Τέσσερα ποιήματα

Τέσσερα ποιήματα

Ρο­μα­ντι­κοί

Πο­τέ δεν θα εί­μα­στε ελεύ­θε­ροι
πο­τέ δεν θα εί­μα­στε αυ­το­πει­θαρ­χη­μέ­νοι 
πο­τέ δεν θα εί­μα­στε μο­ντέρ­νοι
θα συ­νε­χί­σου­με να εί­μα­στε κά­τι ρο­μα­ντι­κοί
πα­γι­δευ­μέ­νοι στις πα­ρορ­μή­σεις τους
θα συ­νε­χί­σου­με να λα­τρεύ­ου­με τις αγα­πη­μέ­νες μας
εξι­δα­νι­κευ­μέ­νες
το­πο­θε­τώ­ντας της σε βω­μούς
προ­σκυ­νώ­ντας τες
με τε­λε­τές ει­δω­λο­λα­τρι­κές
επει­δή νιώ­θου­με ενο­χές ή πε­ρη­φά­νια
επει­δή πα­ρα­δο­θή­κα­με στις σαρ­κι­κές ηδο­νές
επει­δή η τύ­φλω­σή μας εί­ναι σε­ξουα­λι­κή και άπλη­στη
επει­δή ο ερω­τι­σμός μας εί­ναι ατε­λέ­σφο­ρος, ακό­λα­στος
και το κλη­ρο­δό­τη­μά του εί­ναι αμέ­τρη­τες στρα­τιές
από κέ­ρι­νες κού­κλες
εί­μα­στε κά­τι κα­κό­μοι­ροι ρο­μα­ντι­κοί
ανί­κα­νοι να νιώ­σου­με ευ­χα­ρί­στη­ση
ανε­ξάρ­τη­τη από συ­ναι­σθη­μα­τι­κή προ­σκόλ­λη­ση
Ή απλώς, για­τί νιώ­θου­με λι­γό­τε­ρο αγα­πη­μέ­νοι,
κα­τώ­τε­ροι
Έτσι γι­νό­μα­στε δαι­μό­νια
άπια­στα και φευ­γα­λέα
οι ζω­ές μας ξε­γλι­στρούν
χά­νο­νται σαν το νε­ρό
μέ­σα απ’ τα δά­χτυ­λά μας
Και από αδρά­νεια εξα­κο­λου­θού­με
να μην επα­να­κτού­με τα απο­λε­σμέ­να εδά­φη
Συλ­λέ­κτες για έρω­τες από­λυ­τους
αλ­λά στε­ρη­μέ­νοι από αγά­πες αλη­θι­νές
Ρο­μα­ντι­κοί
Ακα­τάλ­λη­λοι για πραγ­μα­τι­κά πά­θη, ατέρ­μο­να
Κά­τι ρο­μα­ντι­κοί ερα­στές πα­ρο­δι­κοί


Αλ­γει­νή ανα­πό­λη­ση

Εί­ναι το πιο ευαί­σθη­το του χα­ρα­κτή­ρα σου
που η ανα­πό­λη­σή του με πο­νά­ει
σαν πέ­φτει η νύ­χτα
μα­κριά απ’ τη ζε­στα­σιά του βλέμ­μα­τός σου

Όταν η μέ­ρα ητ­τη­μέ­νη από τον κά­μα­το
πα­ρα­δί­δει το σώ­μα της και κεί­ται
στην κλί­νη του πα­ρελ­θό­ντος για σή­με­ρα,
ευ­φραί­νο­μαι νιώ­θο­ντας πως μου λεί­πεις
αφή­νο­μαι στη σκέ­ψη της οστι­κής μά­ζας
που συ­ναρ­μο­λο­γεί τα χέ­ρια σου
υψω­μέ­να για να διευ­θύ­νουν τη συμ­φω­νία
της ζω­ής και της προ­σμο­νής

Στα­μα­τώ και σκέ­φτο­μαι τα πι­θα­νά δρο­μο­λό­για
προς την πλη­σμο­νή της αρ­γα­σμέ­νης σου ύπαρ­ξης
κι έτσι ξε­κου­ρά­ζο­μαι
κα­θώς ανα­ζη­τώ το κα­τώ­φλι που οδη­γεί στο από­γειο
του να στε­νά­ζω για σέ­να
και να ανα­πνέω κο­ντά σου



Ανι­χνευ­τές αγά­πης

Πε­ρι­χα­ρα­κώ­νε­σαι σε ξέ­να λό­για, σε ξέ­νες ζω­ές
ξε­γλι­στρώ­ντας πά­ντα από τους ανι­χνευ­τές αγά­πης
Προ­σπα­θώ να νο­σταλ­γή­σω
Ξέ­ρο­ντας πως η μα­ταί­ω­ση

Εί­ναι ο κα­νό­νας
όμως εσύ έχεις τον μύ­θο στο αί­μα
τα λό­για και οι προ­θέ­σεις σου γη­τεύ­ουν
μα εί­ναι οι πρά­ξεις σου αυ­τές που
κα­τα­στρα­τη­γούν όλους τους τό­πους, που δια­μόρ­φω­σες
αγά­πης
και το χα­μό­γε­λό μου δεν που­λιέ­ται

Τη νύ­χτα με τις γεν­ναιό­δω­ρες τις αγκα­λιές
τα επι­τυ­χη­μέ­να προ­φίλ σε ψη­φια­κούς τό­πους
έτοι­μες φρά­σεις και ανα­μα­ση­μέ­νες συ­γκι­νή­σεις
δεν θέ­λη­σα ανά­σες που γί­νο­νται
σφι­χτό σκοι­νί γύ­ρω από τον λαι­μό
ού­τε προ­σκλή­σεις
για με­τοί­κη­ση στην κό­λα­ση

Όλες οι μέ­ρες μοιά­ζουν να κυ­λούν στο κα­θαρ­τή­ριο
σε μια ζωή φα­ντα­σια­κή και άξε­νη
αν­θρώ­πων κρυμ­μέ­νων πί­σω από πόρ­τες κλει­στές
με μά­τια ερ­μη­τι­κά και ψυ­χές έρη­μες
που αχρεί­α­στους αφή­νουν
της αγά­πης τους ανι­χνευ­τές
Και όλο επι­μέ­νω εγώ
να θέ­λω να κεί­το­μαι
σε μή­κη και σε πλά­τη
όπου ο πό­νος
δεν φτύ­νει στα μού­τρα τη χα­ρά του



Σε προ­δο­μέ­νες φυλ­λω­σιές

Τις μέ­ρες που οι στί­χοι βα­σα­νί­ζου­νε τη σκέ­ψη μας
και οι λέ­ξεις το μυα­λό μας το στοι­χειώ­νουν
σαν ασχη­μά­τι­στες μορ­φές
που προ­σπα­θούν να σπά­σουν μια κα­τά­ρα
και πια με σάρ­κα φρέ­σκια να ανα­δυ­θούν
να μαρ­τυ­ρή­σουν την αλή­θεια
αυ­ξά­νο­νται οι απο­στά­σεις ανά­με­σα σε εκεί­νους
που αγα­πή­θη­καν και αγά­πη­σαν πο­λύ
και κά­ποια δέ­ντρα αι­μορ­ρα­γούν
ώσπου πο­τά­μια κόκ­κι­να να σχη­μα­τί­σουν
και μέ­σα τους να πέ­σου­νε
όλες οι πλη­γω­μέ­νες μας καρ­διές
να ξε­πλυ­θούν να γιά­νουν
για να μπο­ρέ­σου­νε ξα­νά τον θρύ­λο της αγά­πης
στα νε­ο­γέν­νη­τα μω­ρά να δι­η­γη­θούν
να τα γη­τέ­ψουν με την πλά­νη της
και νό­η­μα να δώ­σου­νε στων λέ­ξε­ων το άκου­σμα
κά­νο­ντας τη γρα­φί­δα μας θε­ρά­πο­ντα και φαρ­μα­κό
για που­λη­μέ­να όνει­ρα σε προ­δο­μέ­νες φυλ­λω­σιές
που στοί­χειω­σαν τις πλη­γω­μέ­νες τις καρ­διές

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: