Απομεινάρια μιας πτώσης

Απομεινάρια μιας πτώσης


Tolis Tatolas: «Remains of a Fall». Ατο­μι­κή έκ­θε­ση φω­το­γρα­φί­ας στην Τε­χνό­πο­λη του Δή­μου Αθη­ναί­ων (10-27 Φε­βρουα­ρί­ου 2023) https://​www.​tol​ista​tola​s.​com

Όχι, δεν πρό­κει­ται για τον σει­σμό στην Τουρ­κία και τη Συ­ρία, δεν πρό­κει­ται για το ωραίο πε­ριο­δι­κό ζά­ρω­μα του φλοιού του πλα­νή­τη, που βρί­σκει το τέ­ρας της αδια­φο­ρί­ας των έλ­λο­γων κα­τοί­κων του να ρο­χα­λί­ζει αμέ­ρι­μνο πά­νω απ’ τα κέρ­δη των ερ­γο­λά­βων και τα ανοι­χτά φέ­ρε­τρα των κα­τα­σκευα­στών, δεν πρό­κει­ται για το ψυ­χι­κό τα­ρα­κού­νη­μα της συ­ναί­σθη­σης της κοι­νής μας μοί­ρας που κά­θε τό­σο ξυ­πνά απ’ τον αιφ­νι­δια­στι­κό πά­τα­γο του ανα­πό­τρε­πτου και μας υπεν­θυ­μί­ζει ότι το μό­νο που ορί­ζου­με εί­ναι ο μέ­σα ορί­ζο­ντας των πνευ­μα­τι­κών ορυ­ζώ­νων, που σε ανύ­πο­πτο χρό­νο καλ­λιερ­γή­σα­με και που τώ­ρα εί­ναι ο μό­νος τό­πος που μπο­ρεί να θρέ­ψει πι­θα­νό­τη­τες εξό­δου απ’ τον πα­νι­κό του τέ­λους μας, όχι, δεν πρό­κει­ται για αυ­τό.

Και, όχι, δεν πρό­κει­ται για τα παι­διά που βρέ­θη­καν αγκα­λια­σμέ­να κά­τω απ’ τα συ­ντρίμ­μια, λί­γο πιο αρ­γά απ’ όσο έπρε­πε, ή ακρι­βώς πριν να εκ­πνεύ­σει η προ­θε­σμία που τους δό­θη­κε να ενερ­γο­ποι­ή­σουν στα έγκα­τα της μι­κρής τους μνή­μης το μη­χα­νο­στά­σιο των προ­σευ­χών, των ανα­κλα­στι­κών τρό­πων που αλ­λά­ζουν τις χα­ρα­κιές της μοί­ρας πά­νω στην πα­λά­μη σου, ακό­μα κι όταν αυ­τή δεν βλέ­πει το φως του ήλιου, όχι δεν πρό­κει­ται για ό,τι μας έκα­νε αυ­τές τις μέ­ρες και με αυ­τόν τον τρό­πο λί­γο πιο αν­θρώ­πι­νους, όχι για πο­λύ, μό­λις για λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα, όσο διαρ­κεί ο λυγ­μός μιας τη­λε­ο­πτι­κής ει­κό­νας, που μέ­σα στους πε­ρισ­σό­τε­ρους δεν βρί­σκει χώ­ρο να διεισ­δύ­σει και να εγκα­τα­στα­θεί στο κυ­βερ­νείο, στη γέ­φυ­ρα του φορ­τη­γού, στο κόκ­πιτ του με­τα­γω­γι­κού που μας φέρ­νει, με τον δι­κό του αδιευ­κρί­νι­στο τρό­πο και με το δι­κό του εσω­τε­ρι­κό τέ­μπο, απ’ τη γέν­νη­ση στον θά­να­το και που το λέ­με συ­νεί­δη­ση, όχι, δεν πρό­κει­ται ού­τε για αυ­τό.

Και ού­τε πρό­κει­ται για εκεί­νες τις ωραί­ες οπές στην πα­νο­πλία του ιδί­ου συμ­φέ­ρο­ντος, που μας οδή­γη­σε με την ακρί­βεια ελεύ­θε­ρης πτώ­σης απ’ την ηθι­κή κο­ρυ­φή της εθε­λού­σιας αφά­νειας σε εκεί­νο που το αστι­κό ήθος ανέ­δει­ξε σε βα­σι­λι­κό πρό­τυ­πο και που ανε­ρυ­θρί­α­στα ονο­μά­τι­σε επι­τυ­χη­μέ­νο άν­θρω­πο, όχι δεν πρό­κει­ται για εκεί­νες τις οπές αλη­θι­νής ζω­ής που απρό­σμε­να ανα­δύ­ο­νται απ’ τα σκου­πί­δια των προ­πω­λη­μέ­νων ει­δή­σε­ων για να χαϊ­δέ­ψουν με συ­γκι­νη­μέ­νο χέ­ρι το ηλια­κό πλέγ­μα της αδι­κη­μέ­νης μας πλευ­ράς, όπως επί πα­ρα­δείγ­μα­τι η πα­ρά­ξε­νη εί­δη­ση ότι οι κα­θη­γη­τές της Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής του Εθνι­κού Θε­ά­τρου, σύσ­σω­μοι και ένας προς έναν, με ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο και όρ­θιοι μες την ευ­θυ­τε­νή υπε­ρη­φά­νεια ενός επί­μο­νου σθέ­νους, με δά­κρια στα μά­τια κά­ποιοι απ’ αυ­τούς, παίρ­νο­ντας την ευ­θύ­νη των λε­γο­μέ­νων τους και υπε­ρα­σπι­ζό­με­νοι το πλέ­ον σπά­νιο στον πο­λι­τι­κό βίο αγα­θό, την αξιο­πρέ­πεια, πα­ραι­τή­θη­καν απ’ τις θέ­σεις τους, ακού­γο­ντας μέ­σα τους την ηχώ του χρέ­ους που οι μα­θη­τές τους τούς υπεν­θύ­μι­σαν, και το­πο­θε­τώ­ντας εαυ­τούς στο ηλιό­λου­στο εκεί­νο ξέ­φω­το της ιστο­ρί­ας των σχέ­σε­ων που φρο­ντί­ζει το Εμείς, γυρ­νώ­ντας την πλά­τη του στον ωχα­δερ­φι­σμό των επι­τυ­χη­μέ­νων, όχι, δεν πρό­κει­ται ού­τε για αυ­τό.

Και, όχι, δεν πρό­κει­ται ού­τε για το ερώ­τη­μα, αυ­τό το ανα­πά­ντη­το για­τί, που στα αυ­τιά κά­ποιων αυ­τές τις μέ­ρες επι­μέ­νει, , αυ­τές τις μέ­ρες που η κα­τά­πτω­ση του δη­μο­σί­ου δια­λό­γου έχει τέ­τοιους πυθ­μέ­νες χυ­δαιό­τη­τας δια­κο­ρεύ­σει, τέ­τοια ηθι­κά βά­ρα­θρα κα­τοι­κή­σει, που το πά­λαι πο­τέ Χα­τζι­δά­κειον τέ­ρας έγι­νε φί­λος μας κολ­λη­τός και περ­πα­τά με το μπουρ­νού­ζι του στο μπά­νιο μας και στην κου­ζί­να, και στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα, φο­ρώ­ντας τις πι­τζά­μες μας και σπα­τα­λώ­ντας τον αφρό ξυ­ρί­σμα­τος, κι ανοί­γο­ντας το ψυ­γείο να βρει το γά­λα και το τυ­ρί, τό­σο, που, απελ­πι­σμέ­νοι τώ­ρα, ψά­χνο­ντας μέ­σα απ’ τον θη­σαυ­ρό των συ­νω­νύ­μων να ανα­σύ­ρου­με την μία πρέ­που­σα για την πε­ρί­στα­ση βρι­σιά, αυ­τή που θα άρ­μο­ζε σ’ όποιον μπρο­στά στα μά­τια σου σε κο­ροϊ­δεύ­ει, ένα βρε γε­λοίε, ένα βρε ανό­η­τε, ένα βρε ξε­που­λη­μέ­νε, βρε απα­τε­ώ­να, και με­ρι­κές φο­ρές, όταν ξε­χνιό­μα­στε, ένα γου­ρού­νι, γάι­δα­ρε, μου­σκά­ρι, άναν­δρε, τέ­τοιες ξε­στρα­τι­σμέ­νες τρυ­φε­ρό­τη­τες, και ψά­χνο­ντας και ψά­χνο­ντας, φτά­νου­με αίφ­νης στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα του λε­ξι­κού, με ένα ανι­κα­νο­ποί­η­το στο χέ­ρι, ανή­μπο­ροι να ισορ­ρο­πή­σου­με, με μία φρά­ση που να βρί­σκει στό­χο με κλει­στά τα μά­τια της, το μέ­γε­θος της προ­σβο­λής, κι εί­μα­στε πλέ­ον μα­κριά, πο­λύ μα­κριά για να επι­στρέ­ψου­με τη χυ­δαιό­τη­τα σ΄ εκεί­νον που τη γέν­νη­σε, μ’ έναν κε­σέ για­ούρ­τι πλή­ρες ίσα μέ­σα στη μού­ρη του, ή με ένα, έστω, φτύ­σι­μο γεν­ναίο, ή ίσως και με εκεί­νο το πά­λαι πο­τέ πο­λι­τι­κώς αμαρ­τά­νον μα λυ­τρω­τι­κό μες στην αμε­σό­τη­τά του χα­στού­κι, που τα­ρα­κου­νά ταυ­τό­χρο­να τον μέ­σα και τον έξω κό­σμο του απα­τε­ώ­να, του ξε­που­λη­μέ­νου, του νε­ο­δω­σί­λο­γου, δεν έχου­με τρό­πο, και δεν έχου­με και τό­πο να στα­θού­με, βά­ζο­ντας στο σω­στό ση­μείο τον μο­χλό που θα κι­νή­σει τη γη, κι έτσι τώ­ρα θα μέ­νει το ερώ­τη­μα ανα­πά­ντη­το, με ανοι­χτό το στό­μα του, να δη­λη­τη­ριά­ζει τα κο­ράλ­λια του βυ­θού που μας απέ­μει­νε, εκεί, στα αδιά­βα­στα, κι ίσως το μό­νο τώ­ρα που θα μας λυ­τρώ­σει θα ‘ναι μια έξο­δος δο­ξα­στι­κή, μια υπα­να­χώ­ρη­ση σαν σάλ­πι­σμα, μία προ­έ­λα­ση που την επι­χει­ρείς ακί­νη­τος, μια ήτ­τα που τη ραί­νουν βά­για από χέ­ρι Σπαρ­τιά­τισ­σας, ένα ακα­ριαίο κι εθε­λού­σιο έξω απ’ τον κό­σμο άλ­μα, ένας σει­σμός από το κέ­ντρο του σύ­μπα­ντος, ή ίσως και ο ίλιγ­γος μιας άλ­λης κα­τα­στρο­φής, μιας παν­δη­μί­ας με 34.779 σή­με­ρα βου­βούς νε­κρούς, μα που και εμείς, λέ­ει, θα εί­μα­στε ο ένας απ’ αυ­τούς, ή ίσως θα μας λυ­τρώ­σει, ας ήταν και βρα­χύ­βια, μία από­συρ­ση σε σκή­τη άλ­λης επο­χής, σε έναν προ­φυ­λαγ­μέ­νο, σαν εγκυ­μο­νού­σα γα­στέ­ρα, τό­πο, δεύ­τε­ρη μή­τρα της ιστο­ρί­ας, όπου σκυ­φτοί, κου­λου­ρια­σμέ­νοι, έμ­βρυα σε στά­ση εκτί­να­ξης, θα ξα­να­με­τρή­σου­με τα κου­κιά της συ­νεί­δη­σης και θα ‘ναι ετού­τη τη φο­ρά σω­στά, όχι, δεν πρό­κει­ται ού­τε για αυ­τό.

Κι ού­τε στ’ αλή­θεια πρό­κει­ται για αυ­τήν την μία του Τό­λη Τα­τό­λα φω­το­γρα­φία, από την έκ­θε­ση, που ακό­μα υπο­μέ­νει την υγρα­σία των τοί­χων στην Τε­χνό­πο­λη του Δή­μου Αθη­ναί­ων, όπως το λέ­νε εκεί­νο το μέ­ρος που κά­θε τό­σο ένας άλ­λος Δή­μαρ­χος το εγκαι­νιά­ζει, όχι, δεν πρό­κει­ται για μια φω­το­γρα­φία απ’ τον εγκι­βω­τι­σμέ­νο, σαν σε πα­λίμ­ψη­στο ανά­με­σα σε με­σή­λι­κα κτί­ρια, σκε­λε­τό ενός άλ­λου χρό­νου, για τα ερεί­πια μιας ζω­ής που δεν υπάρ­χει πια, μα που την βλέ­πεις να να­νου­ρί­ζει το φά­ντα­σμά της στη σκιά με­τέ­ω­ρων ντου­λα­πιών, που αν μι­σο­κλεί­σεις τα μά­τια σου με­τα­μορ­φώ­νο­νται σε κρύ­πτες πλή­ρεις μπου­κα­λιών με κρα­σί και με λά­δι, και σε πα­νέ­ρια με πα­ξι­μά­δια, και σε πο­τή­ρια που ξε­χει­λί­ζουν απ’ την κα­λο­σύ­νη των κα­θη­με­ρι­νών θέ­λω μα δεν έχω, και απ’ την πά­ντα πι­κρή επί­γευ­ση της γιορ­τής, ξε­χει­λί­ζουν λέ­ξεις πα­νά­γα­θες, σπαρ­μέ­νες απ’ το στό­μα αγράμ­μα­της γει­τό­νισ­σας, από εκεί­νες που γλυ­καί­νουν τη ζωή, δί­πλα σε ετού­τα τα σβη­σμέ­να τζά­κια, τα βυ­θι­σμέ­να στο πη­χτό σκο­τά­δι απ’ τη νύ­χτα που, εν υπη­ρε­σία, απο­κοι­μή­θη­κε ο Σά­ντα Κλά­ους, και τώ­ρα βλέ­πεις ίχνη τους σαν ζω­γρα­φιές παι­διών που μεί­να­νε ημι­τε­λείς πλάι σε απε­νερ­γο­ποι­η­μέ­να λά­πτοπ, και τα ακούς που ακό­μα καί­νε τα ακρι­βά τους ψι­θυ­ρί­σμα­τα δί­πλα στους κα­λι­κάν­τζα­ρους ενός υπέ­ρο­χου χει­μώ­να, του γε­ω­γρα­φι­κού μας πλά­τους μα πο­τέ της ψυ­χής μας, όχι, δεν πρό­κει­ται ού­τε για αυ­τά τα πλή­ρη συ­γκι­νή­σε­ως στιγ­μιό­τυ­πα, που ο κλει­δο­κρά­το­ρας τούς πα­ρα­χώ­ρη­σε μια χά­ρη, έναν λί­γο ακό­μα βίο ως τη στιγ­μή της κα­τε­δά­φι­σης, και που, μέ­σα σε ετού­τη την ωραία πα­ρά­τα­ση, ανέ­λα­βαν τον τε­λευ­ταίο κο­ρυ­φαίο ρό­λο τους, να κα­τα­κυ­ρώ­σουν το νό­μι­μο της λι­μο­κτο­νού­σας μέ­σα μας σύ­να­ξης, το φου­σκω­μέ­νο σαν ζε­στό ψω­μά­κι ήθος της, τον ακρι­βό της λό­γο, όχι, ού­τε για αυ­τό δεν πρό­κει­ται.

Και ού­τε πρό­κει­ται για την αδυ­να­μία μου ορι­στι­κά να ενα­γκα­λι­στώ μια πρό­τε­ρη κα­τα­γω­γή, εγώ, ο ξέ­νος σ’ όλους μου τους κό­σμους, κά­τι εν τέ­λει δι­δα­σκό­με­νος απ’ την εξαί­σια κί­νη­ση-ματ εκεί­νων των δα­σκά­λων της Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής, που πυ­ρο­δό­τη­σε και άλ­λες πα­ραι­τή­σεις αν­θρώ­πων από πά­ντα έτοι­μων να υπε­ρα­σπι­στούν κά­τι όχι λι­γό­τε­ρο απ’ την αξιο­πρέ­πεια των μα­θη­τών και την δι­κή τους, “-Πώς να κρυ­φτείς απ’ τα παι­διά;”, όχι, δεν πρό­κει­ται ού­τε για την δι­κή μου, την ολό­δι­κή μου, ανη­μπό­ρια να μι­λή­σω στα παι­διά με έναν τρό­πο που να με κά­νει ελά­χι­στα πι­στευ­τό, στα αυ­τιά τους που τα κα­τοι­κούν ακό­μα ήχοι τρυ­φε­ροί, και στις ψυ­χές τους που τις κα­τοι­κούν ακό­μα τα παρ­θέ­να λό­για, έτσι να τους μι­λή­σω που να ση­κω­θεί απ’ τα νε­ρά ολό­λα­μπρο ένα βρέ­φος, ένα αλ­μυ­ρό ηλιο­κα­μέ­νο σώ­μα για το οποίο κα­νέ­να μέλ­λον μου δεν θα ντρέ­πε­ται, να τους μι­λή­σω σαν να στε­ρε­ώ­νω μια χερ­σό­νη­σο στη ρά­χη του άνε­μου, κι όχι σαν να μι­σθο­δο­τώ τον ιδιω­τι­κό Προ­κρού­στη μου, να ρά­ψει και να κό­ψει πί­σω από συλ­λα­βές που κά­πο­τε ζύ­γι­ζαν δυο τό­νους, μα τώ­ρα δεν φτου­ρά­νε ού­τε μι­σό γραμ­μά­ριο, να ρά­ψει ως εκεί­νη τη στιγ­μή που ο νέ­ος Φραν­κε­στάιν, ο νό­θος γιος του ανέ­φι­κτου αρ­ρα­βώ­να των κό­σμων, με ένα ουρ­λια­χτό πη­δή­σει έξω απ’ το χει­ρουρ­γι­κό κρε­βά­τι του, κι όμως κα­νέ­να κε­κτη­μέ­νο να μην απει­λεί ο που­λη­μέ­νος, κα­μιά γε­ρο­ντι­κή μας βε­βαιό­τη­τα, κι ού­τε κι ετού­τη την ανό­η­τη φλυα­ρία ενός με­θυ­σμέ­νου από εαυ­τό, που τη­νε λέ­ει πά­ντως ανα­γκαία για να ξε­γε­λά­σει με τε­χνη­τά πα­ραι­σθη­σιο­γό­να τον ίδιο του τον εαυ­τό, όχι, ού­τε για αυ­τό δεν πρό­κει­ται, όσο κι αν θέ­λω να χω­ρέ­σουν όλα σ’ ένα βρώ­μι­κο τσου­βά­λι, να το πε­τά­ξω, πτώ­μα κα­το­χι­κό, πά­νω στην ξύ­λι­νη βρα­δύ­τη­τα του κά­ρου που, πα­νο­μοιό­τυ­πα, κά­θε πρωί, δια­περ­νά τον εφιάλ­τη μου, και όλο ξε­μα­κραί­νει απ’ τα μά­τια μου, όχι, ού­τε για αυ­τό δεν πρό­κει­ται.

Μα τό­τε τι εί­ναι εκεί­νο το απο­μει­νά­ρι πί­σω απ’ τον μπερ­ντέ, που κα­κο­φόρ­μι­σε, απ’ την ανά­πο­δη με­ριά, και που ένας μέ­σα μου, χρό­νια νε­κρός, που επί­μο­να χτυ­πά την κα­γκε­λό­πορ­τα του πα­τρι­κού μου για να μπει, θέ­λει να ονο­μα­τί­σει: σώ­μα πα­ρή­γο­ρο του αύ­ριο; Τι εί­ναι;

(19 Φεβρουαρίου 2023, ημέρα γενεθλίων)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: