Τετράχορδο

«Η κοίτη του Ιλισσού και η γέφυρα που οδηγούσε στο Παναθηναϊκό Στάδιο...». Λεπτομέρεια χαλκογραφίας. Σχέδιο του J. Stuart. Από την τετράτομη έκδοση «The Antiquities of Athens», Λονδίνο 1762-1816). Ιδιωτική συλλογή. Πηγή: «Τόπος & Εικόνα», τόμ. Β΄.
«Η κοίτη του Ιλισσού και η γέφυρα που οδηγούσε στο Παναθηναϊκό Στάδιο...». Λεπτομέρεια χαλκογραφίας. Σχέδιο του J. Stuart. Από την τετράτομη έκδοση «The Antiquities of Athens», Λονδίνο 1762-1816). Ιδιωτική συλλογή. Πηγή: «Τόπος & Εικόνα», τόμ. Β΄.

  


     I

ΑΣΤΡΑ­ΠΗ

Ηλε­κτρι­σμέ­να σύν­νε­φα
κι ο ου­ρα­νός με­λά­νι.
Τα μέ­ρη τα σβη­σμέ­να αυ­τά
θα ξα­να­στρά­ψουν.
Από μαρ­τυ­ρη­μέ­νες πέ­τρες
θα ανα­βλα­στή­σου­νε που­λιά.
Κι απ' τα γυ­μνό­κλα­δα
θ' απλώ­σει ο αέ­ρας του ρυθ­μού
αρ­χέ­γο­νος σαν ίσκιος.
Θο­λό πο­τά­μι πυ­ρε­τού κρυ­φού
να στρώ­σει τώ­ρα λη­σμο­νιάς χορ­τά­ρι
μά­λα­μα για τα σιω­πη­λά.
Τα βου­βα­μέ­να, τα βου­νά
τα απο­σβο­λω­μέ­να.


        II

ΓΙΟ­ΦΥ­ΡΙ

Στον Πα­ντε­λή Μπου­κά­λα

Βα­θύ φα­ράγ­γι της φω­νής
κρυ­φό της γλώσ­σας ρέ­μα
τις μά­ντε­ψε πο­τέ κα­νείς
τις πέ­τρες σου στο αί­μα;

Πλα­τά­νι της συ­γκο­μι­δής
πο­τά­μι μου δρο­σά­το,
μο­νά­χο πά­λι θα με δεις
στην φλε­γο­μέ­νη βά­το

να ψά­χνω τζι­βα­ε­ρι­κά
και το χρυ­σό μα­χαί­ρι
που αφή­σα­νε τ' αε­ρι­κά
για το κρυ­φό μου χέ­ρι

να ψά­χνω κά­τω απ' τα μπε­τά
με κρύο, με λιο­πύ­ρι
θε­μέ­λια σι­δε­ρό­δε­τα
να βρω για το γιο­φύ­ρι.

Ολη­με­ρίς το χτί­ζα­νε
το βρά­δυ γκρε­μι­ζό­ταν
και τα νε­ρά μαυ­ρί­ζα­νε
η κό­ρη όπως σφα­ζό­ταν.


        III

ΣΩ­ΤΗ

Μνή­μη Σω­τη­ρί­ας Κόρ­δη (†10.12.2023)

Της ξε­νι­τιάς και του φευ­γιού βρο­χή.
Και κό­πη­κε της Μά­νας σου η καρ­δού­λα.
Η ανά­σα μας γυ­ρεύ­ει ρί­ζα, απα­ντο­χή
πως φεύ­γεις σι­γα­λή, λευ­κή βαρ­κού­λα.

Εμείς εδώ. Στην ξε­νι­τειά ξε­μει­νε­μέ­νοι
ακού­με την βρο­χή να επι­μέ­νει.
Λέ­με ότι ζού­με, κι όμως, κά­τι φταί­ει.
Ο βί­ος μας σε έρη­μο πα­ρα­παί­ει.

Ο Χά­ρος με την τρο­με­ρή του από­χη
αρ­πά­ζει τα παι­διά από τους γο­νείς
για­τί στην σκό­τει­νη καρ­διά του το 'χει:
Όσο κρα­τά­ει η ζή­ση, να πο­νείς.

Τα χρό­νια τα λου­λού­δια, τα μυ­ρι­στι­κά σου
τώ­ρα σε ρεί­θρο λα­μπε­ρό εί­ναι φυ­τε­μέ­να.
Ευω­δια­στά με­λισ­σο­κέ­ρια κι αναμ­μέ­να
σε κή­πο μυ­στι­κό. Κι εί­ναι δι­κά σου

μαρ­τύ­ριο κι υπο­μο­νή. Στο φως τους πο­τι­σμέ­νη
εύ­χου, προ­σκύ­να και για μας, γα­λη­νε­μέ­νη.


        IV

ΓΕ­ΡΟΣ ΟΡ­ΓΑ­ΝΟ­ΠΑΙ­ΧΤΗΣ

Σκυ­λιά και αλυ­χτή­μα­τα
και από πού
μέ­σα στην νύ­χτα αλ­λό­κο­τος ο αέ­ρας;
Ποιά μου­σι­κή τυ­λί­γει εδώ τα δέ­ντρα
βρο­χού­λα φθι­νο­πω­ρι­νή;
Παί­ζει, μο­νά­χος παί­ζει το ίδιο
τρα­γού­δι κά­θε βρά­δυ

Φιλ­ντι­σο­κοκ­κα­λέ­νια μου
και αση­μό­βερ­γά μου

παί­ζει στο έρη­μο χω­ριό
ο τε­λευ­ταί­ος έν­δο­ξης ζυ­γιάς
έσχα­τος κά­τοι­κος
πο­λί­χνης μι­σο­γκρε­μι­σμέ­νης.
Παί­ζει τα ρέ­στα με τον Χά­ρο
κά­θε βρά­δυ
με το λα­γού­το δρύ­ι­νο
στο σκο­τά­δι.
Ανά­βει, ύστε­ρα, φως. Και συλ­λο­γιέ­ται
τα πα­νη­γύ­ρια, τις χα­ρές, τα ξό­δια,
μπερ­δεύ­ει ζω­ντα­νούς και πε­θα­μέ­νους.
Ακού­ει την θά­λασ­σα ν' αφρί­ζει
και βρα­χνο­μουρ­μου­ρί­ζει:

Τούρ­να, τούρ­να
μάς έπια­σ' η φουρ­τού­να.

Κο­σμάς Ασμά­το­γλου, υπο­γρά­φει.
Γεν­νη­θείς κά­που
στον μέλ­λο­ντα αιώ­να.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: