Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

LΧΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 51. Οι απέραντες
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}



Κάποτε στην «Άγρια» Δύση, στεκόμουν μπροστά στην απεραντοσύνη της γης αλλά δεν έβλεπα την ομορφιά της γιατί υπέφερα από την δίψα του άνυδρου τόπου. Αδυνατούσα και να καταλάβω τους ανθρώπους, όπως τους παλιούς γνωστούς που με λήστεψαν στις ερημιές και με άφησαν χωρίς νερό. Κι όμως, λίγο πριν την οριστική φθορά, είδα σταγόνες να λάμπουν στο χώμα, όπως «είδα» και την λαμπρή επιχείρηση αναψυκτικής στάσης στη μέση του πουθενά, από την οποία αναγκαστικά περνούσαν οι άμαξες ως την πολύ μακρινή πόλη. Ύστερα συνάντησα τον Τζόσουα, τον νεαρό ολοσκόνιστο ιερέα της Ανατολικής Νεβάδα και επιλεγμένων μερών της βόρειας Αριζόνα, όπως μου συστήθηκε, και, επίσης, επίσκοπο της Εκκλησίας του Περιπλανώμενου Ξένου, μια δικής του εκκλησίας που μεταφερόταν όπου κι εκείνος. Εφόσον ονομαζόμουν Cable Hogue, είπε, τότε αξίζει το μέρος να ονομαστεί Cable Springs και θα μπορούσε να φιλοξενήσει μια κοινότητα πιστών σε αλαβάστρινα κτίρια. Όμως είχα ήδη πάρει την απόφασή μου και κατάφερα να φτάσω ως την πόλη, αναζητώντας το γραφείο πώλησης γαιών.
Δεν ήξερα να διαβάσω τις πινακίδες και ζήτησα βοήθεια από την ωραία γυναίκα που περνούσε μπροστά μου. Έλαμπε ολόκληρη στον κεντρικό χωμάτινο δρόμο με την μπλούζα στο χρώμα του βερίκοκου, το μεγάλο ντεκολτέ που πλαισιωνόταν με δυο λευκές δαντέλες και μια χρυσωμένη αγκράφα, την φαρδιά μπλε ζώνη και την μπεζ φούστα ως το χώμα κάτω· το ίδιο άστραφταν τα ξανθά μαλλιά με την ροζ κορδέλα πίσω τους, τα γαλάζια μάτια και το γλυκό χαμόγελο. Κατόπιν το βλέμμα μου γκρεμίστηκε στο φαράγγι του στήθους. Όταν την ρώτησα για το γραφείο της γης μου απάντησε ίσια μπροστά σας· ήταν, πράγματι, στο κτίριο ακριβώς απέναντι, αλλά ποιος μπορεί να αρνηθεί πως η πραγματική Γη βρισκόταν πάνω της; Στάθηκε να με χαζεύει έτσι χαμένο και έφυγε μ’ έναν χαιρετισμό. Λίγο μετά την είδα να ανεβαίνει με έναν άντρα μια σκάλα και να περνάνε μια πόρτα.
Αγόρασα στρέμματα σ’ εκείνη την ερημιά για δυόμισι δολάρια –τόσα είχα μόνο- και πήγα στην τράπεζα όπου ένα ικετευτικό βλέμμα κι ένας βλοσυρός αλλά κατά βάθος καλός διευθυντής αρκούσαν για ένα μικρό δάνειο τριάντα πέντε δολαρίων. Με τα χρήματα στο χέρι την ξαναείδα στο ίδιο σημείο να αποχαιρετά τον άντρα, τώρα μόνο με μεσοφόρι. Κοίταξα τα χρήματά μου, το δίλημμα ήταν μεγάλο αλλά μέχρι και ο Ινδιάνος στο χαρτονόμισμα του χαμογέλασε. Μέσα στο σπίτι ο κόσμος έπινε και διασκέδαζε. Με ενθάρρυναν να της χτυπήσω την πόρτα και η έκπληξή της ήταν μεγάλη. Με έτριψε καλά με σαπούνι και νερό και όταν την αποκάλεσα με λάθος όνομα μου έδειξε την ραμμένη ροζ καρδιά στο επίκεντρο του εσώρουχου, που όταν ξεκούμπωνε από μέσα έγραφε Hildy. Καθώς ετοιμαζόμασταν της πρότεινα δουλειά στο μέρος που σκόπευα να χτίσω και αρνήθηκε ευγενικά: τα δικό της όνειρο ήταν να μην ξαναδεί την καταραμένη έρημο και να ζήσει στο Σαν Φρανσίσκο ως η ladyest lady. Ύψωσε σα λάβαρο το πόδι της με τις λεπτές μαύρες κάλτσες, κι εγώ που είχα σχεδόν ξεχάσει τις γυναίκες προσπαθούσα να το καταλάβω· όταν τις έβγαλα τα ωραία της δάχτυλα συνέχισαν να χορογραφούν το μέλλον της: «έναν γάμο με τον εαυτό της».
Λίγο προτού αγκαλιαστούμε άκουσα από τον δρόμο το προσκλητήριο ενός ιερέα που είχε ήδη στήσει μια μεγάλη αυτοσχέδια σκηνή, αναγνωρίζοντας την φωνή κάποιου που με είχε εξαπατήσει. Ήταν αδύνατο να παραμείνω και η Χίλντι εξοργίστηκε, αδίκως ετοιμασμένη και, κυρίως, απλήρωτη. Εκσφενδόνισε ό,τι βρήκε μπροστά της και μόλις βγήκα από την πόρτα έσπασε με το πόδι της ένα κομμάτι της - το γενναίο πέλμα της φάνηκε από την άλλη πλευρά. Τελικά εκείνο το κορίτσι μιλούσε κάλλιστα με τα πόδια της. Τουλάχιστον, τυχαία αλλά δίκαια, από το δικό μου πόδι λύθηκε το αντίσκηνο και το υπαίθριο εκκλησίασμα τυλίχτηκε στο πανί. Το ίδιο βράδυ, την επισκέφθηκα για συμφιλίωση με την συμπαράσταση του μεθυσμένου φίλου μου, υπό τις ευλογίες και της ειλικρινέστερης εκκλησίας. Δεν γινόταν αλλιώς, άλλωστε και η Χίλντυ με είχε διακαώς συμπαθήσει, την αφέλεια με το πείσμα, την μοναξιά με την αυτάρκεια.
Άρχισα να φτιάχνω την παράγκα μου, κουβαλώντας την μία ένα κεφαλάρι κρεβατιού και την άλλη ένα συφοριασμένο στρώμα, πάντα με την βοήθεια του Τζόσουα που έβαζε σε λέξεις όσα ένοιωθα για την Χίλντυ. Το μέρος σύντομα έγινε απαραίτητη στάση για τους περαστικούς, προς έκπληξη των οποίων τα πιάτα ήταν καρφωμένα στα τραπέζια, για να πλένονται ευκολότερα με έναν κουβά νερό· τα υπόλοιπα τα έκανε ο ήλιος. Μόλις ετοιμαζόμουν να υποστείλω την σημαία που κάποιοι μου χάρισαν, την είδε να έρχεται, διωγμένη από την θρησκευόμενη κοινωνία της πόλης. Παραδέχτηκε πως ο Τζόσουα της είχε κοινωνήσει τα αισθήματά μου αλλά με προειδοποίησε πως δεν είναι έτοιμη να σωθεί. Το βράδυ με ρώτησε γιατί μην ζήσω στην πόλη. Γιατί εκεί δεν θα ήμουν κανείς, ενώ εδώ άρχισα να γίνομαι κάποιος. Κι εκείνη, γιατί δεν μένει εδώ μαζί μου; Επειδή δεν σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο· ανυπομονούσε για το Φρίσκο, ενώ επιζητούσα την ερημιά· η διαφορά μας παρέμενε αγεφύρωτη. Όμως υπήρχε το παρόν κι όταν βγήκε στην πόρτα με το λευκό της νυχτικό στο μπλε σούρουπο, είπα now, that is a picture. Την έχεις δει και άλλη φορά. Lady, κανείς δεν σε έχει δει άλλη φορά.


«The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) 28 «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970) «The Ballad of Cable Hogue» (του Σαμ Πέκινπα 1970)

 

 




Ακολούθησαν οι ωραίες μέρες· το κοινό ξύπνημα, το τραγούδι της, το νερό που κυλάει, τα χέρια που ζυμώνουν, το παράπηγμα που μετατρέπεται σε μικρό αγρόκτημα. Σειρά μου να την πλύνω στο μεγάλο βαρέλι, τα ροζ πέλματά της έξω, γυαλισμένα από το νερό και τον αέρα, αφού την γη και την φωτιά την έζησαν το βράδυ. Ήταν λες και τα πεντακάθαρα άκρα της ιέρειας του έρωτα απολύμαιναν το παρελθόν - την βρωμιά των ταπεινωτικών βλεμμάτων, τα ίχνη των αλλεπάλληλων σωμάτων – και λεύκαιναν το παρόν της. Ήμασταν στο άπλετο φως, στο υποστατικό της κοινής μας απεραντοσύνης.
Το βράδυ προτού πλαγιάσουμε αναρωτήθηκε, αν την αγαπούσα, γιατί να μην την ακολουθήσω στο Σαν Φρανσίσκο. Παραδέχτηκα πως υπήρχε κι ένας άλλος λόγος: περίμενα να περάσουν εκείνοι οι δυο να τους εκδικηθώ. Όσα και να μου είπε για την ανταπόδοση που έχει πάντα ξινή γεύση, η γνώμη μου δεν άλλαξε. «Υπάρχουν πράγματα που ένας άντρας δεν μπορεί να ξεχάσει». Με προειδοποίησε πως δεν θα μείνει για πολύ καιρό και πως αν δεν φύγει σύντομα, θα είναι πιο δύσκολο αργότερα.
Ένα βράδυ ήρθε κατέφτασε ο Τζόσουα, κυνηγημένος από κάποιον σύζυγο η γυναίκα του οποίου αναζήτησε, και όπως φαινόταν βρήκε, παρηγοριά στα θεϊκά λόγια αλλά εν τέλει προτίμησε τα ανθρώπινα λόγια και, κυρίως, έργα. Διχάστηκα ― από την μία η φιλία, από την άλλη είχα φτιάξει μια γωνιά στον κόσμο όπου δεν ήθελα επισκέψεις εχθρών. Η ατμόσφαιρα στο δείπνο ήταν τεταμένη, του χρέωσα το πιάτο, η Χίλντι διαφώνησε, αφού δεν χρέωσα ποτέ εκείνη και της απάντησα πως δεν το έκανα αφού δεν με χρέωσε ούτε εκείνη. Η προσβολή ήταν σκληρή, τα μάτια της βούρκωσαν πιο πολύ από την έκπληξη. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να μου πει ότι αύριο θα έφευγε, άλλωστε είχε πει πως θα έμενε μια δυο μέρες και πέρασαν ήδη τρεις βδομάδες· ότι το σκέφτηκε πολύ γιατί της φερόμουν σαν σε real lady. Τα δάκρυά της γέμισαν το βράδυ, και μας έστειλε έξω να κοιμηθούμε. Όμως αργότερα, στο φεγγαρόφωτο, τα γυμνά της πόδια έπιασαν όλο το κάδρο έτσι όπως περπατούσαν αργά κάτω από μακρύ νυχτικό για την τελευταία μας νύχτα. Το άλλο πρωί ο Τζόσουα ξανάβαλε τις λέξεις στη σωστή σειρά: δεν έχει σημασία πόσο έχεις περιπλανηθεί ή με πόσες γυναίκες έχεις βρεθεί· κάθε τόσο μια από αυτές καταλήγει βαθιά μέσα σου – και την ξεπερνάς μόνο όταν πεθάνεις

Κάποτε έφτασαν οι δυο ληστές, που τρόμαξαν όταν με είδαν. Τους καθησύχασα, χάρη σε αυτούς εδώ και τρεισήμισι χρόνια όλα πάνε καλά, και τους παγίδευσα με την πληροφορία ότι δεν εμπιστεύομαι τα λεφτά μου στις τράπεζες. Ήμουν σίγουρος πως θα έρχονταν τις επόμενες μέρες να τα βρουν και εμφανίστηκα όταν απελπισμένοι έσκαβαν έναν μεγάλο λάκκο δίπλα σε ένα ψεύτικο σημάδι. Τα όπλα τους μακριά, το δικό μου στο χέρι. Ήταν σειρά τους να αφεθούν στην έρημο, διατεταγμένοι να φύγουν από τους λόφους· όσο για νερό, ίσως έβρισκαν όπως κι εγώ. Ο θρασύτερος μου είπε πως δεν έχω τα κότσια να τους απειλώ και επιχείρησε να πιάσει το όπλο του, αλλά ο τελικά τα είχα, πόσο μάλλον όταν βρέθηκα σε νόμιμη άμυνα. Ο άλλος, εμφανώς μετανοημένος, ικέτευσε για συγχώρεση και τον έχρισα αντικαταστάτη μου, έχοντας ήδη πάρει την απόφαση για τον Σαν Φρανσίσκο της Χίλντι.
Νωρίτερα είχα δει το πρώτο αυτοκίνητο στη ζωή μου, μια παράξενη άμαξα χωρίς ρόδες· λίγο αργότερα ένα δεύτερο μού έφερε την Χίλντι με μια καταπράσινη τουαλέτα, και επισήμως Λαίδη. Το όνειρο είχε πραγματοποιηθεί και χήρα, πλέον, οδεύοντας προς την Νέα Ορλεάνη, σκέφτηκε να περάσει να με δει, χωρίς να φαντάζεται πως θα με έβρισκε ήδη αποφασισμένο να αποχαιρετήσω την έρημο. Της ζήτησα μόνο ένα λεπτό να ετοιμαστώ και μου είπε πως δεν έχουμε τίποτα παρά χρόνο. Ίσως δεν πρέπει κανείς να λέει τέτοιες φράσεις έτσι όπως τα πάντα αλλάζουν σε μια στιγμή· καθώς φόρτωνα το αυτοκίνητο μετακίνησα το φρένο και το μηχανικό άλογο άρχισε να κυλάει τον μικρό λόφο. Πάντα καλόψυχος, έσωσα τον μέχρι χθες άσπονδο εχθρό μου αλλά καταπλακώθηκα ο ίδιος από τις ρόδες.
Ζήτησα να με σύρουν στο κρεβάτι μου έξω και συνέχισα να αστειεύομαι με την συντροφιά που περιελάμβανε και τους πιστούς στη στάση ταχυδρόμους, που είχαν φτάσει νωρίτερα. Μόνο ο Τζόσουα έλειπε αλλά κατέφτασε με την μοτοσικλέτα του και, όταν άρχισα να αισθάνομαι ότι το τέλος είναι κοντά, του ζήτησα έναν επικήδειο για ζωντανούς, γιατί δεν ήταν ο θάνατος που απασχολεί πολλούς ανθρώπους όσο το ότι δεν ξέρουν τι θα λένε για αυτούς. Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, ο ιερέας μίλησε για τον άντρα που έζησε και πέθανε στην έρημο, που ήταν ο καθεδρικός του ναός· δεν υπήρχε ζώο της που να μην γνώριζε, δεν υπήρχε άστρο στο στερέωμα που να μην είχε δει, δεν υπήρχε κάποιος που να φοβόταν· έχτισε για τον εαυτό του ένα βασίλειο αλλά μπορούσε να το εγκαταλείψει για μια γυναίκα· τώρα τον σκεπάζει η άμμος που πολέμησε και αγάπησε· με λίγα λόγια, ήταν μια καλή αντανάκλασή σου, Θεέ, και η κόλαση ποτέ δεν θα είναι τόσο ζεστή γι’ αυτόν. Τίποτα δεν θα ταίριαζε περισσότερο εκείνη την στιγμή από την επιστροφή στη ζωή και την φυγή των αμετάκλητων εραστών. Αλλά η έρημος που σκηνοθετεί με τους δικούς της κανόνες με τοποθέτησε στη μέση ενός κύκλου γύρω από τον οποίον πενθούσαν η Χίλντι μου και οι φίλοι μου. Παραδίπλα μια ξύλινη πινακίδα έγραφε «Cable Hogue, βρήκε νερό εκεί που δεν υπήρχε».

Θα μπορούσαμε να ζούμε αυτάρκεις στην εσχατιά μας, ερημίτες εραστές ικανοποιημένοι με τα ελάχιστα, μακριά από τους ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν, με τις ελάχιστες απαραίτητες κοινωνικές δόσεις· σε τέτοια ανοιχτωσιά, χωρούσαμε κι εμείς στον προαιώνιο μύθο της καλύβας του ζευγαριού, ακόμα και στις άκρες της Δύσης. Κι εγώ θα ευτυχούσα δίπλα στην κατάλαμπρη Χίλντι, που θα ίδρωνε τα πρωινά στο κτήμα μας, θα δροσιζόταν τα απογεύματα στο βαρέλι και θα την ίδρωνα ξανά στα σφιχτά μας αγκαλιάσματα τα βράδια. Αλλά έπρεπε να γνωρίζω τους δυο εχθρούς του έρωτα – τις διαφορές που πάντα κρατούν ανοιχτό το χάσμα ανάμεσα στους εραστές (εστία ή φυγή, ερημιά ή κόσμος, η προσωπική επικράτεια και η ανάμειξη με τους πολλούς, το όνειρο Ι και το όνειρο ΙΙ) και τον χρόνο που δεν συγχωρεί καθυστερήσεις και αρνήσεις της κατάλληλης στιγμής. Δεν έφυγα έγκαιρα να την βρω, δεν πρόλαβα να βγω από την ταινία και με έπιασε το τέλος της.


{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }

_______
H ταινία: The Ballad of Cable Hogue (του Σαμ Πέκινπα 1970). Η γυναίκα: Stella Stevens.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: