Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XLV. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 35: Οι υπερρεαλιστικές






Ήταν η επο­χή που άρ­χι­σα να υπο­ψιά­ζο­μαι πως κά­θε απρο­κά­λυ­πτη έκ­θε­ση του γυ­ναι­κεί­ου πέλ­μα­τος σε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία υπο­κρύ­πτει ή δια­κι­νεί δή­λω­ση γε­μι­στή νο­ή­μα­τος, κραυ­γή χω­ρίς ήχο και μυ­στι­κό που δεν εκ­φέ­ρε­ται με λό­γους και δια­νέ­με­ται σε λί­γους και εκλε­κτούς. Η σπα­νιό­τη­τα της σχε­τι­κής επί­δει­ξης στις ται­νί­ες των δε­κα­ε­τιών από το ’40 έως το ’80 επέ­τασ­σε συ­νε­χή και εξα­ντλη­τι­κή έρευ­να. Πα­ρα­κο­λου­θού­σα οποια­δή­πο­τε ήταν ται­νία δια­θέ­σι­μη σε με­γά­λη οθό­νη, τη­λε­ο­πτι­κό δέ­κτη και βι­ντε­ο­κα­σέ­τα και φυλ­λο­με­τρού­σα μα­νιω­δώς τα με­τα­χει­ρι­σμέ­να κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά πε­ριο­δι­κά που έβρι­σκα στους πά­γκους της φοι­τη­τι­κής λέ­σχης. Εκεί, σ’ ένα τεύ­χος του Φιλμ ή του Cine 7, αδυ­να­τώ να θυ­μη­θώ, τις εί­δα. Δυο νέ­ες γυ­ναί­κες, κα­θι­σμέ­νες απέ­να­ντι στην κά­με­ρα, με τα γυ­μνά τους πέλ­μα­τα ευ­θεία προς εμέ­να, φο­ρώ­ντας μα­γιώ, με έκ­φρα­ση αρέ­σκειας και κο­ροϊ­δί­ας. Πρω­το­φα­νής ευ­θύ­βο­λη πελ­μα­το­γρα­φία επί οθό­νης! Η ται­νία τους Μαρ­γα­ρί­τες θα παι­ζό­ταν την επο­μέ­νη σε ένα δι­ή­με­ρο αφιέ­ρω­μα στον τσε­χο­σλο­βα­κι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο στο Στού­ντιο στην Πλα­τεί­ας Αμε­ρι­κής, λί­γα μέ­τρα από το πα­λιό μου σπί­τι, τώ­ρα πέ­ντε εκα­το­ντά­δες χι­λιό­με­τρα μα­κριά μου. Δη­λα­δή πο­λύ μα­κριά, δη­λα­δή αδύ­να­τον. Έχει πο­τέ κα­νείς τα­ξι­δέ­ψει μό­νο για μια σκη­νή ται­νί­ας;
Τις επό­με­νες ώρες τα δυο μαυ­ρό­α­σπρα κο­ρά­σια με προ/σ/κα­λού­σαν με κά­θε τρό­πο: επί­κλη­ση στην λο­γι­κή (πό­τε θα εμ­φα­νι­στούν ξα­νά τέ­τοιες αν­φάς πα­τού­σες;), στο συ­ναί­σθη­μα (η μέ­χρι λα­τρεί­ας συ­μπά­θεια για τις άγνω­στές μας γυ­ναί­κες του πα­ρα­πε­τά­σμα­τος) και, φυ­σι­κό­τα­τα, στην Λι­βι­δώ. Το πρωί δεν άντε­ξα: πή­ρα το ΚΤΕΛ που τερ­μά­τι­ζε στο Πε­δί­ον του Άρε­ως. Έφτα­σα αρ­γά το από­γευ­μα και περ­πά­τη­σα την Πα­τη­σί­ων σα να πή­γαι­να σε ρα­ντε­βού με δυο αξε­χώ­ρι­στα κο­ρί­τσια. Μπή­κα στο σι­νε­μά και κά­θι­σα στο μέ­σο της μπρο­στι­νής σει­ράς, λες και ήθε­λα να προ­λά­βω μή­πως κά­ποιος αντα­γω­νι­στής τις έβλε­πε πρώ­τος.


Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966)

Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966)

Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966)

Τα πέλ­μα­τα των γυ­ναι­κών εμ­φα­νί­στη­καν στο πρώ­το λε­πτό. Οι δυο γυ­ναί­κες κά­θο­νταν με τα πό­δια ανοι­χτά, χω­ρίς να υπο­νο­ούν κα­μία δια­θε­σι­μό­τη­τα, όπως θλι­βε­ρές κο­σμι­κές ερ­μη­νεί­ες προ­τεί­νουν, αλ­λά επει­δή εμ­φα­νώς έτσι ήθε­λαν, αδια­φο­ρώ­ντας για το εν­δε­χό­με­νο μια τέ­τοια στά­ση να εί­ναι ενά­ντια στους κα­λούς τρό­πους. Το σώ­μα ήταν δι­κό τους, οι τρό­ποι των άλ­λων, τα εδά­φη χω­ρι­σμέ­να. H μια σκά­λι­ζε την μύ­τη της, η άλ­λη δο­κί­μα­ζε μια τρο­μπέ­τα και αντάλ­λα­ζαν δια­λό­γους σαν ρο­μπότ. – Κα­νείς δεν κα­τα­λα­βαί­νει τί­πο­τα! – Ή εί­μα­στε εμείς που δεν κα­τα­λα­βαί­νου­με; – Όλα εί­ναι χα­λα­σμέ­να σ’ αυ­τόν τον κό­σμο! – Αφού ο κό­σμος εί­ναι χα­λα­σμέ­νος, θα χα­λά­σου­με κι εμείς! Οι δυο νε­α­ρές γυ­ναί­κες, η με­λα­χρι­νή Μα­ρία και η ξαν­θιά Μα­ρία, ζού­σαν στην Τσε­χο­σλο­βα­κία του 1966 και ήθε­λαν να πά­νε κά­που όπου να συμ­βαί­νει κά­τι, αλ­λά που­θε­νά δεν συ­νέ­βαι­νε τί­πο­τα. Θα το έκα­ναν λοι­πόν να συμ­βεί!

Η Μα­ρία Ι έβγαι­νε με διά­φο­ρους εμ­φα­νώς με­γα­λύ­τε­ρούς της άντρες σε ακρι­βά εστια­τό­ρια και σε λί­γο εμ­φα­νι­ζό­ταν όλως τυ­χαί­ως η Μα­ρία ΙΙ, που συ­στη­νό­ταν ως αδελ­φή της και ομο­λο­γού­σε έμπρα­κτα την λα­τρεία της για το φα­γη­τό. Έτσι απο­λάμ­βα­ναν και οι δυο το γεύ­μα, προς μέ­γι­στη απο­γο­ή­τευ­ση του άντρα που νό­μι­ζε πως θα ξε­μο­νά­χια­ζε την χορ­τα­σμέ­νη συ­νο­δό του. Στο τέ­λος τον συ­νο­δευό­ταν εσπευ­σμέ­να στο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό και τον έβα­ζαν στο τραί­νο να φύ­γει μό­νος, ενώ εκεί­νες ξε­καρ­δί­ζο­νταν στην απο­βά­θρα. Με τα γεύ­μα­τα εξα­σφα­λι­σμέ­να, σει­ρά εί­χε η δια­σκέ­δα­ση. Χό­ρευαν στα νυ­χτε­ρι­νά κέ­ντρα κλέ­βο­ντας την προ­σο­χή των πε­λα­τών από τους επαγ­γελ­μα­τί­ες χο­ρευ­τές και έπι­ναν από τα γε­μά­τα κρα­σί πο­τή­ρια από τα τρα­πέ­ζια όπου κά­θο­νταν διά­φο­ροι έκ­πλη­κτοι προ­νο­μιού­χοι.

Στο δω­μά­τιό τους, που έμοια­ζε με κή­πο της Εδέμ, με ψεύ­τι­κα δέ­ντρα και σω­ρούς από μή­λα, επι­δί­δο­νταν σε διά­φο­ρες παι­γνιώ­δεις και ανε­ξή­γη­τες πρά­ξεις: ντύ­νο­νταν και ξε­ντύ­νο­νταν ακα­τά­παυ­στα, έτρω­γαν σε­λί­δες πε­ριο­δι­κών με φω­το­γρα­φί­ες φα­γη­τών, ξά­πλω­ναν και σχε­δί­α­ζαν τις επό­με­νες κι­νή­σεις τους. Πά­ντα ξυ­πό­λη­τες. Για να ζή­σουν, έπρε­πε να υπάρ­ξουν και για να υπάρ­ξουν έπρε­πε να το φω­νά­ξουν. Ντυ­μέ­νες με τα κομ­ψά τους ρού­χα πα­ρέ­λαυ­ναν τρα­γου­δώ­ντας: Υπάρ­χου­με, υπάρ­χου­με! Η σκέ­ψη τους δού­λευε διαρ­κώς σαν μη­χα­νή πα­ρα­γω­γής νέ­ων ιδε­ών που θα ανα­στά­τω­ναν τον κό­σμο, νέ­ες φάρ­σες, νέ­ες «κα­κί­ες».

Ακό­μα και όταν ένας νε­α­ρός άντρας δια­κή­ρυ­ξε τον έρω­τά του για την μία Μα­ρία, και δεν φαι­νό­ταν να επι­θυ­μεί να εξα­γο­ρά­σει την αί­γλη της με τις συ­νή­θεις πα­ρο­χές, εκεί­νη τον απέρ­ρι­ψε με τον ίδιο σκω­πτι­κό τρό­πο. Κα­νείς δεν απαλ­λασ­σό­ταν από την ύπο­πτη θε­σμι­κή επι­θυ­μία να απο­κτή­σει την κά­θε γυ­ναί­κα. Η ασυ­γκρά­τη­τη μα­νία των αν­δρών να ικα­νο­ποι­ή­σουν το φύ­λο τους θα τις έβρι­σκε απέ­να­ντι! Αν για όλους αυ­τούς απο­τε­λού­σαν το φλο­γε­ρό έπα­θλο, για εκεί­νες το φλέ­γον ερώ­τη­μα ήταν άλ­λο: υπάρ­χει κα­θό­λου φα­γη­τό; Σε μια προ­σφι­λή τους χει­ρο­τε­χνία, έκο­βαν με ένα με­γά­λο ψα­λί­δι τρο­φές σε φαλ­λι­κό σχή­μα - μπα­νά­νες, λου­κά­νι­κα, αγ­γου­ρά­κια. Κι ύστε­ρα τις κα­τα­βρό­χθι­ζαν, Μαι­νά­δες του δω­μα­τί­ου, Βάκ­χες σε με­τα­φο­ρά. Τι έμε­νε ακό­μα να συμ­βεί; Μέ­χρι που μπο­ρεί να έφτα­νε όλη αυ­τή η κω­μω­δία; Τι θα γι­νό­ταν με­τά τον κο­ρε­σμό των κο­ρι­τσιών από την κα­θη­με­ρι­νή επα­νά­λη­ψη της φάρ­σας;

Όταν οι δυο Μα­ρί­ες αντι­λή­φθη­καν το αδιέ­ξο­δο των προ­κλή­σε­ων, όδευ­σαν προς τη με­γά­λη έξο­δο. Τέρ­μα οι ευ­κο­λό­πι­στοι άντρες, τα ατο­μι­κά δεί­πνα και οι δη­μό­σιοι χο­ροί. Μπο­ρεί σύ­ντο­μα να ήταν αό­ρα­τες για τους άλ­λους, να τις συ­νή­θι­ζαν και να μην έκα­ναν εντύ­πω­ση σε κα­νέ­ναν. Ει­σέ­βα­λαν σε μια αί­θου­σα συ­νε­δριά­σε­ων όπου ετοι­μα­ζό­ταν ένα επί­ση­μο γεύ­μα. Το τρα­πέ­ζι ήταν γε­μά­το με δε­κά­δες πιά­τα. Για ποιους προ­ο­ρι­ζό­ταν μια τό­σο με­γά­λη πο­σό­τη­τα φα­γη­τού όταν οι απλοί πο­λί­τες τρέ­φο­νταν με τα στοι­χειώ­δη έως και τα ελά­χι­στα; Οι Μα­ρί­ες δο­κί­μα­σαν από το κά­θε πιά­το κι ύστε­ρα τα κα­τέ­στρε­ψαν όλα. Η σά­λα με­τα­τρά­πη­κε σε βομ­βαρ­δι­σμέ­νο το­πίο. Αυ­τό ήταν. Η εξέ­γερ­ση έλη­ξε ή ο εχθρός τε­λι­κά ήταν κά­που αλ­λού. Άλ­λω­στε δεν συ­μπε­ρι­φέρ­θη­καν δια­φο­ρε­τι­κά από τον αντί­πα­λο: υπέ­κυ­ψαν κι αυ­τές στην τρυ­φή και στην λαι­μαρ­γία. Έσκυ­ψαν να κα­θα­ρί­σουν τον χώ­ρο, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας τις φρά­σεις: Εί­μα­στε κα­κές και τι­μω­ρού­μα­στε. Θα εί­μα­στε κα­λές, θα δου­λεύ­ου­με σκλη­ρά και θα εί­μα­στε ευ­τυ­χι­σμέ­νες πια. Οι ζου­ληγ­μέ­νες τρο­φές και τα σπα­σμέ­να πιά­τα επέ­στρε­ψαν στο τρα­πέ­ζι. Με­τά ξά­πλω­σαν πά­νω του, ντυ­μέ­νες με εφη­με­ρί­δες που βέ­βαια εί­ναι το δέρ­μα της αλή­θειας. Εί­μα­στε κι οι δυο τό­σο ευ­τυ­χι­σμέ­νες. Πες το ότι εί­μα­στε ευ­τυ­χι­σμέ­νες. Πες ότι δεν προ­σποιού­μα­στε και ότι εί­μα­στε όντως ευ­τυ­χι­σμέ­νες. Αν το πεις, δη­λα­δή, ισχύ­ει. Έτσι ανά­σκε­λες και ακί­νη­τες, έμοια­ζαν νε­κρές. Γεια σας τώ­ρα.

Τα φώ­τα άνα­ψαν κι ένοιω­θα μου­δια­σμέ­νος. Στην αρ­χή εί­χα απο­γοη­τευ­τεί από την απου­σία πλο­κής, με­τά βυ­θί­στη­κα στον κα­ται­γι­σμό των χρω­μά­των, την δί­νη των ει­κό­νων, την αί­σθη­ση του βω­βού κι­νη­μα­το­γρά­φου σε ένα με­γά­λο κα­λει­δο­σκό­πιο. Βγή­κα στην βρεγ­μέ­νη Πα­τη­σί­ων και περ­πά­τη­σα ως το ΚΤΕΛ, στην άκρη της πλα­τεί­ας Αι­γύ­πτου. Τι απέ­γι­ναν εκεί­να τα κο­ρί­τσια και πό­σο υπο­τά­χτη­καν στον κό­σμο που απε­χθά­νο­νταν. Με ποιες σκέ­ψεις περ­πα­τά­νε τα βρά­δια οι Μα­ρί­ες της Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας; Το λε­ω­φο­ρείο ανα­χώ­ρη­σε στις 00.00 και ήταν γε­μά­το μέ­χρι την μέ­ση. Μό­λις ξε­κί­νη­σε, πή­γα, όπως συ­νή­θι­ζα, στα προ­τε­λευ­ταία κα­θί­σμα­τα, για να εί­μαι μό­νος. Την ίδια ιδέα εί­χαν και δυο κο­ρί­τσια, που κά­θι­σαν στην δι­πλα­νή πλευ­ρά, αρι­στε­ρά, ένα κά­θι­σμα πιο μπρο­στά. Δεν εί­δα τα πρό­σω­πά τους, μό­νο άκου­γα την σι­γα­νή τους συ­νο­μι­λία. Εί­χαν απο­δρά­σει για λί­γες μέ­ρες στην Αθή­να από ένα χω­ριό έξω από την Θεσ­σα­λο­νί­κη και τώ­ρα επέ­στρε­φαν. Να­νου­ρί­στη­κα με το βου­η­τό του λε­ω­φο­ρεί­ου και τον ψί­θυ­ρο των κο­ρι­τσιών. Θα βρού­με δου­λειά στην με­γά­λη πό­λη, δεν θα πα­γι­δευ­τού­με σε κα­νέ­να ρό­λο, θα ζή­σου­με όπως θέ­λου­με. Για να κοι­μη­θώ έφτια­χνα πά­ντα μια ιστο­ρία, κι αυ­τή την φο­ρά σκέ­φτη­κα πως τα­ξί­δευα με νυ­χτε­ρι­νό λε­ω­φο­ρείο δί­πλα στις δυο Μα­ρί­ες, στις εθνι­κές οδούς της Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας. Υπνω­τι­ζό­μουν από τα πε­ρι­πλεγ­μέ­να λό­για τεσ­σά­ρων γυ­ναι­κών.

Αυ­τοί που εί­δαν την ται­νία μας χω­ρίς να γνω­ρί­ζουν τον τό­πο και τον χρό­νο μας, θα νό­μι­ζαν πως ήμα­στε απλώς δυο αλα­φρο­ΐ­σκιω­τες κο­πέ­λες με ζα­χα­ρω­τή αναί­δεια που ευ­φραί­νο­νταν με αυ­το­σχέ­δια παι­χνί­δια σ’ έναν κό­σμο αγέ­λα­στων και απάν­θρω­πων στε­λε­χών. Δεν θα σκέ­φτη­καν πως ζού­σα­με σε μια κοι­νω­νία «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού» και ξε­σπού­σα­με για τις ανύ­παρ­κτες ζω­ές μας. Εκεί­νη την επο­χή νοιώ­θα­με ότι κά­τι εί­χε αρ­χί­ζει να αν­θί­ζει· η άνοι­ξη της Πρά­γας ήταν προ των πυ­λών. Ζη­τού­σα­με δη­μο­κρα­τία από το κόμ­μα, η δια­νό­η­ση ασκού­σε έντο­νη κρι­τι­κή και πα­ντού υπήρ­χε διά­χυ­τη η προσ­δο­κία πως κά­τι ση­μα­ντι­κό θα συ­νέ­βαι­νε. Δυο χρό­νια με­τά θα συ­ντρι­βό­μα­σταν από την σο­βιε­τι­κή επέμ­βα­ση.

Ως αν­θός των συν­θη­κών, το Νέο Κύ­μα του Τσε­χο­σλο­βα­κι­κού Σι­νε­μά αδια­φο­ρού­σε για τα όρια της κι­νη­μα­το­γρα­φί­ας. Έφτια­ξε νε­ω­τε­ρι­κές τε­χνι­κές στην φόρ­μα και στην πλο­κή και κρά­τη­σε την αι­σθη­τι­κή του ντα­νταϊ­σμού και του σου­ρε­α­λι­σμού. Οι διά­λο­γοι γί­νο­νταν αυ­θόρ­μη­τοι, το χιού­μορ μαύ­ρο, η σά­τι­ρα πο­λι­τι­κή. Στις Μαρ­γα­ρί­τες εί­χα­με και χρω­μα­τι­κά φίλ­τρα, κο­λάζ ει­κό­νων ως αιφ­νί­διες σφή­νες στο μο­ντάζ, πα­ρά­ξε­νους ήχους εναλ­λάξ με ποι­κί­λη μου­σι­κή. Το νέο σι­νε­μά εμ­φα­νι­ζό­ταν λες και η τέ­χνη ήταν η μό­νη που μπο­ρού­σε να δώ­σει χρώ­μα στην άχρω­μη ζωή μας. Την ίδια στιγ­μή εξε­ρευ­νού­σε και τα όρια ενός πο­λι­τι­κού κα­θε­στώ­τος. Μέ­χρι που σκό­πευε να φτά­σει το σο­βιε­τι­κό μας σύ­στη­μα στην κα­τα­πί­ε­ση και την ανι­σό­τη­τα; Μέ­χρι πού σκο­πεύ­α­με να φτά­σου­με οι θε­α­τές του;

Οι ατα­ξί­ες δυο ανά­γω­γων κο­ρι­τσιών, η ανυ­πα­κοή μέ­σω ενός πα­ρά­λο­γου ηδο­νι­σμού, η μι­κρή ελευ­θε­ρία του δω­μα­τί­ου μας, οι λό­γοι του κα­τα­πιε­σμέ­νου μας σώ­μα­τος, τα γυ­μνά μας πό­δια συ­νε­χώς εντός πλά­νου, σα να θέ­λα­με να ξε­κι­νή­σου­με από την αρ­χή τον κό­σμο, αγνές και ξυ­πό­λη­τες: αυ­τή ήταν η ται­νία μας. Δεν διέ­θε­τε πλο­κή για­τί η ζωή μας δεν εί­χε κα­νέ­να στοι­χείο πλο­κής ή εν­δια­φέ­ρο­ντος: ήταν δο­τή και προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη. Το διά­γραμ­μα όρι­ζε αφο­σί­ω­ση στον σύ­ζυ­γο, στην ερ­γα­σία, στο κόμ­μα και στο κρά­τος – αυ­τά υπήρ­χαν στην ευ­θεία του γραμ­μή και δεν επι­τρε­πό­ταν κα­μία πα­ρέκ­κλι­ση.

Η Μα­ρία Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV…. συ­στη­νό­ταν ως panna, που στην γλώσ­σα μας ση­μαί­νει κού­κλα ή παρ­θέ­να, και μι­λού­σε με μη­χα­νι­κό τρό­πο, επει­δή πά­ντα έπρε­πε να πε­ρι­μέ­νει έναν από τους πα­ρα­πά­νω κου­κλο­παί­κτες να της δώ­σει φω­νή και κί­νη­ση. Έναν άντρα, έστω… Στην πα­τριαρ­χι­κή κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία, η γυ­ναί­κα λει­τουρ­γού­σε μό­νο με το σύν­θη­μα και την έγκρι­ση κά­ποιου άλ­λου. Μό­νο εκεί­νος θα την έβγα­ζε από το γε­νι­κό πε­ρι­θώ­ριο, ώστε να την βά­λει στο δι­κό του. Ε, τώ­ρα κι εμείς βγά­λα­με τα θη­λυ­κά μας όπλα και αντι­στρέ­ψα­με τους όρους.

Εμείς λοι­πόν ήμα­σταν τα κο­ρί­τσια του ανα­το­λι­κού μπλοκ, με την μπλο­κα­ρι­σμέ­νη καρ­διά στα Αρι­στε­ρά τους. Ήμα­σταν οι μαρ­γα­ρί­τες του κρά­τους, σαν τα τα­πει­νά λου­λού­δια δη­λα­δή: ιδα­νι­κές για δια­κό­σμη­ση, επιρ­ρε­πείς στον μα­ρα­σμό, αμ­φί­βο­λης ευ­φυ­ΐ­ας, αό­ρα­τες στους σκυ­θρω­πούς πο­λί­τες. Μπή­κα­με σε δυο μη επαγ­γελ­μα­τί­ες ηθο­ποιούς και παί­ξα­με σε ένα φιλμ συμ­βο­λι­κό για­τί η ίδια η πο­λι­τι­κή μας φόρ­τω­νε με σύμ­βο­λα. Γί­να­με πα­ρά­λο­γες και υπερ­ρε­α­λι­στι­κές για να ται­ριά­ξου­με με το πε­ρι­βάλ­λον μας. Πει­ρα­μα­τι­στή­κα­με με συ­μπε­ρι­φο­ρές για­τί ήμα­σταν κι εμείς αντι­κεί­με­να ενός πο­λι­τι­κού πει­ρά­μα­τος. Γε­λοιο­ποι­η­θή­κα­με για­τί εκεί­νοι γε­λοιο­ποιού­νταν συ­νε­χώς. Δεν βγά­λα­με κα­νέ­να νό­η­μα για­τί τί­πο­τα γύ­ρω μας δεν έβγα­ζε νό­η­μα. Στην ου­σία κά­να­με ό,τι έκα­νε ο υπό­λοι­πος κό­σμος: κλέ­ψα­με, εί­πα­με ψέ­μα­τα, εκ­με­ταλ­λευ­τή­κα­με τους άλ­λους, φά­γα­με κα­λά, ήπια­με πο­λύ, σπα­τα­λή­σα­με ό,τι μπο­ρού­σε να σπα­τα­λη­θεί - αλ­λά εμείς του­λά­χι­στον το κά­να­με φα­νε­ρά!

Φυ­σι­κά μά­θα­με τι συ­νέ­βη στην σκη­νο­θέ­τη μας. Της απα­γο­ρεύ­τη­κε να κά­νει άλ­λες ται­νί­ες επει­δή σπα­τά­λη­σε με­γά­λη πο­σό­τη­τα φα­γη­τού για τα γυ­ρί­σμα­τα της ται­νί­ας, «σε μια επο­χή που οι αγρό­τες αγω­νί­ζο­νται με με­γά­λες δυ­σκο­λί­ες να ξε­πε­ρά­σουν τα προ­βλή­μα­τα της αγρο­τι­κής πα­ρα­γω­γής» (όχι πο­λι­τι­κής!), όπως έγρα­φε το επί­ση­μο σκε­πτι­κό. Κα­τά­φε­ρε να γυ­ρί­σει μια ται­νία ακό­μα και τα επό­με­να χρό­νια ανα­γκα­ζό­ταν να γυ­ρί­ζει δια­φη­μι­στι­κά και υπό το όνο­μα του συ­ζύ­γου της. Η τε­λευ­ταία φρά­ση του έρ­γου ανα­γρα­φό­ταν ως επι­τύμ­βιο επί­γραμ­μα λί­γο πριν το άναμ­μα των φώ­των: «Η ται­νία εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νη σε όλους αυ­τούς που η μο­να­δι­κή αι­τία αγα­νά­κτη­σης τους εί­ναι ένα πο­δο­πα­τη­μέ­νο μα­ρού­λι!». Φαί­νε­ται πως γνώ­ρι­ζε κα­λά ότι η αγα­νά­κτη­ση των κόκ­κι­νων κυ­ρί­ων θα αφο­ρού­σε ακρι­βώς τα μα­ρα­μέ­να τρό­φι­μα! Για μα­ρα­μέ­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες ού­τε λό­γος!

Θυ­μά­σαι, Μα­ρία, που με εί­χες ρω­τή­σει πώς μπο­ρείς να εί­σαι σί­γου­ρη ότι υπάρ­χεις, εφό­σον δεν έχεις δου­λειά και δεν εί­σαι κά­που κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη; Κι επει­δή δεν ανή­κα­με σε κά­ποια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κα­τα­σκευά­σα­με την δι­κή μας. Και κά­θε τό­σο λέ­γα­με: Έχει ση­μα­σία; Δεν έχει ση­μα­σία! Πει­ρά­ζει; Δεν πει­ρά­ζει!

Κά­ποια στιγ­μή οι δυο Μα­ρί­ες σιώ­πη­σαν – προ­φα­νώς θα κοι­μή­θη­καν. Το λε­ω­φο­ρείο ήταν εξ­πρές και δεν έκα­νε στά­σεις. Όταν φτά­σα­με έσπευ­σα να ση­κω­θώ γρή­γο­ρα, να προ­λά­βω να δω τα πρό­σω­πα των κο­ρι­τσιών που ετοί­μα­ζαν τις φυ­γές τους όλο το βρά­δυ αλ­λά το κά­θι­σμα ήταν άδειο.



{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }

H Vera Chytilova (1929-2014)
H Vera Chytilova (1929-2014)

Η ται­νία: Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966 — αγγλ. τί­τλος: Daisies).
Οι γυ­ναί­κες: Jitka Cerhová, Ivana Karbanová.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: