Αμνησία [Β´]

Μέ­ρα Λα­μπρή, Αλ­κυο­νί­δες της καρ­διάς μας
Ο ήλιος καί­ει τα χιό­νια στις βου­νο­κορ­φές

Μεί­να­με προ­σμέ­νο­ντας την άφι­ξη των μου­σα­φί­ρη­δων, εκεί, μπρο­στά στον μπου­φέ της μά­νας, με πλή­θος γύ­ρω τις φω­το­γρα­φί­ες των νε­κρών. Κι οι μου­σα­φί­ρη­δες ήρ­θα­νε. Και φέ­ρα­νε ο κα­θέ­νας από ένα δώ­ρο.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1η
————————————————————

«Τα κάδρα πάνω στον μπουφέ της μάνας σου θα μεταμορφωθούν σε μνήμη συγγενών, που όμως ποτέ τους δεν θα σηκωθούν μες στη γαλήνη της νυχτιάς ή μες σε μιας γιορτής την έξαρση, μόλις απ’ τις οινόεσσες επικλήσεις αγουροξυπνημένοι, να γίνουν μάσκες άδειες από παρελθόν, που απαιτούν μες στη βουβή στιγμήόχι επαίτες αλλά προύχοντεςνα ορθώσεις το ποτήρι σου να ευχηθείς μακροημέρευση. Όχι, οι φωτογραφίες πάνω στον μπουφέ κοιμούνται ήσυχες τις νύχτες του χειμώνα, μ’ έναν ρόγχο υπόκωφο πίσω απ’ τα σφιγμένα στόματα, ήσυχες μες σε κάδρα στοιχισμένα έτσι που να ‘ναι μπορετό να αντικρίζονται και να τσουγκρίζουν κάποιες ώρες τα ποτήρια τους, όταν εμείς κοιτάμε αλλού, όταν τα κορίτσια παίζουν κρυφτό στον διάδρομο, κι όταν οι παππούδες παίρνουν κουνενούς πάνω από μισοτελειωμένα βιβλία.»

Η Μνημοσύνη. Μωσαϊκό Β´αι. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Ταραγόνας (Ισπανία)
Η Μνημοσύνη. Μωσαϊκό Β´αι. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Ταραγόνας (Ισπανία)

Κα­τα­γω­γή

Πρώ­τος φα­νε­ρώ­θη­κε, απλώ­νο­ντας το πέλ­μα έξω απ’ το κου­κού­λι του ύπνου σου, ο κά­πο­τε πα­τέ­ρας. Και λέω “ο κά­πο­τε”, για­τί τη μέ­ρα που εθε­λου­σί­ως σή­κω­σες την σύ­νο­λη του κό­σμου σου ευ­θύ­νη, αυ­τός έγι­νε θύ­μη­ση τρυ­φε­ρή, μνή­μη της ρί­ζας, τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο. Έφυ­γε τό­τε που το σπέρ­μα του ήτα­νε με σι­γου­ριά στα σπλά­χνα σου ρι­ζω­μέ­νο. Δεν ήταν έτσι χρεία να υπάρ­χει εκεί έξω.
(Κι ορί­στε πώς πε­θαί­νουν γύ­ρω μας οι άν­θρω­ποι, που κά­ποιοι λέ­νε πως για να μα­κροη­με­ρεύ­ουν πρέ­πει να τους τα­ΐ­ζου­με κα­θη­με­ρι­νά και­νούρ­γιο λό­γο ύπαρ­ξης, μ’ αγά­πη όμως, για­τί αλ­λιώς γί­νο­νται βά­ρη ασή­κω­τα μες στη ζωή μας.)
Το δώ­ρο που έφε­ρε ο πα­τέ­ρας ήτα­νε ένα μι­κρό δρε­πά­νι, δρε­πά­νι χρή­σης ιδιω­τι­κής, να κό­βει τα ζι­ζά­νια της θύ­μη­σης, και να θε­ρί­ζει ολό­χρυ­σο καρ­πό, στην ώρα του, από τα στά­χυα της πραγ­μα­τι­κής σο­δειάς σου. Κι έφε­ρε ακό­μα ένα ζευ­γά­ρι μα­το­γυά­λια με σκε­λε­τό κο­κά­λι­νο, πα­λιό, που ξέ­ραν να κοι­τά­νε το Πρω­τό­τυ­πο μα­ζί με τις μυ­ριά­δες ανα­κλά­σεις του, σου δί­να­νε με άλ­λα λό­για την ευ­χή να βλέ­πεις μ’ όλον τον λυ­ρι­σμό του βλέμ­μα­τος δί­χως μια σπι­θα­μή να υπο­χω­ρείς στον έναν δι­κό σου δρό­μο· εκεί, οι απο­φά­σεις θα παίρ­νο­νταν με την κρυ­στάλ­λι­νη λο­γι­κή του χει­ρουρ­γού. Σαν να σε δέ­νουν οι συ­ντρό­φοι στο κα­τάρ­τι, μη χά­σεις ού­τε μια στιγ­μή απ’ το τρα­γού­δι των Σει­ρή­νων, κι όμως το πλοίο θα προ­χω­ρά, θα προ­χω­ρά.

[Ο Δί­ας βέ­βαια νί­κη­σε τον Κρό­νο, τον πα­τέ­ρα του, και τον φυ­λά­κι­σε στα Τάρ­τα­ρα, με φρου­ρούς στην πόρ­τα τη Νύ­χτα και τους Εκα­τόγ­χει­ρες. Μα επει­δή η γλώσ­σα μας εί­ναι ακό­μα η ελ­λη­νι­κή, έχου­με λό­γους να σκε­φτό­μα­στε πως ήτα­νε ο Κρό­νος-Χρό­νος που, μέ­σα στις γε­νε­ές, κα­τά­πι­νε ό,τι κι αν γεν­νού­σε. Κι ο Δί­ας -ιδιο­φυ­ής ή μα­ριο­νέ­τα μιας Σο­φί­ας από κεί­νον κά­πως με­γα­λύ­τε­ρης, που όρι­ζε το χέ­ρι και τις πρά­ξεις του, ποιος ξέ­ρει τώ­ρα για να πει;- απο­φα­σί­ζει τη μια καί­ρια κί­νη­ση σε τού­τον τον αγώ­να να ανα­και­νι­σθεί ο χρό­νος: κοι­μά­ται με τη Μνη­μο­σύ­νη, κα­θώς θυ­μη­θή­κα­με στο προη­γού­με­νο, κι ύστε­ρα από λί­γο ανοί­γου­νε τα μά­τια τους στον κό­σμο μας οι εν­νιά καλ­λί­φω­νες καλ­λί­γραμ­μες, καλ­λί­γνω­μες, οι Μού­σες οι εύ­μορ­φες, που η θεία φύ­ση τους στο εξής θα μά­χε­ται κά­θε του χρό­νου σκο­τει­νή ρυ­τί­δα. Να ένας θε­ός να ευ­γνω­μο­νείς, και να μια πρά­ξη που την ση­μα­σία της κα­μιά αμνη­σία των θνη­τών δεν θα απα­ξιώ­σει.]

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2η
————————————————————

«Κάποιοι ισχυρίζονται πως οι νεκροί ξυπνάνε μια στιγμή της νύχτας μας, κι αν τύχει τότε κι είσαι εκεί, με βυθισμένο ακόμα το ένα μάγουλο στο πηγαδάκι του ύπνου, υπάρχει η πιθανότητα, ζαλισμένη, η ομήγυρις να κατασπαράξει το λογικό σου, και στο εξής να περπατάς στον κόσμο αυτόν μισότρελος, με βαριά λόγια στη φούχτα σου, σαν χαλασμένα δόντια από στόματα νεκρών, κηλίδες ανεξίτηλες κόσμου ακατανόητου πάνω στην πάλλευκη ζωή των ζωντανών. Στο εξής, αυτοί, οι ζωντανοί, θα σε κοιτάνε με καχυποψία, θα σ’ αγκαλιάζουνε με προφυλάξεις και μ’ εκείνα τα «δίκιο έχετε κύριε» των τρομοκρατημένων. Και κάποτε που εσύ θα λείπεις, διά βοής θα σε αναδείξουν διοικητή της Λεγεώνας των πολύγλωσσων τυφλών, που μυριάδες χρόνια τώρα βαδίζει στο όνειρο των μοναχικών ανθρώπων την έρημο του Σινά, κι άλλες ερήμους, που τον άνυδρο μανδύα τους χάρτης ποτέ κανείς δεν αποκότησε να καταγράψει. Έτσι για τώρα θα μπορούν κι αυτοί, οι ζωντανοί, ήσυχοι να κοιμούνται, μες στα καλοριφέρ και μέσα στους αφυγραντήρες, μέχρις νεωτέρας.»

Ορ­φά­νια

Ήρ­θε με­τά εκεί­νο το πε­ντάρ­φα­νο απ’ το χω­ριό, παι­δί δί­χως πα­πού­τσια, που δεν ήξε­ρε πα­τέ­ρα ού­τε μά­να, που ού­τε μια φω­το­γρα­φία τους δεν αξιώ­θη­κε, να ξέ­ρει με τι μοιά­ζα­νε, να ξέ­ρει πώς να χτί­σει του προ­σώ­που του τον γύ­ρο, να ‘χει μιαν υπο­ψία πώς θα εί­ναι το μέλ­λον που πε­ρι­μέ­νει. Και το βά­στη­ξε στο βυ­ζί της αυ­τό το παι­δί η κα­λο­σύ­νη μιας γει­τό­νισ­σας που εί­χε κό­ρη νε­ο­γέν­νη­τη. Μα­ζί τα βύ­ζαι­νε, τα ίδια βυ­ζιά ζου­λά­γα­νε με τα χε­ρά­κια τους. Κι έφε­ρε δώ­ρο εκεί­νο το παι­δί τα δύο στή­θη της κα­λο­σύ­νης, αυ­τά που εί­δαν τα μά­τια του με το που ανοί­ξα­νε στον κό­σμο.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3η
————————————————————

«Κάποτε, λένε, οι φωτογραφίες ξυπνούν και παίρνουν τις μορφές αγαπημένων. Κι ύστερα περπατούν μες σε τηλεοράσεις και μες σε οθόνες υπολογιστών και πάνω στα πάλλευκα λευκά των θερινών κινηματογράφων, εκεί που ο κισσός μασάει τον ασβέστη κάτω απ’ το φεγγάρι, και, τώρα πιο πρόσφατα, μέσα στων νέων κινητών με το υψηλότατο IQ τις οργασμιώδεις ρητίνες. Τότε είναι που εκείνη η αποστράγγιση του νοήματος μέσα απ’ τη γούρνα του βίου (τότε που, καθώς λέγαμε στο προηγούμενο, η ξεχαρβαλωμένη τάπα της συνείδησης άλλο δεν αντέχει το φόρτωμα του χρόνου και φεύγει κάτω από τα πόδια σου, και χάνεται στο διάστημα, για πάντα εξαφανίζεται, σαν αστροναύτης δίχως σκάφανδρο), τότε είναι που αυτή η αποστράγγιση θα αγκαλιάσει καθετί τριγύρω σου. Στο εξής, όλα θα έχουν έναν και μοναδικό σκοπό: να σε εθίσουν στην αποανθρώπιση. Και να που τώρα δεν θα τρέμεις μήπως κάποιος, καταμεσήμερο του Ιουλίου ή ένα βράδυ βροχερό του Φθινοπώρου, ξυπνήσει, υπνοβάτης, με το κουζινομάχαιρο στο ορθωμένο του αριστερό, ή κροταλίσει σαν τον εγγαστρίμυθο εκείνο το περίφημο «–Αυτό δεν θέλω να το συζητήσω!», που είναι περίπου το ίδιο, αφού θα έχει έτσι μιας και διά παντός φανερωθεί ως απ’ τη γέννηση κενός νοήματος, κανένα πρόσωπο δεν θα αμαυρώνει τη γυαλάδα της κερένιας πανοπλίας του, αυτού του φέρετρου που μέσα του τον φέρνει –πτώμα σε ωραία αποσύνθεση– στου άστεως τις ατραπούς, στο χρυσοποίκιλτο κλουβί αυτής της φάρας ανεγκέφαλων που λέει το σύμπαν ιδιοκτησία της, και που έπλασε κοτζάμ Θεό για να ‘χει να πορεύεται στην κόλασή της, κι εδώ θα πρέπει να προλάβω ότι –παρόλα αυτά– διόλου δεν αποστρέφομαι τα σύμβολα των θεολόγων, με την υποσημείωση ότι τα συλλαβίζεις μοναχός στον θάλαμο διακυβέρνησης του βαθυσκάφους, όταν εκείνο καταδύεται στην άβυσσο δίχως καμία πιθανότητα επιστροφής...»

Γκιό­στρα

Κα­τέ­βη­κε με­τά απ’ το κά­δρο του εκεί­νος, ο λυ­ρά­ρης της γιορ­τής. Αυ­τός, ο όρ­θιος, με το χα­μό­γε­λο πά­νω απ’ το πι­γού­νι που κρα­τεί τη λύ­ρα μες στους γα­μη­λιώ­τες με τα κα­λο­ξυ­ρι­σμέ­να πρό­σω­πα, φο­ρώ­ντας το σα­ρί­κι με τα κρόσ­σια ανά­κα­τα με τα μαλ­λιά, φρε­σκο­βαμ­μέ­να τα στι­βά­νια του και όμορ­φα στριμ­μέ­νο το μου­στά­κι. Κι άρ­χι­σε να μο­νο­λο­γεί λό­για του Ερω­τό­κρι­του μέ­σα στα κοι­μι­σμέ­να σου αυ­τιά. Κι αυ­τά τα λό­για πιά­να­νε γε­ρά στα μπε­ντε­νά­κια των αυ­τιών σου, όπως και στ’ άλ­λα, της ψυ­χής, κι εσύ κοι­μό­σου­να κι οι χτί­στες χτί­ζα­νε, και ξε­κου­κί­ζαν σκόρ­πιες προ­σευ­χές απ’ τους αιώ­νες που πε­ρά­σα­νε με μιαν ανα­πνοή, και σε να­νού­ρι­ζαν όλοι έναν γύ­ρο, μω­ρό σε κού­νια κρε­μα­σμέ­νη στον ου­ρα­νό του λυ­ρι­σμού, μια στη χα­ρά, μια στη λύ­πη, πά­ντο­τε όμως μες στο σύ­μπαν μιας κα­λό­τη­τας, που σαν Εκεί­νη στον κό­σμο κα­μιά. Και λέ­γαν τα ακα­τα­νό­η­τα:

Μοί­ρα μου, κι' ἴντα λεί­πε­σαι νὰ κά­μης μπλιὸ σ' ἐμέ­να;
τὴ σή­με­ρο μ' ἐνί­κη­σες, κι' ὄχι στὰ πε­ρα­σμέ­να.
,τι κι' ἂν εἶχα πῆρες τα, ἴντ' ἄλλο σ' ἀπο­μέ­νει,
κι ἴντα ἀνι­μέ­νει μπλιὸ νὰ δῆ ἕνας ὁποὺ κερ­δαί­νει;

Δὲν εἶν' στὸν Ἅδη ρι­ζι­κά, δὲν εἶν' στὸν Ἅδη μοῖρες,
δὲν εἶν' στὸν Ἅδη κέρ­δη­τα, καὶ σώ­νει σ' ,τι πῆρες.

και δί­πλα σ’ ετού­τα:

Ἐφά­νη ὁλό­χα­ρη αὐγή, καὶ τὴ δρο­σού­λα ρί­χνει,
ση­μά­δια τῆς ξε­φά­ντω­σης κεί­νη τὴν ὥρα δεί­χνει.
Χορ­τά­ρια βγή­κα­σι στὴ γῆς, τὰ δε­ντρου­λά­κια ἀθί­σα,
κι ἀπὸ τς ἀγκά­λες τ'οὐρα­νοῦ γλυκὺς βορρὰς ἐφύ­σα,
τὰ πε­ρι­γιά­λια λά­μπα­σι, κι θά­λασ­σα κοιμᾶτο,
γλυκὺς σκοπὸς εἰς τὰ δε­ντρὰ κι εἰς τὰ νερὰ γροικᾶτο·

Ερω­τό­κρι­τος (Ε 1007-1010, Ε 1033-1034 και Ε 769-774), από την έκ­δο­ση του Στέ­φα­νου Ξαν­θου­δί­δη του 1915)

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 4η
————————————————————

«Ας θυμηθούμε πάντως πως, αν κάποιος, κάπου, κάποτε, ήταν να βυθιστεί στα πιο σκοτεινά του βίου σπήλαια, θα ‘πρεπε πρώτα να σκύψει στην πηγή της Λήθης για να πιει, και ν’ αφήσει έτσι πίσω του ό,τι ήξερε για τον κόσμο. Μετά θα ‘ρχόταν η σειρά της Μνημοσύνης, τότε που όλα, νεογέννητα, θα ξεκινούσανε απ’ την αρχή. Ετούτα κάποτε. Τώρα, σκοτάδι ακατάλυτο.
Τώρα ο “ιός της Αμνησίας”το σύμβολο, αν θέλουμε έτσι να το δούμε, της αποανθρώπισης, της λήθης κάθε θεϊκής καταγωγήςείναι ένας εφιάλτης που κρατεί ορθάνοιχτα τα μάτια του κάτω απ’ τον ήλιο, γιατί, περισσότερο από κάθε άλλον, γειτονεύει στο εξής παράδοξο: Γεννιέσαι ως εορταστικός αντίλαλος γονεϊκών φωνών, με σάρκα κι αίμα και με σώμα όμορφο, και με σουσούμια που καληνωρίζουν κι αγαπούν όλοι τριγύρω σου. Ετούτα όμως ως τη μέρα που θα συρθεί πρώτη φορά κάτω απ’ τα πόδια σου, σιχαμερό ερπετό, με ήχο που ανατριχιάζει ανάμεσα στις πέτρες, ο ιός των ενηλίκων, μες στο κρανίο σου να χώσει το σουβλί του το δηλητηριασμένο, να σε μολύνει με το σχήμα του Πανομοιότυπου. Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα θα είσαι, ανεπιστρεπτί ενήλικας. Τώρα μονάχα η Λήθη θα σε σώζει απ’ την τρέλα [γιε μου].»

«Μνημοσύνη», του Frederick Leighton (1886)
«Μνημοσύνη», του Frederick Leighton (1886)

Μέ­τω­πο

Περ­πά­τη­σε ύστε­ρα στον κό­σμο σου ο δε­κα­νέ­ας απ’ το Αλ­βα­νι­κό μέ­τω­πο, εκεί­νος με τις γκέ­τες τυ­λιγ­μέ­νες εκα­τό φο­ρές γύ­ρω απ’ τις γά­μπες του και με το ένα πό­δι πά­νω σ’ άλ­λο. Κα­θι­στός στην ψά­θι­νη κα­ρέ­κλα, ήσυ­χος, με το χα­μό­γε­λο της αυ­ρια­νής ήτ­τας που θα έκα­νε τους συ­μπο­λε­μι­στές του αδερ­φούς και τον εχθρό θυ­σία απα­ραί­τη­τη. Κι έφε­ρε εκεί­νος για δώ­ρο του, τον τρό­πο να κερ­δί­ζεις χά­νο­ντας, να χά­νεις κερ­δί­ζο­ντας, και μα­ζί μ’ αυ­τό τη γνώ­ση μιας συλ­λο­γι­κό­τη­τας που ξε­περ­νά τη λί­γη μας ζωή, την ομορ­φιά της θυ­σί­ας που σε ξε­πλη­ρώ­νει επί τό­που και στο πολ­λα­πλά­σιο. Ο Κορ­νά­ρος με τα ίδια του τα χέ­ρια έθρε­φε εκεί­νον τον πο­λε­μι­στή, και του μουρ­μού­ρι­ζε μέ­σα στ’ αυ­τί τη γλύ­κα μιας ζή­σης που δί­χως υπέρ­βα­ση θα ‘τα­νε λει­ψή. Και ήρ­θε. Κι έκα­τσε δί­πλα σου την ώρα που εσύ κοι­μό­σου­να. Και ήπιε μια ρα­κή μα­ζί σου. Με­τά επέ­στρε­ψε στον χα­ρού­με­νο τά­φο του.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 5η
————————————————————

«Και να πώς αγαπιούνται κάποτε οι ερωτευμένοι, τότε που, μια μέρα, ξυπνούν κι έχει απ’ το πρόσωπο του άλλου χυθεί ο πόθος, κι έχει απομείνει κάτι πιο του θανάτου ανθεκτικό, αν τύχει κι είσαι δυνατός στις αλλαγές των μετεωρολογικών συμβάντων. Και να πώς, προς τα πίσω πηγαίνοντας, το βρέφος είναι –μπορεί– το πρόσωπο κανενός παρελθόντος, κι όμως στον γύρο της μορφής του χαμογελά το σύμπαν σαν φυλλαράκι δέντρου την αυγή και σαν πουλί που το χτυπάει ο ήλιος και δεν αντέχει άλλο να σωπαίνει.
(Ε, μα αν είναι έτσι να “ξεχάσουμε”, ας βυθιστούμε αιώνια στη Λήθη!)»

Στο βου­νό

Επά­τη­σε ύστε­ρα στον κό­σμο σου ο αντάρ­της, που την ευ­γε­νι­κή του φύ­ση η πρώ­τη κα­το­χή των Γερ­μα­νών προ­σέ­βα­λε θα­νά­σι­μα, εκεί­νη η κα­το­χή που ήξε­ρε να κό­βει βα­θιά το αν­θρώ­πι­νο κρέ­ας και να λε­ρώ­νει με αί­μα και ορ­γή τα μά­γου­λα των αμά­χων. Κι εκεί­νος ο αντάρ­της κρα­τού­σε κά­τω απ’ την αρι­στε­ρή του μα­σχά­λη τη μνή­μη ενός πε­ρή­φα­νου γέ­νους, που απ’ την επο­χή του Κα­πε­τάν Μι­χά­λη στοί­χειω­νε το φι­λό­τι­μο του αδι­κη­μέ­νου και ξυ­πνού­σε έναν αγώ­να σ’ όλους τους αιώ­νες ίδιον κι απα­ράλ­λα­χτο. Ο χρό­νος του κα­πε­τάν Μι­χά­λη κι ο χρό­νος του αντάρ­τη ήταν ο ίδιος μ’ αυ­τόν μπρο­στά στον μπου­φέ της μά­νας, ένας χρό­νος που γλι­στρού­σε κα­τευ­θεί­αν έξω απ’ τις ζω­γρα­φιές του Θε­ό­φι­λου και τις αγιο­γρα­φί­ες των εκ­κλη­σιών, χρό­νος επί­πε­δος, νυν και αεί, με μό­νη του προ­ο­πτι­κή αυ­τήν που έδι­νε στις πρά­ξεις η βα­θιά ψυ­χή των προ­σώ­πων. Δεν με­τριό­ταν στις αριθ­μο­μη­χα­νές των λο­γι­στών, δεν εί­χε την προ­ο­πτι­κή που δι­δά­σκο­νταν οι πρω­το­ε­τείς στην Κα­λών Τε­χνών.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 6η
————————————————————

≤Και κάποιοι άλλοι είπανε – θυμάσαι;– πως το Πολύ πυρπολήθηκε μες στην καρδιά του ανθρώπου την ώρα που εκείνος καταχράστηκε του δικαιώματος να είναι πολιτισμένος, την ώρα που αντάλλαξε τον πρωτόπλαστο με ετούτο το πολιτισμένο δίποδο που τον καταδυναστεύει. (Αλλά δεν ξέρουμε τι είναι πολιτισμός -να μην ξεχάσω, αύριο να κοιτάξω.) Έτσι, η τέχνη άλλαξε κι εδώ τη φορεσιά της, αφού κι εμείς Ανατολή πλέον δεν είμαστε. Έκτοτε σπανίως, και μόνον κατ’ εξαίρεση, επιχειρεί να μαστορέψει όπως– όπως εκείνο το ελάττωμα στο λογισμικό των επιγόνων. Έτσι οι τεχνίτες γενήκανε κι εδώ “καλλιτέχνες”, κι άρχισαν να φουσκώνουν σαν τον διάνο απ’ την περηφάνια κι απ’ τη βλακεία. Στην πραγματική Ανατολή ουδέποτε ετέθη τέτοιο θέμα ασφαλώς, αφού εκεί ήσαν όλα εξ αρχής λυμένα: οι μοναχοί προσεύχονταν, ανεξαρτήτως του αν το ξέραμε ή όχι, κι ο κυρ-Αλέξανδρος κάθισε στο μπακάλικο του φίλου του παρέα με το κόκκινο κρασάκι του αντί να τρέχει στις τιμές που του ετοίμαζαν στους “Παρνασσούς”, εάν ορθώς το ενθυμούμαι. Μα αυτός τον Άγγελό του φαίνεται τον πότιζε καθημερνά, γι’ αυτό κι εκείνος χατίρι μάλλον δεν του χάλαγε.»

Εξο­ρία

Ήρ­θε με­τά με τα άσπρα του μαλ­λιά ο εκτο­πι­σμέ­νος στη Μα­κρό­νη­σο και στην Ικα­ρία, ο τρό­φι­μος κε­λιών της Αλι­καρ­νασ­σού και κά­θε άλ­λου όμορ­φου μο­να­στη­ριού με­τά τον πό­λε­μο, κι έφερ­νε μες στις χού­φτες του τον αγια­σμό από τη βία των βα­σα­νι­στών. Κι εκεί, δί­πλα του, έλα­μπε το κα­ντη­λά­κι μιας εκ­κλη­σιάς δί­χως σταυ­ρό και θυ­μια­τό, μα που κα­τα­χτυ­πού­σε το ξύ­λι­νο σή­μα­ντρό της στην καρ­διά κά­θε συ­ντρό­φου και που τη λει­τουρ­γού­σα­νε κα­θη­με­ρι­νά όλοι μα­ζί με τα μι­κρά τους πά­θη. Ένας λυγ­μός σαν φλυα­ρία κω­φά­λα­λου που ακα­τά­παυ­στα χει­ρο­νο­μεί πί­σω απ’ την πλά­τη σου κυ­ρί­ευε την ψυ­χή αν­θρώ­πων που δεν χαι­ρε­τιό­τα­νε στον δρό­μο μα που γνω­ρί­ζο­νταν βα­θιά δί­χως να γνω­ρί­ζο­νται. Κι εκεί­νος ο λυγ­μός, που πιό­τε­ρο από λυγ­μός ήταν κα­τα­γω­γή ολά­κε­ρη, τους κρά­τα­γε αγκα­λιά, όπως η θυ­σία τους πρώ­τους χρι­στια­νούς, κά­τω απ’ τη σκέ­πη ενός θε­ού θνη­τού σαν τον κα­θέ­να. Ετού­τος ο πά­ντα εξό­ρι­στος έφε­ρε αυ­τήν την ευ­λο­γία του για δώ­ρο.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 7η
————————————————————

Για τα πιο κει, κάτι σαν προφητεία:

«Ο βιαστής που εγκατοικεί και κατακυριεύει τον πολιτισμένο άνθρωπο δεν θα κορέσει σε κανένα μέλλον τη δίψα της βλακείας του. Έτσι η Ανατολή θα υποχωρεί μέρα τη μέρα μπρος στην έρημο που θα εξαπλώνεται, ώσπου στο τέλος τίποτα απ’ το φως της δεν θα έχει απομείνει. Εμείς, σ’ αυτό το μεταξύ, θα τρέχουμε πίσω από πολέμους τενεκεδένιους, πίσω από φτώχειες, κρίσεις, προσφυγιές, που θα ‘ναι τίποτα μπροστά στη μέγιστη απώλεια, αφού η πραγματική μας προσφυγιά θα έχει ήδη εντός μας συντελεστεί. Κάθε πρωί, στα ίδια νερά του Αιγαίου θα πνιγόμαστε, μάταια παλεύοντας να διαβούμε στην αντίπερα όχθη. Τώρα το ξέρουμε, την αντίπερα όχθη την κουβαλούσαμε πάντα μέσα μας, κι αν κάποιος κάθε τόσο μας τη λήστευε, ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στο ακατάλυτο του πλούτου μας.»

Έξο­δος

Κα­τέ­βη­καν κι άλ­λοι πολ­λοί μέ­σα απ’ τα κά­δρα τους, για να σε χαι­ρε­τή­σουν και να σου μι­λή­σουν μέ­σα στον ωραίο ύπνο σου. Αλ­λά η μνή­μη ξέ­ρει να κρα­τά στα χέ­ρια της μο­νά­χα σκί­τσα των Αγ­γέ­λων. Μοιά­ζει έτσι η ζωή με αγιο­γρα­φί­ες συγ­γε­νών που φύ­γα­νε, και που εκλι­πα­ρούν για λί­γη προ­σευ­χή στην κά­θε μέ­ρα τους, εδώ, σ’ αυ­τή τη γη που σ’ έρι­ξε ο θε­ός, και που εύ­κο­λα σ’ αφή­νει να ξε­χνάς Αυ­τόν που εί­σαι.

——————————————————————————————

Υ  Σ  Τ  Ε  Ρ  Ο  Γ  Ρ  Α  Φ  Ο

Ύστε­ρα απ’ όλα αυ­τά τι θα απο­μεί­νει; Σβή­νω το φως και παίρ­νω την κι­θά­ρα μου. Μι­λάω τώ­ρα κα­θα­ρά στ’ αυ­τιά των συ­ντρό­φων:

«Και αν οι λέ­ξεις μας σκορ­πί­σα­νε στο πά­τω­μα, κα­θώς σκορ­πί­ζου­νε τα κέρ­μα­τα απ’ τον θρυμ­μα­τι­σμέ­νο κου­μπα­ρά του γιου σου, ίσως αυ­τός να εί­ναι ο μό­νος τρό­πος για να αρ­τιω­θεί ο κό­σμος που σου πρέ­πει.»

Εκεί­να εί­πες. Και συ­μπλή­ρω­σες:

« –Ελά­τε τώ­ρα να φο­ρέ­σου­με τα γιορ­τι­νά. Δεν εί­ναι ακό­μα Κυ­ρια­κή, μα ίσως εί­ναι μια ωραία ευ­και­ρία.»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: