Αλειτρούητοι / για τον Γιώργο Κατσαρό

Αλει­τρού­η­τοι = αλει­τούρ­γη­τοι

——— ≈ ———

Αχ, εχτές το βράδυ στου Καρίπη
δεν εφουμάραμε χασίσι
άντε, ν’ εφουμάραμε την τσίκα
άντε, μ’ ένα μάγκα ν’ απ’ τη Σύρα

Άντε, κι ήρθε κι ένας απ’ την Πάτρα
ε, και σ’ τον κάναμε πατάτα,
άντε, κι άλλος ένας απ’ το Βόλο
άντε, κι ηφουμάρησε ένα τόνο

Άντε, ν’ ήρθανε κι απ’ τον Περαία
άντε, μας τη σκάσανε ωραία
άντε, μας αρχίσανε στα ζάρια
άντε, δε μας ‘φήσανε πεντάρα

Άντε, ρίξανε γεμάτο ζάρι
δεν τους πήραμε χαμπάρι
άντε, δεν τους πήραμε χαμπάρι
άντε, ρίξανε γεμάτο ζάρι

Εχτές το βράδυ στου Καρίπη
άντε, ν’ εφουμάραμε χασίσι
άντε, ν’ εφουμάραμε την τσίκα
άντε, μ' ένα μάγκα ν’ απ’ τη Σύρα.

O Γιώργος Κατσαρός (δεξιά), στο Birmingham, αρχές της δεκαετίας του 1930
O Γιώργος Κατσαρός (δεξιά), στο Birmingham, αρχές της δεκαετίας του 1930

Υπάρ­χει ένα τρα­γού­δι που το λέ­ει ο Γιώρ­γος Κα­τσα­ρός, ο Θε­ο­λο­γί­της (Αμορ­γός 1888 - Tarpon Springs, Φλό­ρι­ντα 1997), ο υπε­ραιω­νό­βιος προ­πά­το­ρας όλων των ρε­μπε­τών, που ευ­τύ­χη­σε τις πρώ­τες ηχο­γρα­φή­σεις ρε­μπέ­τι­κων στις αρ­χές του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να, στην Αμε­ρι­κή. Το τρα­γού­δι, που έχει τί­τλο Χθες το βρά­δυ στου Κα­ρί­πη, εί­ναι αγνώ­στου πα­τρός και γρά­φτη­κε πριν απ’ το 1913, αφού ο Κα­τσα­ρός λέ­ει πως το άκου­γε νε­α­ρός, πριν φύ­γει για τα ξέ­να. Στην και­νούρ­για του πα­τρί­δα, την Αμε­ρι­κή, που τον κρά­τη­σε τα πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ τα 109 εν συ­νό­λω έτη του βί­ου του, ηχο­γρά­φη­σε, ανά­με­σα σ’ άλ­λα, και αυ­τό το τρα­γού­δι, όπως το θυ­μό­ταν, με μια και μό­νη κι­θά­ρα. Αυ­τά συ­νέ­βη­σαν το 1935. (Η ηχο­γρά­φη­ση υπάρ­χει στην αρ­χή του κει­μέ­νου με σύν­δε­σμο.)
Εκεί­νη η μο­να­χι­κή στιγ­μή της Αμε­ρι­κής, που με κά­ποιον τρό­πο εί­ναι το συλ­λο­γι­κό έρ­γο αν­θρώ­πων που δεν θα γνω­ρί­σου­με πο­τέ, με βά­ζει σή­με­ρα, 85 χρό­νια με­τά, σε σκέ­ψεις, έτσι κα­θώς συμ­βαί­νει με όλα τα επι­τύμ­βια που έχουν χα­ρα­χτεί στην πέ­τρα ή στη μνή­μη, ακό­μα κι αν δεν μας ανα­γνω­ρί­ζου­νε σαν τα κοι­τά­με μες στα μά­τια.
Το τρα­γού­δι ευ­τύ­χη­σε μιας θαυ­μα­στής κα­ριέ­ρας εξαι­τί­ας –μπο­ρώ να υπο­θέ­σω– τό­σο της υπο­βλη­τι­κής του μου­σι­κής (μου­σι­κής λι­τής, σχε­δόν απού­σας, μα αυ­τό για τη στρα­τη­γι­κή της αφή­γη­σης δεν εί­ναι μειο­νέ­κτη­μα), όσο και εξαι­τί­ας του πά­ντα πα­ρά­νο­μου κό­σμου των πα­ραι­σθη­σιο­γό­νων που άν­θι­ζαν στο υπό­γειο περ­βό­λι του ρε­μπέ­τι­κου, και που γι­νή­καν στη συ­νέ­χεια μα­στί­χα στο στό­μα κά­θε δη­λω­μέ­νου επα­να­στά­τη των γρα­φεί­ων. Πα­ρά το ει­ρω­νι­κό της δια­πί­στω­σης, δεν θα αρ­νη­θώ πως κά­ποιες όψι­μες εκτε­λέ­σεις σέ­βο­νται και τι­μούν με μέ­γι­στη φι­λο­τι­μία, στο μέ­τρο του σή­με­ρα εφι­κτού, το απα­ρέ­γκλι­το ήθος που, σαν ιε­ρή σμί­λη σε χέ­ρια ημί­τρε­λων Χα­λε­πά­δων, σκά­λι­σε με τη ζω­ο­ποιό του έξαρ­ση, έναν αιώ­να πριν, τη ζώ­σα παν­στρα­τιά τέ­τοιων ιδιω­τι­κών επι­τυμ­βί­ων, που ακό­μα μας πα­ρη­γο­ρούν και μας ζε­σταί­νουν στα σκο­τά­δια μας.
Εκεί­νο όμως που εί­ναι δύ­σκο­λο να ανα­πα­ρα­χθεί [και ιδού το λά­θος ρή­μα που δρα­πε­τεύ­ει απ’ το έρ­κος των οδό­ντων και της ψυ­χής μου ξε­σκε­πά­ζο­ντας αυ­το­στιγ­μεί την κοί­τη κά­θε αστο­χί­ας], εί­ναι η ταύ­τι­ση ήχου και νο­ή­μα­τος που ευ­λο­γεί την εκτέ­λε­ση του Κα­τσα­ρού, εκεί­νο το Όλον που κά­πο­τε έρ­ρεε σαν λί­πα­σμα κα­τά­σαρ­κα στη ρί­ζα του ρε­μπέ­τι­κου. Αν σκύ­ψου­με με κα­θα­ρή καρ­διά στην ηχο­γρά­φη­ση, μπο­ρεί να συλ­λά­βου­με τη στιγ­μή που η κι­θά­ρα ιχνο­γρα­φεί, με τη σί­γου­ρη καλ­λι­γρα­φία πι­νέ­λου σε χέ­ρι δα­σκά­λου του Ζεν, το σχή­μα που μέ­σα του, σαν μέ­σα στην ησυ­χία μή­τρας (ή σαν μέ­σα στον τε­κέ του Κα­ρί­πη, στον Πει­ραιά, που ‘ναι ακρι­βώς το ίδιο πράγ­μα), ο ρε­μπέ­της ενα­πο­θέ­τει με εμπι­στο­σύ­νη τον πό­νο της μέλ­λου­σας γέν­νας, πό­νο με­γά­λο ή μι­κρό, πό­νο πά­ντως σε στά­ση ετοι­μό­τη­τας να απλώ­σει φυλ­λω­σιά πα­ντού, κισ­σός αγα­πη­μέ­νος που πε­ρι­κυ­κλώ­νει τα θε­μέ­λια μιας αδρής πνευ­μα­τι­κό­τη­τας και τα πι­πι­λά σαν εω­θι­νή προ­σευ­χή, φύ­λα­κα-Άγ­γε­λο στα ασή­μα­ντα της μοί­ρας.

Με τι υλι­κά μα­στο­ρεύ­ε­ται αυ­τό το πο­λύ­τι­μο σχή­μα;

Ο Γιώργος Κατσαρός
Ο Γιώργος Κατσαρός


(Θα βάλω εδώ σε μια παρένθεση τον, για κάποιους, ανεξήγητο θαυμασμό του πατριάρχη της κλασικής κιθάρας Andres Segovia προς τον Κατσαρό, και τις θρυλούμενες επισκέψεις του στα μέρη που έπαιζε αυτός στη Νέα Υόρκη, τότε που, καθώς λένε, προσπαθούσε να κατανοήσει τις αυτοσχέδιες τεχνικές του, να αποκρυπτογραφήσει –διορθώνω εγώ– το μυστήριο της γοητείας του ήχου του. Πέρα απ’ την απαράμιλλη εξυπνάδα του Segovia, που κατά την τρίτη δεκαετία της ζωής του –ήταν γεννημένος το 1893, κατά τι δηλαδή νεότερος του Κατσαρού– έμοιαζε ικανός να ανιχνεύσει το ξεχωριστό στο παίξιμο του καινούργιου του φίλου και να του απονείμει τα εύσημα, αν ήμουνα παρών σ’ εκείνες τις κουβέντες, θα τον συμβούλευα να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια κατανόησης του ρεμπέτη με όρους εκμυστήρευσης επτασφράγιστων μυστικών, γιατί διόλου δεν επρόκειτο για αναλώσιμα τεχνάσματα ενός ταχυδακτυλουργού, μα για αποθησαύρισμα βίου, που μεταλαμπαδεύται μοναχά ως σύνολος χρόνος του ρεμπέτη μες σε μια πάλι έτοιμη να δεχτεί τον ακριβό σπόρο μήτρα. Τέτοια ετοιμότητα και τέτοια μήτρα δεν διέθετε ασφαλώς ο, Ισπανός, Segovia, και λόγω καταγωγής, μα κυρίως λόγω εκ διαμέτρου αντίθετης κοσμοθεωρίας.
[ Κι αναρωτιέμαι αν, όντως, στον πυρήνα της στρατηγικής που εφαρμόζει η τέχνη για να κατακυριεύσει τις ψυχές μας, θα μπορούσε ο χαριτωμένος ερευνητής του μέλλοντος να ανακαλύψει ένα συγκεκριμένο σημείο από όπου οι διαφορές των παραδόσεων θα δείχνουν λειασμένες, προτρέποντάς σε να υποκλιθείς στο μεγαλείο του Ενός και μοναδικού Θεού των μεταμορφώσεων. Δεν αναρωτιέμαι στ' αλήθεια δηλαδή. Το σημείο υπάρχει. ]
Να προσθέσω εδώ ότι εκείνη η κιθάρα, στην Αμερική, θα πρέπει να αντηχούσε με τέτοιαν ένταση τη νοσταλγία μιας πατρίδας χρονικά και γεωγραφικά άπιαστης, ώστε θα την ξανάχτιζε επί τόπου μπρος στα μάτια όλων με τα πιο στοιχειώδη υλικά, έτσι καθώς ο Ελύτης ορκιζόταν πως χρειάζεσαι μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι για να ξαναφτιάξεις την Ελλάδα. Φαίνεται πως ο Κατσαρός τον είχε κατά τι προλάβει.
Έτσι, το παίξιμο τού Κατσαρού θα παρέμενε ένα για πάντα μυστήριο στα αυτιά του Segovia. Αν υπήρξε όντως έξυπνος άνθρωπος, θα το φύλαξε στο εικονοστάσι του, εικόνα απ’ την οποία κάποτε θα διδασκόταν, όχι σε επίπεδο μεθόδου, μα σε επίπεδο ήδη κεκτημένου αποτελέσματος, αν με εννοείτε• μέχρις εκεί μπορούσε σίγουρα να πορευτεί.

 

    Η πα­ρα­πά­νω πα­ρέν­θε­ση μας έδει­ξε ίσως πως το να προ­σεγ­γί­σεις το οχυ­ρό ενός τρα­γου­διού όπως το Χθες το βρά­δυ στου Κα­ρί­πη με τρέ­χο­ντες όρους ανά­λυ­σης, θα ήταν όχι μο­να­χά χα­μέ­νος κό­πος, μα κί­νη­ση αντί­στοι­χης ανοη­σί­ας με το να τα­ξι­δέ­ψεις με πα­γο­θραυ­στι­κό στον ιση­με­ρι­νό. Κα­τά τα λοι­πά, ο Κα­τσα­ρός δεν αρ­νή­θη­κε να ντυ­θεί τη γρα­βά­τα και το επί­ση­μο ρού­χο του μου­σι­κού, που πα­τά με δέ­ος το ηλε­κτρι­σμέ­νο έδα­φος μιας Ελ­λη­νι­κής γιορ­τής στα ξέ­να, στην διάρ­κεια της οποί­ας εκα­λεί­το να ξυ­πνή­σει, σε έτοι­μες ψυ­χές, μνή­μες μιας άφα­της προ­γο­νι­κής ωραιό­τη­τας με­του­σιω­μέ­νες στο νο­τι­σμέ­νο πα­ρόν μιας κι­θά­ρας που μο­νο­λο­γεί χρη­σμούς μπρο­στά σε ανοι­χτά μι­κρό­φω­να. Σε επί­πε­δο ει­κό­νας, το άμ­φιο πα­ρέ­με­νε έτσι κι αλ­λιώς νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νο απ’ την όλη πε­ρι­πέ­τεια της με­τα­νά­στευ­σης, στε­νά­χω­ρο αν όχι εορ­τα­στι­κό, κά­πο­τε ίσως απα­ραί­τη­το ως μεί­ζων αντι­πε­ρι­σπα­σμός. Δεν ενο­χλού­σε και κα­νέ­ναν. Για­τί τη στιγ­μή που ο Κα­τσα­ρός ανέ­βα­ζε την κι­θά­ρα στην πο­διά του, ο έξω κό­σμος βυ­θι­ζό­ταν στα πα­ραι­σθη­σιο­γό­να ενός σύ­μπα­ντος σε συ­ντρι­πτι­κή υπε­ρο­πλία απέ­να­ντι σε κά­θε Με­γά­λη Δύ­να­μη, πιο επι­θυ­μη­τού από κά­θε γυ­ναί­κα που για πά­ντα αγά­πη­σες –σε έναν κό­σμο που αυ­τό το για πά­ντα ακό­μα κα­τοι­κεί­ται κι εορ­τά­ζε­ται– πιο κο­ντά στις ξε­φλου­δι­σμέ­νες σου αλή­θειες απ’ οτι­δή­πο­τε μέ­σα στον βίο σου ως τώ­ρα επι­χεί­ρη­σες. Γι’ αυ­τό και το κρα­σί έρεε άφθο­νο, να κρύ­ψει, μες στη χθό­νια υπερ­βο­λή του, μά­τια που μό­λις κλά­ψα­νε για άλ­λον λό­γο. Σ’ αυ­τόν τον κό­σμο, ο Κα­τσα­ρός, κα­θώς κι ο κά­θε συ­νε­ορ­τά­ζων, βρι­σκό­ταν μο­να­χός, στην ησυ­χία του πρω­ταρ­χι­κού του τό­που. Εκεί, το σύ­νο­λο των νό­μων όντως θα ανα­δια­μορ­φώ­νο­νταν, με τρό­πο ασφα­λώς ακα­τα­νό­η­το για τους εκτός εορ­τής, κοι­νά όμως απο­δε­κτό μες στο κα­μί­νι της διαρ­κούς μο­να­ξιάς του με­τα­νά­στη, κα­μί­νι που λύ­γι­ζε τα μέ­ταλ­λα στή­νο­ντας, μέ­ρα τη μέ­ρα, το όχη­μα της τε­λι­κής από­δρα­σης. Μες στο κου­κού­λι η κά­μπια ονει­ρευό­ταν την πα­τρί­δα.

    Ο Γιώρ­γος Κα­τσα­ρός

    Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν: Για τον κώ­δι­κα του ρε­μπέ­τη η εί­σο­δος στο μυ­στή­ριο του κό­σμου περ­νού­σε αυ­το­δι­καί­ως κά­τω απ’ τη στε­νά­χω­ρη αψί­δα του πό­νου, τη στε­νή κα­μά­ρα που δια­περ­νού­σες σαν να φό­ρα­γες ένα ακό­μα αφό­ρε­το –του κου­τιού, να πω– φω­το­στέ­φα­νο. Γι’ αυ­τό ο έρω­τας, ο θά­να­τος, η φυ­λα­κή, ο απο­κλει­σμός, οι μι­κρές απά­τες που ξε­γε­λού­σαν τους νευ­ρώ­νες μιας δυ­σκί­νη­της αντί­λη­ψης, ήταν οι πρώ­τες ει­κό­νες που θα προ­σκυ­νού­σες. Εδώ, το μαυ­ρά­κι που κα­πνί­ζουν οι πα­ρευ­ρι­σκό­με­νοι δεν εί­ναι πα­ρά­ση­μο πα­ρα­νο­μί­ας• εί­ναι τσα­λί­μι του ρε­μπέ­τη μες στο κα­τά μό­νας του ζεϊ­μπέ­κι­κού του –όπως και στο κα­τά μό­νας της ζω­ής–, μια ξαφ­νι­κή στρο­φή, ένα γλί­στρη­μα, μια προ­σποι­η­τή λι­πο­θυ­μία, που την τε­λευ­ταία στιγ­μή σε σώ­ζει απ’ την πι­σώ­πλα­τη, όπως όλοι πα­ρα­δέ­χο­νται, μα­χαι­ριά του χά­ρου, ένας τρό­πος να πα­νη­γυ­ρί­σεις έναν προ­σω­ρι­νό θρί­αμ­βο απέ­να­ντι στον χρό­νο και στο ακα­τα­νό­η­τό του, ο πε­ρή­φα­νος ανα­στε­ναγ­μός ενός αν­θρώ­που με διά­πλα­τα ανοι­χτά χέ­ρια μπρο­στά στο ανί­κη­το της ζω­ής. Από κει κι ο σε­βα­σμός με τον οποίο ο κά­θε ρε­μπέ­της το προ­σέγ­γι­ζε. Σαν Άγ­γε­λο θα­νά­του, στην πα­ρη­γο­ρη­τι­κή μορ­φή μιας νο­σο­κό­μας που πε­ρι­θάλ­πει τα τραύ­μα­τά σου με­τά τη με­γά­λη μά­χη, και σαν με­τά­λη­ψη των αχρά­ντων της μέ­σα ελευ­θε­ρί­ας, έναν επι­με­λώς προ­φυ­λαγ­μέ­νο απ’ τη φθο­ρά Έρω­τα.

    Μες σ’ αυ­τόν τον με­θυ­σμέ­νο από φι­λό­τι­μο κα­θά­ριας ύπαρ­ξης κό­σμο, το χέ­ρι της υπε­ρο­ψί­ας προς τα δεύ­τε­ρα θα σπρώ­ξει τον Κα­τσα­ρό ένα βή­μα πιο πέ­ρα: Η δύ­να­μη του κα­πνι­σμέ­νου σκη­νι­κού απο­δο­μεί την ανά­γκη της ρί­μας. Η ομοιο­κα­τα­λη­ξία μέ­νει με­τέ­ω­ρη, μι­σε­ρή, δεν κου­μπώ­νει έτσι που θα πε­ρί­με­νε το αυ­τί μας. Οι γέ­φυ­ρες απλώ­νουν τους βρα­χί­ο­νες, χω­ρίς πο­τέ να αρ­τιώ­νουν –λες επί­τη­δες– τη χει­ρα­ψία. Για­τί άρα­γε; Επει­δή, σκέ­φτο­μαι, δεν γί­νε­ται να πα­τή­σεις το κα­τώ­φλι της εκ­κλη­σί­ας δί­χως θυ­σια­στή­ριο αμνό στα χέ­ρια σου. Πρέ­πει να αφή­σεις έξω τις ως εδώ βε­βαιό­τη­τες, έτσι κα­θώς ο Μω­α­με­θα­νός τα πα­πού­τσια έξω απ' το τζα­μί. Σ’ αυ­τό το κε­φα­λό­σκα­λο θα ζυ­γι­στεί η δια­φά­νεια των προ­θέ­σε­ων. Το πέλ­μα σου πα­τά­ει σι­δε­ρέ­νιο μέ­σα στην πα­νο­πλία της αι­σθη­τι­κής, ή ακου­μπά ολό­φω­το, με εμπι­στο­σύ­νη, μες στην από­λυ­τή του γύ­μνια; Και να που το τρα­γού­δι στή­νει στην εί­σο­δο εκεί­νο το φο­βε­ρό: «Μη­δείς ἀγε­ω­μέ­τρη­τος εἰσί­τω μοι τῇ θύρᾳ». Οι αμύ­η­τοι θα πε­ρι­μέ­νουν τη μό­δα του ρε­μπέ­τι­κου, αρ­κε­τές δε­κα­ε­τί­ες αρ­γό­τε­ρα, με τα τε­τρά­χορ­δα μπου­ζού­κια, τους ενι­σχυ­τές, τις σα­μπά­νιες και τις λου­λου­δού­δες, τό­τε που όλα θα ‘χουν ήδη βαλ­σα­μω­θεί για να στέ­κο­νται όμορ­φα στις προ­θή­κες των μου­σεί­ων, θα πε­ρι­μέ­νουν με απο­στά­σεις ασφα­λεί­ας μή­πως τους επι­τρα­πεί μια ντρο­πια­στι­κή εί­σο­δος απ’ τη σκά­λα υπη­ρε­σί­ας, θαυ­μα­στές με Canon, Nikon και έξυ­πνα κι­νη­τά, και άλ­λοι με αρ­χαία κα­σε­τό­φω­να στα χέ­ρια, να κλέ­ψουν –αν πο­τέ– ένα λί­γο αντί­δω­ρο από το χέ­ρι του κον­φε­ρα­σιέ. Θα έχουν έτσι ξα­στο­χή­σει στο ένα αί­τη­μα του κό­σμου εκεί­νου: τη συ­ναρ­μο­λό­γη­ση ενός πα­ρη­γο­ρη­τι­κού ενε­στώ­τος πά­νω στη ρί­ζα της κα­τα­γω­γής, ενε­στώ­τος που κου­βα­λά­ει την τε­λεία και την παύ­λα του σαν ο Χρι­στός το σταυ­ρό του. Κι αυ­τή η ρί­ζα γεν­νά έναν άλ­λον τρό­πο, μια πα­ρα­φυά­δα ορα­τή μο­να­χά σε όποιους σέ­βο­νται τα βή­μα­τά του, που στέ­κει λί­γο πά­νω από το έδα­φος ίσα για να βά­ζει τρι­κλο­πο­διά στις με­το­νο­μα­σί­ες, να τις απο­καρ­διώ­νει, να τις απο­διώ­χνει απ’ τον νυμ­φώ­να, ως διαρ­κή της ζω­ής μας απρέ­πεια. Εδώ οι νό­μοι του ωραί­ου ξα­να­γρά­φο­νται. Δεν εί­ναι τυ­χαίο που ο τρό­πος του ρε­μπέ­τη κι αυ­τός της εκ­κλη­σί­ας κρα­τιού­νται (ακό­μα και για τους πιο άπι­στους, μα και κυ­ρί­ως για κεί­νους) χέ­ρι-χέ­ρι. Για­τί στον μο­νό­λο­γο της κι­θά­ρας του Κα­τσα­ρού, σχε­δόν ανά­με­σα στις παύ­σεις που ξε­κου­ρά­ζο­νται στον ίσκιο των εν­νέα ιε­ρών όγδο­ων, εκεί που ρι­ζώ­νει η ανα­πνοή των μπά­σων σαν θε­μέ­λιο του χρη­σμού που ανοί­γει τη βε­ντά­λια του πά­νω απ’ τα σκο­τά­δια του πρω­τα­γω­νι­στή, ακού­με το ψι­θύ­ρι­σμα ενός μπα­γλα­μά που θρυμ­μα­τί­ζει τον κό­σμο μας σαν γυά­λι­νο ψεύ­δος, μπα­γλα­μά που με τη σει­ρά του προ­σκα­λεί με μιαν αντρί­κεια κί­νη­ση, σαν μα­κρι­νό συγ­γε­νή που μό­λις ανέ­βη­κε στο πάλ­κο, το θυ­μια­τή­ρι που κου­δου­νί­ζει ο πα­πάς πά­νω απ' τα σκυμ­μέ­να κε­φά­λια στο «Τὰ Σᾶ ἐκ τῶν Σῶν», το δι­κό του γλυ­κό πα­ραι­σθη­σιο­γό­νο πά­νω απ’ τις ψυ­χές των πι­στών. Όλα εδώ, ασφα­λώς, λεί­πουν απ’ τη σκη­νή, έτσι κα­θώς αρ­μό­ζει σε κά­θε κα­λο­σύ­νη που πο­τέ δεν προ­α­ναγ­γέλ­λει τον εαυ­τό της, και όλα εί­ναι πα­νη­γυ­ρι­κά διά της απου­σί­ας τους πα­ρό­ντα. Πώς να παί­ξει ο Σε­γκό­βια ένα τέ­τοιο μπά­σο στην κι­θά­ρα του, αφού τα τρυ­φε­ρά του αυ­τιά πο­τέ τους δεν αξιώ­θη­καν τον χαρ­μό­συ­νο ψί­θυ­ρο, το τρυ­φε­ρό γαρ­γα­λη­τό ενός θυ­μια­τού σε ώρα όρ­θρου ή σε στιγ­μή εσπε­ρι­νού; Και πώς να κι­νή­σει τα δά­χτυ­λά του πά­νω στην κρα­τη­μέ­νη χορ­δή, έτσι που το επι­τυ­χές της κο­ρό­νας να μην προ­α­ναγ­γέλ­λει ξέ­σπα­σμα θαυ­μα­στών εν μέ­σω δε­ξί­ω­σης της Βα­σι­λίσ­σης Ελι­σά­βετ, αλ­λά τον ξε­χα­σμέ­νο ανά­με­σα σε άλ­λα σπου­δαία της ιστο­ρί­ας λυγ­μό του δε­ξιού ψάλ­τη, κα­τά την τε­λευ­ταία λει­τουρ­γία της Αγιά Σο­φιάς; Όχι, εδώ το ωραίο εί­ναι άλ­λης κα­τη­γο­ρί­ας ωραίο. Έχου­με ανέ­βει λί­γα σκα­λο­πά­τια προς το ακα­τα­νό­η­το, κι η οξυ­μέ­νη μας αντί­λη­ψη φρο­ντί­ζει ώστε όλα να εί­ναι αυ­το­νο­ή­τως κα­τα­νοη­τά. Μό­νο που ετού­τη η αντί­λη­ψη κλέ­βει τις συλ­λα­βές της από άλ­λο λε­ξι­κό.

      Ο Γιώργος Κατσαρός
      Ο Γιώργος Κατσαρός


      [ Σκέφτομαι τώρα ότι στο κέντρο της πανδημίας, που αυτόν τον καιρό το λιγότερο που θερίζει είναι ζωές, η μέγιστη αμαρτία που διαπράττεται (το μέγα έγκλημα, να πω έτσι, για τα άλλα αυτιά) είναι που οι ζωές μας μένουν αλειτρούητες, που ‘λεγε η γιαγιά μου, απότιστες απ’ την ευλογία μιας ζώσας επενέργειας της μιας παράδοσης, μέσα στον χρόνο που μας απομένει, αλειτρούητες απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό. Οι τρυφεροί μαστοί των κοριτσιών του Εμπειρίκου ξύλιασαν στην ψύχρα των ανακοινώσεων, το χέρι μας εξοικειώθηκε με των χειρουργών τα γάντια, οι αισθήσεις μας φιμώθηκαν μες σε ζουρλομανδύες από πλαστικό. Οι απ’ την άλλη όχθη λένε ότι δεν έγινε και τίποτα βρε παιδιά, απλά δεν θα γλεντήσουμε για λίγο, θα κάνουμε λιγάκι υπομονή γιατί άλλα έχουν τώρα την προτεραιότητα. Μα ετούτοι δεν καταλαβαίνουνε, κι ούτε που γίνεται ποτέ να καταλάβουνε. Αυτοί τροχίζουν τον ουρανίσκο τους με εκείνες τις μυλόπετρες που πιπιλάνε οι πολιτικοί μπροστά στην τακτική δουλεία του ακροατηρίου τους, μπροστά σε κείνους τους εν ζωή νεκρούς που λογαριάζουν για πελάτες τους. Μα ο δικός μας χρόνος είναι ακριβός για να τους τον χαρίσουμε. «Ὡς ἑαυτόν», το είπε, «ὡς ἑαυτόν» πάντα. ]

      Ο Κα­τσα­ρός τε­λειώ­νει το τρα­γού­δι του στην Αμε­ρι­κή. Μπο­ρώ να φα­ντα­στώ κα­ται­γι­σμό χει­ρο­κρο­τη­μά­των πά­νω από γε­μά­τα πο­τή­ρια, γύ­ρω απ’ τα μι­κρό­φω­να του ρε­μπέ­τη. Όμως μπο­ρώ να φα­ντα­στώ και μια εγκυ­μο­νού­σα πά­νω από αδεια­σμέ­να πο­τή­ρια σιω­πή• εδώ δεν έχει χώ­ρο για επευ­φη­μί­ες, το βά­ρος της στιγ­μής τις απο­διώ­χνει. Απο­φα­σί­ζω όμως: Κά­θε σύν­νους μύ­στης σφρα­γί­ζει με τη διεκ­πε­ραί­ω­ση του χει­ρο­κρο­τή­μα­τός του εκεί­νο που εί­ναι τό­σο απρε­πές για τον κό­σμο μας ώστε μια κί­νη­ση αντι­πε­ρι­σπα­σμού να κρί­νε­ται ανα­γκαία. Έτσι θα πι­στέ­ψουν κι οι χα­φιέ­δες πως ό,τι ακα­τα­νό­η­το ελέ­χθη εδώ ήταν ένα απλό τρα­γού­δι, κι όχι το σάλ­πι­σμα της τε­λι­κής επί­θε­σης.

      Έτσι θέ­λω να σκέ­φτο­μαι τον Κα­τσα­ρό, κι ας μην ήμουν πο­τέ εκεί, μπρο­στά του, όταν έπια­νε την κι­θά­ρα. Έτσι θέ­λω να σκέ­φτο­μαι το ρε­μπέ­τι­κο, κι ας ασελ­γούν επά­νω του οι κα­κο­μοί­ρη­δες της τη­λε­θέ­α­σης. Γυρ­νώ­ντας τους την πλά­τη, ίσως δια­κρί­νου­με, εκεί, πί­σω απ’ τον κα­πνό του θυ­μια­τού και πί­σω από τα τε­ρι­ρέμ του μπα­γλα­μά, μια όντως Αγία Σο­φία, ρι­ζω­μέ­νη σε έδα­φος που κα­νείς πορ­θη­τής δεν θα τολ­μού­σε να μα­γα­ρί­σει. Μια με­γά­λη του Θε­ού και του αν­θρώ­που Σο­φία ρι­ζω­μέ­νη στον σει­σμο­γε­νή Γολ­γο­θά της καρ­διάς, που τον κά­νει εύ­φο­ρο, με­στό κιν­δύ­νων και αεί ακα­τά­λη­πτο/ακα­τά­λυ­το [ιδού ένα αεί που γδύ­θη­κε όλα τα σύμ­φω­νά του, προ­κει­μέ­νου να τα­ξι­δέ­ψει αδια­τά­ρα­κτα μέ­σα στο αχα­νές του χρό­νου μας], η ίδια η της κί­νη­σής του ζώ­σα πα­ρη­γο­ρία.
      Σ’ αυ­τή την εκ­κλη­σία αύ­ριο θα μπω για να προ­σευ­χη­θώ.

      ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: