Καλειδοσκόπιο ή κιβωτός;

Καλειδοσκόπιο ή κιβωτός;

Δη­μή­τρης Χα­ρί­τος, Τα τρια­κό­σια εξή­ντα πέ­ντε και το ένα για τα δί­σε­χτα χρό­νια (Ιδιω­τι­κή μυ­θο­λο­γία), Κί­χλη 2017

*

Ο όρος «ανά­λυ­ση ει­κό­νας» ανα­φέ­ρε­ται στο πλή­θος των ει­κο­νο­στοι­χεί­ων από τα οποία απο­τε­λεί­ται μια ψη­φια­κή ει­κό­να. Ένα ει­κο­νο­στοι­χείο (pixel) εί­ναι η μι­κρό­τε­ρη μο­νά­δα που απο­τε­λεί την ει­κό­να και ορί­ζει την ανα­πα­ρα­γω­γή της σε μια οθό­νη, υπο­διαι­ρώ­ντας την, εν εί­δει ψη­φι­δω­τού, σε έναν δισ­διά­στα­το πί­να­κα με γραμ­μές και στή­λες. Κά­θε «κε­λί» του πί­να­κα εί­ναι ένα ει­κο­νο­στοι­χείο, το πλή­θος των οποί­ων το αν­θρώ­πι­νο μά­τι αδυ­να­τεί να δια­κρί­νει ξε­χω­ρι­στά, αντι­λαμ­βά­νε­ται ωστό­σο την ει­κό­να ως ενιαίο σύ­νο­λο.
«Ένας άν­θρω­πος», γρά­φει ο Μπόρ­χες στον επί­λο­γο της συλ­λο­γής πε­ζών και ποι­η­μά­των του Εl Ηacedor (O Ποι­η­τής), «βά­ζει σκο­πό της ζω­ής του να ζω­γρα­φί­σει τον κό­σμο. Χρό­νια ολό­κλη­ρα γε­μί­ζει μια επι­φά­νεια με ει­κό­νες από επαρ­χί­ες, βα­σί­λεια, βου­νά, κόλ­πους, κα­ρά­βια, νη­σιά, ψά­ρια, σπί­τια, ερ­γα­λεία, άστρα, άλο­γα και αν­θρώ­πους. Λί­γο πριν πε­θά­νει ανα­κα­λύ­πτει ότι αυ­τός ο υπο­μο­νε­τι­κός λα­βύ­ριν­θος των γραμ­μών σχη­μα­τί­ζει την ει­κό­να του προ­σώ­που του».
Ένας ποι­η­τής, ο Δη­μή­τρης Χα­ρί­τος, βά­ζει σκο­πό της ζω­ής του να σχη­μα­τί­σει ακέ­ραιη την ει­κό­να του προ­σώ­που του. Μπαί­νει σε σκο­τει­νές αί­θου­σες κι­νη­μα­το­γρά­φου για χρό­νια πολ­λά, και μπαί­νει και σε οθό­νες κι­νη­μα­το­γρά­φου για άλ­λα τό­σα, και κρυ­φα­κού­ει τους ηθο­ποιούς να μι­λά­νε στον ύπνο τους, τον σκη­νο­θέ­τη να τους κα­θο­δη­γεί, και με­τά βγαί­νει από αυ­τές τις αί­θου­σες και μπαί­νει σε κεί­με­να για να μι­λή­σει για ται­νί­ες, και βγαί­νει από τα κεί­με­να και δια­βά­ζει ποί­η­ση και ανοί­γει σε­λί­δες λευ­κές και τις γε­μί­ζει ποί­η­ση, και τα­ξι­δεύ­ει για τις ται­νί­ες και τα ντο­κι­μα­ντέρ, και έπει­τα μας τα­ξι­δεύ­ει με λέ­ξεις-ται­νί­ες, μή­κους μι­κρού αλ­λά βά­θους με­γά­λου, και γρά­φει για τους «Άφα­ντους» της Σα­ντο­ρί­νης και ακο­λου­θεί κα­τα­πό­δας τους πι­στούς της ποί­η­σης και του Έρω­τα, και κά­που εκεί ανά­με­σα στο πλή­θος παίρ­νει το μά­τι του τον εαυ­τό του, τον πιά­νει στην αρ­πά­γη της γρα­φής και τον κα­θί­ζει στο σκα­μνί για να ομο­λο­γή­σει. Μί­λα, του λέ­ει. Μα τα εί­πα όλα, του απο­κρί­νε­ται, όλα. Τό­σα βι­βλία, τό­σες κρι­τι­κές, τό­σα ποι­ή­μα­τα. Δεν έχω τι άλ­λο να πω, πέ­ρα­σαν και τα χρό­νια. Εκεί­νος όμως δεν τον αφή­νει απ’ τον για­κά και επι­μέ­νει. Θυ­μή­σου, του λέ­ει επι­τα­κτι­κά, θυ­μή­σου κα­λά. Έχεις και άλ­λα, ψά­ξε. Κι αυ­τός δυ­σφο­ρώ­ντας ανοί­γει συρ­τά­ρια και κα­τε­βά­ζει τα ρά­φια, ψά­χνει κι­τά­πια και ση­μειώ­σεις, χάρ­τες τα­ξι­διω­τι­κούς και δια­φη­μι­στι­κά ξε­νο­δο­χεί­ων. Και κά­που εκεί, ανά­με­σα σε τη­λε­φω­νι­κές ατζέ­ντες και άλ­μπουμ φω­το­γρα­φιών, προ­γράμ­μα­τα φε­στι­βάλ και ει­σι­τή­ρια, τον πε­ρι­μέ­νει μια εκ­κρε­μό­τη­τα χρό­νων. Ένα ημε­ρο­λό­γιο λεύ­κω­μα από το Metropolitan Museum of Art της Νέ­ας Υόρ­κης, όπου στις σε­λί­δες του πα­ρε­λαύ­νουν ση­μειώ­σεις δι­κές του στο πλαί­σιο ενός ιδιό­τυ­που αντάρ­τι­κου στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Ση­μειώ­σεις που έγρα­φε και ύστε­ρα τις ξε­χνού­σε. Εκεί­νες όμως εί­χαν άλ­λες βλέ­ψεις. Να ζή­σουν μια δεύ­τε­ρη ζωή με­τα­κο­μί­ζο­ντας στην ασφα­λή επι­φά­νεια ενός βι­βλί­ου.
Με τον τί­τλο «Τα τρια­κό­σια εξή­ντα πέ­ντε και το ένα για τα δί­σε­χτα χρό­νια» μέ­νει ένα κε­νό ασα­φές, αν πρό­κει­ται δη­λα­δή για τα δί­σε­χτα χρό­νια που πέ­ρα­σε ο συγ­γρα­φέ­ας ή αν η συ­γκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή, δί­κην κλη­ρο­δο­τή­μα­τος, συ­νι­στά πρά­ξη γεν­ναιο­δω­ρί­ας και ευ­γέ­νειας κά­ποιου που έπα­θε και τώ­ρα ξέ­ρει, και ως εκ τού­του συ­ντα­γο­γρα­φεί για όλους εμάς ξόρ­κια και για­τρι­κά ενό­ψει της ξη­ρα­σί­ας που προ­έ­βλε­ψε για το μέλ­λον μας ο Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός.
Η συλ­λο­γή με τη συ­γκο­μι­δή 366 ποι­η­τι­κών και όχι μό­νο κα­τα­θέ­σε­ων, μοι­ρα­σμέ­νη σε τέσ­σε­ρις επο­χές κα­τ’ αντι­στοι­χί­αν του βιο­λο­γι­κού κύ­κλου της ζω­ής, έρ­χε­ται να μι­λή­σει απο­σπα­σμα­τι­κά και ακα­ριαία για τον έρω­τα της ζω­ής, τον έρω­τα του έρω­τα και τον έρω­τα της ποί­η­σης. Από­πει­ρες και υπαι­νιγ­μοί, πι­κρές δια­πι­στώ­σεις και καί­ριοι ορι­σμοί απο­φθεγ­μα­τι­κοί συ­νι­στούν το πλαί­σιο όπου ιχνο­γρα­φεί­ται ακέ­ραιη η μορ­φή με όλα τα 366 πί­ξελ εντε­ταλ­μέ­να να απο­δώ­σουν το σύ­νο­λο που δεν εί­ναι σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση ει­κό­να αλ­λά πρό­σω­πο.
Η ποί­η­ση και η γρα­φή της, με άλ­λα λό­για οι γυ­μνοί τρό­ποι με τους οποί­ους κα­λού­μα­στε να την πλη­σιά­σου­με, τον απα­σχο­λεί σε ένα με­γά­λο μέ­ρος των διά­σπαρ­των ση­μειώ­σε­ων, όπου οι διε­ρω­τή­σεις και οι δια­πι­στώ­σεις δεν απο­φαί­νο­νται αλ­λά μάλ­λον δια­τυ­πώ­νουν ακό­μα πιο ανα­λυ­τι­κά το ερώ­τη­μα.
Έτσι λοι­πόν, θί­γο­ντας το θέ­μα των τί­τλων των ποι­η­μά­των ανα­ρω­τιέ­ται αν κά­πο­τε πα­ρα­πλα­νούν, αν κά­πο­τε συ­στή­νουν κι αν εί­ναι φο­ρές που δεν έχουν κα­μία σχέ­ση με το ποί­η­μα. Ωστό­σο εί­ναι διά­χυ­τη η αγω­νία του για την ορ­θή υπη­ρέ­τη­ση του στί­χου, κά­τι που τον ωθεί να ομο­λο­γή­σει με ει­λι­κρί­νεια πως εί­ναι δύ­σκο­λη η πρό­σβα­ση στο ιε­ρό της. Μά­λι­στα, ο τρό­πος με τον οποίο δια­χει­ρί­ζε­ται τις δια­πι­στώ­σεις για το θέ­μα, επι­λέ­γει να έχει μια φαι­νο­με­νι­κή ελα­φρά­δα, ύφους παι­γνιώ­δους και ενί­ο­τε αυ­το­σαρ­κα­στι­κού. Κά­τι που οπωσ­δή­πο­τε υπο­δη­λώ­νει τη σε­βα­στι­κή σχέ­ση του με το άβα­το της ποί­η­σης η οποία αντι­στέ­κε­ται στις επε­λά­σεις ευ­κο­λί­ας και στις προ­σεγ­γί­σεις μα­νιέ­ρας που κά­νουν τον ήχο της κί­βδη­λο και πα­ρα­ποι­η­μέ­νο. Κι άλ­λω­στε γί­νε­ται πο­τέ να τρα­γου­δή­σεις με αη­δό­νια δα­νει­κά;
Άσε που, όπως γρά­φει,
Το ποί­η­μα […] λο­γί­ζε­ται σω­στό / Μο­να­χά απ’ την από­γνω­ση / Που φω­λιά­ζει / Στα σπλά­χνα του / Κι από τη δό­ση / Που ο θά­να­τος / Τ’ ορ­μή­νε­ψε [28].
Γνω­ρί­ζει, συ­νε­πώς, κα­λά ο Χα­ρί­τος ότι η ποί­η­ση δεν εί­ναι πε­ρί­πα­τος, αλ­λά πό­λε­μος, αφού εί­ναι άλ­λο με ήχους να πο­λε­μάς / Κι άλ­λο με λέ­ξεις. / Με τους ήχους μπο­ρεί και να νι­κάς / Με τις λέ­ξεις, όμως / Ή θα νι­κιέ­σαι, ή θα φυ­γο­μα­χείς / Τό­σο συ­χνά που μοιά­ζει με πά­ντο­τε.
Η πρό­τα­ση βέ­βαια ανα­φο­ρι­κά με την ποί­η­ση εί­ναι η προ­σέγ­γι­ση του αγνώ­στου με έναν τρό­πο ανά­λο­γο της ομοιο­πα­θη­τι­κής. Το άγνω­στο δη­λα­δή μό­νο με το άγνω­στο, με λέ­ξεις άγνω­στες πρέ­πει να προ­σεγ­γί­ζε­ται. Μια απο­κα­λυ­πτι­κή και από­λυ­τα ακρι­βής κα­τά την άπο­ψή μου πρό­τα­ση που απαι­τεί μιαν άλ­λη ανα­και­νι­σμέ­νη και ίσως παρ­θε­νι­κή γλώσ­σα, προ­κει­μέ­νου να απο­δο­θεί το ολο­καί­νουρ­γιο νό­η­μα που βέ­βαια πά­ντο­τε θα μας δια­φεύ­γει. Φευ­γα­λέο πέ­ταγ­μα πε­τα­λού­δας η ποί­η­ση; Κι αν εί­σαι τυ­χε­ρός κά­πο­τε να την πιά­σεις; Ε, τό­τε θα έχεις ήδη βυ­θι­στεί σε σκο­τει­νό πη­γά­δι που μά­λι­στα θα κα­λεί­σαι, αν και τυ­φλός, να το πε­ρι­γρά­ψεις.

Γρά­φω / Κοι­τά­ζο­ντας / Το γρα­φτό / Ωσάν αόμ­μα­τος / που γλί­στρη­σε / Κι έπε­σε / Στο κα­τά­βα­θο / Θε­ο­σκό­τει­νο / Μέ­σα του [208].

Όταν το 1983 ο Ορέ­στης Αλε­ξά­κης έγρα­φε στη συλ­λο­γή του Η λάμ­ψη το ποί­η­μα με τον τί­τλο «Αι­σθη­τι­κή», ση­μεί­ω­νε για τους τρό­πους με τους οποί­ους γρά­φε­ται η ποί­η­ση:

Με την πυ­κνό­τη­τα της πέ­τρας ή του σί­δε­ρου // ή και του ακό­μα πιο πυ­κνού / θα­νά­του.

Γρά­φει ο Χα­ρί­τος:
Αυ­τός δεν εί­ναι στί­χος / Εί­ναι λυγ­μός / Που μέ­χρι κι ο θά­να­τος / Θα τον ζή­λευε [241].

Και όταν αυ­τό δεν συμ­βαί­νει, και η ποί­η­ση αντι­με­τω­πί­ζε­ται διεκ­πε­ραιω­τι­κά και με βιά­ση από τους αδα­είς και υπερ­φί­α­λους, απ’ τους μι­νό­ρε, όπως τους λέ­ει, ποι­η­τές, τό­τε ο Χα­ρί­τος αγα­να­κτεί και απο­φαί­νε­ται:

Όχι, Όχι! Δεν αυ­το­κτό­νη­σε ο ποι­η­τής / Εκ προ­με­λέ­της τον δο­λο­φό­νη­σε η ποί­η­ση [244] κι αλ­λού: Δια­βά­ζο­ντας κά­ποιων νέ­ων ποι­η­τών τα ποι­ή­μα­τα / Έχω την αί­σθη­ση ότι επι­τα­χύ­νο­νται τα γε­ρα­τειά μου [247].

Για­τί η ποί­η­ση εί­ναι η μό­νη ελεύ­θε­ρη, μιας και η ελευ­θε­ρία της συ­νί­στα­ται στη σθε­να­ρή αντί­στα­σή της στην ευ­κο­λία. Ο Χα­ρί­τος το γνω­ρί­ζει αυ­τό και, αντι­στε­κό­με­νος στα κυ­κλώ­μα­τα των δο­σο­λη­ψιών και του ακ­κί­σμα­τος, συ­νει­δη­το­ποιεί πως δε γρά­φου­με ποι­ή­μα­τα ού­τε για εμάς ού­τε και για τους άλ­λους αλ­λά για τους νε­κρούς. Προ­φα­νώς για­τί εί­ναι οι μό­νοι που αντί­κρι­σαν πλή­ρη την ει­κό­να και άρα έχουν όλη τη γνώ­ση, ακό­μη και του αντι­πρα­νούς, που όσο ζού­με απλώς ει­κά­ζου­με και γρά­φο­ντας ποι­ή­μα­τα κά­πως σκια­γρα­φού­με. Με άλ­λα λό­για η ποί­η­ση δεν πρέ­πει να εί­ναι τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο, όπως ση­μειώ­νει, από τη μα­στο­ριά / Να μα­γει­ρεύ­εις με λέ­ξεις λι­γο­θυ­μιά [332].
Μέ­σα από τα φραγ­μέ­ντα των κα­λει­δο­σκο­πι­κών του συλ­λή­ψε­ων ο Χα­ρί­τος συλ­λέ­γει τα απο­κόμ­μα­τα των σκέ­ψε­ών του και μας τα εμπι­στεύ­ε­ται, αφή­νο­ντάς τα να κυ­λή­σουν σαν κέρ­μα­τα ήχων που δια­περ­νούν το πα­ρα­βάν της εξο­μο­λό­γη­σης, λες και κά­ποιος τον πα­ρό­τρυ­νε να μας τα πει όλα, όχι βέ­βαια για να συγ­χω­ρε­θεί ο ίδιος αλ­λά για­τί απλώς έχει απο­φα­σί­σει να πά­ει από την πλευ­ρά της γυ­μνής αλή­θειας που δεν μα­σά τα λό­για της, αλ­λά άφο­βα εκ­θέ­τει και εκτί­θε­ται. Και τό­τε απο­φα­σί­ζει να δει τη ζωή του όλη σαν έρ­γο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό, κι ας δια­τεί­νε­ται ο Παλ­λα­δάς: Σκην πςβί­ος κα παί­γνιον, εκεί­νος επι­λέ­γει να μη μι­λή­σει με όρους θε­α­τρι­κούς αλ­λά του σι­νε­μά που τό­σο κα­λά κα­τέ­χει. Θα πει λοι­πόν:

1. Μοιά­ζω με κι­νη­μα­το­γρά­φο για­πω­νέ­ζι­κο / Μέ­σα στα γκρί­ζα μου τα ρού­χα / Και τις κο­φτές, νευ­ρω­σι­κές κι­νή­σεις μου [48]
2. Δεν εί­ναι μό­νο που δεν έχεις κα­θρέ­φτη / Να κοι­τα­χτού­με στο μέλ­λον / Έστω και σαν ασπρό­μαυ­ρη πα­λιο­μο­δί­τι­κη ται­νία
3. Με την κα­θο­δή­γη­ση του έμπει­ρου σκη­νο­θέ­τη / Ολο­λύ­ζω πά­νω από το ίδιο μου το πτώ­μα / Με τη μα­ταιό­δο­ξη ελ­πί­δα να δια­σώ­σω / Ό,τι προ­λά­βω από την υστε­ρο­φη­μία μου [279]
4. Τ’ απο­με­σή­με­ρα επι­στρέ­φω στο σπί­τι / Κου­βα­λώ­ντας το κορ­μί μου κα­θώς σα­κού­λα πλα­στι­κή, / Γε­μά­τη κα­τά­λοι­πα ευ­συ­νεί­δη­της ερ­γα­τι­κό­τη­τας./ Τα πλέγ­μα­τα των νευ­ρώ­νων μου / Μή­τε εκ­πέ­μπουν μή­τε δέ­χο­νται μη­νύ­μα­τα / Και τα κό­κα­λά μου σω­λή­νες που μέ­σα τους / Αντί για με­δού­λι ελ­πί­δας / Πή­ζει γλοιώ­δες έκ­κρι­μα υπαλ­λη­λί­ας. / Μοιά­ζω με χει­με­ρι­νή αί­θου­σα κι­νη­μα­το­γρά­φου / Από και­ρό κλει­στή, σ’ ανα­μο­νή κα­τε­δά­φι­σης [179]

    Στις σε­λί­δες του λοι­πόν κυ­κλο­φο­ρούν διά­ση­μοι πρω­τα­γω­νι­στές προ­πο­λε­μι­κών ται­νιών γου­έ­στερν, βη­μα­τί­ζουν η Χέ­ντυ Λα­μάρ και η Ντό­ρο­θυ Λα­μούρ, πρω­τα­γω­νί­στριες του αμε­ρι­κα­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου του ’30 και του ’40, η Ευ­τυ­χία Πα­πα­γιαν­νο­πού­λου, η μου­σι­κή του Πα­να­γιώ­τη Τού­ντα, ο Μί­μης Κο­ντός, ο Χρί­στος Καρ­ράς, ο Κώ­στας Τσό­κλης και ο Μό­ρα­λης, ο Χρί­στος Βα­κα­λό­που­λος, ο Κου­βα­νός μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος Αρέ­νας, ο Έλιοτ και ο Σε­φέ­ρης, ο Ελύ­της, ο Κα­βά­φης και η Να­νά Ησα­ΐα, ο Πα­ζο­λί­νι, ο Μά­λερ και ο Στρά­τος Διο­νυ­σί­ου. Ακο­λου­θούν η Σα­ντο­ρί­νη, η Ύδρα και η Αθή­να, η Σα­λο­νί­κη και η Βοσ­νία, η Πα­να­γία η Μου­χλιώ­τισ­σα και το εκ­κλη­σά­κι του Αγί­ου Θα­λέ­λαιου στην Πά­ρο.
    Μή­πως η «Ιδιω­τι­κή μυ­θο­λο­γία» δεν εί­ναι κα­λει­δο­σκό­πιο αλ­λά κι­βω­τός που δια­σώ­ζει όσα κα­τέ­λα­βαν στη μνή­μη του στα­σί­δι ιε­ρό για χρό­νια; Κι ο έρω­τας; Τι λέ­ει γι’ αυ­τόν ο απο­λο­γι­σμός; Τώ­ρα που τρα­βή­χτη­κε η γραμ­μή κά­τω από την πρό­σθε­ση, ή μή­πως εί­ναι αφαί­ρε­ση, ποιο εί­ναι άρα­γε το πρό­ση­μο; Ένας λό­γος διά­χυ­της ει­ρω­νεί­ας και αυ­το­σαρ­κα­σμού με διά­θε­ση απο­γρα­φής των πε­πραγ­μέ­νων –συ­νει­δη­τών και ερή­μην του– πα­ρε­λαύ­νει και απο­φαί­νε­ται για τον έρω­τα και το σα­ρά­κι της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας που κα­τα­τρώ­ει την επι­θυ­μία. Για­τί κά­πο­τε στε­γνώ­νει το αη­δό­νι και ολο­έ­να συρ­ρι­κνώ­νε­ται το κλου­βί της ύπαρ­ξης.
    Ο Χα­ρί­τος εντού­τοις δεν μεμ­ψι­μοι­ρεί και δεν πα­ρα­πο­νιέ­ται. Άλ­λω­στε η τρά­που­λα κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα ήταν ση­μα­δε­μέ­νη. Απλώς με γεν­ναιό­τη­τα δια­πι­στώ­νει τη φυ­σι­κή πα­ρακ­μή, τι­μά το ερώ­με­νο πρό­σω­πο και δεν τυμ­βω­ρυ­χεί στην αγά­πη. Θυ­μά­ται αφί­ξεις, απο­χαι­ρε­τι­σμούς και προ­δο­σί­ες, σώ­μα­τα ερω­τι­κά και τώ­ρα γε­ρα­σμέ­να, νυ­χτι­κιές φι­δο­που­κά­μι­σα με το ερ­πε­τό της απι­στί­ας να φω­λιά­ζει πά­ντα στον λο­γι­σμό. Όμως εκεί­νο που ανε­ξί­τη­λο δια­σώ­ζε­ται στη μνή­μη του εί­ναι η συ­γκι­νη­τι­κή άν­θη­ση του απροσ­δό­κη­του έτσι όπως μας αιφ­νι­διά­ζει στο ακό­λου­θο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό τε­τρά­στι­χο, στο οποίο ο φα­κός από το με­γά­λο πλά­νο της τα­βέρ­νας ζου­μά­ρει αρι­στο­τε­χνι­κά στην ερω­τι­κή λε­πτο­μέ­ρεια:

    Σου­πιές για­χνί με σπα­νά­κι / Και μπά­σταρ­δη ρε­τσί­να στου «Κε­φαλ­λο­νί­τη»· / (Η μνή­μη μου διέ­σω­σε τον ολό­τε­λα δι­κό σου / τρό­πο που κρα­τού­σες το πο­τή­ρι.) [65]

    Μια ήρε­μη στο­χα­στι­κή κα­τα­κλεί­δα όλη η ιδιω­τι­κή μυ­θο­λο­γία του Χα­ρί­του, ένας απο­λο­γι­σμός που πε­ριέ­χει ευ­τρά­πε­λα και κω­μι­κά, σαρ­κα­στι­κούς σχο­λια­σμούς και σο­φά επι­γράμ­μα­τα, ποι­ή­μα­τα πε­ζο­λο­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα τολ­μη­ρά και διεισ­δυ­τι­κά σ’ εκεί­να τα σκου­ρια­σμέ­να απο­γεύ­μα­τα της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής που μά­χε­ται με την επι­θυ­μία και τα αδιέ­ξο­δά της, την αγω­νία για το σώ­μα και τη διαρ­κή διο­λί­σθη­σή του στην αδυ­να­μία. Όμως εκεί­νος αντι­στέ­κε­ται.

    Δεν θέ­λω να εί­μαι μέ­ρος του παι­χνι­διού / Θέ­λω να εί­μαι ολά­κε­ρο το παι­χνί­δι. / Δεν θέ­λω να εί­μαι ο κα­τα­στραμ­μέ­νος / Θέ­λω να εί­μαι η κα­τα­στρο­φή [160].

    Πα­ρ’ όλα αυ­τά γνω­ρί­ζει πως όσο κι αν το θέ­λει, άλ­λος έχει διεκ­δι­κή­σει προ πολ­λού τη θέ­ση του κα­τα­στρο­φέα, που μά­λι­στα, πριν να μας αφα­νί­σει πλή­ρως, φθεί­ρει. Ο χρό­νος που με­ταμ­φιε­σμέ­νος σε πρω­το­χρο­νιά μάς αφή­νει να ξε­προ­βο­δί­ζου­με το φέ­ρε­τρό του, ενώ στην ου­σία τη δι­κή μας έξο­δο προ­ε­τοι­μά­ζει. Γρά­φει χρη­σμο­δο­τώ­ντας με τό­νο πι­κρό:

    Κι Εσύ θα γιορ­τά­ζεις τα Χρι­στού­γεν­να / Πα­ρα­τεί­νο­ντας όμως τη νύ­χτα της Πα­ρα­μο­νής / Πλέ­ο­ντας αμέ­ρι­μνος στο αμνια­κό Της υγρό. / Και βέ­βαια ανυ­πο­ψί­α­στος για σταύ­ρω­ση / Και επι­τά­φιο θρή­νο / Όπως και για την απο­κύ­λι­ση του λί­θου. // Μην ανη­συ­χείς, δεν έχει ση­μα­σία· / Όλα θα γί­νο­νται αρ­γό­τε­ρα ανα­πα­ρά­στα­ση / Και θα τα βλέ­πεις [271].

    Δεν εί­μαι σί­γου­ρη αν όλη αυ­τή η εξοι­κεί­ω­ση με το τέ­λος μέ­σω της γρα­φής μάς κα­θι­στά εντέ­λει προ­ε­τοι­μα­σμέ­νους. Πά­ντως ανά­λο­γες κα­τα­θέ­σεις ψυ­χής και χρό­νων σί­γου­ρα δια­τα­ράσ­σουν τον ήσυ­χο ύπνο των ανυ­πο­ψί­α­στων και μας θέ­τουν ενώ­πιον των ευ­θυ­νών μας ανα­φο­ρι­κά με τη δια­χεί­ρι­ση της ύπαρ­ξης. Μα­ταιο­πο­νία, θα μου πεί­τε, αλ­λά αξί­ζει να χά­νου­με τον ύπνο μας για τα αλη­θι­νά που μας ανα­λο­γούν και όχι από τους εφιάλ­τες όσων μας τα στε­ρού­νε.

    ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
    Τα τρια­κό­σια εξή­ντα πέ­ντε και το ένα για τα δί­σε­χτα χρό­νια του Δη­μή­τρη Χα­ρί­του

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: