(στον Άρη Τ.)
Αίφνης οι πίδακες των αισθημάτων
κι από κάτω το αίμα
νήμα το νήμα το νήμα
δραπετεύει
ξεδιαλύνεται
απλουστεύει
εύκολα
θα το μπέρδευες
με το τίποτα
Το μαύρο σύνορο
Το άρχισα πριν πεθάνεις, μέσα στο λεωφορείο, ερχόμενη. Δεν περνάνε εύκολα επτά ώρες. Έπειτα, φάνηκε χρήσιμο. Σημείωνα στα ομολογουμένως στενά περιθώρια του περιοδικού, ονόματα, σκέψεις, κωδικούς. Μη ντρέπεσαι μου είχες πει. Και ο Καρούζος με σταυρόλεξα απασχολούσε τους νευρώνες του, ηρεμούσε απ' τους σπασμούς της διατύπωσης. Πάντα κάνουμε κάτι άλλο για να ξεγελάσουμε αυτό που κάνουμε. Κι αυτό -το αγέλαστο- που είμαστε, ο κνησμός στον φλοιό ενός άστρου που καιόμενο καίει και εμάς. Σε μια παύλα του νου
και ενώ είχες πια διασχίσει τους πρώτους από τους ασταμάτητους παράδεισους, το τέλειωσα όλο, από νευρικότητα. Και τώρα δεν ξέρω ποιες λέξεις γράφτηκαν πριν και ποιες μετά. Σπάζω το κεφάλι μου να βρω τη διαχωριστική γραμμή, το μαύρο σύνορο στο στεγνωμένο μελάνι. Όλα πρέπει να τακτοποιηθούν σε ένα πριν κι ένα μετά.
Φτιαγμένοι από χώμα κι από πίστη
―Πέτα το αυτό το κορμί, θα βρούμε άλλο!
έλεγα κι έλαμπα με την ανυπομονησία των τρελών.
Κι έπειτα κρύβοντας
το πρόσωπό μου στις παλάμες:
―Πώς σ’ άφησα να φύγεις, πού είχα το μυαλό μου;
Δεν υπήρξαν όρη ή άλλα εμπόδια
Αντίθετα απ' ό,τι οι άνθρωποι πιστεύουν
δεν σε φοβάμαι σημαίνει σ' αγαπώ
κι ακόμα σημαίνει ότι το ίδιο
σε υπολογίζω
τότε ζωντανό ή τώρα νεκρό
τίποτα δεν έχω να κρύψω
επειδή πέθανες
τίποτα δεν έχω να φανερώσω
επειδή πέθανες
γιατί αγάπη είναι της αλήθειας το μαχαίρι
κάθε
κάθε
στιγμή που χτυπά.