Το αεροπλάνο

Το αεροπλάνο



―Α―

Από ποια μεριά του χρόνου τώρα κοίταζε; Ποιος εαυτός του ήταν τώρα που μιλούσε; Τι σήμαινε ακριβώς, κάτω απ’ το φως των νέων δεδομένων, δικό μου και δικό τους; Η δική του εκδοχή των πραγμάτων -ο τρόπος που σαν γλύπτης κοίταζε με μάτια μισόκλειστα το ακόμα άφτιαχτο έργο του, μ’ εκείνο το βλέμμα το πριν απ’ το βλέμμα που το έκανε μες στο μυαλό του κάπως πιο ορατό, λίγο πριν αγγίξει την πέτρα με το καλέμι, τον πηλό με τα δάχτυλά του, το λίγο αυτό σύμπαν με τον ίδιο του τον νου, σάρκινο νου κι ετοιμοπόλεμο και μνήμη τόπου που δεν γνώρισε μα ψηλαφούσε μ’ όλα τα κύτταρα της φαντασίας του- εκείνη η δική του εκδοχή, ήταν μια εκδοχή υποκειμενική, ας συμφωνήσουμε. Όμως, ποιος ήταν άραγε αυτός που πίσω από τα γεγονότα ένοιωθε, μιλούσε, μεταβόλιζε, να πεις, με τους δικούς του νόμους τις αισθήσεις, μέσα σε ετούτη την πλατιά αρένα των συγγενειών; Δεν ήξερε.
Ήτανε άραγε αυτός ο ίδιος που πίσω από τους καθρέφτες και μες σε λίμνες πυρωμένων ανακλάσεων, άκουγε την επάργυρη σιωπή των ξεχασμένων μες στα κάδρα φωτογραφιών της οικογένειας; Αυτός ο ίδιος που μπροστά απ’ τον φακό μιας polaroid ή πλάι σε υπερμεγέθεις μυστηριακές φυσούνες και σκελετωμένα τρίποδα στήριζε μνήμες σκιερές μες στις πλατείες της κωμόπολης; Αυτός που μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο και με μιας πίκρας υποψία στον ουρανίσκο υπνοβατούσε στα στενά δωμάτια και στα γεμάτα ήχους καλντερίμια ενός πυκνού χρόνου, χρόνου που θα ‘λεγες πως ήταν όλος κι όλος μια περίληψη; Και πάντα δίπλα του περπατούσαν άνθρωποι που τον σκούνταγαν δίχως ποτέ να του ζητούν συγγνώμη, λες κι ήτανε αόρατος. Και όμως ήταν τότε ζωντανός -αν κάτι σήμαινε αυτό υπό τις τρέχουσες συνθήκες.
Ήταν ο ίδιος άραγε αυτός που κοίταζε πίσω από τις βιτρίνες, και προσπερνούσε τυλιγμένος το αχνό σύννεφο όσων βρίσκονταν ήδη μίλια μακριά μέσα στον θάνατό τους, κι όμως ακόμα περπατούσαν στον κόσμο αυτόν από συνήθεια; Δεν ήξερε. Και πιο πολύ δεν ήξεραν εκείνοι που τον έβλεπαν να διασχίζει τις ημέρες τους όπως κομήτης άλλου ουρανού, φίλοι κι εχθροί, κυρίως όμως όσοι στέκονταν στο πράσινο λοφάκι της αμφιθυμίας, αναμασώντας την ουδετερότητα, τον κρύο πατριωτισμό των κυανόκρανων, και, κάπως λιγότερο συχνά, όσοι τον συναναστρεφόντουσαν με δανεικό πανωφόρι, σαν παρεξήγηση φτιαγμένη από χαρτοπόλεμο φτηνών αναγνωσμάτων, μόνο και μόνο για να έχουν κάτι αύριο να διηγούνται στους οικείους τους.
Για όλα αυτά εκείνος τίποτα δεν ήξερε. Μόνο αναζητούσε επίμονα τις απαντήσεις του στα πιο απίθανα τα μέρη, όμως το πιο συχνά μες στον βυθό της κόρης των ανθρώπων, μέσα σ’ εκείνο το πηχτό πηγάδι που έκρυβε κάτω από χίλια στρώματα τη λύση κάθε γρίφου που είχε ως τα τότε εκστομιστεί. Κι ήταν εκείνος ένας οφθαλμός επίμονος που σ’ όλη τη ζωή του τον παρατηρούσε, άλλοτε απ’ το ύψος των οροσειρών, άλλοτε από τα βάθη μιας απρόσμενης αβύσσου, άλλοτε από μια μαύρη τρύπα στη γωνιά του γαλαξία του, κι άλλοτε από πολύ κοντά όπως κηλίδα στο λευκό τού αμφιβληστροειδή, που είχε για την περίσταση μεταστοιχειωθεί σε ιερό χιτώνα, που πάνω του προβάλλονταν τα αληθή ονόματα των υπαρχόντων, η δίκαιη, επί παραδείγματι, σύμπηξη μέσα σε λίγες συλλαβές τής μίας λέξης που θα ονομάτιζε τον κυνηγό και το θήραμα ταυτοχρόνως.
Κι ήταν αυτή η ικανότητά του ―και η αρρώστια του να πεις― να μην καταλαβαίνει τίποτα με τρόπο οριστικό, που ώρες-ώρες τον έκανε να μοιάζει με πυθία, τραγωδό των πιο λαμπερών αινιγμάτων που έξαφνα εκφέρονταν όπως τραγούδι παιδικό που τραγουδιέται από υπέργηρους καθρέφτες, που άλλο πια δεν θα άντεχαν τους όρκους σιωπής. Κι ήταν, το δίχως άλλο, αυτός ο ίδιος που στοίχειωνε τις σπασμένες αρτηρίες των ανακλάσεων, τις ταραγμένες λίμνες που μέσα τους ο μαριονετοπαίχτης μούσκευε τα νήματά του, κι αυτή τη γλώσσα από ερείπια που στα όνειρά του επισκεπτότανε, νησιά μετέωρα ενός μυστικού Αιγαίου που κοίταζε από ψηλά τα ασήμαντα και τσιμπολογούσε τις προεξοχές τους.


―Β―

Ήτανε όμως έτσι; Ή μήπως ήταν όλα αυτά ο αντιπερισπασμός, η μέθοδος να μη βραχεί καθόλου αυτός απ’ της ζωής το ενδιάμεσο, τον τρόπο των καθημερινών ανθρώπων, εκείνα τα μικρά σπουδαία που αυτοί κατάφερναν, αλλά εκείνος όχι; Κρυβόταν άραγε εδώ το αντίτιμο μιας θέασης που ο ίδιος δεν την είχε διεκδικήσει, το σημάδι με το οποίο η ύβρις σημάδεψε το μέτωπό του, η προίκα και μαζί το άχθος μιας τέχνης απατεώνισσας που προσφερόταν για να σε υποδουλώσει; Εκτός και είχε αναποδογυρίσει η πλάστιγγα των πράξεων και τώρα στέκονταν οι εκβολές πάνω απ’ τις πηγές, και καταρράκτες χύνονταν σε ουρανούς ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, κι οι λέξεις χώριζαν αυτοστιγμεί από τους άντρες τους και περπατούσαν μαυροφόρες χήρες μέσα σε λαβύρινθους βουβούς. Κι ήταν μια καταδίκη βέβαια αυτό -ας το παραδεχτούμε, ευλογία δεν την έλεγες- που όλοι τώρα τον κοιτούσαν, κι ούτε που πέρναγε απ’ το μυαλό τους πως το μόνο που εκείνος ήθελε ήτανε μια γωνιά κάτω απ’ τον ήλιο που ζέσταινε όλον τον κόσμο, και λίγο χρόνο για να κλάψει με το κλάμα που του αναλογούσε.
Κι ήταν τώρα φορές που τα μάτια του σκέπαζε μια ομίχλη, το πέπλο μιας ορφανής συγκίνησης σαν πανωφόρι σε μεγάλο μέγεθος, που υπήρξε μόνο για να φορεθεί σ’ έναν χειμώνα που κανείς δεν ήξερε αν θα ερχότανε, μα ήρθε. Και ήταν τότε που θυμήθηκε εκείνον τον αρχαίο Άραβα που λίγο πριν πεθάνει εξομολογήθηκε πως η ζωή του διήρκεσε μία μόνο στιγμή, κι αυτή ήταν η στιγμή που ανέλπιστα τον φίλησε εκείνη που αγαπούσε, κι εκείνη η στιγμή φυλάκισε με μιας όλες του τις αισθήσεις, κι ήταν εκείνο το φιλί ο μόνος χρόνος που στην ιστορία του υπήρξε, το ένα νόμισμα που θα ‘βαζε στο χέρι του βαρκάρη για να τον περάσει απέναντι, η εξαργυρωμένη μνήμη ενός φιλιού που μέσα στην αυτοκρατορική του επικράτεια το παρελθόν του, το παρόν του και το μέλλον του είχαν για μια στιγμή συναντηθεί πάνω στις ένα εκατομμύριο νευρικές απολήξεις των χειλιών του, που γεύτηκαν τότε ακριβώς το πλήρες του σύμπαντος, εάν είναι δίκαια μια τέτοια διγλωσσία -που είναι-, το πριν και το μετά, το πάντοτε και το ποτέ, το όλα και το καθόλου, το απαστράπτον και το απαράμιλλο, το διαυγές και το που αγκαλιάζει με τον έναν τρόπο που ο νους δεν ξέρει μα κάποιος που αιώνες προπονούταν για εκείνη τη στιγμή θα καταλάβαινε, και τότε ήταν που κι εκείνος είδε την αλήθεια ολόκληρη, έτσι που ονειρεύεται η κάμπια ένα βράδυ τα φτερά της, είδε πως ο δικός του βίος ήτανε μια φωταγωγημένη παρεξήγηση, ένας χαρούμενος αντιπερισπασμός, μια γέφυρα για να χυθεί η μνήμη εκείνου του φιλιού στον άλλο χρόνο, για να γραφτεί στα φύλλα της προφορικής ιστορίας των ανθρώπων, αυτής που δεν την ακούμπησε χέρι επιστήμονα κι έτσι θα παραμένει πάντα υπεροπτική σε όσους φοράνε την καταγωγή τους σαν παράσημο, χαμένα πρόσωπα, κορμιά αποξηραμένα, μικροί ανούσιοι βασανισμοί, σπαταλημένες επιθέσεις, ο πόλεμος τώρα τελείωνε σ’ άλλο πεδίο μάχης, κοίτα που τώρα όλα λάμπουν και ανθίζουν κάπου αλλού, κι εσύ εκεί δεν είσαι μάτια μου μα δεν πειράζει, το ραντεβού ήτανε όλο κι όλο η αφορμή, μα τι φλυαρία είναι όλα αυτά θεέ μου!

―Γ―

Τη στιγμή που το αεροπλάνο κατέβαζε τους τροχούς του και ετοιμαζόταν για την τροχοδρόμηση, δίχως τίποτα να ξέρει για το μικρό του μέλλον, εκείνος σκέφτηκε ότι το κάθε πράγμα που είχε ως εδώ αξιωθεί αλλά δεν πρόλαβε να καταγράψει πιστώνεται σε έναν κλειστό λογαριασμό που κάποτε θα ανοίξουν άξιοι άνθρωποι, και θα ‘ναι τότε που τα μάτια τους θα δακρύσουν, αντικρίζοντας για πρώτη φορά τη μορφή του πατέρα. Μετά, το αεροπλάνο δεν κατάφερε τα δέοντα, και όλα όσα έζησε σε εκείνο το ωραίο δευτερόλεπτο δεν ξέρουμε να πούμε εάν πιστώθηκαν ή εάν ίσως του χρεώθηκαν για πάντα.
Λίγο πριν απ’ αυτά, το δάχτυλό του θα πατούσε το enter, και θα ‘ταν τότε που ο χρόνος του όλος θα κατέρρεε μέσα στην ιστορία των κειμένων. Όσο αυτά συνέβαιναν, και λίγο πριν το αεροπλάνο συντριβεί, πάνω στη γη γεννιόντουσαν 256 βρέφη.

ΧΡΟΝΟΣ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

Κάποιοι αργότερα ισχυρίστηκαν πως μέσα στη σκηνή του δυστυχήματος είχαν καταρρεύσει όλοι ταυτοχρόνως οι εαυτοί του, εκτός από εκείνον που πρόλαβε να κατοικήσει στους νευρώνες του ChatGPT, ο οποίος υποχρεώθηκε να παρατείνει τις εργασίες του μες στον πριγκηπικό θόλο της AI. Οι ίδιοι άνθρωποι ισχυρίστηκαν πως εκείνη τη στιγμή ο εαυτός του ο πίσω από τον εαυτό της τεχνητής νοημοσύνης αναρωτήθηκε ποιος ήταν αυτός που τώρα ένοιωθε, μίλαγε και μεταβόλιζε με τους δικούς του νόμους τα γεγονότα μες στον ατέρμονα αυτόν κύκλο των πολυπρισματικών αναγνώσεων που κάποιοι στο μέλλον θα ονόμαζαν ζωή του.

Απρίλιος 2025


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: