«Ενήλικοι στην αίθουσα», ανήλικοι στον καναπέ

«Ενήλικοι στην αίθουσα», ανήλικοι στον καναπέ

Αυ­τό που λέ­με κοι­νή γνώ­μη δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι ένας ευ­φη­μι­σμός, η με­το­νο­μα­σία μιας απλής ει­κα­σί­ας που ονο­μα­τί­ζει ένα τυ­χαίο ση­μείο του κυ­μα­τι­σμού της πλειο­ψη­φού­σας μέ­σα στην πό­λη άπο­ψης, δί­νο­ντας του προ­σω­ρι­νά τα σκή­πτρα. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της εί­ναι το ότι δια­μορ­φώ­νε­ται ευ­θέ­ως ανά­λο­γα με τον προ­σα­να­το­λι­σμό ενός εκά­στου, με το προς τα πού συλ­λαμ­βά­νε­ται εστια­σμέ­νο το εν­δια­φέ­ρον του, σε ποιό ρη­το­ρι­κό σχή­μα απλώ­νει ευ­ή­κο­ον ους, αλ­λιώς: σε ποιο πλυ­ντή­ριο από­ψε­ων λευ­καί­νει τα λε­ρω­μέ­να της κά­θε του μέ­ρας. Πλυ­ντή­ριο ας βα­φτί­σου­με σή­με­ρα, χά­ριν παι­διάς, τα Μέ­σα Μα­ζι­κής Ενη­μέ­ρω­σης, ή Μα­ζι­κής Απο­κοί­μι­σης, έν­νοιες που περ­πα­τά­νε αγκα­λιά στον δρό­μο σαν τις πα­λιές τις φι­λε­νά­δες, οπό­τε μπο­ρού­με να δια­λέ­ξου­με ελεύ­θε­ρα. Κι η ενη­μέ­ρω­ση, κα­τά πως ξέ­ρου­με, αλ­λά­ζει φά­τσα σαν απο­κριά­τι­κη μου­τσού­να, με­τα­μορ­φώ­νε­ται με εκ­θε­τι­κές τα­χύ­τη­τες, ευ­θέ­ως ανά­λο­γες με το μπρο­στά σε ποια κλει­δα­ρό­τρυ­πα δια­λέ­γει κά­ποιος να λα­θρο­θη­ρά­σει τις ει­δή­σεις του ή με ποιο κομ­μα­τι­κό πρό­ση­μο στο­λί­ζει την κο­σμο­θε­ω­ρία του, εκεί­νο το πα­λιο­μο­δί­τι­κο φίλ­τρο που κά­πο­τε υπο­σχό­ταν να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τα ανε­ξή­γη­τα του κό­σμου.
Άλ­λο που ξέ­ρου­με εί­ναι πως μες στον κυ­κε­ώ­να των με­το­νο­μα­σιών σπα­νί­ως συ­να­ντά­με άπο­ψη πρω­τό­τυ­πη, να λά­μπει σαν αστε­ρί­ας σε ξε­χα­σμέ­νο βυ­θό, άπο­ψη που να εκ­πο­ρεύ­ε­ται στοι­χειω­δώς από το πρό­σω­πο που την εκ­φέ­ρει. Τό­τε εί­ναι που η καρ­διά μας έρ­χε­ται στη θέ­ση της, γλυ­κιά ανα­κού­φι­ση κυ­ριεύ­ει τα μέ­λη, έπαι­νος χει­μαρ­ρώ­δης και ανε­πι­τή­δευ­τος ανα­δύ­ε­ται απ’ τα ακό­μη αφύ­λα­χτα σύ­νο­ρα του ηλια­κού πλέγ­μα­τος, εν εί­δει κύ­μα­τος που δρα­σκε­λά­ει το κα­τώ­φλι της συ­γκί­νη­σης, έτσι όπως κά­πο­τε, κα­βά­λα σε πο­δή­λα­το, ενώ ορ­μού­σες απ’ την κο­ρυ­φή του όρους Αι­γά­λεω με κα­τεύ­θυν­ση τον όρ­μο που πριν από λί­γο φι­λο­ξέ­νη­σε τη ναυ­μα­χία της Σα­λα­μί­νας, κι ενώ στον λα­βύ­ριν­θό σου τα­ξί­δευε ένα απ’ τα τε­λευ­ταία κουαρ­τέ­τα του Μπε­τό­βεν ανά­μει­κτο με ήχους της Ατ­τι­κής γης, υπήρ­χε πε­ρί­πτω­ση να μην αντέ­ξεις την ευ­τυ­χία και να σε πά­ρουν τα κλά­μα­τα.

Κά­νω αυ­τή την ει­σα­γω­γή επει­δή σ’ αυ­τά που θα πω στην συ­νέ­χεια δεν θα ήθε­λα να συλ­λη­φθεί λα­θρε­πι­βά­τις κα­μιά συ­γκί­νη­ση, πράγ­μα δύ­σκο­λο κα­θώς θα υπο­πτεύ­ε­στε. Μό­νον έκ­πλη­ξη θα ήθε­λα, έτσι που μες στην απο­λύ­τως αδιά­φο­ρη θέα μπο­ρεί κά­πο­τε να σε φυ­σή­ξει το αε­ρά­κι ενός επι­δέ­ξια κρυμ­μέ­νου νο­ή­μα­τος. Έτσι και στο τέ­λος της προ­βο­λής της ται­νί­ας του Κώ­στα Γα­βρά Ενή­λι­κοι στην αί­θου­σα, κα­τ’ αρ­χήν στη­ριγ­μέ­νης στο βι­βλίο του Γ.Βα­ρου­φά­κη, κά­τι αίφ­νης περ­πά­τη­σε απ’ τα πί­σω δω­μά­τια, απρό­σκλη­το, κι έδω­σε άλ­λο νό­η­μα σε μια κα­τά κοι­νή ομο­λο­γία –κα­τά την πα­ρα­πά­νω δη­λα­δή κοι­νή γνώ­μη– αδιά­φο­ρη ται­νία.
Κι εδώ να προ­λά­βω να πω, για­τί κι η τι­μιό­τη­τα πρέ­πει να κά­νει τον θό­ρυ­βο νο­μί­σμα­τος που πέ­φτει στο πά­τω­μα: αδιά­φο­ρη και για μέ­να, από άπο­ψη «καλ­λι­τε­χνι­κή» –να μια λέ­ξη που όσο απε­χθά­νο­μαι, τό­σο πά­νω της πέ­φτω–, αν έχει νό­η­μα ένας τε­μπέ­λης πε­ρι­πα­τη­τής των σαβ­βα­τιά­τι­κων αι­θου­σών να μι­λά σαν κρι­τι­κός κι­νη­μα­το­γρά­φου, αλ­λά ας εί­ναι. Και επί τό­που θα εστιά­σω σε ένα ερώ­τη­μα που εί­ναι για μέ­να –και για τα πα­ρα­κά­τω– καί­ριο:

Σε ποιαν άρα­γε Αί­θου­σα ανα­φέ­ρε­ται ο Γα­βράς, όταν μι­λά για ενή­λι­κες; Στην αί­θου­σα προ­βο­λής που μέ­σα της βυ­θι­ζό­μα­στε για να ονει­ρευ­τού­με εκεί­νο που δεν εί­ναι έξω ή στην αί­θου­σα που –κα­τά τα φαι­νό­με­να ατύ­πως και πα­ρα­νό­μως– συ­νε­δριά­ζει το Eurogroup;
Εκεί λοι­πόν, στο τέ­λος της ται­νί­ας, λί­γα πλά­να πριν απ’ τους τί­τλους κι ενώ το σκη­νι­κό γί­νε­ται ασπρό­μαυ­ρο, ο Γα­βράς απο­φα­σί­ζει να κλεί­σει με δυο τρεις φρά­σεις, που υπεν­θυ­μί­ζουν, και στον ενή­λι­κο και στον ανή­λι­κο, ότι αυ­τά που μό­λις εί­δε ου­δέ­πο­τε υπήρ­ξαν μυ­θο­πλα­σία, μα η απρε­πής πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που αυ­το­βού­λως πα­ρα­βλέ­πει, αγκα­λιά­ζει, ζει, ως εάν… Υπο­πτεύ­ε­σαι έτσι το αδια­νό­η­το, σαν μό­λις να ξύ­πνη­σες από λή­θαρ­γο βα­θύ, πως ο Γα­βράς –συ­νει­δη­τά άρα­γε;– έστη­σε την πα­ρού­σα πε­ρι­πα­τη­τι­κή οδό ως ένα φιλμ απο­νευ­ρω­μέ­νο από καλ­λι­τε­χνι­κές προσ­δο­κί­ες, ένα φιλμ που οι εμπα­θέ­στε­ροι ημών έσπευ­σαν πριν ακό­μη απ’ την πρώ­τη προ­βο­λή να δια­λα­λή­σουν ως μέ­τριο. Μας δώ­ρι­σε, λέω, ο Γα­βράς το πιο νε­α­ρό παι­δί ενός αν­θρώ­που που δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι –και μό­νον εξαι­τί­ας της με­γά­λης πεί­ρας του– επαρ­κώς επι­δέ­ξιος κα­πε­τά­νιος ώστε να απο­φύ­γει τους σκο­πέ­λους ενός χα­λα­ρού ρυθ­μού με απρό­σμε­να πη­δή­μα­τα του θυ­μι­κού, σαν κε­νά αέ­ρος σε πο­λυ­τε­λή πτή­ση, κι ενός ελα­φρώς δι­δα­κτι­κού ύφους, κά­τω απ’ τον κυ­μα­τι­σμό μιας αφή­γη­σης που δυ­σκο­λεύ­ε­ται να γί­νει συ­ναρ­πα­στι­κή για τον μέ­σο θε­α­τή –και μέ­νει να απα­ντη­θεί τι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά έχει άρα­γε αυ­τός ο, και πά­λι μέ­σος, θε­α­τής. Αυ­τό εί­ναι όμως η δι­κή μου μό­νον η μα­τιά, στην ώρα μου εκεί­νη την τυ­χαία, και πα­ρό­τι χά­ρη­κα κά­ποιες εξαί­σιες στιγ­μές των προ­σώ­πων. Το πό­τε όμως, το πού και το πώς συ­να­ντάς το παι­δί του άλ­λου, παί­ζει κι αυ­τό τον ρό­λο του, γι’ αυ­τό και δεν δια­βά­ζω κρι­τι­κές, εκτός κι έχου­νε χιού­μορ.
Μή­πως δεν θέ­λει, λέω λοι­πόν, ο Γα­βράς; Μή­πως κά­ποιος μέ­σα του δεν του επι­τρέ­πει, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή στιγ­μή που η χώ­ρα ισορ­ρο­πεί και πά­λι στο με­τέ­ω­ρό της βή­μα, την ντρο­πια­στι­κή –για κά­θε άν­θρω­πο με καλ­λι­τε­χνι­κό ήθος– χρή­ση των δο­κι­μα­σμέ­νων κόλ­πων, της απο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νης τε­χνι­κής, της κα­θιε­ρω­μέ­νης με­θό­δου; Μή­πως εί­ναι τέ­τοια η φτια­ξιά του, που δεν θα απέ­φευ­γε το πα­γε­ρό εν­δε­χό­με­νο οι Ερι­νύ­ες να του ξύ­σουν μιαν ήσυ­χη νυ­χτιά την πλά­τη, στην πε­ρί­πτω­ση που θα τολ­μού­σε να μι­λή­σει σή­με­ρα στους συ­μπα­τριώ­τες του απ’ το βά­θρο του επαγ­γελ­μα­τία; Μή­πως εί­ναι πιο πρέ­πον να μι­λή­σει σή­με­ρα σαν άν­θρω­πος του κα­φε­νεί­ου, με το ωραίο εκεί­νο τραύ­λι­σμα που κά­νει την αλή­θεια διά­φα­νη, λεία, φρε­σκο­πλυ­μέ­νη στο κρα­σί της πα­ρέ­ας;
Έτσι, αντί για αυ­τόν τον επαγ­γελ­μα­τι­σμό –που πα­ρί­στα­ται μό­νον αμή­χα­να για το μέ­τρο τέ­τοιου σκη­νο­θέ­τη, μό­νο «ως εάν», για την τι­μή των όπλων–, ως αντί­δω­ρο για την φι­λό­τι­μη υπο­μο­νή του θε­α­τή αφή­νει στο τέ­λος μια πλη­ρο­φο­ρία σαν ασκη­τής που δια­σχί­ζει πε­ζή την έρη­μο του Σι­νά, έναν μο­να­χι­κό σχο­λια­σμό μες στην από­λυ­τη σιω­πή μας, ένα λες προ­σω­πι­κό προς τον κα­θέ­να μή­νυ­μα μες στο μπου­κά­λι τού –πα­ρ’ ολί­γον ή του πριν από λί­γο– ναυα­γού, ένα ερώ­τη­μα σαν σκου­λή­κι-δό­λω­μα στο αγκί­στρι της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που εί­ναι και πά­λι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για να πια­στείς, να πο­νέ­σεις, να φο­βη­θείς, να ξα­νάρ­θεις με την καρ­διά σου ολά­κε­ρη μπρο­στά σε κεί­νο που σε καί­ει, με τον αρ­μό­ζο­ντα σε­βα­σμό και με την πρέ­που­σα αξιο­πρέ­πεια:

Όχι. Αυ­τό που μό­λις εί­δες δεν ήταν μια ται­νία. Ήταν η τρα­βηγ­μέ­νη σε σκλη­ρό φως κι ανε­πε­ξέρ­γα­στη πό­ζα της χυ­δαιό­τη­τας που, πλα­νη­τι­κά, στοι­χειώ­νει τον δη­μό­σιο βίο σου. Κι αφού υπάρ­χει και σα­πί­ζει ετού­τη η χυ­δαιό­τη­τα, ως κά­πο­τε ζω­ντα­νός ορ­γα­νι­σμός (και το κα­κό θα εί­χε κά­πο­τε τον λό­γο ύπαρ­ξής του), κι αφού κα­νείς δεν την αρ­νεί­ται, κα­νείς δεν κα­ταγ­γέλ­λει το κα­τά­φω­ρο ψεύ­δος της δια­πί­στω­σης μα όλοι πε­ρί άλ­λα τυρ­βά­ζουν, κι αφού, πλέ­ον το ξέ­ρου­με, το ξε­χα­σμέ­νο στα θε­μέ­λια πτώ­μα εί­ναι που εκ­πέ­μπει αυ­τή τη δυ­σω­δία, ετού­τη την απο­φο­ρά που συ­νη­θί­σα­με και ανε­χό­μα­στε σαν ήλιο που ανα­τέλ­λει από τη δύ­ση αδια­μαρ­τύ­ρη­τα, ε, τό­τε δι­καιού­μα­στε κι εμείς να συ­μπε­ρά­νου­με δύο του­λά­χι­στον πράγ­μα­τα. Όχι;

ΠΡΩ­ΤΟΝ: Ο Γα­βράς συ­νει­δη­τά έστη­σε μια ται­νία με ανά­στρο­φη στό­χευ­ση (στό­χευ­ση προς τον μη «καλ­λι­τε­χνι­κό» της στό­χο εν­νοώ) για να το­νί­σει το αδια­νό­η­το μιας μη μυ­θο­πλα­σί­ας που λε­ρώ­νει την οθό­νη με πραγ­μα­τι­κό αί­μα, αί­μα δι­κό μας, των θε­α­τών, κι αυ­τό για να μας ξυ­πνή­σει απ’ τον πι­θα­νό –μα τι λέω– λή­θαρ­γο. Και τι θα ήταν πιο δυ­να­τό, σα­φές και αδιαμ­φι­σβή­τη­του κύ­ρους χα­στού­κι στις πα­ρειές του αστι­κού μας ύπνου, από αυ­τήν την «καλ­λι­τε­χνι­κή απρέ­πεια» ενός μυ­θι­κού στο συλ­λο­γι­κό ασυ­νεί­δη­το της αρι­στε­ράς προ­σώ­που, που έρ­χε­ται με «δώ­ρο αση­μέ­νιο ποί­η­μα» στα χέ­ρια του μια ται­νία ανοί­κεια για τα αι­σθη­τι­κώς εξαρ­τη­μέ­να ανα­κλα­στι­κά μας; Κα­λά να πά­θου­με! Ο Γα­βράς αντε­πι­τί­θε­ται, θυ­σιά­ζο­ντας τον ναρ­κισ­σι­σμό του ονό­μα­τός του, κι αυ­τό εί­ναι ίσως από μό­νο του ένας σύγ­χρο­νος ορι­σμός του πα­τριω­τι­σμού. Κά­πο­τε θυ­σί­α­ζαν το ίδιο τους το σώ­μα. Εδώ, το όνο­μα –και με κά­θε σε­βα­σμό στους πα­τε­ρά­δες μας– εί­ναι πιο ακρι­βό απ’ το σώ­μα. Στον συλ­λο­γι­κό μύ­θο του μι­σού αιώ­να που πέ­ρα­σε, το όνο­μα του Γα­βρά εί­ναι πιο ση­μα­ντι­κό απ’ τον ίδιο όταν πί­νει κα­φέ στο Κο­λω­νά­κι.

(Θα θυ­μη­θώ εδώ πως ήταν ο Γα­βράς που, το 1985, την επο­χή του ήδη κα­κο­φορ­μι­σμέ­νου αυ­ρια­νι­σμού, ήρ­θε απ’ το Πα­ρί­σι για να γυ­ρί­σει μέ­ρος της ται­νί­ας του Οι­κο­γε­νεια­κή Υπό­θε­ση στην έπαυ­λη του Αλέ­ξαν­δρου Ιό­λα. Κι αυ­τό όχι για να τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σει, μα για να τον προ­στα­τέ­ψει, όπως μου θύ­μι­σε πρό­σφα­τα ο Σω­τή­ρης Κα­κί­σης. Ο Χα­τζι­δά­κις κι ο Τσα­ρού­χης εί­χαν τη δύ­να­μη και το σθέ­νος να αντε­πι­τε­θούν στον οχε­τό του αδια­νό­η­του, πράγ­μα που ασφα­λώς και δί­χως δεύ­τε­ρη κου­βέ­ντα έκα­ναν. Τον Ιό­λα τον προ­στά­τευ­σε ο Γα­βράς, κι αυ­τό εί­ναι ένα ωραίο δείγ­μα του ήθους του αν­δρός, που δεν ήξε­ρα – κι ευ­χα­ρι­στώ Σω­τή­ρη. Έτσι, μου κου­μπώ­νουν σαν κα­λο­ραμ­μέ­νο πα­νω­φό­ρι και τα ση­με­ρι­νά.)

ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΟΝ: Ο μέ­σος πο­λί­της (ερευ­νά­ται ο πο­λύ­τι­μος ορι­σμός του) έχει εδώ και δε­κα­ε­τί­ες τό­σο ανε­πι­στρε­πτί διο­λι­σθή­σει στην οπτι­κή τού: «–Δέ­ξου το, έτσι εί­ναι τα πράγ­μα­τα!», που μπο­ρού­με ήδη να τον θε­ω­ρού­με εθε­λού­σιο δε­σμώ­τη της δυ­νη­τι­κής πλα­νη­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας, που θα ήταν υπε­ραι­σιό­δο­ξο πλέ­ον να χρε­ώ­νου­με στα απο­κυ­ή­μα­τα των θε­ω­ριών συ­νω­μο­σί­ας, και που κα­τά το δο­κούν χει­ρί­ζε­ται το ολί­γον του βί­ου του. Η δι­κτα­το­ρία αυ­τή δεν λα­θρο­βιεί σε στο­ές υπό­γειες και πό­λεις λα­ξευ­μέ­νες στις γα­στέ­ρες των ορο­σει­ρών, ού­τε σε άλ­λα απόρ­θη­τα του φα­ντα­σια­κού μέ­γα­ρα, αλ­λά ασχη­μο­νεί μπρο­στά στα μά­τια του, έχει στοι­χειώ­σει το σώ­μα του, κυ­κλο­φο­ρεί στο αί­μα του σαν δεύ­τε­ρο εγώ, τυ­λιγ­μέ­νη στο θυ­μι­κό του σαν μυ­θι­κή βδέλ­λα που απο­μυ­ζά το νό­η­μα κά­θε ωραί­ας πρά­ξης. Κι όμως, εκεί­νος αντι­με­τω­πί­ζει αυ­τή τη βάρ­βα­ρη μέ­σα στα σπλά­χνα του κα­τά­λη­ψη ως λε­πτο­μέ­ρεια τη­λε­ο­πτι­κή, ει­κο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πα­ρά­δρο­μο των κε­ντρι­κών δελ­τί­ων ει­δή­σε­ων, ως γε­γο­νός που αδυ­να­τεί έστω και κα­τά χι­λιο­στη­μό­ριο να επη­ρε­ά­σει, έτσι κα­θώς αμέ­ρι­μνος, βου­λιαγ­μέ­νος στην ζε­στα­σιά του κα­να­πέ του τα­ξι­δεύ­ει τον υπο­θα­λάσ­σιο πα­ρά­δει­σο των ει­κό­νων. Εδώ όμως το πλαγ­κτόν έχει απο­λέ­σει τις θρε­πτι­κές του ιδιό­τη­τες. Και το θέ­α­μα –τι σύμ­πτω­ση!– δεν δια­θέ­τει δια­δρα­στι­κό software, δεν συν­δέ­ε­ται με οποιον­δή­πο­τε τρό­πο με την δι­κή του γνώ­μη, πα­ρό­τι κυ­ριεύ­ει και κα­θο­ρί­ζει τη ζωή του. Η μό­νη εξου­σία που του πα­ρα­χω­ρεί­ται εί­ναι εκεί­νη του τη­λε­κο­ντρόλ, που κά­θε τό­σο τον με­τα­κι­νεί σε ένα άλ­λο ση­μείο του λα­βυ­ρίν­θου, σε έναν νέο, επί­σης μη δια­δρα­στι­κό, κό­σμο, σε μιαν άλ­λη –δεύ­τε­ρη, τρί­τη, πολ­λο­στή– οπτι­κή της «κοι­νής γνώ­μης». Αυ­τός ο εξαι­ρε­τι­κά χυ­δαί­ος, μες στην απλό­τη­τα της σύλ­λη­ψής του, κα­τευ­θυ­νό­με­νος πλη­θω­ρι­σμός των επι­λο­γών εί­ναι που θα δια­σφα­λί­σει την κα­τά κυ­ριο­λε­ξί­αν «στε­να­χώ­ρια» του, το πλά­κω­μα μιας σκλα­βιάς σχε­δόν Σο­λω­μι­κής, αν όχι υπερ­βαί­νου­σας την ίδια την φα­ντα­σία του Σο­λω­μού, και στη συ­νέ­χεια θα φρο­ντί­σει για την έλ­λει­ψη χρό­νου και ενέρ­γειας ώστε να απο­τρα­πεί η όποια δια­μόρ­φω­ση μιας στοι­χειώ­δους ατο­μι­κής γνώ­μης, μιας γνώ­μης που να στέ­κε­ται επι­τέ­λους στα δι­κά της τα πό­δια. Η γνώ­μη –κοι­νή ή μη– θα πα­ρα­μεί­νει ανά­πη­ρη μέ­χρι νε­ω­τέ­ρας. Το μό­νο που για τώ­ρα δω­ρί­ζε­ται, ως αντα­μοι­βή της τα­κτι­κής δου­λεί­ας του, εί­ναι το τα­πει­νω­τι­κό τσε­κά­ρι­σμα στο λευ­κό κου­τί του multiple choice.
Και έτσι θα πα­ρέλ­θει κι ετού­τη η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, θα εξα­νε­μι­σθεί το γε­γο­νός, όπως κι η ίδια η ζωή, ώρα την ώρα, μέ­ρα τη μέ­ρα, θα απο­νευ­ρω­θεί κά­θε ίχνος επα­να­στα­τι­κού σθέ­νους, κά­θε κέ­φι, κά­θε ορ­μή, κά­θε έρω­τας για έναν προ­ο­ρι­σμό λί­γο πιο πά­νω απ’ τη γη που πα­τού­νε τα πό­δια μας, πα­ρέα στο ολό­φω­το τραμ του Εγ­γο­νό­που­λου, αγκα­λιά τον πρώ­το έρω­τα, την ου­το­πία που τάι­σε την ψυ­χή μας κά­πο­τε. Και ποιος δεν δι­ψά σή­με­ρα για όνει­ρο, για άλ­λο νό­η­μα σε έναν βίο που εξευ­τε­λί­ζε­ται μες στην υπνο­βα­σία;

Εί­ναι λοι­πόν η ται­νία του Γα­βρά μια κα­κή ται­νία; Ποιος νοιά­ζε­ται; Και εί­ναι απο­ρί­ας άξιον που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι φί­λοι αυ­τό το άλο­γο κα­βα­λά­νε για να τους πά­ει στον δη­μό­σιο χώ­ρο. Το καί­ριο για μας δεν εί­ναι η ται­νία. Άλ­λω­στε κρι­τι­κοί δεν εί­μα­στε, κι ού­τε το θέ­λου­με, σχο­λια­στές μο­νά­χα εί­μα­στε «του και­ρού και της ευαι­σθη­σί­ας», κα­τά πως θα ’λε­γε κι ο φί­λος μας ο εκλι­πών, κα­λή του ώρα. Επι­προ­σθέ­τως, ου­δό­λως με απα­σχο­λεί το μπό­νους που δια­τεί­νο­νται ότι, εμ­μέ­σως, κα­τα­βάλ­λε­ται στον Γ. Βα­ρου­φά­κη μέ­σω της ται­νί­ας. Δεν εί­ναι άρα­γε οφθαλ­μο­φα­νές ότι –ανο­ή­τως– κοι­τά­με εάν το δά­χτυ­λο που δεί­χνει την επερ­χό­με­νη κα­τα­στρο­φή έχει το πρέ­πον μα­νι­κιούρ, κι ετού­το πί­νο­ντας την κό­κα κό­λα μας αμέ­ρι­μνοι; Η εμπά­θεια μό­νον κα­τά σύμ­πτω­ση έγι­νε μες στην ιστο­ρία μας καύ­σι­μο για να πά­με κά­που. Και εί­ναι επι­κίν­δυ­νοι οι δρό­μοι που ανοί­γει όποιος την χει­ρί­ζε­ται. Μα αφού μι­λά­με για ενή­λι­κες τό­τε κα­μιά εμπά­θεια δεν θα ‘πρε­πε να επι­τρέ­πε­ται σ’ αυ­τή την αί­θου­σα. Ή μή­πως δεν μι­λά­με για ενή­λι­κες;
Δεν εί­ναι το λοι­πόν το σώ­μα της ται­νί­ας και το σε­νά­ριό της στο τρα­πέ­ζι, αλ­λά το γε­γο­νός πως αφορ­μή τους υπήρ­ξε η αδια­νό­η­του αί­σχους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που προ­σπερ­νά­με ως πα­ρω­νυ­χί­δα. Επα­να­λαμ­βά­νο­μαι; Δεν πει­ρά­ζει. Κά­θε κά­στρο έχει το αδύ­να­μο ση­μείο του, κι απο­στο­λή του επί­μο­νου στρα­τιώ­τη εί­ναι να το κυ­κλώ­νει αδιά­κο­πα. Έως ότου.

Στο σκη­νι­κό που πε­ρι­γρά­φε­ται εδώ, ίσως για μια φο­ρά όντως ο σκο­πός θα ήταν δί­καιο να αγιά­σει τα μέ­σα. Στις εξα­σφα­λι­σμέ­νες ήδη αντιρ­ρή­σεις σας θα απα­ντή­σω ότι προ­σω­πι­κά ου­δό­λως με εν­δια­φέ­ρει αν ο Γα­βράς συ­νει­δη­τά απο­φα­σί­ζει το συ­γκε­κρι­μέ­νο απο­τέ­λε­σμα ή αν κά­τι ξα­πλω­μέ­νο στα πιο ήσυ­χα δω­μά­τια του ασυ­νεί­δη­τού του τον σπρώ­χνει εκεί. Κά­θε άν­θρω­πος εί­ναι ένα ωραίο κρεμ­μύ­δι επι­στρώ­σε­ων, ιστο­ρί­ας, προ­θέ­σε­ων και πρά­ξε­ων, φα­νε­ρών πραγ­μά­των και κρυ­φών. Αν μια –έστω κρυ­φή– επί­στρω­ση λει­τουρ­γεί ως βα­ρί­δι στον επαγ­γελ­μα­τία και τον εμπο­δί­ζει να κι­νη­θεί «επαγ­γελ­μα­τι­κά», εγώ θα την κα­λω­σο­ρί­σω, όπως θα κα­λω­σό­ρι­ζα σ’ ένα στρυφ­νό δελ­τίο ει­δή­σε­ων ένα σκί­σι­μο της αξιο­πρέ­πειας του πα­ρου­σια­στή, μια ωραία οπή αν­θρω­πιάς, ένα σπά­σι­μο της φω­νής απ’ τη συ­γκί­νη­ση στην εκ­φο­ρά μιας εί­δη­σης, που ο αρ­χι­συ­ντά­κτης απε­χθά­νε­ται μα εγώ αγα­πώ. Στον άλ­λο κό­σμο, στους αντί­πο­δες της σπα­σμέ­νης φω­νής του πα­ρου­σια­στή και του Γα­βρά, η πει­θαρ­χη­μέ­νη σκλη­ρό­τη­τα λει­τουρ­γεί αδια­τά­ρα­κτα σαν ελ­βε­τι­κό ρο­λόι, οι Ελ­βε­τό­ψυ­χοι που μας κλη­ρο­δό­τη­σε ο Πα­νού­σης έχουν ανε­βά­σει τα πό­δια τους στο γρα­φείο μας και πα­ραγ­γέλ­νου­νε κα­φέ­δες. Εδώ, έν­νοιες όπως μα­φία, απα­τε­ώ­νας, πο­λι­τι­κό σκου­πί­δι, θα διεκ­δι­κούν και­νούρ­γιο νό­η­μα στο μέλ­λον μας. Κι αυ­τό το μέλ­λον ήρ­θε ήδη. Εδώ, όλα θα γί­νουν κα­τά πως τα ξέ­ρα­με: Ο πλη­θω­ρι­σμός της πλη­ρο­φο­ρί­ας θα απο­κρύ­ψει τα διά γυ­μνού οφθαλ­μού ορα­τά. Τα κλεμ­μέ­να θα κρυ­φτούν στο εξα­κο­λου­θη­τι­κά προ­φα­νέ­στε­ρο ση­μείο: κά­τω απ’ τη μύ­τη μας. Μό­νο που οι αρ­χι­τέ­κτο­νες ετού­του του κρυ­φτού των ενη­λί­κων εί­ναι η ζώ­σα αρι­στεία της αφρό­κρε­μας των κο­ρυ­φαί­ων εκ­παι­δευ­τι­κών ιδρυ­μά­των, υπέρ­τα­τοι μα­ΐ­στο­ρες της τέ­χνης της με­το­νο­μα­σί­ας, που ξέ­ρουν ήδη πως μας έχουν μες στον εφη­συ­χα­σμό κα­τα­τρο­πώ­σει, κι όταν χρειά­ζε­ται, απο­κοι­μί­σει κά­τω απ’ τις ου­ρα­νο­μή­κεις τους κραυ­γές, έτσι κα­θώς ουρ­λιά­ζει ο κλέ­φτης και το αδεια­νό βα­ρέ­λι, μή­πως και φο­βη­θεί ο σπι­το­νοι­κο­κύ­ρης. Το ξέ­ρου­με δα, στην επι­κρά­τεια του ψη­φια­κού σύ­μπα­ντος αν ο φο­νιάς κοι­τά συ­γκι­νη­μέ­νος προς τη δύ­ση πά­νω απ’ την Καλ­δέ­ρα, κα­νείς δεν θα κοι­τά το πτώ­μα. Κι όμως, το αί­μα πά­νω σ’ αυ­τές τις πέ­τρες έχει μυ­ρω­διά, ο νε­κρός στη βε­ρά­ντα μας δεν εί­ναι ολό­γραμ­μα.

Έτσι, αν ήμουν στη θέ­ση του Γα­βρά κι ήθε­λα ν’ αφή­σω μια δια­μαρ­τυ­ρία στη μέ­ση του σα­λο­νιού όλων μας σχε­τι­κά με τα αί­τια που σκιά­ζουν τον βίο μας των τε­λευ­ταί­ων ετών, κι εφό­σον ασφα­λώς δεν θα κα­τα­δε­χό­μου­να να εξαρ­γυ­ρώ­σω το πια­σά­ρι­κο θέ­μα με ένα ακό­μα βρα­βείο, θα φώ­να­ζα με τα χί­λια μου στό­μα­τα πως «ο Βα­σι­λιάς εί­ναι γυ­μνός!», πως εκεί­νο που χαϊ­δεύ­ει τις νύ­χτες μας δεν εί­ναι το αγιό­κλη­μα αλ­λά η σά­πια σάρ­κα του αυ­το­κρά­το­ρα, θα έκα­να δη­λα­δή ετού­τη τη συ­γκε­κρι­μέ­νη ται­νία, τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Μια ται­νία που να κι­νεί­ται τό­σο αμή­χα­να στην πλευ­ρά της μυ­θο­πλα­σί­ας που δεν εί­ναι μυ­θο­πλα­σία, ώστε θα τρα­βού­σε κά­τω απ’ τα πό­δια του θε­α­τή το χα­λί της όποιας αγο­ραί­ας συ­γκί­νη­σης που θα τον κα­θη­σύ­χα­ζε, της όποιας αι­σθη­τι­κής από­λαυ­σης, του όποιου θαυ­μα­σμού προς τον δη­μιουρ­γό και μιας σει­ράς ακό­μα τέ­τοιων ωραί­ων όποιων (και οπί­ων) των «καλ­λι­τε­χνι­κών» πραγ­μά­των. Έτσι, το μό­νο που θα του ’με­νε στο τέ­λος θα ήταν η θε­ο­μη­νία του γυ­μνού γε­γο­νό­τος – αυ­τό κι αν εί­ναι δώ­ρο.

Εδώ όμως εί­ναι πά­ντα νύ­χτα. Το τρί­κυ­κλο του Κο­τζα­μά­νη δια­σχί­ζει την πλα­τεία και κι­νεί­ται στριγ­γλί­ζο­ντας για μια ακό­μα φο­ρά προς τον Γρη­γό­ρη Λα­μπρά­κη. Ετού­τη τη φο­ρά, όμως, ο Λα­μπρά­κης εί­μα­στε όλοι μας.

Ο Γα­βράς ακού­μπη­σε μια ασφα­λι­σμέ­νη χει­ρο­βομ­βί­δα στο σα­λό­νι μας και μας άφη­σε να πρά­ξου­με κα­τά βού­λη­ση. Να την πε­τά­ξου­με στα σκου­πί­δια ή να ανα­ρω­τη­θού­με τι εί­ναι ετού­το το μα­γιά­τι­κο λου­λού­δι μες στην φού­χτα μας, λου­λού­δι που πο­τέ του δεν θα εκρα­γεί μα που εί­ναι η ρί­ζα της ελευ­θε­ρί­ας μας. Αυ­τό για μέ­να εί­ναι σε­βα­σμός στην ιστο­ρία του και βα­θιά υπό­κλι­ση στο αυ­τε­ξού­σιο όλων. Δεν ρη­το­ρεύ­ει. Εμπι­στεύ­ε­ται. Για αυ­τό και μας αφή­νει το δι­φο­ρού­με­νο Ενή­λι­κοι στην αί­θου­σα, συλ­λα­βί­ζο­ντας την μία δο­ξα­στι­κή και αυ­το­εκ­πλη­ρού­με­νη προ­φη­τεία για το βρα­χύ μας μέλ­λον:

Οι ενή­λι­κοι, για μια φο­ρά, δεν θα ΄ναι πά­νω στο πα­νί. Θα εί­ναι μες στην αί­θου­σα: Εμείς.

[8 Οκτω­βρί­ου 2019]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: