Βάλτος

Η ώρα κο­ντεύ­ει έντε­κα το πρωί, τρεις μέ­ρες πριν τα Χρι­στού­γεν­να του 1949. Ο και­ρός εί­ναι χιο­νιάς, και πυ­κνή κα­τα­χνιά έχει πέ­σει χα­μη­λά πά­νω από τα νε­ρά και τα κα­λά­μια του Βάλ­του. Ο Χρή­στος Πα­πα­δό­ντας, σω­ρια­σμέ­νος στην πρύ­μη της πλά­βας, τρέ­μει σύ­γκορ­μος. Πριν λί­γο σκό­τω­σε με το Στά­γιερ τον Θο­δω­ρή Αστρει­νό. Κα­θώς ήταν σκυμ­μέ­νος στην πλώ­ρη και σή­κω­νε το δί­χτυ, πλη­σί­α­σε πί­σω του, σή­κω­σε την κάν­νη και του έρι­ξε στον αυ­χέ­να σχε­δόν εξ επα­φής. Κοι­τώ­ντας το κορ­μί του Θο­δω­ρή που σφά­δα­ζε, πι­σω­πά­τη­σε, το όπλο γλί­στρη­σε απ’ το χέ­ρι του και τον έκο­ψε ψι­λό ίδρω­το. Σω­ριά­στη­κε στην πρύ­μη και ξέ­ρα­σε. Όταν κά­πως συ­νήλ­θε, πή­ρε με τη χού­φτα λί­γο νε­ρό και έρι­ξε στο πρό­σω­πό του. Τώ­ρα, κοι­τά­ζο­ντας επί­μο­να τον νε­κρό, που ο μι­σός κρέ­με­ται έξω από τη βάρ­κα, νιώ­θει ένα μού­δια­σμα να απλώ­νε­ται σε όλο το σώ­μα του και νο­μί­ζει πως σι­γά σι­γά αρ­χί­ζει να αιω­ρεί­ται σε πρη­νή θέ­ση, να ανε­βαί­νει αρ­γά με ανοι­χτά χέ­ρια λί­γα μέ­τρα πά­νω από το νε­ρό και από κει ψη­λά να κοι­τά­ζει αυ­τόν που εί­ναι σω­ρια­σμέ­νος στην πρύ­μη σαν να μην εί­ναι ο ίδιος, αλ­λά κά­ποιος άλ­λος. Μια του­φε­κιά, που ακού­στη­κε στην ακρο­λι­μνιά, τον συ­νέ­φε­ρε. Τρό­μα­ξε τό­σο, που προς στιγ­μήν νό­μι­σε πως αυ­τό που ακού­στη­κε δεν ήταν όπλο αλ­λά το δι­κό του σώ­μα που ξαφ­νι­κά, από κει ψη­λά που με­τε­ω­ρι­ζό­ταν, έπε­σε με πά­τα­γο στον πά­το της βάρ­κας.
Κρύ­ω­νε· μά­ζε­ψε τα γό­να­τα φέρ­νο­ντάς τα κο­ντά στο στή­θος, ακού­μπη­σε πά­νω τους τις πα­λά­μες και μέ­σα εκεί έκρυ­ψε το πρό­σω­πό του. Δεν ήθε­λε να βλέ­πει άλ­λο το άψυ­χο σώ­μα. Μέ­σα στη σι­γα­λιά άκου­γε μό­νο τα δυο τυ­λι­νά­ρια και το χέ­λι που εί­χαν πια­στεί στο δί­χτυ και πό­τε πό­τε σπαρ­τα­ρού­σαν όλο και πιο αδύ­να­μα. Σκε­φτό­ταν πώς ήρ­θαν τα πά­νω κά­τω στη ζωή του από την ώρα που στρα­το­λο­γή­θη­κε με τη βία και βρέ­θη­κε στις τά­ξεις των ανταρ­τών πα­ρά τη θέ­λη­σή του…
Την προη­γού­με­νη χρο­νιά, μό­λις εί­χε μπει στα δε­κα­ο­χτώ, πα­ρα­μο­νή της Πα­να­γί­ας, τον εί­χε στεί­λει η μά­να του στο αμπέ­λι μα­ζί με τον μι­κρό αδελ­φό του να μα­ζέ­ψουν σύ­κα. Κα­θώς ήταν ανε­βα­σμέ­νοι στη συ­κιά και γέ­μι­ζαν το κα­λά­θι, άκου­σε κά­ποιον να τον κα­λεί να κα­τέ­βει. Πα­ρά τη μα­κριά γε­νειά­δα και τα ζω­σμέ­να φυ­σε­κλί­κια, ανα­γνώ­ρι­σε αμέ­σως τον συγ­χω­ρια­νό του, τον κα­πε­τάν-Γρά­γκα, που εί­χε βγει από και­ρό στο βου­νό. Τον συ­νό­δευε ένας αντάρ­της ξε­νο­με­ρί­της. Τον οδή­γη­σαν κα­τευ­θεί­αν στα έμπε­δα, στον Όλυ­μπο. Από τις πρώ­τες κιό­λας μέ­ρες, πα­ρά την κα­θο­δή­γη­ση, ο νους του ήταν συ­νε­χώς στο φευ­γιό. Το προ­σπά­θη­σε δυο φο­ρές ανε­πι­τυ­χώς. Τη μία έπε­σε πά­νω στο πε­ρί­πο­λο και την άλ­λη τον αντι­λή­φθη­κε ο σκο­πός. Τον κά­λε­σε στη σκη­νή του ο πο­λι­τι­κός επί­τρο­πος και του το ξέ­κο­ψε: την επό­με­νη φο­ρά που θα επι­χει­ρού­σε να λι­πο­τα­κτή­σει θα τον «κα­θά­ρι­ζαν» επι­τό­που. Δεν το ξα­να­τόλ­μη­σε. Τε­λειώ­νο­ντας ο Εμ­φύ­λιος, τις πρώ­τες μέ­ρες του Σε­πτέμ­βρη, βρέ­θη­κε με τρεις Λι­το­χω­ρι­νούς –Θο­δω­ρή Αστρει­νό, Ζά­χο Δαφ­νιά και Νί­κο Τσια­τά­λη– να βο­λο­δέρ­νουν απο­κομ­μέ­νοι στον Όλυ­μπο, μην ξέ­ρο­ντας πού να στρα­φούν και πώς να επι­στρέ­ψουν στα σπί­τια τους, για­τί οι ΜΑΥ­δες, εξα­χρειω­μέ­νοι και ανε­ξέ­λεγ­κτοι, έστη­ναν ενέ­δρες πα­ντού. Μέ­χρι να ησυ­χά­σουν τα πράγ­μα­τα, με προ­τρο­πή του Θο­δω­ρή Αστρει­νού, κρύ­φτη­καν μέ­σα στον βάλ­το, στην κα­λύ­βα που εί­χε φτιά­ξει προ­πο­λε­μι­κά ο ίδιος πά­νω σε κορ­μούς δέ­ντρων και του χρη­σί­μευε στο ψά­ρε­μα. Ο Θο­δω­ρής πριν την Κα­το­χή ήταν βα­χτσε­βά­νος. Μα­ζί με τον πα­τέ­ρα του καλ­λιερ­γού­σαν κη­πευ­τι­κά στο κτή­μα που εί­χαν στον Πα­λιό­πο­ρο, στην άκρη του βάλ­του, αλ­λά συγ­χρό­νως, για να συ­μπλη­ρώ­νει το ει­σό­δη­μά του, ασχο­λού­νταν και με την αλιεία χε­λιών και κέ­φα­λων ρί­χνο­ντας ντα­ού­λια, δί­χτυα ει­δι­κά κα­μω­μέ­να γι’ αυ­τά τα ψά­ρια.
Ο Βάλ­τος ήταν ένα έλος που κά­λυ­πτε επι­φά­νεια τεσ­σά­ρων χι­λιά­δων στρεμ­μά­των πε­ρί­που –απο­ξη­ράν­θη­κε την δε­κα­ε­τία του ’50–, δυ­τι­κά της εθνι­κής οδού Λι­το­χώ­ρου-Κα­τε­ρί­νης. Έφτα­νε ως τις πα­ρυ­φές του αρ­χαί­ου Δί­ου, δια­σχι­ζό­με­νος από τον Βή­φυ­ρο (ση­με­ρι­νό Χε­λο­πό­τα­μο), τον πο­τα­μό στον οποίο, κα­τά τη μυ­θο­λο­γία, έπλυ­ναν τα χέ­ρια τους οι Μαι­νά­δες όταν σκό­τω­σαν τον Ορ­φέα. Αυ­τός ο υδρο­βιό­το­πος ήταν κα­τά­φυ­τος από ψη­λές κα­λα­μιές, βούρ­λα, ρα­γά­ζι, πλα­τύ­φυλ­λες νυμ­φαί­ες και υδρο­χα­ρή δέ­ντρα: κα­βά­κια, ρεί­κια, ιτιές και σκλή­θρα, που ξε­περ­νού­σαν σε ύψος τα εί­κο­σι μέ­τρα, σχη­μα­τί­ζο­ντας ένα πυ­κνό δά­σος, με στε­νούς πο­λυ­δαί­δα­λους δια­δρό­μους, όπου κυ­κλο­φο­ρού­σαν οι ψα­ρά­δες με τις πλά­βες τους. Λό­γω του ύψους των κα­λα­μιών που έκρυ­βαν τον ορί­ζο­ντα και της ομοιο­μορ­φί­ας του το­πί­ου, σε αυ­τόν τον λα­βύ­ριν­θο ήταν αδύ­να­τον να προ­σα­να­το­λι­στεί κα­νείς αν δεν ήταν κα­λά εξοι­κειω­μέ­νος. Λύ­κοι, αγριο­γού­ρου­να, τσα­κά­λια, αγριό­γα­τοι και βί­δρες, νε­ρό­κο­τες, πα­πιά και χη­νά­ρια δια­βιού­σαν στις όχθες και στις διά­σπαρ­τες νη­σί­δες ξη­ράς μέ­σα σ’ εκεί­νη την απέ­ρα­ντη υγρή έκτα­ση.
Από την πρώ­τη στιγ­μή που οι τέσ­σε­ρίς τους κρύ­φτη­καν στον βάλ­το, ο Θο­δω­ρής απο­τέ­λε­σε στην κυ­ριο­λε­ξία την ψυ­χή της ομά­δας. Ήταν ο μό­νος που μπο­ρού­σε να κι­νεί­ται και να προ­σα­να­το­λί­ζε­ται με την πλά­βα μέ­σα στα δαι­δα­λώ­δη στε­νού­ρια, ακό­μη και τη νύ­χτα. Έρι­χνε μέ­ρα πα­ρά μέ­ρα το ντα­ού­λι για ψά­ρια και πό­τε πό­τε σκό­τω­νε κα­μιά αγριό­πα­πια ή νε­ρό­κο­τα, εξα­σφα­λί­ζο­ντας το κα­θη­με­ρι­νό τους γεύ­μα. Η αδελ­φή του Ολυ­μπία, όπο­τε ήταν μπο­ρε­τό, τους τρο­φο­δο­τού­σε με ψω­μί κρύ­βο­ντάς το σε κά­ποια συ­στά­δα κα­λα­μιών στην ακρο­λι­μνιά, όπου τη νύ­χτα πή­γαι­νε ο Θο­δω­ρής και το έπαιρ­νε. Εξαι­ρε­τι­κός κυ­νη­γός, άρι­στος σκο­πευ­τής και ιχνη­λά­της, κα­τά την πε­ρί­ο­δο της Κα­το­χής υπήρ­ξε πο­λύ­τι­μος οδη­γός των Άγ­γλων σα­μπο­τέρ στις ανα­τι­νά­ξεις του σι­δη­ρο­δρο­μι­κού δι­κτύ­ου από τον Πλα­τα­μώ­να ως το Αι­γί­νιο, κα­θώς και στην ανα­τί­να­ξη της γέ­φυ­ρας του Χε­λο­πό­τα­μου. Ήταν η ψυ­χή των ανταρ­το­ο­μά­δων που δρού­σαν στον Βάλ­το, τό­σο κα­τά τη διάρ­κεια της Κα­το­χής όσο και κα­τά τη διάρ­κεια του Εμ­φυ­λί­ου.

Οι τέσ­σε­ρις αντάρ­τες αρ­χι­κά πί­στευαν πως σε λί­γες μέ­ρες τα πράγ­μα­τα θα ησυ­χά­σουν και θα μπο­ρέ­σουν με ασφά­λεια να πα­ρα­δο­θούν στις Αρ­χές. Όμως οι μέ­ρες περ­νού­σαν. Εί­χαν πε­ρά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο από τρεις μή­νες και η κα­τά­στα­ση πα­ρέ­με­νε τα­ραγ­μέ­νη, επί­φο­βη και ανε­ξέ­λεγ­κτη. Πεί­να, κρύο, μο­να­ξιά και το άδη­λο μέλ­λον εί­χαν εξα­ντλή­σει τις αντο­χές τους. Πλη­σί­α­ζαν οι γιορ­τές και ο Χρή­στος Πα­πα­δό­ντας μέ­σα του εί­χε θέ­σει ένα όριο: Χρι­στού­γεν­να θα έκα­νε στο σπί­τι του.
Όσο και­ρό ήταν στο βου­νό, άκου­γε συ­χνά να μι­λούν με θαυ­μα­σμό για τη δρά­ση του Θο­δω­ρή Αστρει­νού στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή του Βάλ­του, αλ­λά συ­νά­μα γι­νό­ταν λό­γος και για δύο τρα­γι­κά γε­γο­νό­τα για τα οποία υπήρ­χε συ­σκό­τι­ση και μυ­στή­ριο γύ­ρω από τον πραγ­μα­τι­κό δρά­στη. Υπήρ­χαν όμως υπό­νοιες, χω­ρίς να ομο­λο­γεί­ται, πως δρά­στης ήταν ο Αστρει­νός. Τον Μάιο του 1947, ένα κά­ρο με τρεις χω­ρια­νούς, που περ­νού­σε από τον δρό­μο του Πα­λιό­πο­ρου, με κα­τεύ­θυν­ση προς Βα­ρι­κό, στη στρο­φή του Σπα­θά­ρα πά­τη­σε μια νάρ­κη τέ­λερ­μαν, με απο­τέ­λε­σμα να σκο­τω­θούν οι τρεις άντρες και το μου­λά­ρι που έσερ­νε το κά­ρο. Προ­φα­νώς, η νάρ­κη εί­χε το­πο­θε­τη­θεί για το στρα­τιω­τι­κό Τζέιμς που έκα­νε το ίδιο δρο­μο­λό­γιο κά­θε πρωί, πη­γαί­νο­ντας στην Κα­τε­ρί­νη για τα ώνια, αλ­λά οι χω­ρι­κοί με το κά­ρο, για κα­κή τους τύ­χη, πέ­ρα­σαν πριν το φορ­τη­γό. Τό­τε όλες οι υπο­ψί­ες στρά­φη­καν στον Θό­δω­ρο Αστρει­νό. Τρεις μή­νες αρ­γό­τε­ρα, στη θέ­ση Τα­μπού­ρι, όχι πο­λύ μα­κριά από την το­πο­θε­σία όπου εί­χε το­πο­θε­τη­θεί η πρώ­τη νάρ­κη, έσκα­σε μια δεύ­τε­ρη, όταν περ­νού­σε το λε­ω­φο­ρείο που εκτε­λού­σε τη γραμ­μή Λι­τό­χω­ρο-Κα­τε­ρί­νη. Σκο­τώ­θη­καν πέ­ντε άν­θρω­ποι: ο οδη­γός, δύο πο­λί­τες, ένας στρα­τιώ­της και μια γυ­ναί­κα. Οι υπο­ψί­ες και οι κα­τη­γο­ρί­ες έπε­σαν πά­λι στον Αστρει­νό. Έτσι, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, έγι­νε ο υπ’ αριθ­μόν 1 επι­κη­ρυγ­μέ­νος στην πε­ριο­χή από τον Στρα­τό και τη Χω­ρο­φυ­λα­κή.
Ο Πα­πα­δό­ντας, γνω­ρί­ζο­ντας τις κα­τη­γο­ρί­ες που βά­ραι­ναν τον Θο­δω­ρή Αστρει­νό, σκέ­φτη­κε πως, αν τον σκό­τω­νε και τον πα­ρέ­δι­δε στις Αρ­χές, θα εί­χε ευ­νοϊ­κή με­τα­χεί­ρι­ση, αφού ακό­μη ήταν σε ισχύ το νο­μο­θε­τι­κό διά­ταγ­μα από την επο­χή του Πά­γκα­λου «Πε­ρί αμνη­στεί­ας λη­στών φο­νευό­ντων λη­στήν...» Έτσι, κα­τέ­στρω­σε το σχέ­διό του. Για να μην κι­νή­σει τις υπο­ψί­ες των υπο­λοί­πων, το τε­λευ­ταίο διά­στη­μα προ­θυ­μο­ποιού­νταν να συ­νο­δεύ­ει αυ­τός τον Θο­δω­ρή κά­θε φο­ρά που πή­γαι­νε με την πλά­βα να ση­κώ­σει το ντα­ού­λι. Ώσπου, όταν θε­ώ­ρη­σε πως η μέ­ρα και η στιγ­μή ήταν κα­τάλ­λη­λες, άδεια­σε πά­νω του το Στά­γιερ.
Τώ­ρα τα­ραγ­μέ­νος, μα πε­ρισ­σό­τε­ρο φο­βι­σμέ­νος, ο Χρή­στος Πα­πα­δό­ντας κά­θε­ται στην πρύ­μη και συ­νε­χί­ζει να κοι­τά­ζει τον σκο­τω­μέ­νο. Πε­ρα­σμέ­νες τρεις και η ομί­χλη αραί­ω­σε πο­λύ, αλ­λά αρ­χί­ζει να ρί­χνει ένα ψι­λό, σπυ­ρω­τό χιο­νό­νε­ρο και, κά­πως πα­ρά­ξε­νο, τα νε­ρά του βάλ­του αχνί­ζουν. Μια χα­μη­λή νέ­φω­ση δη­μιουρ­γεί­ται σι­γά σι­γά, που κά­θε­ται πά­νω στα νε­ρά, και όλα, κα­λα­μιές και δέ­ντρα, φαί­νο­νται μου­ντά, αχνές, εξαϋ­λω­μέ­νες σκιές. Ξαφ­νι­κά, σαν να μά­ζε­ψε όλα τα κου­ρά­για του, ση­κώ­νε­ται απο­φα­σι­στι­κά, πιά­νει από τους ώμους τον νε­κρό και τον ξα­πλώ­νει ανά­σκε­λα στον πά­το της βάρ­κας. Ισιώ­νει τα χέ­ρια και τα πό­δια του και του σφα­λί­ζει τα βλέ­φα­ρα. Στο μέ­τω­πό του χά­σκει μια τρύ­πα γε­μά­τη πη­χτά, ξε­ρα­μέ­να αί­μα­τα. Από το μι­κρό αμπά­ρι της πλώ­ρης βγά­ζει τη νι­τσε­ρά­δα και τον σκε­πά­ζει να μη βλέ­πει το πρό­σω­πό του, ενώ ο ίδιος φο­ρά­ει βια­στι­κά τη μαύ­ρη κά­πα που εί­χαν εκεί φυ­λαγ­μέ­νη, βά­ζει την κου­κού­λα και πε­τά­ει το ντα­ού­λι με τα ψά­ρια στο νε­ρό. Ύστε­ρα, αρ­πά­ζο­ντας τα κου­πιά, αρ­χί­ζει να λά­μνει αδέ­ξια. Η βάρ­κα στρί­βει ανά­πο­δα από κει που θέ­λει, βρί­σκει πά­νω στις κα­λα­μιές, στο τέ­λος κά­πως τα κα­τα­φέρ­νει, παίρ­νει το κο­λάι και την κου­μα­ντά­ρει. Κι­νεί­ται αρ­γά, τυ­χαία, δί­χως προ­σα­να­το­λι­σμό, φτά­νο­ντας σε κά­ποιο ση­μείο όπου ο στε­νός διά­δρο­μος δι­χά­ζε­ται. Στα τυ­φλά ακο­λου­θεί τον ένα που κι αυ­τός με­τά από λί­γο οδη­γεί σε νέα πα­ρα­κλά­δια. Πε­ρι­φέ­ρε­ται έτσι μέ­σα στην κα­τα­χνιά και στα στε­νού­ρια για πολ­λή ώρα, ώσπου κά­ποια στιγ­μή ανα­γνω­ρί­ζει ένα δέ­ντρο με πα­ρά­ξε­νο σχή­μα κορ­μού, απ’ όπου εί­χε πε­ρά­σει και νω­ρί­τε­ρα. Εκνευ­ρί­ζε­ται και ακο­λου­θεί αντί­θε­τη πο­ρεία, αλ­λά δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται πως, αντί να πλη­σιά­ζει στην ακρο­λι­μνιά, κα­τευ­θύ­νε­ται στα εν­δό­τε­ρα του βάλ­του. Η ώρα περ­νά­ει, το ψύ­χος γί­νε­ται δρι­μύ και αρ­χί­ζει να σου­ρου­πώ­νει. Κά­θε τό­σο στα­μα­τά­ει και στή­νει το αυ­τί του να αφου­γκρα­στεί ομι­λί­ες, βε­λά­σμα­τα ή κά­ποιον ήχο που μπο­ρεί να τον προ­σα­να­το­λί­σει. Από­λυ­τη σι­γα­λιά. Πό­τε πό­τε μό­νο, μέ­σα στα κα­λά­μια, ακού­γε­ται το ξαφ­νι­κό φτε­ρο­κό­πη­μα από κά­ποιο τρο­μαγ­μέ­νο μπε­κα­τσί­νι ή μαυ­ρό­κο­τα, που τον κά­νει να καρ­διο­χτυ­πά. Πα­νι­κο­βλη­μέ­νος, αφή­νει τα κου­πιά και ορ­θός στην πρύ­μη κου­μα­ντά­ρει τη βάρ­κα με το κο­ντά­ρι. Μέ­σα στο πού­σι, η μαύ­ρη απ’ το κα­τρά­μω­μα πλά­βα-πλω­τό φέ­ρε­τρο γλι­στρά­ει στα σκο­τει­νά νε­ρά του βάλ­του, κι αυ­τός, απε­γνω­σμέ­να, συ­νε­χί­ζει να ψά­χνει την όχθη απ’ όπου θα μπο­ρέ­σει να απο­δρά­σει από το ζο­φε­ρό και απει­λη­τι­κό αυ­τό έλος.
Νύ­χτω­σε για τα κα­λά και χιο­νί­ζει. Εί­ναι αδύ­να­τον να κι­νη­θεί στο σκο­τά­δι. Το παίρ­νει από­φα­ση πως όλη τη νύ­χτα πρέ­πει να την πε­ρά­σει μέ­σα στη βάρ­κα με τον νε­κρό δί­πλα του, και πρωί πρωί, με το πρώ­το φως, να συ­νε­χί­σει πά­λι την ανα­ζή­τη­ση κά­ποιου δια­δρό­μου που θα τον βγά­λει από τού­τον τον εφιαλ­τι­κό υγρό λα­βύ­ριν­θο. Κα­τά­κο­πος, ξυ­λια­σμέ­νος και πει­να­σμέ­νος, εξα­ντλη­μέ­νος σω­μα­τι­κά και ψυ­χι­κά, τυ­λί­γε­ται με την κά­πα και ζα­ρώ­νει στην πρύ­μη. Στα σκο­τει­νά κοι­τά­ζει για ώρα τις νι­φά­δες που χο­ρεύ­ουν και, μα­γνη­τι­σμέ­νος, νο­μί­ζει πως μπρο­στά του βλέ­πει τον Θο­δω­ρή. Εί­ναι λυ­πη­μέ­νος, δεν μι­λά­ει, τον κοι­τά­ζει μό­νο, κι από τα μά­τια του τρέ­χουν δά­κρυα. Σε λί­γο απο­κοι­μιέ­ται αλ­λά όχι για πο­λύ. Τον ξυ­πνά­ει το από­μα­κρο και από­κο­σμο ουρ­λια­χτό των τσα­κα­λιών απ’ τα τε­νά­γη, ίδιο με το σπα­ρα­κτι­κό κλά­μα μι­κρών παι­διών. Δεν αντέ­χει άλ­λο. Κλεί­νει με τις πα­λά­μες τα αυ­τιά να μην ακού­ει και μι­σο­α­νοί­γει τα μά­τια. Χιο­νί­ζει· λευ­κό σά­βα­νο σκε­πά­ζει τον σκο­τω­μέ­νο. Τα βλέ­φα­ρά του βα­ραί­νουν πά­λι και σι­γά σι­γά βυ­θί­ζε­ται σε μια γλυ­κιά νάρ­κη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: