ­σα απ’ την μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα: μια με­γά­λη συ­ντρο­φιά από μαύ­ρους, γυ­ναί­κες και άντρες, κά­θο­νταν στο πά­τω­μα ή πη­γαι­νο­έρ­χο­νταν στα δω­μά­τια. Ήταν οι πρώ­τοι μαύ­ροι που έβλε­πα με σάρ­κα και οστά. Σύ­ντο­μα θα δια­πί­στω­να ότι η Κυ­ψέ­λη στα χρό­νια του ’70 και του ’80 ήταν γε­μά­τη με­τα­νά­στες από την Αφρι­κή που συ­νή­θως νοί­κια­ζαν από τα ισό­γεια και κά­τω, χα­μο­γε­λού­σαν σπα­στές κα­λη­μέ­ρες κι ανέ­βα­ζαν από τους φω­τα­γω­γούς μπα­χα­ρι­κές οσμές. Τα μέ­ρη μας τους κα­λο­δέ­χτη­καν όπως κι εκεί­νοι ζέ­στα­ναν με κά­θε τρό­πο τις γει­το­νιές. Μπο­ρεί να ήταν, σκε­φτό­μουν τό­τε, κι η ίδια η ζέ­στη που γνώ­ρι­ζαν στην κα­τη­φο­ρι­κή πλευ­ρά της υδρο­γεί­ου.

Μέ­σα συ­νυ­πήρ­χαν φω­τει­νά χρώ­μα­τα και χα­μη­λοί φω­τι­σμοί. Ήταν ένα σπί­τι τό­σο δια­φο­ρε­τι­κό απ’ όσα γνώ­ρι­ζα, εί­χε μια άλ­λη θέρ­μη. Ύστε­ρα ήταν η άναρ­χη μου­σι­κή που αντι­λα­λού­σε στα εν­δό­τε­ρα, μια πο­λυ­φω­νία που εναλ­λασ­σό­ταν με υπό­κω­φα ταμ ταμ, χω­ρίς να κα­τα­λα­βαί­νω αν έπαι­ζαν δί­σκοι ή μου­σι­κοί. Με συ­νε­πή­ρε κι εκεί­νη η αί­σθη­ση της συ­ντρο­φιάς, μιας κοι­νό­τη­τας που τους αρ­κού­σε κά­τι κοι­νό για να συ­νυ­πάρ­ξει πα­ρά τις δια­φο­ρές της. Έτσι λοι­πόν βρα­διά­ζο­νταν τα νέ­γρι­κα σπί­τια – μου άρε­σε η λέ­ξη «νέ­γροι», δεν γνώ­ρι­ζα ότι θε­ω­ρού­νταν υπο­τι­μη­τι­κή· το αντί­θε­το, στο εύ­η­χό της μου φαι­νό­ταν πως έλα­μπε μια πο­λύ­χρω­μη ήπει­ρος κι ένας κό­σμος άγνω­στος και συ­ναρ­πα­στι­κός. Ίσως την πρω­το­διά­βα­σα σ’ ένα βι­βλίο τέ­χνης, που ει­κό­νι­ζε σώ­μα­τα κυ­κλι­κά και σαρ­κώ­δη. Ακό­μα πιο ωραί­ες μου ακού­γο­νταν και κυ­ρί­ως μου φαί­νο­νταν οι νέ­γρες: γλυ­πτές σαν τα μπι­μπε­λό του κα­θι­στι­κού μας ή τα αγαλ­μα­τί­δια στις εγκυ­κλο­παί­δειες, με πρό­σω­πα γω­νιώ­δη και χεί­λη πά­μπλου­τα.

Ζή­λε­ψα με μια ζή­λεια δια­βρω­τι­κή. Ήθε­λα κι εγώ μια τέ­τοια με­γά­λη κυ­κλι­κή συ­ντρο­φιά σ’ ένα κα­θι­στι­κό που σή­μαι­νε το κά­θι­σμα όλων μας στο πά­τω­μα, ενώ ξυ­πό­λη­τες οι γυ­ναί­κες θα πη­γαι­νο­έρ­χο­νται φρο­ντί­ζο­ντας την ζέ­ση της εστί­ας. Η πόρ­τα που πα­ρέ­με­νε μι­σά­νοι­χτη (πε­ρί­με­ναν κι άλ­λους; εί­χαν ανοι­χτά για να αε­ρι­στεί ο χώ­ρος από τους αχνούς της κου­ζί­νας;) με βό­λευε για να κά­νω πώς περ­νάω δυο τρεις ακό­μα φο­ρές, πράγ­μα που αντι­λή­φθη­καν δυο γυ­ναί­κες αν κρί­νω από τα λευ­κό­τα­τα δό­ντια που άστρα­ψαν γε­λα­στά στο μι­σο­σκό­τα­δο.

Ένα βρά­δυ που εί­χα κα­τέ­βει για να τα­ξι­νο­μή­σω δια­φά­νειες και φω­το­γρα­φί­ες μού χτύ­πη­σαν την πόρ­τα. Ανοί­γο­ντας εί­δα ένα γε­μά­το πιά­το, ένα φό­ρε­μα γε­μά­το ρόμ­βους και δυο ξυ­πό­λη­τα πό­δια, με­λαμ­ψά μα με νύ­χια λευ­κά πά­νω στο μω­σαϊ­κό του κοι­νό­χρη­στου δια­δρό­μου, σαν ζω­ντα­νό έρ­γο τέ­χνης. Προ­φα­νώς η ομή­γυ­ρη θε­ω­ρού­σε πε­ρι­φε­ρεια­κό μέ­λος της τον μι­κρό πε­ρί­ερ­γο υπο­γεί­το­να και προ­έ­βαι­νε σε κί­νη­ση κα­λω­σο­ρί­σμα­τος. Με σπα­στά ελ­λη­νι­κά μου πρό­τει­νε να έρ­θω μέ­σα. Δεν το σκέ­φτη­κα στιγ­μή. Η Ντό­να Σά­μερ μου εί­χε ήδη υπο­δεί­ξει έναν νέο δρό­μο και σί­γου­ρα θα με εν­θάρ­ρυ­νε να μπω. Κα­τα­πα­τού­σα τον οι­κο­γε­νεια­κό κα­νό­να να μην μπαί­νω σε ξέ­να σπί­τια· αυ­τοί όμως ζού­σαν μέ­σα στην πο­λυ­κα­τοι­κία μας, έστω στο κα­τώ­τε­ρο κο­κα­λά­κι της σπον­δυ­λι­κής της στή­λης· ήταν και με­σό­τοι­χοι γεί­το­νες του ερ­γα­στη­ρί­ου μας. Θε­ώ­ρη­σα ότι έχω νο­μι­κό έρει­σμα· άλ­λω­στε η πόρ­τα πα­ρέ­με­νε μι­σά­νοι­χτη. Μ’ έβα­λαν να κα­θί­σω δί­πλα σ’ ένα κο­ρί­τσι κο­ντά στην ηλι­κία μου. Ανταλ­λά­ξα­με χα­μό­γε­λα, τις γνω­στές ερω­τα­πο­κρί­σεις για το σχο­λείο, μου εί­παν πως οι γο­νείς μου ήταν ευ­πρόσ­δε­κτοι όπο­τε θε­λή­σουν. Δεν τους το με­τέ­φε­ρα πο­τέ, αυ­τός ήταν ο δι­κός μου κό­σμος και δεν εί­χαν κα­μία δου­λειά.

Σύ­ντο­μα τρεις γυ­ναί­κες ση­κώ­θη­καν και χό­ρε­ψαν σ’ έναν ορ­για­στι­κό ρυθ­μό. Έξω άκου­γα τα βή­μα­τα των αραιών πε­ρα­στι­κών, ενώ μέ­σα τα γυ­μνά πέλ­μα­τα των γυ­ναι­κών αθό­ρυ­βα ανε­βο­κα­τέ­βαι­ναν μπρο­στά μου, σε από­στα­ση ανα­πνο­ής. Θυ­μή­θη­κα αρ­χαί­ους τε­λε­τουρ­γι­κούς χο­ρούς που δεν εί­χα δει πο­τέ ζω­ντα­νά, μό­νο σε ντο­κι­μα­ντέρ στην τη­λε­ό­ρα­ση. Ήταν τό­σο πε­ρί­ερ­γη η αί­σθη­ση, να βρί­σκε­ται λί­γα κά­τω από το δω­μά­τιό μου μια άλ­λη ήπει­ρος και οι ένοι­κοί της να γι­γα­ντώ­νουν τον ερω­τι­σμό μου. Εκεί­νες οι γυ­ναί­κες μου άνοι­ξαν την βε­ντά­λια της επι­θυ­μί­ας για τα πό­δια των γυ­ναι­κών πά­ντων των χρω­μά­των και πα­σών των φυ­λών.

Το κο­ρί­τσι λε­γό­ταν Μό­κα και ήταν κό­ρη της οι­κο­δέ­σποι­νας εκεί­νου του σπι­τιού. Εί­χε ομορ­φιά σο­κο­λα­τέ­νια, με φλού­δες αμυ­γδά­λου στα λευ­κά μά­τια, τα νύ­χια και τα χα­μο­γε­λα­στά δό­ντια. Με το ίδιο χα­μό­γε­λο με κα­λο­δέ­χο­νταν οι γο­νείς της, όταν δεν έλει­παν ως το βρά­δυ στην δου­λειά τους. Μπο­ρεί να μην ήταν θέ­μα εμπι­στο­σύ­νης αλ­λά ο δι­κός τους τρό­πος για ένα σπί­τι μό­νι­μα ανοι­χτό στον κό­σμο, ό,τι κι αν ση­μαί­νει αυ­τό. Γί­να­με φί­λοι και με προ­σκα­λού­σε συ­χνά στο υπό­γειό τους, όπου σα­φώς την ερω­τεύ­τη­κα.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Εκεί εί­δα για πρώ­τη φο­ρά δί­σκους μαύ­ρης μου­σι­κής, αφρι­κα­νι­κά ονό­μα­τα που δεν γνώ­ρι­ζα καν. Ριγ­μέ­νο σε μια γω­νία ήταν το Open & Close του Fela Kuti (1971): μέ­σα σ’ ένα τε­τρά­γω­νο που απάρ­τι­ζαν δυο κόκ­κι­να και δυο κί­τρι­να τρί­γω­να εν­νιά ξυ­πό­λη­τες γυ­ναί­κες με κο­ντά αφρι­κα­νι­κά φο­ρέ­μα­τα χο­ρο­γρα­φού­σαν χα­μο­γε­λα­στές την έξαλ­λη μου­σι­κή που κό­χλα­ζε στα εν­δό­τε­ρα. Ήταν η πρώ­τη απο­κά­λυ­ψη μιας τό­σο δια­φο­ρε­τι­κής μου­σι­κής, με τρα­γού­δια που όχι μό­νο δεν βιά­ζο­νταν να τε­λειώ­σουν στο τρί­λε­πτο, αλ­λά με προ­κα­λού­σαν σε μια άλ­λου εί­δους συμ­με­το­χή: όταν δεν με υπνώ­τι­ζαν με μια μα­κρό­συρ­τη επα­να­λη­πτι­κό­τη­τα, με ξε­σή­κω­ναν σε σχε­δόν ανε­ξέ­λεγ­κτο κί­νη­μα όλου του σώ­μα­τος, που αφη­νό­ταν αβί­α­στα στον ρυθ­μό τους.

Ο Fela Kuti ήταν ένας ακτι­βι­στής που κα­τέ­κρι­νε απρο­κά­λυ­πτα τις διε­φθαρ­μέ­νες νι­γη­ρια­νές κυ­βερ­νή­σεις. Μι­λού­σε για την αποι­κιο­κρα­τία ως απαρ­χή όλων των προ­βλη­μά­των που βα­σά­νι­ζαν τους αφρι­κα­νι­κούς λα­ούς. Η δε­κα­ε­τία του ’70 για την Αφρι­κή ήταν ένας εφιαλ­τι­κός κό­σμος γε­μά­τος πρα­ξι­κο­πή­μα­τα, φτώ­χεια, βιαιό­τη­τες, κα­κο­με­τα­χεί­ρι­ση των πο­λι­τών· κι η Νι­γη­ρία ένας πλή­ρης κα­θρέ­φτης του. Η ορ­για­στι­κή μου­σι­κή του ήταν ταυ­τό­χρο­να ένα πολ­λα­πλό τρα­γού­δι δια­μαρ­τυ­ρί­ας που δια­χέ­ο­νταν σ’ όλο τον κό­σμο, μα­ζί με τις πο­λι­τι­κές του δη­λώ­σεις. Φυ­λα­κί­στη­κε και κα­κο­ποι­ή­θη­κε δε­κά­δες φο­ρές, ενώ τα μου­σι­κά του όρ­γα­να, οι δί­σκοι του κι όλες οι δη­μιουρ­γί­ες του κα­τα­στρέ­φο­νταν. Δεν πα­ραι­τή­θη­κε και συ­νέ­χι­σε να χτυ­πά τις στρα­τιω­τι­κές κυ­βερ­νή­σεις της Νι­γη­ρί­ας και την επό­με­νη δε­κα­ε­τία, ενώ πα­ρέ­μει­νε ένας φα­να­τι­κός των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των ως το τέ­λος της ζω­ής του. Πα­ρέ­με­νε πο­λυ­ε­ρω­τι­κός και δε­σμευ­μέ­νος με δε­κά­δες γυ­ναί­κες που συμ­με­τεί­χαν στην μπά­ντα του ως μου­σι­κοί ή χο­ρεύ­τριες.

Η οι­κο­γέ­νειά της εί­χε δρα­πε­τεύ­σει από εκεί­νη την χώ­ρα. Πή­ραν ελά­χι­στα από τα πράγ­μα­τά τους αλ­λά δε­κά­δες δί­σκους, βι­βλία, υφα­ντά, αγαλ­μα­τά­κια. Η Μό­κα μού γνώ­ρι­ζε τον κό­σμο της που έβρα­ζε κά­τω απ’ την γραμ­μή του Ιση­με­ρι­νού και δεν εί­χε κα­μιά σχέ­ση με τις ει­δυλ­λια­κές ει­κό­νες των εγκυ­κλο­παι­δειών και των καρτ πο­στάλ. Οι δι­η­γή­σεις της ήταν στην παι­δι­κή της γλώσ­σα αλ­λά αρ­κε­τές για να αντι­λη­φθώ ότι δεν γνω­ρί­ζα­με τί­πο­τα πέ­ρα από το μι­κρό μας τε­τρά­γω­νο· ού­τε καν τι συμ­βαί­νει στον πά­το του φω­τα­γω­γού μας. Στον δι­κό της προ­σγειώ­νο­νταν σα­κού­λες σκου­πι­διών από τα άνω πα­ρά­θυ­ρα για­τί πά­ντα υπήρ­χε κά­ποιος που φο­βό­ταν τα μαύ­ρα θη­ρία ή απλώς αυ­τά ήταν οι βο­λι­κό­τε­ροι δυ­να­τοί εχθροί.  

3  Fela Kuti
5  Billy Holiday

Η Μό­κα ήταν πά­ντα ξυ­πό­λη­τη στο σπί­τι· το ίδιο κι η μη­τέ­ρα της. Κι οι δυο τους φο­ρού­σαν εκ­θαμ­βω­τι­κά χρώ­μα­τα σε αρ­μο­νι­κούς συν­δυα­σμούς, σα να προ­σκα­λού­σαν τις απο­χρώ­σεις της φύ­σης στα το­πία που άφη­σαν πί­σω. Μου άρε­σε κι ο τρό­πος που τύ­λι­γαν τα μαλ­λιά τους σε ανά­λο­γα μα­ντή­λια, το­νί­ζο­ντας ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που. Για­τί εμείς εδώ δεν ντυ­νό­μα­σταν έτσι; Κα­θό­μα­σταν στο ξύ­λι­νο πά­τω­μα και φυλ­λο­με­τρού­σα­με τους δί­σκους. Τό­τε γνώ­ρι­σα την Billie Holiday. Στο εξώ­φυλ­λο του Billie Holiday sings (1952) μια σχε­δια­σμέ­νη γυ­μνή γυ­ναί­κα μοιά­ζει συ­ντε­τριμ­μέ­νη, έτσι όπως κά­θε­ται σκυ­φτή, κρύ­βο­ντας το πρό­σω­πό της· τα δά­χτυ­λα των πο­διών της γυ­μνά, αδρά σχε­δια­σμέ­να. Στο Billie Holiday αt Jazz at the Philharmonic (1955) μια πα­ρό­μοια σκι­τσα­ρι­σμέ­νη γυ­ναί­κα βρί­σκε­ται ριγ­μέ­νη στο πά­τω­μα, μό­νο με την πλά­τη και τα πέλ­μα­τα να εκ­φρά­ζουν την συ­ντρι­βή της, δί­πλα σ’ ένα μαύ­ρο μπου­κά­λι κι ένα κα­τε­βα­σμέ­νο ακου­στι­κό τη­λε­φώ­νου. Αλ­λά εκεί­νη η φω­νή δεν κου­βα­λού­σε μό­νο τις ιδιω­τι­κές της τρα­γω­δί­ες. Εί­χα την αί­σθη­ση ότι ένας ολό­κλη­ρος συλ­λο­γι­κός πό­νος έβγαι­νε σε κά­θε της τρα­γού­δι.

Μου δά­νει­σε την αυ­το­βιο­γρα­φία της σ’ ένα φθαρ­μέ­νο αγ­γλι­κό βι­βλίο με τί­τλο Lady sings the blues. Ήταν το πρώ­το βι­βλίο που διά­βα­σα στα αγ­γλι­κά, με την βο­ή­θεια του μι­κρού Divry’s αγ­γλο­ελ­λη­νι­κού λε­ξι­κού. Πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ όλα θυ­μά­μαι όσα έζη­σε κο­ντά στην ηλι­κία της. Στα έξι ο κό­σμος της ήταν η κα­κο­με­τα­χεί­ρι­ση από τους συγ­γε­νείς, το σφουγ­γά­ρι­σμα των «πα­να­θε­μα­τι­σμέ­νων άσπρων σκα­λιών της Βαλ­τι­μό­ρης» και τα θε­λή­μα­τα σε σπί­τια και στο πορ­νείο της γω­νί­ας. Στα δέ­κα τής έλα­χε «το χει­ρό­τε­ρο πράγ­μα που μπο­ρεί να συμ­βεί σε μια γυ­ναί­κα», ο βια­σμός· στα δώ­δε­κα την κα­κο­ποί­η­σε ένας τρο­μπε­τί­στας, κι αρ­γό­τε­ρα η πορ­νεία έγι­νε μο­νό­δρο­μος επι­βί­ω­σης. Ο φυ­λε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός βρι­σκό­ταν πά­ντα μπρο­στά της και τα μό­να λευ­κά στην ζωή της ήταν οι γό­βες, οι γαρ­δέ­νιες και η πρέ­ζα. Πα­ρά την επι­τυ­χία της, η Lady Day των Υπο­γεί­ων εί­χε ζωή σε με­γά­λο βαθ­μό προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη: για την κοι­νω­νία δεν ήταν τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω από μια «μαυ­ρι­δε­ρή», μια «βρω­μο­νέ­γρα», το πα­ρά­ξε­νο φρού­το, όπως τρα­γου­δού­σε στο σπα­ρα­κτι­κό της τρα­γού­δι.

6  Billy Holiday
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Σχε­δόν εί­κο­σι χρό­νια με­τά, το 1972, στο What color is love του Terry Callier μια όμορ­φη μαύ­ρη γυ­ναί­κα κου­λου­ρια­σμέ­νη σε μια πο­λυ­θρό­να κρύ­βει την γύ­μνια της αλ­λά όχι τα ωραία δά­χτυ­λα των πο­διών της και ρί­χνει το λυ­πη­μέ­νο της βλέμ­μα προς τα κά­τω, εκεί όπου σύ­ντο­μα θα πέ­σει η στά­χτη του τσι­γά­ρου της. Οι μπλε απο­χρώ­σεις και το μπλε ρού­χο στην ρά­χη σχε­δόν βιά­ζο­νται ν’ απα­ντή­σουν στην ερώ­τη­ση του τί­τλου. Φαί­νε­ται πως οι μαύ­ρες νε­ράι­δες δεν ντρέ­πο­νταν να δεί­ξουν την συ­ντρι­βή τους. Έβλε­πα πλέ­ον μια άλ­λη ει­κό­να των πο­διών, που φώ­να­ζαν κά­τι με ιδιαί­τε­ρο πό­νο. Το σχή­μα της Αφρι­κής έμοια­ζε μ’ ένα αρι­στε­ρό μαύ­ρο πέλ­μα, με την κα­μά­ρα του στο άνοιγ­μα του Ατλα­ντι­κού. Τα γυ­μνά πό­δια των Αφρι­κα­νών γυ­ναι­κών δεν ήταν έτσι μό­νο από τους αιώ­νες του ήλιου και της φύ­σης τους, αλ­λά τώ­ρα χρω­μά­τι­ζαν μια μαύ­ρη μοί­ρα. Την ίδια μοί­ρα σα να κλη­ρο­νο­μού­σε όλη η μαύ­ρη φυ­λή και στην απέ­να­ντι πλευ­ρά της Αμε­ρι­κής. Στα­δια­κά θα μά­θαι­να για τα ξυ­πό­λη­τα κο­ρί­τσια των κα­ταυ­λι­σμών και των φυ­τειών, τις μα­στι­γού­με­νες σκλά­βες, την Γουό­ρις Ντί­ρι που δρα­πέ­τευ­σε ξυ­πό­λη­τη στην έρη­μο και δεί­χνει μέ­χρι σή­με­ρα τα ση­μά­δια στις κα­μέ­νες της πα­τού­σες. Και η Μό­κα έγι­νε η πρώ­τη από τις «γυ­ναί­κες» που μου γνώ­ρι­σαν τον κό­σμο.

[Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: