Ο περιπέτειες της Έλλης στη ζωή και στη δισκογραφία

Ο περιπέτειες της Έλλης στη ζωή και στη δισκογραφία


Ένα από τα τρα­γού­δια που κου­βα­λά­νε ένα με­γά­λο μυ­στή­ριο και μια πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη ιστο­ρία εί­ναι η πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη και πο­λυ­ξα­κου­σμέ­νη «Έλ­λη». Η «Έλ­λη», με τις τό­σο πολ­λές πα­ραλ­λα­γές της, σε μου­σι­κό και κυ­ρί­ως σε στι­χουρ­γι­κό αλ­λά και σε ερ­μη­νευ­τι­κό επί­πε­δο, εί­ναι μια πε­ρί­πτω­ση άξια με­λέ­της και προ­σο­χής για τη δια­φο­ρο­ποί­η­ση πα­ραλ­λα­γή των στί­χων της και τη διά­δο­ση και τη διά­σω­σή τους στο χρό­νο. Πρό­κει­ται φυ­σι­κά για ένα τρα­γού­δι άγνω­στης πα­τρό­τη­τας, κα­θώς δεν γνω­ρί­ζου­με τον δη­μιουρ­γό του. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, η ιστο­ρία που το συ­νο­δεύ­ει, όπως θα δού­με πα­ρα­κά­τω, οριο­θε­τεί τη δη­μιουρ­γία του σε συ­γκε­κρι­μέ­νο χρο­νι­κό πλαί­σιο, και ακρι­βέ­στε­ρα με­τά το 1915.
Ακό­μα και αν δεν γνω­ρί­ζου­με τον δη­μιουρ­γό του, δεν μι­λά­με για ένα τρα­γού­δι που χά­νε­ται στο πα­ρελ­θόν, στα βά­θη των αιώ­νων, αλ­λά για ένα τρα­γού­δι που τρα­γου­δή­θη­κε από κά­ποιους από τους «εκ­προ­σώ­πους» του λε­γό­με­νου σμυρ­ναί­ι­κου και ρε­μπέ­τι­κου ρε­περ­το­ρί­ου και το οποίο με­τα­φέρ­θη­κε γρή­γο­ρα στο αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον, μέ­σω της δι­σκο­γρα­φί­ας. Η «Έλ­λη» ηχο­γρα­φή­θη­κε στις αρ­χές του 20ού αιώ­να, γνώ­ρι­σε πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές εκτε­λέ­σεις και ερ­μη­νεύ­τη­κε από τρα­γου­δι­στές της επο­χής. Ενώ λοι­πόν δη­μιουρ­γή­θη­κε και δια­δό­θη­κε μέ­σα σε ένα αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον και πλαί­σιο, γε­γο­νός που το εντάσ­σει επά­ξια στο πε­δίο της αστι­κής λαϊ­κής μου­σι­κής, πα­ρου­σιά­ζει με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον επει­δή ταυ­τό­χρο­να εμπε­ριέ­χει αρ­κε­τά από τα στοι­χεία εκεί­να που κο­μί­ζει ένα δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, χω­ρίς βέ­βαια να λο­γί­ζε­ται ως ένα τέ­τοιο.

Για το πα­ρόν κεί­με­νο άντλη­σα πλη­ρο­φο­ρί­ες από το άρ­θρο του Πα­να­γιώ­τη Κου­νά­δη για το τρα­γού­δι στην ιστο­σε­λί­δα του vmrebetiko.gr, από την κα­τα­γρα­φή του Μι­κρα­σιά­τη τρα­γου­δι­στή Δη­μή­τρη Μπα­ζέ­ου από τη Μα­ρία Ασβέ­στη, από το άρ­θρο του Αρι­στο­μέ­νη Κα­λυ­βιώ­τη «Έλ­λη Τε­νε­κί­δου Πε­ρι­βό­λα - Μια δυ­να­μι­κή γυ­ναί­κα της επο­χής της, ήταν η ηρω­ί­δα του ομώ­νυ­μου σμυρ­ναί­ι­κου τρα­γου­διού “Έλ­λη”» (Με­τρο­νό­μος, τεύχ. 35, 2015) και από ένα άρ­θρο του Θο­δω­ρή Κο­ντά­ρα στην εφη­με­ρί­δα Μι­κρα­σια­τι­κή Ηχώ (αρ. φύλ. 403, Νο­έμ­βριος 2009). Οι δύο βα­σι­κές πη­γές ήταν η μαρ­τυ­ρία της εγ­γο­νής της Έλ­λης Πε­ρι­βό­λα-Πι­πί­νη στον Θο­δω­ρή Κο­ντά­ρα κα­θώς και η μαρ­τυ­ρία της ανι­ψιάς της Έλ­λης, ονό­μα­τι Ελέ­νη Πε­ρι­βό­λα-Σι­δη­ρο­πού­λου και της κό­ρης της Αγ­γε­λι­κής Σι­δη­ρο­πού­λου-Σασ­σού στον γιο της τε­λευ­ταί­ας, τον Μι­χά­λη Σασ­σό.
Αν και γνώ­ρι­μη η ιστο­ρία που συ­νο­δεύ­ει το τρα­γού­δι, θα ανα­φερ­θώ εν τά­χει στα γε­γο­νό­τα που ενέ­πνευ­σαν τη δη­μιουρ­γία του, και πά­ντο­τε σύμ­φω­να με τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που αντλώ από τις πη­γές που προ­α­νέ­φε­ρα. Η Έλ­λη (Ελέ­νη Τε­νε­κί­δου το πραγ­μα­τι­κό της όνο­μα) γεν­νή­θη­κε και έζη­σε στα Βουρ­λά της Μι­κράς Ασί­ας το 1886. Ήταν σύ­ζυ­γος του Γιάν­νη Περ­βό­λα και μη­τέ­ρα έξι παι­διών. Όταν πε­ρί­που το 1915-1917 ο άντρας της έφυ­γε από τη Σμύρ­νη και ήρ­θε στην Ελ­λά­δα για να κα­τα­τα­γεί στον στρα­τό, απο­φεύ­γο­ντας έτσι την κα­τά­τα­ξή του στα τάγ­μα­τα ερ­γα­σί­ας Αμε­λέ Τα­μπου­ρού, η Έλ­λη έμει­νε στην πα­τρί­δα της, με­γα­λώ­νο­ντας πλέ­ον μό­νη τα παι­διά της. Μέ­νο­ντας όμως πί­σω με το σόι του άντρα της, άρ­χι­σε να αντι­με­τω­πί­ζει προ­βλή­μα­τα και να βρί­σκε­ται σε δυ­σμε­νή θέ­ση, επει­δή δεν της έδι­ναν το οι­κο­νο­μι­κό με­ρί­διο του άντρα της που τας ανα­λο­γού­σε. Η οι­κο­γέ­νειά της ζού­σε πλέ­ον σε συν­θή­κες φτώ­χειας.
Με­τά από όλα αυ­τά, η Έλ­λη απο­φά­σι­σε να κα­τα­φύ­γει στο δι­κα­στή­ριο ενα­ντί­ον των αδερ­φών του άντρα της, όπου ο Τούρ­κος δι­κα­στής τη δι­καί­ω­σε. Όταν ο άντρας της απέ­στρε­ψε στην πα­τρί­δα του, έμα­θε την ιστο­ρία από τα αδέρ­φια του, τα οποία εί­χαν ντρο­πια­στεί, με απο­τέ­λε­σμα το ζευ­γά­ρι να χω­ρί­σει λί­γο αρ­γό­τε­ρα. Η φή­μη βέ­βαια που κυ­κλο­φό­ρη­σε μέ­σα από όλη αυ­τή την ιστο­ρία ήταν ότι η Έλ­λη «πή­γε» με τον Τούρ­κο κο­μι­σέ­ρη,[1] προ­κει­μέ­νου να εξα­σφα­λί­σει μια ευ­με­νή για αυ­τήν από­φα­ση του δι­κα­στη­ρί­ου και ότι πα­ρά­τη­σε τον άντρα της και τα παι­διά της για να ζή­σει με τον Τούρ­κο. Η πα­ρα­πά­νω πε­ρι­γρα­φή βα­σί­ζε­ται στα λό­για της εγ­γο­νής της, που της τα με­τέ­φε­ρε η μη­τέ­ρα της η Ζωή, η οποία με τη σει­ρά της τα εί­χε ακού­σει από την ίδια την Έλ­λη.
Σκο­πός αυ­τού του άρ­θρου δεν εί­ναι η προ­σθή­κη πε­ραι­τέ­ρω πλη­ρο­φο­ριών γύ­ρω από τα γε­γο­νό­τα που ενέ­πνευ­σαν τους στί­χους του τρα­γου­διού. Εδώ δεν κα­τα­γρά­φε­ται κά­ποιου εί­δους πρω­τό­τυ­πη έρευ­να, απλώς συ­γκε­ντρώ­νο­νται και πα­ρα­τί­θε­νται οι υπάρ­χου­σες πλη­ρο­φο­ρί­ες, μια και κρί­νω σπου­δαία ευ­και­ρία να ξα­να­δια­βα­στεί η πε­ρι­βό­η­τη ιστο­ρία. Άλ­λω­στε οι μαρ­τυ­ρί­ες των συγ­γε­νι­κών προ­σώ­πων της «επί­μα­χης» Έλ­λης εί­ναι αδιά­ψευ­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες για το τι ακρι­βώς συ­νέ­βη έναν αιώ­να πριν.
Αν κά­τι επι­διώ­κω με τη συγ­γρα­φή αυ­τού του πα­ρό­ντος άρ­θρου, αυ­τό εί­ναι ο σχο­λια­σμός της στι­χουρ­γι­κή; ποι­κι­λο­μορ­φία; που πα­ρα­τη­ρεί­ται μέ­σα στη ροή της δι­σκο­γρα­φί­ας του εν λό­γω κομ­μα­τιού. Ο θε­μα­τι­κός πλου­ρα­λι­σμός στην επι­λο­γή των στί­χων, άλ­λο­τε με ανα­φο­ρές σε πραγ­μα­τι­κά στοι­χεία και άλ­λο­τε όχι, και, φυ­σι­κά, η αλ­λα­γή και εντέ­λει η δια­στρέ­βλω­ση της ίδιας της ιστο­ρί­ας του τρα­γου­διού, ηθε­λη­μέ­να ή αθέ­λη­τα, συ­νει­δη­τά ή ασυ­νεί­δη­τα, δί­νουν τρο­φή για κά­ποια χρή­σι­μα συ­μπε­ρά­σμα­τα. Η Έλ­λη πλή­ρω­σε το μάρ­μα­ρο της πα­τριαρ­χί­ας της επο­χής της, διό­τι όχι μό­νο τόλ­μη­σε να αφή­σει τον άντρα της, αλ­λά πα­ρά­τη­σε και τα παι­διά της όλα. Σαν να μην έφτα­νε αυ­τό, αντί για τον άντρα της επέ­λε­ξε να ζή­σει με τον Τούρ­κο, τον κα­τα­κτη­τή, θί­γο­ντας μά­λι­στα και το θρη­σκευ­τι­κό της φρό­νη­μα, κα­θό­τι ανή­με­ρα Χρι­στου­γέν­νων, και ενώ όλοι οι χρι­στια­νοί πά­νε στην εκ­κλη­σιά, η ίδια ήταν στους αγά­δες.
Για τις κοι­νω­νι­κές και αν­θρώ­πι­νες προ­ε­κτά­σεις του χω­ρι­σμού της βέ­βαια ού­τε λό­γος, κα­θώς απο­σιω­πώ­νται και δεν θί­γο­νται σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση, πα­ρό­τι η ιστο­ρία δεί­χνει να εί­ναι φρέ­σκια και η Έλ­λη ένα πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο που έζη­σε μέ­χρι και το 1969. Σαν πρό­βα­το επί σφα­γήν, ανά­γε­ται πο­λύ εύ­κο­λα σε πα­ρά­δειγ­μα προς απο­φυ­γήν, αφού οι στί­χοι, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, την το­πο­θε­τούν στο κά­δρο του προ­δό­τη. Απο­κο­ρύ­φω­μα, κα­τ’ εμέ, η λέ­ξη "κα­κούρ­γα" που χρη­σι­μο­ποιεί­ται στο ρε­φρέν. Κά­ποιοι στί­χοι που υπα­γο­ρεύ­ουν και αι­τιο­λο­γούν τα πα­ρα­πά­νω σχό­λια εί­ναι οι εξής: «Για­τί άφη­σε τον άντρα της και πή­ρε κο­μι­σέ­ρη», «Ανή­με­ρα Χρι­στού­γεν­να χτυ­πού­σαν οι κα­μπά­νες, οι χρι­στια­νοί στις εκ­κλη­σιές κι η Έλ­λη στους αγά­δες». Το υπο­τι­μη­τι­κό «Αχ κα­κούρ­γα Έλ­λη, φα­ντά­ρος δε σε θέ­λει» ενι­σχύ­ει την προ­διά­θε­ση του αφη­γη­τή να ντρο­πια­στεί η γυ­ναί­κα αυ­τή. Σε μία πε­ρί­πτω­ση πά­ντως ακού­γε­ται μια πιο συ­γκα­τα­βα­τι­κή πα­ραλ­λα­γή των στί­χων: «Έλ­λη μου τα κα­μώ­μα­τα δεν εί­ν’ όλα δι­κά σου, μό­ν’ φταί­ει ο Τούρ­κος το σκυ­λί που πή­ρε τα μυα­λά σου» (Παλ­λάς, Αθή­να) (βλ. άρ­θρο Αρι­στο­μέ­νη Κα­λυ­βιώ­τη). Εδώ δη­λα­δή η Έλ­λη πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν θύ­μα του Τούρ­κου. Επί­σης, ορι­σμέ­να δί­στι­χα, όπως αυ­τά του Γιώρ­γου Κα­τσα­ρού, δι­καιώ­νουν την επι­λο­γή της Έλ­λης και την επι­βρα­βεύ­ουν: «Η Έλ­λη, άντε, τ’ απε­φά­σι­σε λε­βέ­ντισ­σα να ζή­σει, και δε τη νοιά­ζει, άντε, στο ντου­νιά στους δρό­μους κι ας ’πο­μεί­νει». Σε κά­ποιες εκτε­λέ­σεις, όπως σε αυ­τή με την Αμα­λία Βά­κα αλ­λά και σε αυ­τή με τη φω­νή της Μα­ρί­κας Πα­πα­γκί­κα (1920), αντί της λέ­ξης κο­μι­σέ­ρη χρη­σι­μο­ποιεί­ται το όνο­μα Λευ­τέ­ρη. Κά­τι τέ­τοιο πι­θα­νό­τα­τα εί­χε να κά­νει με τον φό­βο της λο­γο­κρι­σί­ας, γι’ αυ­τό και δεν ανα­φε­ρό­ταν ο Τούρ­κος αξιω­μα­τι­κός. Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον έχει το με­γά­λο πλή­θος των επα­νη­χο­γρα­φή­σε­ων του κομ­μα­τιού ακό­μα και σε ορ­χη­στρι­κή μορ­φή, όπως αυ­τή του βιο­λι­στή Γιώρ­γου Κό­ρου αλ­λά και του κλα­ρι­νί­στα Κώ­στα Γκα­ντί­νη. Αυ­τό δεί­χνει ότι ο σκο­πός εί­χε ήδη κυ­κλο­φο­ρή­σει σε διά­φο­ρες πε­ριο­χές του ελ­λα­δι­κού χώ­ρου ως ορ­χη­στρι­κό κομ­μά­τι, χω­ρίς λό­για δη­λα­δή.
Εί­ναι αξιο­ση­μεί­ω­το ότι πο­λύ λί­γα χρό­νια αφό­του δια­δρα­μα­τί­στη­κε η ιστο­ρία, το τρα­γού­δι φω­νο­γρα­φή­θη­κε (το 1919 έγι­νε η πρώ­τη ηχο­γρά­φη­ση) και πέ­ρα­σε στη δι­σκο­γρα­φία μέ­σα από την ερ­μη­νεία γνω­στών τό­τε τρα­γου­δι­στών . Τα­ξί­δε­ψε μά­λι­στα τα­χύ­τα­τα, για τα δε­δο­μέ­να της επο­χής, στην άλ­λη πλευ­ρά του Ατλα­ντι­κού ωκε­α­νού. Η ιστο­ρία του τρα­γου­διού πα­ρα­μέ­νει κοι­νή σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις. Οι πρω­τα­γω­νι­στές εί­ναι οι ίδιοι, ο αφη­γη­τής-ερ­μη­νευ­τής κρα­τά­ει την ίδια «από­στα­ση». Αν και οι στι­χουρ­γι­κές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις ελα­φραί­νουν ή βα­ραί­νουν, ανα­λό­γως, το κρί­μα των επι­λο­γών της Έλ­λης, η κε­ντρι­κή ιδέα και το κε­ντρι­κό νό­η­μα της ιστο­ρί­ας, πα­ρα­μέ­νει αναλ­λοί­ω­το. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, οι μι­κρές στι­χουρ­γι­κές πα­ραλ­λα­γές αλ­λά και οι ελά­χι­στες δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις από τη μια εκτέ­λε­ση στην άλ­λη πα­ρου­σιά­ζουν εν­δια­φέ­ρον και δεν θα μπο­ρού­σαν πα­ρά να μας φέ­ρουν στο μυα­λό τις πα­ραλ­λα­γές που συ­να­ντά­ει κα­νείς στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι και στην προ­φο­ρι­κή με­τά­δο­ση των τρα­γου­διών από έναν τό­πο σε κά­ποιον άλ­λο.
Η ει­δο­ποιός δια­φο­ρά εδώ, βέ­βαια, έχει να κά­νει με το ότι η πα­ραλ­λα­γή δεν πη­γά­ζει από τη ζύ­μω­ση του λό­γου μέ­σα από το ίδιο το κοι­νω­νι­κό σύ­νο­λο, από τα ιδιώ­μα­τα κά­θε τό­που και οποιασ­δή­πο­τε εθνο­λο­γι­κής πα­ρα­μέ­τρου που θα δη­μιουρ­γού­σε νέ­ες μορ­φές και σχή­μα­τα στην προ­φο­ρι­κή με­τά­δο­ση του τρα­γου­διού. Αντί­θε­τα, προ­κύ­πτει από τον ίδιο τον ερ­μη­νευ­τή κά­θε ηχο­γρά­φη­σης, ή, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, από τον όποιο υπεύ­θυ­νο διευ­θυ­ντή ορ­χή­στρας/πα­ρα­γω­γό/μου­σι­κό της εκά­στο­τε ηχο­γρά­φη­σης. Άλ­λω­στε, το τέ­λος του αυ­θε­ντι­κού δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού οριο­θε­τεί­ται αρ­κε­τά χρο­νιά πριν, κο­ντά στα τέ­λη του 19ου αιώ­να, όταν οι κοι­νω­νί­ες ορ­γα­νώ­νο­νταν πλέ­ον δια­φο­ρε­τι­κά τρό­πο και όχι όπως συ­γκρο­τού­νταν μέ­χρι τό­τε οι αγρο­τι­κοί πλη­θυ­σμοί. Επί­σης, ο πα­ρά­γο­ντας του χρό­νου που, στην πε­ρί­πτω­ση του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού επι­τρέ­πει ή και ωθεί εκ των πραγ­μά­των στην ανα­διορ­γά­νω­ση και δια­φο­ρο­ποί­η­ση των στί­χων από πε­ριο­χή σε πε­ριο­χή, δεν υφί­στα­ται ο δι­σκο­γρα­φι­κό πε­δίο που αφο­ρά την «Έλ­λη», όχι σε τέ­τοιο βαθ­μό. Αυ­τό το υπο­στη­ρί­ζω διό­τι οι ηχο­γρα­φή­σεις στις οποί­ες ανα­φε­ρό­μα­στε έγι­ναν σε πο­λύ σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα: με­τα­ξύ του 1919 και του 1925. Κά­ποιες μά­λι­στα ερ­μη­νεύ­τη­καν για δεύ­τε­ρη φο­ρά από τον ίδιο τρα­γου­δι­στή (π.χ. Μα­ρί­κα Πα­πα­γκί­κα). Μπο­ρεί λοι­πόν να πει κα­νείς, αν εί­ναι δό­κι­μος όρος, ότι δη­μιουρ­γού­νται τε­χνη­τής φύ­σε­ως πα­ραλ­λα­γές, οι οποί­ες δεν προ­κύ­πτουν από το κοι­νω­νι­κό σύ­νο­λο, αλ­λά από την πα­ρα­γω­γή της δι­σκο­γρα­φί­ας και τους καλ­λι­τέ­χνες που την εκ­προ­σω­πούν.

Για του λό­γου το αλη­θές, πα­ρα­θέ­τω τις ηχο­γρα­φή­σεις που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του 1920 και του 1930:

Ελ­λη­νι­κή Εστου­ντια­ντί­να - Κων­στα­ντι­νού­πο­λη 1920
Αμα­λία Βά­κα - αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1930, ΗΠΑ
Μα­ρί­κα Πα­πα­γκί­κα
- Σι­κά­γο 1925, Νέα Υόρ­κη 1925


Γιώρ­γος Βι­δά­λης - Αθή­να 1925
Γιώρ­γος Κα­τσα­ρός - Κά­μντεν 16.6.1927

(Πηγή: vmrebetiko.gr, αρχείο Παναγιώτη Κουνάδη)

Οι ηχο­γρα­φή­σεις του τρα­γου­διού δεν στα­μά­τη­σαν βέ­βαια εκεί, κα­θώς τις επό­με­νες δε­κα­ε­τί­ες το κομ­μά­τι γνώ­ρι­σε πολ­λές ακό­μα επα­νε­κτε­λέ­σεις, ακό­μα και σε ορ­γα­νι­κή μορ­φή, όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε.
Πά­ντως, αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε το στι­χουρ­γι­κό τα­ξί­δι που μπο­ρεί να κά­νει ένα τρα­γού­δι όταν πε­ρά­σει από το στό­μα του ερ­μη­νευ­τή στο στό­μα του λα­ού και των ιδιω­μά­των του, όταν σε πα­ραλ­λα­γή της Κύ­θνου συ­να­ντά­με τον στί­χο «Έλ­λη πα­νά­θε­μα σε, μ’ έφα­γες, δε με λυ­πά­σαι» (βλ. Πα­ντε­λής Μπου­κά­λας, Ο έρως και το έθνος, Άγρα, 2021). Ή, πιο κο­ντά στη γλωσ­σι­κή εντο­πιό­τη­τα, σε μια πα­ραλ­λα­γή της Σίφ­νου:

«Έλ­λη μω­ρή γιά­ντα, μ’ αρ­νή­θη­κες για πά­ντα».

Στην Ικα­ρία πά­λι συ­να­ντά­με τους εξής στί­χους:

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα, θέ­λει και καρ­μα­νιό­λα,
για­τί τα ομο­λό­γη­σε τα μυ­στι­κά μας όλα.
Έλ­λη, μω­ρέ Έλ­λη, φα­ντά­ρος δε σε θέ­λει.

Και:

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα κι η Δέ­σποι­να μα­χαί­ρι,
για­τί τα ομο­λό­γη­σαν του γιου μου του μου­σχέ­ρη.
Έλ­λη, μω­ρέ Έλ­λη, φα­ντά­ρος δε σε θέ­λει.

Πα­ρα­θέ­τω εδώ τους στί­χους των δι­σκο­γρα­φη­μέ­νων πα­ραλ­λα­γών του τρα­γου­διού:

1. Έλ­λη Έλ­λη (Ελ­λη­νι­κή Εστου­ντια­ντί­να, 1920)

Η Έλ­λη ήταν έμορ­φη, μαύ­ρα ’ταν τα μαλ­λιά της,
μα αρ­νή­θη­κε τον άντρα της και όλα τα παι­διά της.
Έλ­λη, Έλ­λη, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δεν σε θέ­λει,
εξόν να με­τα­νιώ­σεις κι ένα φι­λί τού δώ­σεις.

Η Έλ­λη θέ­λει ζά­χα­ρη και χά­σι­κο αλεύ­ρι,
να κά­νει τα γλυ­κί­σμα­τα να στεί­λει του Λευ­τέ­ρη.
Έλ­λη, Έλ­λη, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δεν σε θέ­λει,
εξόν να με­τα­νιώ­σεις κι ένα φι­λί τού δώ­σεις.

Ανή­με­ρα Χρι­στού­γεν­να χτυ­πού­σαν οι κα­μπά­νες,
κι οι Χρι­στια­νοί στην εκ­κλη­σιά κι η Έλ­λη με τσ’ αγά­δες.
Έλ­λη, Έλ­λη, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δεν σε θέ­λει,
εξόν να με­τα­νιώ­σεις κι ένα φι­λί τού δώ­σεις.


2. Η Έλ­λη (Αμα­λία Βά­κα)

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα, θέ­λει κα­ρα­μα­νιό­λα
για­τ’ άφη­σε τον άντρα της και τα παι­διά της όλα.
Άμαν, άμαν, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δεν σε θέ­λει,
για­τ’ εί­σαι φι­λη­μέ­νη, στη γά­μπα τσι­μπη­μέ­νη.

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα με δί­κο­πο μα­χαί­ρι,
για­τ’ άφη­σε τον άντρα της να πά­ρει το Λευ­τέ­ρη.
Άμαν, άμαν, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δεν σε θέ­λει,
για­τ’ εί­σαι φι­λη­μέ­νη, στη γά­μπα τσι­μπη­μέ­νη.

Ανή­με­ρα Χρι­στού­γεν­να χτυ­πού­σαν οι κα­μπά­νες,
ο κό­σμος πά­ει στην εκ­κλη­σιά και η Έλ­λη στους αγά­δες.
Άμαν, άμαν, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δεν σε θέ­λε,ι
για­τ’ εί­σαι φι­λη­μέ­νη, στη γά­μπα τσι­μπη­μέ­νη.


3. Η Έλ­λη (Μα­ρί­κα Πα­πα­γκί­κα, Σι­κά­γο 1925)

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα, θέ­λει κα­ρα­μα­νιό­λα,
για­τί άφη­σε τον άντρα της και τα παι­διά της όλα.
Άμαν, άμαν, Έλ­λη, κα­νέ­νας δεν σε θέ­λει,
για­τ’ εί­σαι φι­λη­μέ­νη, στα χεί­λη δα­γκα­μέ­νη.

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα με δί­κο­πο μα­χαί­ρι,
για­τί άφη­σε τον άντρα της και πή­ρε τον Λευ­τέ­ρη.
Άμαν, άμαν, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δεν σε θέ­λει,
για­τ’ εί­σαι φι­λη­μέ­νη, στα χεί­λη δα­γκα­μέ­νη.

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα θέ­λει κα­ρα­μα­νιό­λα,
για­τί πο­τέ δεν άκου­σε της μά­νας της τα λό­για.
Άμαν, άμαν, Έλ­λη, κα­νέ­νας δεν σε θέ­λει,
για­τί άφη­σες τον άντρα σου και πή­ρες τον Λευ­τέ­ρη.


4. Η Έλ­λη (Μα­ρί­κα Πα­πα­γκί­κα, Νέα Υόρ­κη 1925)

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα, θέ­λει κα­ρα­μα­νιό­λα,
για­τί άφη­σε τον άντρα της και τα παι­διά της όλα.
Άμαν, άμαν, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δεν σε θέ­λει,
για­τ’ εί­σαι φι­λη­μέ­νη, στα χεί­λη δα­γκα­σμέ­νη.

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα, θέ­λει κα­ρα­μα­νιό­λα,
για­τί πο­τέ δεν άκου­σε της μά­νας της τα λό­για.
Άμαν, άμαν, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δεν σε θέ­λει,
για­τ’ εί­σαι φι­λη­μέ­νη, στα χεί­λη δα­γκα­σμέ­νη.

Γιά δώ­σ’ μου μιαν από­φα­ση, πως μ’ αγα­πάς, που­λί μου,
αν μ’ αγα­πάς, που­λί μου, για να γι­νώ σκλά­βα σου, για όλη τη ζωή μου.


5. Η Έλ­λη (Γιώρ­γος Βι­δά­λης, 1925)

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα με δί­κο­πο μα­χαί­ρι,
για­τ’ άφη­σε τον άντρα της και πή­ρε κο­μι­σέ­ρη.
Έλ­λη, Έλ­λη, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δε σε θέ­λει,
εκτός να με­τα­νιώ­σεις κι ένα φι­λί του δώ­σεις.

Η Έλ­λη θέ­λει σκό­τω­μα με δί­κο­πο μα­χαί­ρι,
για­τ’ άφη­σε τον άντρα της και πή­ρε κο­μι­σέ­ρη.
Έλ­λη, Έλ­λη, Έλ­λη, φα­ντά­ρος δε σε θέ­λει,
εκτός να με­τα­νιώ­σεις κι ένα φι­λί του δώ­σεις.

Κρί­μα σ' εσέ­να, Έλ­λη μου, κρί­μα στην ομορ­φιά σου,
που άφη­σες τον άντρα σου και όλα τα παι­διά σου.


6. Α! Κα­κούρ­γα Έλ­λη (Γιώρ­γος Κα­τσα­ρός, 1927)

Βρε η Έλ­λη, άντε, θέ­λει σκό­τω­μα με δί­κο­πο μα­χαί­ρι,
βρε η Έλ­λη, άντε, θέ­λει σκό­τω­μα με δί­κο­πο μα­χαί­ρι,
για­τ’ άφη­σε, άντε, τον άντρα της και πή­ρε κο­μι­σιέ­ρη.
Α βρε κα­κούρ­γα Έλ­λη, φα­ντά­ρος δε σε θέ­λει,
για­τί εί­σαι φι­λη­μέ­νη από τον κο­μι­σιέ­ρη.

Η Έλ­λη, άντε, τ’ απε­φά­σι­σε λε­βέ­ντισ­σα να ζή­σει,
η Έλ­λη, άντε, τ’ απε­φά­σι­σε λε­βέ­ντισ­σα να ζή­σει,
βρε και δε τη νοιά­ζει, άντε, στο ντου­νιά στους δρό­μους κι ας ’πο­μεί­νει.
Άμαν, αμάν, Έλ­λη ρε, κα­νέ­νας δε σε θέ­λει,
για­τί εί­σαι φι­λη­μέ­νη, στη γά­μπα τσι­μπη­μέ­νη,
α βρε, κα­κούρ­γα Έλ­λη φα­ντά­ρος δε σε θέ­λει,
πα­ρά­τη­σες τον άντρα σου και πή­ρες κο­μι­σιέ­ρη.

Βρε, η Έλ­λη, άντε, θέ­λει ζά­χα­ρη και ρού­σι­κο αλεύ­ρι,
βρε, η Έλ­λη, άντε, θέ­λει ζά­χα­ρη και ρού­σι­κο αλεύ­ρι,
βρε να φτιά­ξει, άντε, τα γλυ­κί­σμα­τα να πά’ στον κο­μι­σιέ­ρη.
Α βρε κα­κούρ­γα Έλ­λη, φα­ντά­ρος δε σε θέ­λει,
για­τί εί­σαι φι­λη­μέ­νη από τον κο­μι­σιέ­ρη.

Η Έλ­λη, άντε, επερ­πά­τη­σε στης Σμύρ­νης τα σο­κά­κια,
η Έλ­λη, άντε, επερ­πά­τη­σε στης Σμύρ­νης τα σο­κά­κια,
κι οι Τούρ­κοι, άντε, ενο­μί­σα­νε πως εί­ναι ρα­μα­ζά­νια.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: