Σοφοκλής: Στάσιμα σημεία από τρεις Χορούς

ει­κό­νες: Μαξ Ερνστ


Η με­τά­φρα­ση της (κα­τά Σο­φο­κλή) τρι­λο­γί­ας του Θη­βαϊ­κού Κύ­κλου θα εκ­δο­θεί στο τέ­λος του χρό­νου. Επι­στρα­τεύ­ο­ντας εδώ την ει­κο­νο­γρά­φη­ση του Μαξ Ερνστ (από το σου­ρε­α­λι­στι­κό κο­λάζ-μυ­θι­στό­ρη­μά του Μια βδο­μά­δα κα­λο­σύ­νης ή Τα επτά βα­σι­κά/θα­νά­σι­μα στοι­χεία, 1934, εκδ. Dover, Nέα Υόρ­κη 1976), πι­στεύω ότι φω­τί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο και ο τό­νος της δι­κής μου προ­σέγ­γι­σης.
Πα­ρα­μέ­νει, ωστό­σο, ανα­πά­ντη­το το ερώ­τη­μα: 7 x Θή­βας πό­σο κά­νει;

Μαξ Ερνστ, Une semaine de bonté ou Les sept éléments capitaux – Τετράδιο 4ο, Μέρα: Τετάρτη, Στοιχείο: Αίμα. Παράδειγμα: Οιδίποδας, πρώτη έκδοση σε 816 αντίτυπα, Παρίσι 1934)

Μαξ Ερνστ, Une semaine de bonté ou Les sept éléments capitaux – Τετράδιο 4ο, Μέρα: Τετάρτη, Στοιχείο: Αίμα. Παράδειγμα: Οιδίποδας, πρώτη έκδοση σε 816 αντίτυπα, Παρίσι 1934)

Μαξ Ερνστ, Une semaine de bonté ou Les sept éléments capitaux – Τετράδιο 4ο, Μέρα: Τετάρτη, Στοιχείο: Αίμα. Παράδειγμα: Οιδίποδας, πρώτη έκδοση σε 816 αντίτυπα, Παρίσι 1934)

Ο Oιδίποδας τύραννος

ΤΡΙ­ΤΟ ΣΤΑ­ΣΙ­ΜΟ

Μα τον απέ­ρα­ντο ου­ρα­νό,
  ας γί­νω κι εγώ μά­ντης, κι ας μα­ντέ­ψω
πως πριν ανέ­βει η παν­σέ­λη­νος αύ­ριο βρά­δυ
  θα βγού­με να γιορ­τά­σου­με στον Κι­θαι­ρώ­να
(που θα τον πω πα­τρί­δα του Οι­δί­πο­δα,
  που θα τον πω μά­να και πα­ρα­μά­να του)
κι εκεί θα στή­σου­με χο­ρό, για­τί τους άρ­χο­ντές μας
τους πε­ρι­μέ­νου­νε χα­ρές με­γά­λες.

          Φοί­βε μου, έλα,
                                    χα­μο­γέ­λα μας.

Ποιά, τά­χα, να σε γέν­νη­σε [Οι­δί­πο­δα];
Κα­μιά μι­κρή αθά­να­τη
                  που την ξε­λό­για­σε ο Πά­νας
                                    ψη­λά στα όρη;
Μή­πως, στα κα­τα­πρά­σι­να λι­βά­δια,
                                    κά­ποιο από τα κο­ρί­τσια του Απόλ­λω­να;
Άρα­γε, της Κυλ­λή­νης ο Ερ­μής 
                                    περ­νώ­ντας τις βου­νο­κορ­φές
ή ο Βάκ­χος, σ᾽ έκα­νε δώ­ρο σε κα­μιά νε­ράι­δα
                                    από κεί­νες που μα­ζεύ­ο­νται
                                    να παί­ξου­νε μα­ζί [του] στον Ελι­κώ­να;



ΤΕ­ΤΑΡ­ΤΟ ΣΤΑ­ΣΙ­ΜΟ

Άν­θρω­ποι, αν­θρώ­πι­νες γε­νιές,
                  αθροί­ζω τη ζωή
και βγαί­νει διαρ­κώς μη­δέν.

Ποιός, τά­χα, ποιός την ευ­τυ­χία
                  αντέ­χει να χορ­τά­σει
αφού, ώσπου να τη νιώ­σει,
                  θα τη χά­σει;

Κι αν πά­ρω για πα­ρά­δειγ­μα εσέ­να,
                  φτω­χέ μου Οι­δί­πο­δα,
                  την τύ­χη σου αν λο­γα­ριά­σω,
τη μοί­ρα του αν­θρώ­που δε θα ζή­λευα.

Εσέ­να που κά­θε όριο ξε­πέ­ρα­σες
                  το­ξεύ­ο­ντας στην άφθα­στη ευ­τυ­χία
κι εξό­ντω­σες εκεί­νη την παρ­θέ­να
                  με τα με­λω­δι­κά αι­νίγ­μα­τα
                                    στα κο­φτε­ρά της νύ­χια — θε μου,
κι ύστε­ρα κά­στρο στά­θη­κες απόρ­θη­το
                  αντί­κρυ στο θα­να­τι­κό της χώ­ρας, 
γι’ αυ­τό κι απ᾽ όσους βα­σι­λιά­δες κά­θι­σαν
                  στης επτά­πυ­λης Θή­βας τον θρό­νο
εσέ­να, σε τι­μή­σα­με όσο κα­νέ­ναν.

Υπάρ­χει, όμως, άλ­λος τρα­γι­κό­τε­ρος;

Ποια­νού του γύ­ρι­σε έτσι η ζωή;
Ποιόν γκρέ­μι­σαν οι συμ­φο­ρές
                  στα βά­ρα­θρα του πό­νου;

Αχ, δο­ξα­σμέ­νη του Οι­δί­πο­δα μορ­φή,
                  πώς έγι­νε πα­τέ­ρας και παι­δί μα­ζί
                  να ρί­ξει –άθε­λά του– άγκυ­ρα
                  στην ίδια απά­νε­μη αγκά­λη;                           

Πώς, πού και πό­τε ξα­να­κού­στη­κε,
το νυ­φι­κό κρε­βά­τι σας ν᾽ από­μει­νε βου­βό
και να μη βγά­λει στό­μα να μι­λή­σει;

Ο χρό­νος σ᾽ επι­νό­η­σε ο πα­ρά­κλη­τος,   
για τον αδια­νό­η­το να σε δι­κά­σει γά­μο
με τους προ­γό­νους σου να κά­νεις απο­γό­νους.

Μα­κά­ρι, λέω, γιε του Λάιου,
πο­τέ να μη σε γνώ­ρι­ζα – πο­τέ μου.

Μ᾽ όλο που τού­τη τη στιγ­μή
τα χεί­λη μου πι­κρί­ζει μοι­ρο­λόι
πρέ­πει, όμως, ν᾽ ακου­στεί ακό­μα κά­τι:

                  Πως, κά­πο­τε, μο­νά­χα εσύ ήσουν αυ­τός
                  που ήρ­θε και γα­λή­νε­ψε τον ύπνο μου
                  και μού ᾽δω­σε αέ­ρα ν᾽ ανα­σά­νω.

Σοφοκλής: Στάσιμα σημεία από τρεις Χορούς

Ο Οιδίποδας στον Κολωνό

ΠΡΩ­ΤΟ ΣΤΑ­ΣΙ­ΜΟ

Στα πλού­σια εδά­φη έχεις έρ­θει
του πιο ωραί­ου το­πί­ου αυ­τής της χώ­ρας  
Εί­σαι στον ήπιο Κο­λω­νό, στο χώ­μα
των πιο πε­ρή­φα­νων αλό­γων.
Που­θε­νά αλ­λού δε θ᾽ ακού­σεις
τέ­τοιο γλυ­κό κε­λά­η­δι­σμα αη­δό­νας
βα­θιά κρυμ­μέ­νης στα φα­ράγ­για, ξέ­νε,
ανά­με­σα στους σκο­τει­νούς κισ­σούς [που τρε­μο­παί­ζουν]
και στις απά­τη­τες φυλ­λω­σιές
με τα σκιε­ρά, πά­ντα αν­θι­σμέ­να, καρ­πο­φό­ρα
που δεν τα πιά­νει ο χει­μω­νιά­τι­κος αέ­ρας.
Εδώ ο Διό­νυ­σος τρι­γυρ­νά­ει νύ­χτα-μέ­ρα
με τις θεϊ­κές μαι­νά­δες του
που τον λα­τρεύ­ουν φρε­νια­σμέ­νες.

Μό­λις φα­νεί η ου­ρά­νια δρο­σιά
εδώ κά­θε πρωί ανοί­γει 
ο κρό­κος χρυ­σο­κί­τρι­νος
κι αιώ­νες τώ­ρα
ο αν­θι­σμέ­νος νάρ­κισ­σος στε­φα­νώ­νει
πό­τε τη Δή­μη­τρα, πό­τε την Περ­σε­φό­νη.

Αιώ­νια ξά­γρυ­πνες, πο­τέ δε στα­μα­τά­νε
τα πε­ντα­κά­θα­ρα νε­ρά τους να ανα­βλύ­ζουν
οι πη­γές που τρέ­φουν του Κη­φι­σού το ρέ­μα
την εύ­φο­ρη για να πο­τί­σουν γη της.
Κι εδώ ξα­πο­σταί­νουν τα χρυ­σά πε­ρι­στέ­ρια
που σέρ­νουν το άρ­μα της Αφρο­δί­της
κι οι Μού­σες στή­νουν τους χο­ρούς τους.

Εδώ φυ­τρώ­νει, επί­σης, ένα δέ­ντρο
που όμοιο του δεν έχω ακού­σει να βλα­σταί­νει
ού­τε στα εδά­φη της Ασί­ας
ού­τε και στη με­γά­λη Πε­λο­πόν­νη­σο των Δω­ριαί­ων,
ένα φυ­τό αυ­το­φυ­ές, που με­γα­λώ­νει μό­νο του,
κι ευ­δο­κι­μεί εδώ, όσο που­θε­νά αλ­λού:
εί­ναι η ελιά με τ᾽ αση­μέ­νια φύλ­λα
η ελιά που στε­φα­νώ­νει τα παι­διά μας
και που κα­νέ­νας δεν τολ­μά να ξε­ρι­ζώ­σει
για­τί απά­νω της εί­ναι στραμ­μέ­νο
το βλέμ­μα του ιε­ρού προ­στά­τη της, του Δία,
και η αστρα­φτε­ρή μα­τιά της Αθη­νάς.

Μέ­νει ακό­μα κά­τι να υμνή­σω
κά­τι μο­να­δι­κό της μη­τρι­κής μας γης
που κά­νει τον τό­πο μας πε­ρή­φα­νο,
δώ­ρο ενός θε­ού με­γά­λου, που μας δί­νει
τα κα­λο­γυ­μνα­σμέ­να άλο­γα και τη δύ­να­μη στη θά­λασ­σα:

Με­γά­λε Πο­σει­δώ­να, γιε του Κρό­νου,
εσύ έκα­νες έν­δο­ξη την πό­λη μας
πρώ­τος αρ­μό­ζο­ντας στο στό­μα του αλό­γου χα­λι­νά­ρι
σ᾽ αυ­τούς εδώ τους δρό­μους για να το δα­μά­σεις,
κι έμα­θες του θα­λασ­σι­νού το χέ­ρι
με το κου­πί σφι­χτο­δε­μέ­νο στο σκαρ­μό
να προ­σπερ­νά­ει τα κύ­μα­τα ακο­λου­θώ­ντας
τις Νη­ρη­ί­δες που παι­χνι­δί­ζουν στον αφρό τους.


ΤΕ­ΤΑΡ­ΤΟ ΣΤΑ­ΣΙ­ΜΟ

Αν έχω το δι­καί­ω­μα να στρα­φώ
στην αθέ­α­τη [Περ­σε­φό­νη]   
και, τα­πει­νά, στον βα­σι­λιά των σκο­τα­διών, τον Αϊ­δω­νέα,
[του Άδη τ᾽ αη­δό­νια] θα πα­ρα­κα­λού­σα
να κα­τέ­βει ο Οι­δί­πο­δας
δί­χως πό­νο και βα­ρύ ψυ­χορ­ρά­γη­μα
απ᾽ την κοι­λά­δα του θα­νά­του
  που αγκα­λιά­ζει τα πά­ντα
στης Στυ­γός τον υδά­τι­νο οί­κο.
Τώ­ρα που τυ­ραν­νί­στη­κε από τό­σα,
χω­ρίς να φταί­ει,
ο δί­καιος θε­ός ας τον εξυ­ψώ­σει και πά­λι.

Του κά­τω κό­σμου οι θε­ές
και το ανί­κη­το θη­ρίο
που πά­ντα, όπως λέ­νε, απ᾽ τη σπη­λιά του
φυ­λά­ει γρυ­λί­ζο­ντας κου­λου­ρια­σμέ­νο
τις πο­λυ­σύ­χνα­στες πύ­λες του Άδη,
μα και το γέν­νη­μα του Τάρ­τα­ρου, της Γης ο γό­νος    
εύ­χο­μαι να βοη­θή­σουν
ο δρό­μος που θα πά­ρει
πί­σω απ’ τις πύ­λες του θα­νά­του.
να ᾽ναι μα­κά­ριος.

Κι εσέ­να επι­κα­λού­μαι, τε­λι­κά,
              Αιώ­νιε Ύπνε.

Σοφοκλής: Στάσιμα σημεία από τρεις Χορούς

Αντιγόνη

ΠΡΩ­ΤΟ ΣΤΑ­ΣΙ­ΜΟ

Πολ­λά μπο­ρείς [στον κό­σμο] να θαυ­μά­σεις
όμως τον άν­θρω­πο με τι να τον συ­γκρί­νεις;
Στο κα­τα­χεί­μω­νο ορ­μά κό­ντρα στο κύ­μα
όταν τις θύ­ελ­λες σκί­ζο­ντας ο νο­τιάς βρυ­χά­ται·
και την υπέρ­τα­τη θε­ό­τη­τα, τη Γη μας,
όσο απέ­ρα­ντη και ανε­ξά­ντλη­τη και να ’ναι
        χρό­νο το χρό­νο την ορ­γώ­νει με το αλέ­τρι.

Δό­κα­να στή­νει στα ελα­φρό­φτε­ρα που­λιά,
τ’ άγρια θη­ρία και τους πλη­θυ­σμούς της θά­λασ­σας
με δί­χτυα δα­ντε­λέ­νια πα­γι­δεύ­ει – ο πο­λυ­μή­χα­νος.
Τρό­πους μυ­στή­ριους επι­νο­ώ­ντας πιά­νει
στα ορει­νά της ερη­μιάς τ’ αγρί­μι,
ή, αγκα­λιά­ζο­ντας την πλού­σια χαί­τη
στο άλο­γο περ­νά­ει το χα­λι­νά­ρι
και σαν τον άγριο ταύ­ρο το δα­μά­ζει.

Με τις στρο­φές του νου τις ανε­μό­φερ­τες
και με τη γλώσ­σα, ορί­ζει νό­μους, πο­λι­τεί­ες,
και από τα πα­γω­μέ­να βέ­λη του χιο­νιά
ξέ­ρει να ξε­γλι­στρά – ο θα­λασ­σο­πό­ρος.
Πά­ντα τον βρί­σκεις έτοι­μο για όλα·                          
και μ’ όλο που νι­κά μύ­ριες αρ­ρώ­στιες
μο­νά­χα δεν ξε­φεύ­γει του θά­να­του.

Κι ενώ τα κα­τα­φέρ­νει να βρει λύ­σεις
εκεί που δεν υπάρ­χει πια ελ­πί­δα,
πό­τε τον κυ­ριεύ­ει η αρε­τή, πό­τε η κα­κία.
Όταν τους νό­μους σέ­βε­ται και τους θεί­ους όρ­κους
εί­ν’ άξιος της πα­τρί­δας· αλ­λιώς,
όσο κι αν μοιά­ζει τολ­μη­ρός, δεν το αξί­ζει·              
κι άν­θρω­πος τέ­τοιος μην πα­τή­σει
                  [μες στο] σπί­τι μου πο­τέ μου,
[άν­θρω­πος τέ­τοιος μη] μου τύ­χει, θε μου.


ΤΡΙ­ΤΟ ΣΤΑ­ΣΙ­ΜΟ

Αχ, έρω­τα, αχ έρω­τα, ακα­τα­μά­χη­τε Έρω­τα.                          
Στου κο­ρι­τσιού που ξε­νυ­χτάς το μα­ξι­λά­ρι,
τί­πο­τα δε σε στα­μα­τά και δε χορ­ταί­νεις.                
Κι από την άκρη του και­ρού ως τ’ αξη­μέ­ρω­τα
σκο­τά­δια, κα­νε­νός δεν κά­νεις χά­ρη
κι όλους, θε­ούς ή αν­θρώ­πους, τους τρε­λαί­νεις.

Κι εσύ που στον αθώο ξυ­πνάς αναί­τιες ενο­χές,
στο σπί­τι αυ­τό έχεις ανά­ψει πυρ­κα­γιές·
για­τί από των κο­ρι­τσιών βα­θιά το βλέμ­μα
περ­νά ακα­τα­νί­κη­τος ο πό­θος μες στο αί­μα
αρ­χές και νό­μους πλημ­μυ­ρί­ζο­ντας γλυ­κά·           
κι η Αφρο­δί­τη, αδιά­φο­ρη, μας πε­ρι­παί­ζει θεϊ­κά.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: