«...γιατί το ποίημα ήταν το ερώτημα του ερωτήματος»

Guy Pene du Bois: «Γυναίκα με ακορντεόν»
Guy Pene du Bois: «Γυναίκα με ακορντεόν»

Με αφορμή το «Accordion» της Ζέφης Δαράκη (Ύψιλον 2024)



Η γυ­ναί­κα δεν μπο­ρεί να ει­πω­θεί (se dire). Τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να ει­πω­θεί για τη γυ­ναί­κα.
Η γυ­ναί­κα... δεν εί­ναι πλή­ρης, αφού μπο­ρεί επί­σης να έχει σχέ­ση με το Ν. Ορί­ζω το Ν ως
φαλ­λό στο βαθ­μό που υπο­δει­κνύω ότι εί­ναι το ση­μαί­νον που δεν έχει ση­μαι­νό­με­νο
Λ   Α   Κ   Α   Ν
Σε­μι­νά­ριο ΧΧ





Επει­δή η ποί­η­ση εί­ναι μια μορ­φή του «γί­γνε­σθαι-γυ­ναί­κα», δη­λα­δή μια δια­δι­κα­σία που εκ­κρε­μεί, διό­τι «Η» γυ­ναί­κα (άρ­θρο ορι­στι­κό), «δεν υπάρ­χει», πώς να μι­λή­σω για την Ζέ­φη Δα­ρά­κη που γί­νε­ται και ξα­να­γί­νε­ται γυ­ναί­κα, όντας γυ­ναί­κα; Μέ­σα στο «γί­γνε­σθαί» της υπάρ­χει ένα «ήδη γυ­ναί­κα» που όμως γί­νε­ται διαρ­κώς για να δια­βάλ­λει το μοι­ραίο δυι­σμό (των ηλι­κιών, των φύ­λων) και να γλι­στρά στο συ­νε­χές της μου­σι­κής ενός ακορ­ντε­όν. Μια δια­φο­ρά λοι­πόν, ως συν­θή­κη του αμι­γούς γί­γνε­σθαι, όπως στην Αλί­κη μέ­σα από τον κα­θρέ­φτη, ίδια μες στον χρό­νο και συγ­χρό­νως άλ­λη. Εκεί, μέ­σα στην ου­σία του γί­γνε­σθαι, προ­χω­ρά συγ­χρό­νως και προς τις δύο κα­τευ­θύν­σεις την ώρα που μο­νο­λο­γεί τα άγρα­φα ποί­η­μα­τά της. Η μια κα­τεύ­θυν­ση, προς τον χρό­νο του accordion στους ήχους μιας κυ­μαι­νό­με­νης μου­σι­κής και η άλ­λη, προς τη μο­νο­φω­νία του μο­νό­ξυ­λου της ερη­μιάς του χρό­νου. Και τό­τε, πώς η ποί­η­σή της να μην απο­κτά την άπει­ρη ταυ­τό­τη­τα με τις δύο συγ­χρό­νως δια­στά­σεις, του μέλ­λο­ντος και του πα­ρό­ντος, συ­ντε­θει­μέ­νων από την δύ­να­μη του πα­ρελ­θό­ντος της; Ολό­κλη­ρη μια forza del destino.

Δεν υπάρ­χουν συ­νε­πώς πα­λιές κα νέ­ες συλ­λο­γές της Δα­ρά­κη αλ­λά ένα έρ­γο ad infinitum.

Η Δα­ρά­κη, όπως η Αλί­κη του Κά­ρολ, δεν μπο­ρεί να εντο­πι­σθεί, να κα­τα­χω­ρη­θεί στους κα­τα­λό­γους, να ανα­λυ­θεί φι­λο­λο­γι­κά. Περ­νά από το σω­μα­τι­κό, που τό­σο δρα­μα­τι­κά πε­ρι­γρά­φει, στο ασώ­μα­το, που εξ ίσου δρα­μα­τι­κά αφή­νει να φα­νεί. Έτσι ελευ­θε­ρώ­νει τον ασώ­μα­το σω­σία της: με τον πιο ηδο­νι­κό σω­μα­τι­κό τρό­πο. Κι έτσι ολο­κλη­ρώ­νε­ται ό,τι έλε­γε ο Πολ Βα­λε­ρί: «Το πιο βα­θύ εί­ναι η επι­δερ­μί­δα». Άνο­δος και κά­θο­δος στην νι­τσεϊ­κή επι­φά­νεια, ιδιό­τη­τα/πε­ρι­πέ­τεια ενός κο­ρι­τσιού (της Αλί­κης/Ζέ­φης) κα­τά την άνο­δο/κά­θο­δό της στο πα­ρά­δο­ξο της ποί­η­σης που ανα­θέ­τει στη γλώσ­σα να πε­ρα­τώ­νει και συγ­χρό­νως να ξα­ναρ­χί­ζει, αλ­λά όχι από την αρ­χή: από οπου­δή­πο­τε! Διό­τι στη Δα­ρά­κη συμ­βαί­νει αυ­τό ακρι­βώς που πε­ρι­γρά­φει ο Zακ-Αλέν Μι­λέρ «Το τί­πο­τα να μπαί­νει στον κό­σμο μέ­σω της γλώσ­σας», κά­τι που μπο­ρεί να ει­πω­θεί με το δι­κό της τρό­πο: «Θρο­ΐ­ζει η ζωή μι­σό­γδυ­τη κο­πέ­λα ακου­μπι­σμέ­νη / στο δυ­να­τό στή­θος του θα­νά­του» (accordion, σ. 60).

Τη θαυ­μά­ζω κα­θώς εί­μαι πα­γι­δευ­μέ­νος στο βά­θος του «άν­δρα» για τον οποίο το γί­γνε­σθαι εί­ναι αδύ­να­το δί­χως το δι­κό της γί­γνε­σθαι: τη μου­σι­κή που αφή­νει ένα accordion πτυ­χώ­νο­ντας τις σε­λί­δες των ποι­η­μά­των της σε μια αε­ρο­πα­ρα­γω­γό φυ­σού­να, που συ­μπιέ­ζε­ται και επε­κτεί­νε­ται, δια­χέ­ο­ντας τον ήχο σε ξε­χω­ρι­στά πλη­κτρο­λό­για. Δια­βά­λουν τις το­νι­κό­τη­τες του ενός και του άλ­λου. Αυ­τή τη ροή αέ­ρα που κά­νει να πάλ­λο­νται τα με­ταλ­λι­κά ελά­σμα­τα του ορ­γά­νου της ποί­η­σης, μού την πα­ρέ­χει η δι­κή της ποί­η­ση. Κι όταν γρά­φω ποί­η­ση με ένα εί­δος άθλη­σης και εξι­στο­ρώ την απώ­λεια, δεν ξε­φεύ­γω από την οι­δι­πό­δεια ανα­γω­γή του άν­δρα: «η μά­να μου, ή η πλη­γή/πη­γή μου». Δεν ξε­χορ­τα­ριά­ζω τα πα­λιά γράμ­μα­τα (σ. 64), δεν δια­χω­ρί­ζω την ήρα από το στά­ρι και γί­νο­μαι και κά­τι άλ­λο εκτός από ποι­η­τής.

Γι' αυ­τό η Ζέ­φη Δα­ρά­κη πη­γαί­νει:

...επί­τη­δες μό­νη
συ­να­ντώ­ντας τους ίσκιους του σώ­μα­τος
σε άγνω­στα φυλ­λώ­μα­τα ― πώς ένα παι­δί
παί­ζει κρυ­φά με τον εαυ­τό του
             μια δρο­σε­ρή αυ­τα­πά­τη
πο­λύ μα­κριά
απ' τα βα­ριά νο­μί­σμα­τα των πρά­ξε­ων
Μα­κριά από αγριε­μέ­νες λέ­ξεις ικριώ­μα­τα ―
                δεν αφή­νουν να ξε­μυ­τή­σει το έκ­θαμ­βο
πα­ρά με­ρό­νυ­χτα τι­μω­ρη­μέ­νες απ' τις πρά­ξεις
δε­μέ­νες πι­σθά­γκω­να
βλέ­που­νε στο βυ­θό τους που­λιά
                 στραγ­γα­λι­σμέ­να απ΄ τη φω­νή τους

                [ ... ]

Για­τί μο­νο­λο­γού­σε άγρα­φα ποι­ή­μα­τα
που από­διω­χναν ασθμαί­νο­ντας
την ασφυ­ξία της γρα­φής
Πα­ρα­λη­ρού­σε κά­τω­χρο το χρό­νο
μο­νό­ξυ­λο της ερη­μιάς του

(accordion, Ύψι­λον/βι­βλία, 2024 σ. 47).

ΥΓ. Έγρα­ψα για τη Ζέ­φη; Δεν έγρα­ψα;
...«μην ενα­γκα­λι­στεί­τε πο­τέ έναν Άγ­γε­λο
θα μεί­νει καρ­φω­μέ­νος στο σώ­μα σας
σαν πε­τα­λού­δα.»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: