Οι δυναμιτισμένοι δρόμοι και οι αντάρτικοι παράδρομοι των τραγουδιών

Δελφοί, 1929. Φωτ. Γιώργος Βαφιαδάκης. Αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ
Δελφοί, 1929. Φωτ. Γιώργος Βαφιαδάκης. Αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ



Οι ήχοι της πα­ρά­δο­σης εί­ναι για πολ­λούς ένα άκου­σμα συ­γκλο­νι­στι­κό, μια –ομο­λο­γη­μέ­να ή ανο­μο­λό­γη­τα– ερε­θι­στι­κή πη­γή φα­ντα­σί­ω­σης και έμπνευ­σης, όπως και το­πι­κι­στι­κής ή εθνι­κι­στι­κής πε­ρη­φά­νιας. Σπά­νια ωστό­σο οι θαυ­μα­στές της αι­νιγ­μα­τι­κής αυ­τής μου­σι­κής γνω­ρί­ζουν τις πε­ρι­πέ­τειες του κά­θε τρα­γου­διού ή μου­σι­κού κομ­μα­τιού, την ιστο­ρία του, τις χρή­σεις και κα­τα­χρή­σεις του στον στε­νό χώ­ρο στον οποίο δη­μιουρ­γή­θη­κε, ανα­δη­μιουρ­γή­θη­κε, πο­λέ­μη­σε, κα­τα­γρά­φτη­κε, εκ­δό­θη­κε, μέ­χρι να το απο­λαύ­σουν. Κι ακό­μη πιο σπά­νια το πό­σες μου­σι­κές, που υπήρ­χαν πα­ρα­δί­πλα, δεν έφτα­σαν πο­τέ στ’ αυ­τιά τους, και για­τί. Κά­τι που ισχύ­ει δυ­στυ­χώς όχι μό­νο για τους οπα­δούς αλ­λά σε με­γά­λο βαθ­μό και για τους με­λε­τη­τές του πο­λυ­θρύ­λη­του μεν, ου­σια­στι­κά όμως άγνω­στου, πα­ρε­ξη­γη­μέ­νου, πα­ρα­χα­ραγ­μέ­νου έως και κα­κο­ποι­η­μέ­νου εί­δους μου­σι­κής που ονο­μά­ζου­με «πα­ρα­δο­σια­κή». Της μου­σι­κής εκεί­νης δη­λα­δή που μας έρ­χε­ται από το πα­ρελ­θόν και υπο­τί­θε­ται ότι απη­χεί έναν τρό­πο ζω­ής, νο­ο­τρο­πί­ες και αι­σθη­τι­κές αντι­λή­ψεις του πα­ρελ­θό­ντος, ασχέ­τως του πώς παί­ζε­ται και πώς την ακού­με σή­με­ρα, π.χ. στα χω­ριά με ντραμς και πλή­κτρα, στις ψαγ­μέ­νες μου­σι­κές σκη­νές, τις σο­βα­ρές συ­ναυ­λί­ες, ηχο­γρα­φή­σεις και δι­σκο­γρα­φία, με νέι και τα­μπου­ρά­δες, από μου­σι­κούς σπου­δαγ­μέ­νους σε σχο­λές –και επι­μορ­φω­μέ­νους συ­νή­θως στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Της μου­σι­κής που στε­κό­μα­στε απέ­να­ντί της άλ­λο­τε όπως μπρο­στά σε ιε­ρό σκή­νω­μα και άλ­λο­τε σαν βια­στές, αλ­λά την απο­κα­λού­με πά­ντα με το ίδιο όνο­μα.
Η Ελ­λά­δα δεν εί­ναι η μό­νη χώ­ρα όπου η «πα­ρά­δο­ση» και ο λαϊ­κός πο­λι­τι­σμός, πα­ράλ­λη­λα με τις αρ­χαιο­λο­γι­κές, ιστο­ρι­κές, φι­λο­λο­γι­κές κ.ά. ανα­φο­ρές –όσες βέ­βαια επι­λέ­χτη­καν και προ­βλή­θη­καν, για­τί πολ­λές απο­σιω­πή­θη­καν, θά­φτη­καν ή και κα­τα­στρά­φη­καν– χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν για να ανα­δεί­ξουν και να επι­κυ­ρώ­σουν το νέο εί­δος πο­λι­τι­κής οντό­τη­τας που ήταν το εθνι­κό κρά­τος και πά­νω απ’ όλα να τεκ­μη­ριώ­σουν την αδια­τά­ρα­κτη τρι­σχι­λιε­τή «συ­νέ­χεια» που θα το νο­μι­μο­ποιού­σε. Πού θα στη­ρί­ζο­νταν όμως αυ­τή η επι­δί­ω­ξη όταν οι κοι­νω­νί­ες που το συ­να­πο­τέ­λε­σαν και που δη­μιουρ­γού­σαν τα κά­θε εί­δους –υλι­κά ή άυ­λα– πο­λι­τι­σμι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του, ήσαν ένα πλού­σιο, ασυ­νε­χές και εναλ­λασ­σό­με­νο μω­σαϊ­κό φύ­λων, εθνο­τή­των, γλωσ­σών και θρη­σκειών;
Η δου­λειά ήταν δύ­σκο­λη και μπερ­δε­μέ­νη, για τού­το και η δια­δι­κα­σία αυ­τή πή­ρε στη χώ­ρα μας ξε­χω­ρι­στές δια­στά­σεις και απρό­σμε­νη διάρ­κεια. Ήδη από την ίδρυ­ση του πρώ­του με­τε­πα­να­στα­τι­κού κρά­τους, που μό­λις άγ­γι­ζε τη Θεσ­σα­λία, το μω­σαϊ­κό ήταν έντο­να πο­λύ­χρω­μο: Έλ­λη­νες ελ­λη­νό­φω­νοι χρι­στια­νοί ορ­θό­δο­ξοι ή κα­θο­λι­κοί, Αρ­βα­νί­τες χρι­στια­νοί, Αρ­βα­νί­τες μου­σουλ­μά­νοι, ελ­λη­νό­φω­νοι ή τουρ­κό­φω­νοι, Τούρ­κοι ελ­λη­νό­φω­νοι, Εβραί­οι ελ­λη­νό­φω­νοι, Σα­ρα­κα­τσά­νοι, Βλά­χοι, Γύ­φτοι ελ­λη­νό­φω­νοι ή ρο­μα­νό­φω­νοι, και άλ­λοι, και άλ­λοι, κοι­νό­τη­τες που κα­τά τους προη­γού­με­νους αιώ­νες εί­χαν άλ­λο­τε συμ­μα­χή­σει και άλ­λο­τε συ­γκρου­στεί με­τα­ξύ τους. Οι πρώ­τοι Έλ­λη­νες πο­λί­τες φαί­νε­ται πως εί­χαν πιο πολ­λά να χω­ρί­σουν απ’ αυ­τά που τους ένω­ναν.
Από τις εθνο­τι­κά ποι­κί­λες ομά­δες της «πα­λιάς Ελ­λά­δας», οι ελ­λη­νό­φω­νοι και χρι­στια­νοί προ­σαρ­μό­στη­καν με τον χρό­νο και κυ­ριάρ­χη­σαν στην ασα­φώς προσ­διο­ρι­ζό­με­νη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ταυ­τό­τη­τα, και τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια τους, με ρο­κα­νι­σμέ­να τα το­πι­κά γλωσ­σι­κά ιδιώ­μα­τα, κα­τα­τά­χτη­καν στο σώ­μα της εθνι­κής μου­σι­κής και δη­μο­σιεύ­τη­καν στις επί­ση­μες αν­θο­λο­γί­ες. Οι Ευ­ρω­παί­οι δια­νο­ού­με­νοι πρώ­τοι, και κα­τά το πα­ρά­δειγ­μά τους στη συ­νέ­χεια και οι ίδιοι οι Έλ­λη­νες, διέ­βλε­ψαν κά­ποια ση­μα­ντι­κή εθνι­κή ου­σία στα λαϊ­κά δη­μιουρ­γή­μα­τα και κυ­ρί­ως στα τρα­γού­δια των χω­ρι­κών. Η νέα τό­τε επι­στή­μη, η Λα­ο­γρα­φία, θα πρό­σφε­ρε το γε­φύ­ρι που θα ένω­νε τον νε­ό­τε­ρο ελ­λη­νι­σμό με την αρ­χαία αλ­λά και τη βυ­ζα­ντι­νή κλη­ρο­νο­μιά ως κορ­μό της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ταυ­τό­τη­τας.
Το 1852 ο Σπυ­ρί­δων Ζα­μπέ­λιος πα­ρα­θέ­τει δί­πλα στον τί­τλο της συλ­λο­γής του, Άσμα­τα δη­μο­τι­κά της Ελ­λά­δος εκ­δο­θέ­ντα με­τά με­λέ­της πε­ρί με­σαιω­νι­κού ελ­λη­νι­σμού, μια ει­κό­να όπου ασκέ­ρια φου­στα­νε­λά­δων και πα­πά­δων, με χαν­τζά­ρια και λά­βα­ρα, βρί­σκο­νται έξω απ’ τα τεί­χη της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης με οδη­γό τον κα­βα­λά­ρη Κων­στα­ντί­νο Πα­λαιο­λό­γο. Ενώ πα­ρα­κά­τω μας προ­τρέ­πει να «προ­ε­ρευ­νή­σω­μεν τον ιστο­ρι­κόν χα­ρα­κτή­ρα του λα­ού» και «να σα­φη­νί­σω­μεν τας ρο­πάς του γέ­νους», ώστε η ποί­η­ση να ανα­κύ­ψει λα­μπρό­τε­ρη «εκ της ιστο­ρι­κής επι­φοι­τή­σε­ως» και τό­τε «τα πα­ρό­ντα συ­να­να­μέλ­που­σι εκ συμ­φώ­νου και εν μια και τη αυ­τή αρ­μο­νία, με­τά των πα­ρελ­θό­ντων, οι δε φθόγ­γοι του μέλ­λο­ντος ηχού­σι βα­θέ­ως εις την ακο­ήν ώσπερ βόμ­βος απέ­χο­ντος κυμ­βά­λου».[1] 
Ωστό­σο μέ­χρι τις αρ­χές του 20ού αιώ­να οι λα­ο­γρά­φοι πα­ρα­μέ­νουν ακό­μη αρ­κε­τά ψύ­χραι­μοι. Το 1910 ο Ν.Γ. Πο­λί­της, με αφορ­μή έναν λα­ο­γρα­φι­κό δια­γω­νι­σμό για τη Μα­κε­δο­νία, υπο­γραμ­μί­ζει τη ση­μα­σία και τους στό­χους της έρευ­νας για τον ορι­σμό της έν­νοιας του έθνους, εκτι­μώ­ντας ότι η λα­ο­γρα­φι­κή εξέ­τα­ση, ιδιαί­τε­ρα σε χώ­ρες με αμ­φι­λε­γό­με­νη σύ­στα­ση, εί­ναι η πιο κα­τάλ­λη­λη για την διευ­κρί­νι­ση της εθνι­κής συ­στά­σε­ως και την κα­τα­νό­η­ση των συ­ναι­σθη­μά­των των κα­τοί­κων της. Κα­τα­νό­η­ση που βοη­θά­ει και την ιστο­ρι­κή έρευ­να κα­τά την ανα­ζή­τη­ση των αι­τί­ων των ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των. Τό­σο βα­θυ­στό­χα­στα, τό­σο απλά, το 1910, με τις προ­πα­γάν­δες και τους σκο­τω­μούς να μαί­νο­νται. Μα­κά­ρι να εί­χε ει­σα­κου­στεί, τώ­ρα θα γνω­ρί­ζα­με τα αί­τια πολ­λών γε­γο­νό­των και κα­τα­στά­σε­ων.


Οι δυναμιτισμένοι δρόμοι και οι αντάρτικοι παράδρομοι των τραγουδιών

Λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με­τά τη διά­λυ­ση της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας και τη στα­δια­κή έντα­ξη των Νέ­ων Χω­ρών στο ελ­λη­νι­κό κρά­τος, εκα­τό σχε­δόν χρό­νια με­τά την ίδρυ­σή του, οι μέ­θο­δοι που ακο­λου­θεί πια η στρα­τευ­μέ­νη εθνο­γρα­φι­κή έρευ­να από όλους τους επί­ση­μους και ημιε­πί­ση­μους φο­ρείς, γί­νο­νται κα­τα­νοη­τές μό­νο ως συ­νέ­πεια της εμπλο­κής του ελ­λη­νι­κού εθνι­κι­σμού στη δρα­στη­ριό­τη­τα της ού­τως ή άλ­λως εθνι­κής επι­στή­μης, της Λα­ο­γρα­φί­ας. Εδώ το πλη­θυ­σμια­κό μω­σαϊ­κό ήταν πο­λύ πιο πο­λύ­χρω­μο, πο­λυ­σύν­θε­το και επι­κίν­δυ­νο για το πε­ρί­που νε­ο­σύ­στα­το έθνος-κρά­τος. Εδώ η ελ­λη­νο­γλωσ­σία υστε­ρού­σε και η ετε­ρο­δο­ξία δεν ήταν αμε­λη­τέα, μέ­χρι του­λά­χι­στον την εγκα­τά­στα­ση των χρι­στια­νών ελ­λη­νό­φω­νων προ­σφύ­γων από τη Βουλ­γα­ρία, τη Μι­κρα­σία, την Καπ­πα­δο­κία και τον Πό­ντο. Εδώ οι στό­χοι της Λα­ο­γρα­φί­ας προ­σα­να­το­λί­ζο­νταν όχι στη γνώ­ση αλ­λά στην κα­τα­στο­λή κά­θε δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τας, στην ομο­γε­νο­ποί­η­ση όλων των πλη­θυ­σμια­κών ομά­δων, με τη χρή­ση ου­σιο­κρα­τι­κών, εκτός τό­που και χρό­νου επι­χει­ρή­μα­τα πε­ρί εντο­πιό­τη­τας, κα­θα­ρό­τη­τας, ιστο­ρι­κής συ­νέ­χειας, πο­λι­τι­σμι­κής υπε­ρο­χής και όλα τα σχε­τι­κά. Σε εθνο­κε­ντρι­κές κοι­νω­νί­ες, όπου το κρά­τος ταυ­τί­ζε­ται με το κυ­ρί­αρ­χο έθνος, η ύπαρ­ξη γλωσ­σι­κών, θρη­σκευ­τι­κών ή εθνο­τι­κών μειο­νο­τή­των συ­νι­στά ανω­μα­λία.
Και εδώ οι ελ­λη­νό­φω­νοι και χρι­στια­νοί, προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι ήδη από την προη­γη­θεί­σα εκ­παί­δευ­ση και προ­πα­γάν­δα μέ­σω συλ­λό­γων και δα­σκά­λων της Ελ­λά­δας-πα­τρί­δας (του πρώ­του και μο­να­δι­κού κρά­τους ως τό­τε στα Βαλ­κά­νια) προς τα αλύ­τρω­τα παι­διά της, έγι­ναν αμέ­σως απο­δε­κτοί και έτοι­μοι προς «ομο­γε­νο­ποί­η­ση». Αυ­τή η ελ­λη­νο­κε­ντρι­κή οπτι­κή, συ­νυ­φα­σμέ­νη με τον πο­λι­τι­κό σχε­δια­σμό του νέ­ου κρά­τους και απα­ραί­τη­τη για την κα­τα­σκευή της εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας, και η με­θο­δο­λο­γία που υπα­γό­ρευε, στά­θη­κε ανί­κα­νη, αφού ήταν από­λυ­τα αδιά­φο­ρη προς κά­θε πα­ρεκ­κλί­νο­ντα προ­βλη­μα­τι­σμό, να εκτι­μή­σει τις πο­λι­τι­σμι­κές, οι­κο­νο­μι­κές, θε­σμι­κές επι­δρά­σεις του μα­κραί­ω­νου προη­γού­με­νου κα­θε­στώ­τος στις διά­φο­ρες πτυ­χές του νε­ο­ελ­λη­νι­κού βί­ου.
Με αυ­τή την οπτι­κή, τα εθι­μι­κά τρα­γού­δια, οι γλώσ­σες τους και τα μου­σι­κά όρ­γα­να ή οι χο­ροί που τα συ­νο­δεύ­ουν δεν θε­ω­ρή­θη­καν κα­θό­λου αθώα. Υπήρ­ξαν το έδα­φος για έναν αμεί­λι­κτο «πό­λε­μο χω­ρίς σφαί­ρες», που δεν λέ­ει να τε­λειώ­σει. Από­λυ­τα θύ­μα­τα αυ­τού του πο­λέ­μου υπήρ­ξαν, ως γνω­στόν πλέ­ον, η ζω­ντα­νή μου­σι­κή και κυ­ρί­ως τα τρα­γού­δια των αλ­λό­γλω­σων –ακό­μη χει­ρό­τε­ρα των ταυ­τό­χρο­να αλ­λό­θρη­σκων– ομά­δων.
Τα τρα­γού­δια των τουρ­κό­φω­νων χρι­στια­νών απο­σιω­πή­θη­καν για πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες. Πρώ­τοι εμ­φα­νί­στη­καν δη­μό­σια οι εντυ­πω­σια­κοί καπ­πα­δο­κι­κοί χο­ροί από τη Δώ­ρα Στρά­του και το Λύ­κειο Eλ­λη­νί­δων, συ­νο­δευό­με­νοι μό­νο από ορ­γα­νι­κή μου­σι­κή, «απαλ­λαγ­μέ­νοι» από τα τούρ­κι­κα λό­για τους. Εκτός από τις ηχο­γρα­φή­σεις των Pernot - Μερ­λιέ του 1930[2] και του Σπυ­ρί­δω­νος Πε­ρι­στέ­ρη, μου­σι­κού συ­νερ­γά­τη του Λα­ο­γρα­φι­κού Αρ­χεί­ου της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών τη δε­κα­ε­τία του ’50, τα ίδια τα τρα­γού­δια ακού­στη­καν και δι­σκο­γρα­φή­θη­καν πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, με πρω­το­βου­λία ιδιω­τών ή εθνο­το­πι­κών συλ­λό­γων. Αν όχι η πρώ­τη, από τις πρώ­τες εκ­δό­σεις όπου πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται τουρ­κό­φω­νο καπ­πα­δό­κι­κο τρα­γού­δι, το λα­τρευ­τι­κό Λέι­λα­λουμ, εί­ναι το CD Tα Πα­σχα­λιά­τικ, έκ­δο­ση του Kαλ­λι­τε­χνι­κού Συλ­λό­γου Δη­μο­τι­κής Mου­σι­κής «Δό­μνα Σα­μί­ου», το 1998.
Όσο για τα τρα­γού­δια των τουρ­κό­φω­νων Χρι­στια­νών Γκα­γκα­ού­ζων, έπρε­πε να πε­ρι­μέ­νουν τον 21ο αιώ­να και το YouΤube για ν’ ακου­στούν –έστω και εξευ­γε­νι­σμέ­να- σε ξέ­να ώτα. Τα αρ­βα­νί­τι­κα, τα βλά­χι­κα[3] και πά­νω απ’ όλα τα προ­δο­τι­κά σλα­βό­φω­να «ντό­πια» της Δυ­τι­κής, Κε­ντρι­κής και Ανα­το­λι­κής Μα­κε­δο­νί­ας, ως προς τη δη­μό­σια εκτέ­λε­σή τους, υπέ­στη­σαν ρη­τά τις πιο αυ­στη­ρές απα­γο­ρεύ­σεις, όχι μό­νο μέ­σω του σχο­λεί­ου και της εθνι­κό­φρο­νης προ­πα­γάν­δας και τρο­μο­κρα­τί­ας αλ­λά και με πιο βί­αιους και απο­τρό­παιους τρό­πους. Με απο­τέ­λε­σμα, εκτός των άλ­λων, οι άν­θρω­ποι να ανα­δι­πλω­θούν, να υπο­κρι­θούν μια ακραία εθνι­κό­φρο­να ταυ­τό­τη­τα, να προ­σπα­θή­σουν να χο­ρέ­ψουν με­τα­φρα­σμέ­νους άρ­ρυθ­μους στί­χους που δεν χο­ρεύ­ο­νταν, να κρύ­ψουν δη­λα­δή –μέ­χρι που σχε­δόν την ξέ­χα­σαν– την πο­λύ­τι­μη άυ­λη κλη­ρο­νο­μιά τους, δη­λα­δή τη γλώσ­σα και τα τρα­γού­δια τους. Φτω­χαί­νο­ντας έτσι την εθνι­κή μου­σι­κή και τη γνώ­ση μας – πλην ελα­χί­στων, που έψα­ξαν το πράγ­μα. Μό­νο τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες άρ­χι­σαν δει­λά να εμ­φα­νί­ζο­νται στη δι­σκο­γρα­φία και ν’ ακού­γο­νται σε κά­ποιες δι­κές τους εθνο­το­πι­κές επε­τεια­κές γιορ­τές τρα­γού­δια στις γλώσ­σες αυ­τές, πά­ντα με ιδιω­τι­κή πρω­το­βου­λία ατό­μων ή συλ­λό­γων και ακό­μη όχι χω­ρίς αντι­δρά­σεις.
Αυ­τά με τους αλ­λό­γλωσ­σους χρι­στια­νούς Έλ­λη­νες πο­λί­τες, και βέ­βαια γε­νι­κο­λο­γώ, έχο­ντας πα­ρα­λεί­ψει πε­ρι­πτώ­σεις και λε­πτο­μέ­ρειες ων ουκ έστι αριθ­μός. Ανά­λο­γο το­πίο με τους αλ­λό­θρη­σκους. Oι Eβραί­οι, ως γνω­στόν, εξο­ντώ­θη­καν και οι ερευ­νη­τές ψά­χνουν μου­σι­κές από τους επι­ζή­σα­ντες στα γη­ρο­κο­μεία της Κω­στα­ντι­νού­πο­λης και του Ισ­ρα­ήλ, οι μου­σουλ­μά­νοι αλ­βα­νι­κής κα­τα­γω­γής της Ηπει­ρο­θεσ­σα­λί­ας εκ­διώ­χθη­καν ή εξα­φα­νί­στη­καν, ενώ οι μου­σουλ­μά­νοι μειο­νο­τι­κοί της Θρά­κης εξαι­ρέ­θη­καν από την ομο­γε­νο­ποι­η­τι­κή δια­δι­κα­σία, μη θε­ω­ρού­με­νοι μέ­χρι πε­ρί­που την δε­κα­ε­τία του 1990 κομ­μά­τι του ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Ως εκ τού­του, οι μου­σι­κές τους, μη θε­ω­ρού­με­νες επί­σης κομ­μά­τι του ευ­ρύ­τε­ρου εθνι­κού μου­σι­κού σώ­μα­τος, δεν διώ­χθη­καν μεν, όπως συ­νέ­βη με τις μου­σι­κές των άλ­λων, «εθνι­κά ύπο­πτων» Eλ­λή­νων πο­λι­τών που ανα­φέ­ρα­με, αλ­λά αγνο­ή­θη­καν πα­ντε­λώς, πα­ρα­μέ­νο­ντας άγνω­στες, για να ακού­γο­νται μό­νο απ’ τα δι­κά τους αυ­τιά. Την ίδια δε­κα­ε­τία του ’90, στον νο­μό Ξάν­θης κυ­ρί­ως, άρ­χι­σε να επι­δει­κνύ­ε­ται από ημιε­πί­ση­μους ή ιδιω­τι­κούς και αναρ­μό­διους φο­ρείς έντο­νο εν­δια­φέ­ρον για ανά­δει­ξη –θα έλε­γα ανά­δυ­ση– της γλώσ­σας και της μου­σι­κής των σλα­βό­φω­νων μου­σουλ­μά­νων Πο­μά­κων, έρ­γο θε­ω­ρη­τι­κά αξιέ­παι­νο αλ­λά ενί­ο­τε υπό­πτων προ­θέ­σε­ων.
Οι Ρομ τώ­ρα, ακραία πε­ρί­πτω­ση ετε­ρό­τη­τας, αό­ρα­τοι και στιγ­μα­τι­σμέ­νοι πα­ντε­λώς ως πο­λί­τες, στε­ρού­με­νοι μέ­χρι σχε­δόν το 1980 –όταν άρ­χι­σε να εν­δια­φέ­ρε­ται– οποιασ­δή­πο­τε θε­σμι­κής ανα­γνώ­ρι­σης και ανα­φο­ράς σε επί­ση­μο λό­γο –πλην ίσως του αστυ­νο­μι­κού δελ­τί­ου–, δια­σώ­θη­καν σε ένα πε­ρί­ερ­γο κα­θε­στώς λό­γω της εξω­τι­κής «τουρ­κο-γυ­φτο­λα­γνεί­ας» των πνευ­μα­τι­κά ανώ­τε­ρων Ελ­λή­νων. Βα­σι­κοί συ­ντε­λε­στές σε εθι­μι­κά δρώ­με­να και πα­νη­γύ­ρια, παί­ζουν και δια­δί­δουν μου­σι­κές όλων των ομά­δων, αλ­λά κα­νείς δεν ξέ­ρει τί­πο­τε για τις δι­κές τους. Ού­τε καν αν υπάρ­χουν.
Κι ενώ αυ­τά συ­νέ­βαι­ναν με τους «δια­φο­ρε­τι­κούς», οι μου­σι­κές των κα­θα­ρό­αι­μων Ελ­λή­νων-χρι­στια­νών δει­νο­πα­θού­σαν με έναν άλ­λο τρό­πο. Έχο­ντας –υπό την κα­θο­δή­γη­ση των εκ­προ­σώ­πων της εθνι­κής λα­ο­γρα­φί­ας– ανα­λά­βει το ρό­λο στή­ρι­ξης της ελ­λη­νι­κό­τη­τας, του ηρω­ι­σμού και των αγνών ηθών, κα­θώς και μιας συ­νέ­χειας που πε­ρι­λάμ­βα­νε και το πα­ρόν, έπρε­πε να απο­βά­λουν ό,τι θύ­μι­ζε κά­τι επι­κίν­δυ­νο για το σε­πτό αγρο­τι­κό πα­ρελ­θόν και ό,τι απο­κά­λυ­πτε οχλη­ρές κοι­νω­νι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Οι μου­σι­κές λειάν­θη­καν, οι ήχοι εξευ­γε­νί­στη­καν, οι στί­χοι λο­γο­κρί­θη­καν, οι το­πι­κό­τη­τες εξω­τι­κο­ποι­ή­θη­καν ή ισο­πε­δώ­θη­καν, οι φω­νές έχα­σαν τον ιδιω­μα­τι­σμό τους, κρα­τώ­ντας μό­νο το «κα­τι­τίς», τα τρα­γού­δια τα­ξι­νο­μή­θη­καν σε βα­ρύ­γδου­πες ακα­δη­μαϊ­κές κα­τη­γο­ρί­ες, και από μέ­σο αφή­γη­σης της ιστο­ρί­ας και δια­χεί­ρι­σης της μνή­μης και της ταυ­τό­τη­τας για τα μέ­λη της κά­θε κοι­νό­τη­τας που τα δη­μιουρ­γού­σε, έγι­ναν ευ­χά­ρι­στα και εύ­πε­πτα ακού­σμα­τα για τα αυ­τιά των νε­ο­α­στών που ήθε­λαν να ξε­χά­σουν όσα θύ­μι­ζαν το χω­ριό τους ή μάλ­λον να τα ξα­να­α­να­κα­λύ­ψουν σαν τους ξε­νι­τε­μέ­νους, εξω­ραϊ­σμέ­να, νο­σταλ­γι­κά, απο­κομ­μέ­να απ’ την ιστο­ρία και τη δύ­σπε­πτη κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Και εδώ μπαί­νω στον πει­ρα­σμό να ανα­φέ­ρω μια πα­ραλ­λα­γή του πα­σί­γνω­στου τρα­γου­διού Σα­ρά­ντα πα­λι­κά­ρια, που νο­μί­ζω ότι απο­τε­λεί από­δει­ξη του ρη­τού «αν πη­γαί­νεις εκεί που κοι­τάς, δεν βλέ­πεις το πού πη­γαί­νεις»:

Τρα­κό­σα πα­λι­κά­ρια κι ένας γέ­ρου­ντας
σί μια μη­λιά μι­λού­νταν, σί μια τρά­πι­ζα.
Σή­κου καη­μέ­νι γέ­ρου, πα πα­τή­σου­μι.
’Γώ δε μπου­ρώ, πιδ­γιά μου, για­τί γέ­ρα­σα....
            (Β. Κυ­πα­ρίσ­σης, Τρα­γού­δια της Χαλ­κι­δι­κής, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1940, σ. 50, 137)

Η ακρό­α­ση και από­δο­ση σε γρα­πτό λό­γο της λέ­ξης «μη­λιά» αντί για την ομό­η­χη της «μι­λιά», χω­ρίς άλ­λες εξω­κει­με­νι­κές εν­δεί­ξεις που να απο­τρέ­πουν την πα­ρερ­μη­νεία, συ­γκα­λύ­πτει την πο­λύ­τι­μη και σπά­νια πλη­ρο­φο­ρία για μια πο­λυ­φυ­λε­τι­κή και πο­λύ­γλωσ­ση συμ­μο­ρία/μπου­λού­κι κλε­φτών – μάλ­λον αδια­νό­η­το πράγ­μα. Το τρα­γού­δι προ­έρ­χε­ται από τη Μα­κε­δο­νία, πε­ριο­χή που ακό­μη χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται για απα­γο­ρευ­μέ­νη πο­λυ­γλωσ­σία.



Μια που άρ­χι­σα με πα­ρα­δείγ­μα­τα κα­κο­με­τα­χεί­ρι­σης των τρα­γου­διών, ας συ­νε­χί­σω με την πε­ρί­πτω­ση του Τσέ­λιου, που τη βρί­σκω πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα και εύ­γλωτ­τη για τις πα­ρε­νέρ­γειες των φι­λο­λο­γι­κών νυ­στε­ριών πά­νω στα τρα­γου­δί­σμα­τα:

Βου­νά μ’ απ’ τ’ Ασπρο­πό­τα­μο με τα πολ­λά τα χιό­νια,
τα χιό­νια μην τα λιώ­σε­τε όσο να ’ρ­θούν και τ’ άλ­λα,
για­τ’ εί­ν’ ο Τσέ­λιος άρ­ρω­στος βα­ριά για να πε­θά­νει
και τους για­τρούς εκά­λε­σε να τον απο­φα­σί­σουν.
Κι ένας για­τρός βα­σι­λι­κός μω­ρ’ πά­ει και του λέ­ει,
Τσέ­λιο μου δε για­τρεύ­ε­σαι...
                (Ακα­δη­μία Αθη­νών, Ελ­λη­νι­κά Δη­μο­τι­κά Τρα­γού­δια (Εκλο­γή), τ. Α΄, Αθή­να 1962, 252)

Βου­νά μ’α­π’ τ’ Ασπρο­πό­τα­μο, Βα­σί­λη Τσέ­λιο μου, με τα πολ­λά τα χιό­νια,
τα χιό­νια μην τα λιώ­σε­τε....

                (Μέλ­πω Μερ­λιέ, Τρα­γού­δια της Ρού­με­λης, Αθή­να 1931, 22, μου­σι­κή κα­τα­γρα­φή/παρ­τι­τού­ρα)

Από το όνο­μα που ακού­γε­ται σε όλες τις ηχο­γρα­φή­σεις και υπάρ­χει στις μου­σι­κές κα­τα­γρα­φές όπως της Μερ­λιέ, προ­κύ­πτει ότι το τρα­γού­δι ανα­φέ­ρε­ται στον Βα­σί­λη Τσέ­λιο, γιο του θρυ­λι­κού Δη­μο­τσέ­λιου ή Δή­μου Φε­ρε­ντί­νου, οπλαρ­χη­γού της Ρού­με­λης και συ­μπο­λε­μι­στή του Κα­τσα­ντώ­νη, που εί­χε δια­κρι­θεί στα χρό­νια της Επα­νά­στα­σης φτά­νο­ντας στον βαθ­μό του στρα­τη­γού. Ο γιος του, ο Βα­σί­λης Τσέ­λιος του τρα­γου­διού, έδρα­σε γύ­ρω στο 1850 σαν λη­στο­κα­πε­τά­νιος, αφού σ’ εκεί­νη τη με­τα­βα­τι­κή προς ένα ορ­γα­νω­μέ­νο κρά­τος με­τε­πα­να­στα­τι­κή επο­χή, οι συ­νη­θι­σμέ­νοι στην ανυ­πό­τα­κτη ζωή και ευ­ρι­σκό­με­νοι σε διαρ­κή αντί­θε­ση με την ακα­τα­νό­η­τη και αυ­θαί­ρε­τη κε­ντρι­κή εξου­σία, γί­νο­νται «λη­στές» που δρουν το­πι­κά, συ­χνά με τη βο­ή­θεια και την κά­λυ­ψη των φτω­χών αγρο­τών.
Μέ­σα από τις κα­τα­γρα­φές, δη­μο­σιεύ­σεις, ηχο­γρα­φή­σεις, υπο­μνη­μα­τι­σμούς του Τσέ­λιου, προ­κύ­πτει ανά­γλυ­φα το πρό­βλη­μα της φι­λο­λο­γι­κής προ­σέγ­γι­σης των τρα­γου­διών της προ­φο­ρι­κής πα­ρά­δο­σης, τα οποία ονο­μά­ζου­με «δη­μο­τι­κά».[4] Εί­ναι γνω­στό, και έχει έντο­να σχο­λια­στεί, ότι πολ­λοί φι­λό­λο­γοι-λα­ο­γρά­φοι, αμε­τα­κί­νη­τοι ως προς την πι­στό­τη­τα του γρα­πτού στί­χου σε με­τρι­κά κα­θα­ρό δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βο –ή ό,τι άλ­λο– στά­θη­καν πά­ντα αδιά­φο­ροι για τη με­λω­δι­κή από­δο­ση του αδό­με­νου τρα­γου­διού, με όλα εκεί­να τα πα­ρέν­θε­τα στοι­χεία (φαι­νο­με­νι­κά άσχε­τες λε­κτι­κές πα­ρεμ­βο­λές, επι­φω­νή­μα­τα, επα­να­λή­ψεις, επι­κλή­σεις ονο­μά­των κλπ.) με τα οποία ο ερ­μη­νευ­τής την ποι­κίλ­λει. Δεν συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν τη ση­μα­σία που έχουν τα τσα­κί­σμα­τα των στί­χων, όχι μό­νο στην ασμα­τι­κή δο­μή και από­δο­ση –ο τρα­γου­δι­σμέ­νος στί­χος ισο­πε­δώ­νε­ται όταν με­τα­τρέ­πε­ται σε ποι­η­τι­κό– αλ­λά και στο νό­η­μα του τρα­γου­διού, δε­δο­μέ­νου ότι συ­χνά απο­τε­λούν τον πυ­ρή­να του βα­σι­κού θέ­μα­τός του, αφού ακό­μη και το όνο­μα του ήρωα βρί­σκε­ται συ­νή­θως σε κά­ποιο τσά­κι­σμα.[5] Τέ­τοια εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του Τσέ­λιου και χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα η δη­μο­σί­ευ­σή του δύο φο­ρές από τον συ­νερ­γά­τη του Λα­ο­γρα­φι­κού Αρ­χεί­ου, με­τέ­πει­τα Κέ­ντρου Ερεύ­νης της Ελ­λη­νι­κής Λα­ο­γρα­φί­ας (ΚΕ­ΕΛ) της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, Δ.Α. Πε­τρό­που­λο, ο οποί­ος θε­ω­ρεί ασυ­ζη­τη­τί ότι το τρα­γού­δι ανα­φέ­ρε­ται στον Δή­μο Τσέ­λιο.[6] Ωστό­σο και τις δύο φο­ρές ση­μειώ­νει πως το δα­νεί­ζε­ται από τη Μέλ­πω Μερ­λιέ,[7] πα­ρα­βλέ­πο­ντας όμως ότι εκεί­νη το πα­ρα­θέ­τει συ­νο­δευό­με­νο από την παρ­τι­τού­ρα, όπου φυ­σι­κά υπάρ­χει το τσά­κι­σμα Βα­σί­λη Τσέ­λιο μου, μα­ζί με τις νό­τες. Το­νί­ζει μά­λι­στα στην Ει­σα­γω­γή της με­λέ­της της (σ.ιζ΄): «...να ει­πω­θεί εδώ πό­σο λί­γο φαί­νε­ται να επη­ρε­ά­ζει ο στί­χος, δη­λα­δή η με­τρι­κή, το ρυθ­μό του τρα­γου­διού. Ο στί­χος γί­νε­ται αγνώ­ρι­στος για­τί τρα­γού­δι και χο­ρός δε σέ­βο­νται τα ποι­η­τι­κά μέ­τρα. Ευ­φω­νι­κές συλ­λα­βές, επα­να­λή­ψεις, επι­φω­νή­μα­τα, τσα­κί­σμα­τα, προ­σθή­κες, όχι μό­νο από λέ­ξεις πα­ρά κι απ’ ολό­κλη­ρο στί­χο, αυ­τά όλα εκ­μη­δε­νί­ζουν το αρ­χι­κό μέ­τρο... ο ιαμ­βι­κός στί­χος μπο­ρεί να γί­νει τρο­χαϊ­κός χω­ρίς κα­θό­λου να συ­γκι­νη­θεί η με­λω­δι­κή γραμ­μή, μπο­ρεί από οκτα­σύλ­λα­βος να γί­νει επτα­σύλ­λα­βος, δε­κα­σύλ­λα­βος, δω­δε­κα­σύλ­λα­βος, χω­ρίς ν’ αλ­λά­ξει η με­λω­δία. Προ­βλή­μα­τα δύ­σκο­λα και λε­πτά, για­τί, όπως εί­πα­με, άλ­λο με­τρι­κή κι άλ­λο ρυθ­μι­κή. Η σχέ­ση τους στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι δε με­λε­τή­θη­κε ακό­μη».
Ο εκ­δό­τες, εξο­βε­λί­ζο­ντας τα πα­ρέν­θε­τα στοι­χεία, άλ­λο­τε χα­ρα­κτη­ρί­ζουν το τρα­γού­δι «Κλέ­φτι­κο»[8] κα άλ­λο­τε «Λη­στρι­κό», ανά­λο­γα με την επο­χή του υπο­τι­θέ­με­νου ήρωα: του Δή­μου της κλε­φτου­ριάς ή του Βα­σί­λη της λη­στο­κρα­τί­ας. Στις φω­νο­γρα­φή­σεις βέ­βαια δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία για το πρό­σω­πο στο οποίο ανα­φέ­ρε­ται το τρα­γού­δι, που –όσο κι αν εί­ναι κου­τσου­ρε­μέ­νο για τις χρο­νι­κές ανά­γκες της δι­σκο­γρα­φί­ας– απο­δί­δε­ται με αρ­κε­τά ποι­κίλ­μα­τα.
Το 1925, ο Βα­σί­λης Τσέ­λιος ηχο­γρα­φεί­ται από την Columbia στη Νέα Υόρ­κη. με ερ­μη­νευ­τή τον μο­να­δι­κό Σω­τή­ρη Στα­σι­νό­που­λο, από τους πρώ­τους της ελ­λη­νι­κής δι­σκο­γρα­φί­ας στην Αμε­ρι­κή.[9]

Ώρε, πι­κρά το λέ­νε τα βου­νά, βου­νά, Βα­σί­λη Τσέ­λιο μ’, πι­κρά το λεν τ’ αη­δό­νια,
πι­κρά το λέ­ει μια πέρ­δι­κα,

πι­κρά το λέ­ει μια πέρ­δι­κα, Τσέ­λιο μ’ Βα­σί­λη, μω­ρέ, του Τσέ­λιου μοι­ρο­λόι,

κά­τω στον Ασπρο­πό­τα­μο...

                βλ. https://​www.​vmr​ebet​iko.​gr/​item/?​id=4772

Ίσως όμως η πρώ­τη του ηχο­γρά­φη­ση εί­ναι εκεί­νη του 1917 στο στρα­τό­πε­δο Ελ­λή­νων αιχ­μα­λώ­των του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου στο Goerlitz της Γερ­μα­νί­ας, που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο υπό έκ­δο­ση σώ­μα των ηχο­γρα­φή­σε­ων αυ­τών από τις Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της

Άι­ντε, κά­τω στον Ασπρο­πό­τα­μο,
Τσέ­λιο πε­ρή- μω­ρέ πε­ρή­φα­νε,
που εί­ν’ τα πολ­λά τα χιό­νια,
χιό­νια μου να, μω­ρέ, να μη λιώ­σε­τε,
άι­ντε, χιό­νια μου να μη λιώ­σε­τε,
Βα­σί­λη Τσέ- μω­ρέ Τσέ­λιο μου,
όσο να ’ρ­θούν και τ’ άλ­λα
για­τ’ εί­ν’ ο Τσέ- ο Τσέ­λιος άρ­ρω­στος...

Ενώ αυ­τά και άλ­λα πά­μπολ­λα συ­νέ­βαι­ναν τον 20ό αιώ­να επί της ελ­λη­νι­κής γης και εντός των λα­ο­γρα­φι­κών αρ­χεί­ων, μια δια­φο­ρε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δη­μιουρ­γού­νταν διε­θνώς με το νέο μέ­σο που ήρ­θε για να αλ­λά­ξει άρ­δην την προ­φο­ρι­κό­τη­τα της μου­σι­κής πα­ρά­δο­σης: η εφεύ­ρε­ση του φω­νο­γρά­φου και η δι­σκο­γρα­φία, με εξα­ντλη­τι­κές κα­τα­γρα­φές στις αρ­χές του 20ού αιώ­να στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, τη Θεσ­σα­λο­νί­κη και τη Σμύρ­νη, στη συ­νέ­χεια, κα­τά τις δε­κα­ε­τί­ες του ’20 και του ’30, στις ΗΠΑ και λί­γο αρ­γό­τε­ρα στην Ελ­λά­δα. Oι πρώ­τες ηχο­γρα­φή­σεις διέ­σω­σαν με­λω­δί­ες και τρα­γού­δια από γνή­σιους ερ­μη­νευ­τές, αγρό­τες με­τα­νά­στες στην πλειο­νό­τη­τά τους, που κου­βα­λού­σαν αυ­θε­ντι­κά μου­σι­κά βιώ­μα­τα, όπως εί­χαν φτά­σει σ’ αυ­τούς μέ­σα από τους κα­νό­νες της προ­φο­ρι­κής με­τά­δο­σης. Αλ­λά πά­νω απ’ όλα μαρ­τυ­ρούν πό­σο μί­ζε­ρη και δια­στρε­βλω­τι­κή υπήρ­ξε η χρή­ση των τρα­γου­διών από τη συ­ντη­ρη­τι­κή πα­τριω­τι­κή αντί­λη­ψη των Ελ­λή­νων –που δεν ήξε­ρε τι να συ­ντη­ρή­σει– σε σχέ­ση με την πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή και πο­λυ­φω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του πε­ρί­γυ­ρου.
Εδώ θα κα­τα­φύ­γω σ’ ένα άλ­λο πα­ρά­δειγ­μα, τον Τσο­πα­νά­κο, πα­σί­γνω­στο κυ­ρί­ως ως ηχη­τι­κό σή­μα του κρα­τι­κού ΕΙΡ για δε­κα­ε­τί­ες.[10] Θε­ω­ρώ ότι απο­τε­λεί ένα από τα τρα­ντα­χτά πα­ρα­δείγ­μα­τα του συ­γκρη­τι­σμού που ισχύ­ει στην πο­λι­τι­σμι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ευ­ρύ­τε­ρης πε­ριο­χή των Βαλ­κα­νί­ων και της Μέ­σης Ανα­το­λής, το οποίο στη λα­ο­γρα­φο­ποι­η­μέ­νη και ελ­λη­νο­κε­ντρι­κή οπτι­κή των με­λε­τη­τών χά­θη­κε για την Ελ­λά­δα. αντι­κα­το­πτρί­ζε­ται ωστό­σο –βοη­θώ­ντας τους ση­με­ρι­νούς ερευ­νη­τές– στη δι­σκο­γρα­φία των αρ­χών του 20ού αιώ­να.

Τού­ντε-τού­ντε τού­ντε-τού­ντε τού­ντε-τού­ντε τού­ντε-τού­ντε
Τσο­πα­νά­κος ήμου­να, προ­βα­τά­κια φύ­λα­γα
τσο­πα­νά­κος ήμου­να, προ­βα­τά­κια φύ­λα­γα
για μια έμορ­φη κο­πέ­λα κό­ντε­ψε να μου ’ρ­θει τρέ­λα
Τού­ντε-τού­ντε τού­ντε-τού­ντε τού­ντε-τού­ντε τού­ντε-τού­ντε.

Την πο­λυ­τά­ρα­χη διε­θνή κα­ριέ­ρα του εθνι­κού μας Τσο­πα­νά­κου την τεκ­μη­ριώ­νουν με πλού­σια στοι­χεία (ηχο­γρα­φή­σεις, σχό­λια και βι­βλιο­γρα­φία) οι ερευ­νη­τές Νί­κος Ορ­δου­λί­δης και Πα­να­γιώ­της και Λε­ο­νάρ­δος Κου­νά­δης στο Ει­κο­νι­κό Μου­σείο Αρ­χεί­ου Κου­νά­δη, όπου ακού­με:

– Την πρώ­τη μάλ­λον φω­νο­γρά­φη­ση του τρα­γου­διού με τί­τλο Τού­ντε, Ψυ­χο­κό­ρη και με τους επι­πλέ­ον στί­χους:

...εγώ παί­ζω τη φλο­γέ­ρα πρω­ι­νό, βρά­δυ, νύ­χτα, ημέ­ρα,
τι ’θε­λα εγώ ν’α­γα­πή­σω και ν’ αδι­κο­θα­να­τή­σω, 

από την Estudiantina Athenienne, σε ηχο­γρά­φη­ση του 1904 από την Gramophone στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Πι­θα­νό­τα­τα ο Τσο­πα­νά­κος συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν «με­τ’ ασμά­των εγ­χω­ρί­ων γλυ­κυ­τά­των», μια σει­ρά γνω­στών και άγνω­στων τρα­γου­διών, δη­μο­τι­κών, λαϊ­κών και ελα­φρών, στο δρα­μα­τι­κό ει­δύλ­λιο Ψυ­χο­κό­ρη του Ιω­άν­νη Βό­τσα­ρη, το οποίο ανέ­βη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη το 1895, στο «Θέ­α­τρο της Προ­κυ­μαί­ας», στη Σμύρ­νη το 1903 από τον θί­α­σο Βο­να­σέ­ρα, και εν συ­νε­χεία από πε­ριο­δεύ­ο­ντες θιά­σους σε πολ­λά κέ­ντρα του ελ­λη­νι­σμού. Το 1909 κυ­κλο­φό­ρη­σε και σε βι­βλίο από τις εκ­δό­σεις Φέ­ξη. Βλ. https://​vmr​ebet​iko.​gr/​item/?​id=4340

– Με τί­τλο Τού­ντε τού­ντε και με τους ίδιους στί­χους, από την Εστου­δια­ντί­να Σι­δε­ρή, το 1906 στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη (Odeon 31330). Ίσως από τις πρώ­τες, αν όχι η πρώ­τη ηχο­γρά­φη­ση, όπου ακού­γε­ται πιά­νο. https://​vmr​ebet​iko.​gr/​item/?​id=4414

– Με τί­τλο Ψυ­χο­κό­ρη, από τον Κύ­ριο Λευ­τέ­ρη [Με­νε­μεν­λή ή Μπε­σλε­με­δά­κη], ένα ποτ-που­ρί τρα­γου­διών ανά­με­σα στα οποία και ο Τσο­πα­νά­κος, όπως, πι­θα­νό­τα­τα, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν στο έρ­γο του Βό­τσα­ρη (1910, Σμύρ­νη, Gramophone). https://​vmr​ebet​iko.​gr/​item/?​id=4331

– Το 1919 η ήδη κα­τα­ξιω­μέ­νη Κυ­ρία Κού­λα (Αντω­νο­πού­λου) ηχο­γρα­φεί στη Νέα Υόρ­κη το τρα­γού­δι με τον Γιάν­νη Κυ­ρια­κά­τη στο κλα­ρί­νο (Panhellenion). Τρα­γου­δά­ει με­ρι­κούς ακό­μη στί­χους από εκεί­νους της Estudiantina Athenienne του 1904:

...εγώ τα βου­νά ανε­βαί­νω, την αγά­πη μου γυ­ρεύω,
μ’ έκα­νες τσε­λι­γκο­πού­λα και μ’ εκά­ψες την καρ­δού­λα
τού­ντε, τού­ντε, τού­ντε τού­ντε, τσα­ρου­χά­κια δεν φι­λιού­νται
τού­ντε, τού­ντε, τού­ντε τού­ντε

– Το 1927 στην Αθή­να ο βα­ρύ­το­νος Από­στο­λος Πρε­δά­ρης ερ­μη­νεύ­ει νέα, ενυ­πό­γρα­φη από τον Τά­κη Μα­ρί­νο, δια­σκευή τού Τσο­πα­νά­κος ήμου­να, συ­νο­δεία πιά­νου σε ποι­με­νι­κό ηχο­το­πίο και με έναν ακό­μη στί­χο: ήθε­λα να την φι­λή­σω και μ’ αυ­τήν να ξε­ψυ­χή­σω (δί­σκος Polydor). https://​vmr​ebet​iko.​gr/​item/?​id=5357

«Ο σκο­πός που χρη­σι­μο­ποιεί το ηχο­ποι­η­τι­κό Τού­ντε», γρά­φουν οι προ­α­να­φε­ρό­με­νοι ερευ­νη­τές, «φαί­νε­ται πως συν­δέ­ε­ται με την πε­ριο­χή της Βλα­χί­ας και πως, ως λέ­ξη, προ­έρ­χε­ται από τη βλά­χι­κη διά­λε­κτο. Στην ιστο­ρι­κή δι­σκο­γρα­φία, ο σκο­πός δη­μιούρ­γη­σε μια ση­μα­ντι­κή πα­ρά­δο­ση, προ­ερ­χό­με­νη κυ­ρί­ως από ελ­λη­νό­φω­νους πρω­τα­γω­νι­στές, τό­σο από τα λαϊ­κά ρε­περ­τό­ρια όσο και από τα λό­για. Οι εκτε­λέ­σεις αυ­τές προ­έρ­χο­νται από μια ακό­μη με­γα­λύ­τε­ρη επι­τε­λε­στι­κή πα­ρά­δο­ση, ζω­ντα­νή ακό­μη και σή­με­ρα, κυ­ρί­ως στο δη­μο­τι­κό ρε­περ­τό­ριο. Η επι­τε­λε­στι­κή αυ­τή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δη­μιούρ­γη­σε ισχυ­ρές οντό­τη­τες, οι οποί­ες φαί­νε­ται πως επι­κοι­νω­νούν με αυ­τήν του Τού­ντε. Αυ­τές, συ­νή­θως, τι­τλο­φο­ρού­νται ως Τσο­μπα­νό­που­λο, Λα­γιαρ­νί, Τσο­πα­νά­κος, Σκά­ρος... Ο σκο­πός, όμως, φαί­νε­ται πως ει­σή­χθη και στο klezmer/Yiddish ρε­περ­τό­ριο των Εβραί­ων που ζού­σαν μα­ζι­κά στις πε­ριο­χές της Βλα­χί­ας, οι οποί­οι τον με­τέ­φε­ραν και στην αμε­ρι­κά­νι­κη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα». Αυ­τά τα ενη­με­ρω­τι­κά, απλά και ωραία.
Με ένα τε­λευ­ταίο πα­ρά­δειγ­μα θα με­τα­φερ­θού­με στην Θρά­κη, για να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τη δια­δι­κα­σία δια­λό­γου του γρα­πτού με τον προ­φο­ρι­κό λό­γο στην τρα­γου­δο­ποι­ία, ταυ­τό­χρο­να όμως και τα από­το­κα της κρα­τι­κής με­γα­λοϊ­δε­α­τι­κής εκ­παί­δευ­σης και προ­πα­γάν­δας που έχει δώ­σει τους καρ­πούς της κι έτσι έχουν ανα­λά­βει πια να την αξιο­ποι­ή­σουν οι ίδιοι οι φο­ρείς του το­πι­κού λαϊ­κού «προ­φο­ρι­κού» πο­λι­τι­σμού. Εί­ναι το εβρί­τι­κο τρα­γού­δι Βαγ­γέ­λης Κα­πε­τά­νιος. Πρό­κει­ται για τον Βαγ­γέ­λη Μα­τσιά­νη, θρυ­λι­κό αντάρ­τη της Θρά­κης, στα τέ­λη του 19ου αι., κα­τα­γό­με­νο από τα Λά­βα­ρα. Κα­τά τα ειω­θό­τα, πή­ρε τα βου­νά αφού σκό­τω­σε δύο Τούρ­κους που άρ­πα­ξαν τα προι­κιά της αδελ­φής του, εντά­χθη­κε στο ένο­πλο ασκέ­ρι που έδρα­ζε στην πε­ριο­χή Γκί­μπρε­να του δά­σους της Δα­διάς και στα­δια­κά εξε­λί­χθη­κε σε αρ­χη­γό του. Ως τσέ­τες κα­νο­νι­κοί ή ως θρα­κιώ­τι­κο κο­μι­τά­το, όπως το απο­κα­λούν σή­με­ρα οι ντό­πιοι, συ­γκρού­στη­καν για μια ει­κο­σα­ε­τία, υπο­βοη­θού­με­νοι από τους χω­ρι­κούς, με τα τούρ­κι­κα κο­μι­τά­τα που κα­τα­δυ­νά­στευαν την πε­ριο­χή από Αδρια­νού­πο­λη μέ­χρι Κο­μο­τη­νή. Όταν σκο­τώ­θη­κε με προ­δο­σία, ο λα­ός τον θρή­νη­σε με θρύ­λους και τρα­γού­δια, μέ­σα απ’ τα οποία τι­μά­ται και ανα­βαθ­μί­ζε­ται από κοι­νω­νι­κός λη­στής σε εθνι­κό ήρωα, στα βή­μα­τα άλ­λω­στε του Κο­λο­κο­τρώ­νη και των άλ­λων, ζη­λευ­τών στους αλύ­τρω­τους, νό­τιων μα­χη­τών της λευ­τε­ριάς και της εθνι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας.[11]

Πα­ραλ­λα­γή πρώ­τη:

Στα χί­λια οκτα­κό­σια, αμάν, και εβδο­μή­ντα δυο, και ε- και εβδο­μή­ντα δυο
Βαγ­γέ­λης κα­πε­τά­νιος βγαί­νει, βγαί­νει πά­ν’ στο βου­νό,
λε­βέ­ντες πα­λι­κά­ρια, αμάν, εί­ναι τ’ ασκέ­ρια του, εί­ναι, εί­ναι τ’ ασκέ­ρια του,
στης Γκί­μπρι­νας τα ορ­μά­νια, αμάν, έχ’ τα, έχ’ τα λη­μέ­ρια του.
Κουρ­σεύ­ουν τσι­φλι­κά­δες, αμάν, μπέ­η­δες, αφε­ντι­κά,

μπέ­η­δες, μπέ­η­δες, αφε­ντι­κά,
δί­νουν στους φου­κα­ρά­δες, αμάν, να ζή­σ’, να ζή­σ’ και η Ρω­μιο­σιά.
[12]

Πα­ραλ­λα­γή δεύ­τε­ρη:

Τρα­γου­δούν και σχο­λιά­ζουν το 1996 η Σ.Δ., 70 χρό­νων και η Κ.Κ., 71 χρό­νων, τρα­γου­δι­στι­κό ζευ­γά­ρι από τα Λά­βα­ρα του Έβρου.

Στα χί­λια οχτα­κό­σια και εβδο­μή­κο­ντα
Βαγ­γέ­λης κα­πε­τά­νιος, ωχ αμάν, γύ­ρι­ζε στα βου­νά,
Βαγ­γέ­λης κα­πε­τά­νιος, ωχ αμάν, γύ­ρι­ζε στα βου­νά
με γα­λα­νή ση­μαία και μ’ αρ­γυ­ρό σταυ­ρό,
με γα­λα­νή ση­μαία, ωχ αμάν, και μ’ αρ­γυ­ρό σταυ­ρό.
Όσα βου­νά κι αν γύ­ρ’σε κι όσα γκι­ζέ­ρι­ξε
σαν της Δα­διάς τα μέ­ρια, ωχ αμάν, δε βρή­κε που­θε­νά,
ν-έχει και με­τε­ρί­ζια ν-έχει και κα­μα­ριά,
ν-εκεί έχει πα­λι­κά­ρια δε­κα­ο­χτώ­χρο­να
που πο­λε­μούν τους Τούρ­κους, ωχ αμάν, τα άτι­μα σκυ­λιά,
για να γυ­ρί­σουν πί­σω, ωχ αμάν, στην Κόκ­κι­νη Μη­λιά



«Αυ­τός ήταν χω­ρια­νός μας, κα­πε­τάν Βαγ­γέ­λης. Δεν έκα­μνε κα­νέ­να κα­κό. Βγή­κε στο βου­νό μό­νο και μό­νο απ’ τους πλού­σιους, για­τί δε λο­γά­ρια­ζαν τ’ς φτω­χοί. Ψο­φού­σε ένα ζώο ενός φτω­χού, δεν ήλε­γαν να μα­ζευ­τούν απ’ το χω­ριό να τον βοη­θή­σουν, να τον πά­ρουν ένα ζώο να κά­νει τη δου­λειά τ’. Κι αυ­τός βγή­κε στο βου­νό. Τη νύ­χτα ση­κώ­νο­νταν ύστε­ρα και έρ­χνο­νταν κρυ­φά στους πλου­σί­ους και τ’ς έλε­γε, Από­ψε θέ­λω τό­σα λε­φτά. Τα ’δω­ναν. Αυ­τό κά­μ’ κα­μιά φο­ρά δεν το τρα­γου­δού­σαν. Εί­ναι πο­λύ πα­λιό και δεν το ξέ­ρει κα­νέ­νας. Μάς, εί­χε μας το πει ένας ιε­ρέ­ας με­γά­λος, του ’χα­νε γραμ­μέ­νο στην κοι­νό­τη­τα και μας λέ­ει μια μέ­ρα, Τό­σα τρα­γού­δια ξέ­ρε­τε, λέ­ει, τον Κα­πε­τάν Βαγ­γέ­λη, λέ­ει, δε θα τον πεί­τε κα­μιά φο­ρά να τον ακού­σου­με; λέ­ει. Δεν ξέ­ρου­με, τι Κα­πε­τάν Βαγ­γέ­λης εί­ναι αυ­τός· εμείς ού­τε εί­χα­με ιδέα. Άμα ξέ­ρεις λέω, πες μας κα­μπό­σα λό­για, λέω, θα βά­λου­με και μο­να­χές μας, θα το ται­ριά­σου­με. Και πη­γαί­νει, μας φέρ­νει ένα κομ­μά­τι χαρ­τί, μέ­σα γραμ­μέ­νο ποί­η­μα, και έβα­λα­με κι εμείς κα­μπό­σα και τό γρα­ψα­με. Ύστε­ρα κα­νέ­νας. Πού τώ­ρα τη φω­νή όμως; Τα λό­για κα­λά, μας τα ’φε­ρε, ποί­η­μα, τώ­ρα τη φω­νή τι θα κά­νου­με; Τώ­ρα ποιος ξέ­ρει τη φω­νή; Ήταν δυο γριές. Πα­αί­νου­με στη μία: Μπα! Τι; Εμείς δεν ξέ­ρου­με, λέ­ει. Πα­αί­νου­με και σε μια συγ­γε­νή μας για­γιά: Πες μας, για­γιά, εσύ του­λά­χι­στον αυ­τό το τρα­γού­δι, πώς πα­αί­ν’ τη φω­νή τ’. Δεν θυ­μό­ταν κα­θό­λου. Κι έκα­τσα­με ύστε­ρα οι δυο μας… Κι έβα­λα­με το “ωχ αμάν” και το ται­ριά­σα­με. Το ταί­ρια­σα­με και τον εί­πα­με τον πα­πα-Χρή­στο κι ήταν μες στη χα­ρά! Για τον Βαγγ­γέ­λη τον Κα­πε­τά­νιο όλο το χω­ριό ξέ­ρει, την ιστο­ρία, το ιστο­ρι­κό τ’. Το τρα­γού­δι όχι. Ού­τε ο πα­πάς το ήξε­ρε. Το βρή­κε απλώς γραμ­μέ­νο. Τώ­ρα το ’γρα­ψαν μέ­σα στο βι­βλίο ο σύλ­λο­γος. Το ’χουν γραμ­μέ­νο έτσι. Ο αστυ­νό­μος μας το ’δω­σε πέρ­σι το βι­βλίο. Τό­σα τρα­γού­δια ξέ­ρε­τε, λέ­ει· δώ­στε μας, λέ­ει, κα­μιά κα­σέ­τα, λέ­ει, άντα γιορ­τά­ζου­με εδώ, να λα­χτα­ρί­ξου­με ο κό­σμος· εκεί που κά­νουν βόλ­τα, λέ­ει, τα παι­διά, λέ­ει, να χο­ρεύ­ουν. Δεν έδω­σα­με, για­τί δε χαί­ρο­νταν τα παι­διά, ού­τε ση­μα­σία δε δί­νουν».



ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Jane K. Cowan (ed.), Macedonia. The Politics of Identity and Difference, Pluto Press, Λον­δί­νο 2000.
Thede Kahl, Για την ταυ­τό­τη­τα των Βλά­χων. Εθνο­πο­λι­τι­σμι­κές προ­σεγ­γί­σεις μιας βαλ­κα­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, μτ­φρ. Στέ­φα­νος Μπου­λα­σί­κης, Κέ­ντρο Ερευ­νών Μειο­νο­τι­κών Ομά­δων (ΚΕ­ΜΟ), περ. Β΄2, Αθή­να 2009.
Robert A. LeVine & Donald T. Campbell, Ethnocentrism: Theories of Conflict, Ethnic Attitudes and Group Behavior, John Wiley, Nέα Υόρ­κη 1972.
Dimitris Livanios, “The Quest for Hellenism: Religion, Nationalism and Collective Identities in Greece (1453-1913)”, στο The Historical Review, 3, 2006, 33-70
Γιάν­νης Γκλα­βί­νας, Οι μου­σουλ­μα­νι­κοί πλη­θυ­σμοί στην Ελ­λά­δα (1912-1923). Από την εν­σω­μά­τω­ση στην ανταλ­λα­γή, Α. Στα­μού­λης, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2013
Λε­ω­νί­δας Εμπει­ρί­κος - Γιώρ­γος Μαυ­ρομ­μά­της, «Εθνο­τι­κή ταυ­τό­τη­τα και πα­ρα­δο­σια­κή μου­σι­κή στους Μου­σουλ­μά­νους της ελ­λη­νι­κής Θρά­κης», Εθνο­λο­γία 6-7 (1998-1999), Αθή­να 2000, 309-341.
Λ. Εμπει­ρί­κος, Α. Ιω­αν­νί­δου, Ε. Κα­ραν­τζό­λα, Λ. Μπαλ­τσιώ­της, Σ. Μπέ­ης, Κ. Τσι­τσε­λί­κης, Δ. Χρι­στό­που­λος (επιμ.), Γλωσ­σι­κή ετε­ρό­τη­τα στην Ελ­λά­δα. Αρ­βα­νί­τι­κα, Βλά­χι­κα, Γλώσ­σες της μειο­νό­τη­τας της Δ. Θρά­κης, σλα­βι­κές διά­λε­κτοι της Μα­κε­δο­νί­ας, Κέ­ντρο Ερευ­νών Μειο­νο­τι­κών Ομά­δων (ΚΕ­ΜΟ) - Αλε­ξάν­δρεια, Αθή­να 2001.
Αλέ­ξης Ηρα­κλεί­δης, «Εθνο­κε­ντρι­σμός και ετε­ρό­τη­τα. Οι κυ­ρί­αρ­χες ελ­λη­νι­κές αντι­λή­ψεις στα «εθνι­κά θέ­μα­τα» και τα αί­τιά τους», στο Εθνι­κι­σμός και Ετε­ρό­τη­τα. Τι­μη­τι­κός τό­μος για τον Στέ­φα­νο Πε­σμα­ζό­γλου, Αλε­ξάν­δρεια, Αθή­να 2022, 290-293.
Σπύ­ρος Κα­ρά­βας, Οι εθνο­γρα­φι­κές πε­ρι­πέ­τειες του «ελ­λη­νι­σμού» (1876-1878), περ. Τα Ιστο­ρι­κά, τ. 36, Ιού­νιος 2002, 23-74, τ. 38, Ιού­νιος 2003, 49-112.
Χρι­στί­να Κου­λού­ρη, Φου­στα­νέ­λες και χλα­μύ­δες. Ιστο­ρι­κή μνή­μη και εθνι­κή ταυ­τό­τη­τα 1821-1930, Αθή­να, Αλε­ξάν­δρεια, 2020.
Χρι­στί­να Κου­λού­ρη, «Γιορ­τά­ζο­ντας το Έθνος: Εθνι­κές επέ­τειοι στην Ελ­λά­δα τον 19ο αιώ­να», στο Αθέ­α­τες όψεις της Ιστο­ρί­ας. Κεί­με­να αφιε­ρω­μέ­να στον Γιά­νη Για­νου­λό­που­λο, Αθή­να, Ασί­νη, 2012, 181-210.
Τά­σος Κω­στό­που­λος, Η απα­γο­ρευ­μέ­νη γλώσ­σα. Κρα­τι­κή κα­τα­στο­λή των σλα­βι­κών δια­λέ­κτων στην ελ­λη­νι­κή Μα­κε­δο­νία, Μαύ­ρη Λί­στα, Αθή­να 2000.
Τά­σος Κω­στό­που­λος, Το «Μα­κε­δο­νι­κό» της Θρά­κης. Κρα­τι­κοί σχε­δια­σμοί για τους Πο­μά­κους (1956- 2008), Κέ­ντρο Ερευ­νών Μειο­νο­τι­κών Ομά­δων (ΚΕ­ΜΟ), περ. Β΄1- Βι­βλιό­ρα­μα 2009.
Αντώ­νης Λιά­κος, Πώς το πα­ρελ­θόν γί­νε­ται Ιστο­ρία, Πό­λις 2007.
Αντώ­νης Λιά­κος, «Οι πό­λε­μοι της Ιστο­ρί­ας. Ση­μειώ­σεις επί του πε­δί­ου», στο Αθέ­α­τες όψεις της Ιστο­ρί­ας. Κεί­με­να αφιε­ρω­μέ­να στον Γιά­νη Για­νου­λό­που­λο, Αθή­να, Ασί­νη, 2012, 137-160.
Γιώρ­γος Μαρ­γα­ρί­της, Ανε­πι­θύ­μη­τοι συ­μπα­τριώ­τες. Στοι­χεία για την κα­τα­στρο­φή των μειο­νο­τή­των της Ελ­λά­δας: Εβραί­οι, Τσά­μη­δες, Βι­βλιό­ρα­μα 2005.
Ιά­κω­βος Μι­χαη­λί­δης, Με­τα­κι­νή­σεις σλα­βό­φω­νων πλη­θυ­σμών (1912-1930). Ο πό­λε­μος των στα­τι­στι­κών, Κέ­ντρο Ερευ­νών Μειο­νο­τι­κών Ομά­δων (ΚΕ­ΜΟ) 6 - Κρι­τι­κή, Αθή­να 2003.
Λά­μπρος Μπαλ­τσιώ­της, «Οι Αρ­βα­νί­τες», στο Αθέ­α­τες όψεις της Ιστο­ρί­ας. Κεί­με­να αφιε­ρω­μέ­να στον Γιά­νη Για­νου­λό­που­λο, Αθή­να, Ασί­νη, 2012, 353-376.
Λά­μπρος Μπαλ­τσιώ­της, «Πέ­ρα και έξω από τους νό­μους: Η αντι­με­τώ­πι­ση της ετε­ρό­τη­τας στο ελ­λη­νι­κό εθνι­κό κρά­τος», στο Ανα­στα­σία Σα­μα­ρά-Κρί­σπη - Άγ­γε­λος Συ­ρί­γος - Αντώ­νης Κλά­ψης (επιμ.), Μειο­νό­τη­τες και θρη­σκευ­τι­κές και γλωσ­σι­κές ομά­δες. Δί­καιο και Πο­λι­τι­κή, Νο­μι­κή Βι­βλιο­θή­κη, Αθή­να 2023, 209-244.
Πα­ντε­λής Μπου­κά­λας, Πιά­νω γρα­φή να γρά­ψω... Δο­κί­μια για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, τ. 1-4, Άγρα 2016, 2017, 2019, 2022.
Ανα­στα­σία Ντα­νί­κα, «Λα­λού­ντες μό­νον την οθω­μα­νι­κήν. Η ανά­γκη για διερ­μη­νέα στον μου­σουλ­μα­νι­κό πλη­θυ­σμό της Λά­ρι­σας την πε­ρί­ο­δο 1882-1898», Μνή­μων 35, Αθή­να 2016, 293-313.
Αλέ­ξης Πο­λί­της, Ρο­μα­ντι­κά χρό­νια. Ιδε­ο­λο­γί­ες και νο­ο­τρο­πί­ες στην Ελ­λά­δα του 1830-1880, Εται­ρεία Με­λέ­της Νέ­ου Ελ­λη­νι­σμού (ΕΜΝΕ) - Μνή­μων, Αθή­να 1993.
Αλέ­ξης Πο­λί­της, Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της, Ηρά­κλειο 2010.
Μα­ρί­κα Ρό­μπου-Λε­βί­δη, Επι­τη­ρού­με­νες ζω­ές. Μου­σι­κή, χο­ρός και δια­μόρ­φω­ση της υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας στη Μα­κε­δο­νία, Αλε­ξάν­δρεια, Αθή­να 2016.
Σύγ­χρο­να Θέ­μα­τα, Αφιέ­ρω­μα: Εμείς και οι άλ­λοι. Η δια­χεί­ρι­ση της εθνο­πο­λι­τι­σμι­κής δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τας, τ. 63, Απρ.- Ιούν. 1997.
Μι­ρά­ντα Τερ­ζο­πού­λου, «Ιστο­ρία, μνή­μη και “γε­γο­νό­τα τρα­γού­δια”», στο Μου­σι­κές της Θρά­κης. Μια διε­πι­στη­μο­νι­κή προ­σέγ­γι­ση: Έβρος, έκδ. Σύλ­λο­γος Οι Φί­λοι της Μου­σι­κής - Ερευ­νη­τι­κό Πρό­γραμ­μα “Θρά­κη” Αθή­να 1999, 121-155.
Μι­ρά­ντα Τερ­ζο­πού­λου, Σα­ρά­ντα πα­λι­κά­ρια από τη Λι­βα­δειά πα­τή­σαν το YouTube ηρω­ι­κά!, στο Αν­δρέ­ας Μα­ρά­τος (επιμ.), 1821-2021: Μνή­μες τε­χνών - Θραύ­σμα­τα ιστο­ρί­ας, Νή­σος/ Ιν­στι­τού­το Νί­κος Που­λαν­τζάς, Αθή­να 2021, 783-801.
Μι­ρά­ντα Τερ­ζο­πού­λου - Ελέ­νη Ψυ­χο­γιού, «“Άσμα­τα” και τρα­γού­δια: προ­βλή­μα­τα έκ­δο­σης δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών», Εθνο­λο­γία 1 , Αθή­να 1992, 143-165.
Μι­ρά­ντα Τερ­ζο­πού­λου - Ελέ­νη Ψυ­χο­γιού, «Ψη­φια­κή Βά­ση Δε­δο­μέ­νων για την Eθνι­κή Μου­σι­κή Συλ­λο­γή του Κέ­ντρου Ερεύ­νης της Ελ­λη­νι­κής Λα­ο­γρα­φί­ας της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, στο Επε­τη­ρίς του Κέ­ντρου Ερεύ­νης της Ελ­λη­νι­κής Λα­ο­γρα­φί­ας, 29-30 (1999-2003), Αθή­να 2004, 61-74.
Κ. Τσι­τσε­λί­κης - Δ. Χρι­στό­που­λος (επιμ.), Το μειο­νο­τι­κό φαι­νό­με­νο στην Ελ­λά­δα. Μια συμ­βο­λή των κοι­νω­νι­κών επι­στη­μών, Κρι­τι­κή, Αθή­να 1997.
Γιάν­νης Χα­μη­λά­κης, Το έθνος και τα ερεί­πιά του. Αρ­χαιό­τη­τα, αρ­χαιο­λο­γία και εθνι­κό φα­ντα­σια­κό στην Ελ­λά­δα, μτ­φρ. Νε­κτά­ριος Κα­λαϊ­τζής, Εκ­δό­σεις του Ει­κο­στού Πρώ­του 2012.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: