Το κατοικημένο σώμα της Séraphine Elisabeth Jacquet de la Guerre

Φωτ. Μουσείο Όσλο
Φωτ. Μουσείο Όσλο

κριβς πρίν. ν Πα­ρι­σί­οις βε­βαί­ως. πό τίς αρ­μο­νι­κές κα­μά­ρες τν ψί­δων θριάμ­βου, πό τίς σε­μνο­τυ­φες κα­μπυ­λό­τη­τες τν γε­φυρν το Ση­κουά­να, πό τούς φρυ­γι­κούς σκού­φους τν λυ­σι­κό­μων Μουσν καί τά παί­θρια να­λό­για τν χων orgue de barbarie, πό τήν σμήν τν ργωδν ρτο­ποιεί­ων καί τν συ­μπαθν κα­φε­νεί­ων ες τάς λε­ω­φό­ρους καί τάς συ­νοι­κια­κάς δούς, ν Πα­ρι­σί­οις, λέ­γω, που να­ός τς γί­ας Κλο­τίλ­δης να­μέ­νει τούς πο­γευ­μα­τι­νούς πι­στούς, ρα­τούς ν πνεύ­μα­τι πό τόν ργα­νί­στα Jean Langlais, τυ­φλόν πό λι­κί­ας δύο τν ξαι­τί­ας γλαυ­κώ­μα­τος.
Πέ­ρα­σε μπρο­στά πό τόν ναό τς γί­ας Κλο­τίλ­δης Séraphine Elisabeth Jacquet de la Guerre καθ δόν πρός τήν κα­τοι­κί­αν της, πό βρο­χήν, ν που­σία δοι­πο­ρού­ντων, ν τυ­μπά­νω καί χορ τν συγ­χορ­διν το Magnificat «Tant que la vie se mouille, avance sur la tapis de la pluie avec l’insolence qu’affiche le balancement de tes hanches. Leur cadence déclenche la sonnerie de ta volupté au tocsin de la cathédrale de ton corps soumis à la servitude volontaire de ta prêtrise. Le reflet de tes pieds trace la voie étroite vers le confessionnal du désir». Μέ ατό τό κλει­δί νοι­ξε καί κα­τοί­κη­σε τό σμα της.
νώ­πιον τς Curia Apostolica Toledana, πρός ξέ­τα­σιν το ατή­μα­τος σων λα­βαν τήν κλεί­δα το Πα­ρα­δεί­σου της πε­ρί να­γνω­ρί­σε­ως τς γιό­τη­τός της, Δι­κη­γό­ρος το Δια­βό­λου, φις δί­βου­λος καί τρί­βο­λος, πήγ­γει­λε δί­κην ρω­τή­μα­τος: «Sobrevolan las noches y el silencio se queda angustiado con abrigo y sombrero junto a las esquinas de los campanarios. Suenan las campanas; ¡hay misa! ¡Hay piedad! Rumbo a su cuerpo que canta la riqueza de la torpeza y de la quietud tormentosa. Ladran los peros del día esfumando el manantial ruidoso de sus aguas apaciguadas y de sus felinas caricias. Salen en las calles las matronas, figuras de un tiempo perenne, para regalarle la pasión de la inmensidad, flor de un campo de trigo por el camino de Santiago. ¡Peregrina! Llena de la riqueza de los vientos que traicionan; vientos de mujer que pasó».

Κα­θ’ οδόν. Το εσώ­ρου­χο όρι­ζε το λί­κνι­σμα των γο­φών της. Από το ύψος των μη­ρών ως τη μέ­ση της. Οι ψη­λο­τά­κου­νες γό­βες δεν επέ­τρε­παν, εν τω μέ­σω του υε­τού, τον συ­νή­θη εν αι­θρία δια­σκε­λι­σμόν της. Eβρά­δυ­νε το βή­μα. Και πνοή ανέ­μου άνοι­γε ευ­φρο­σύ­νως την κα­μπαρ­ντί­να της στο ύψος του ισχί­ου. Λα­μπε­ρό το φό­ρε­μα ως πάμ­φω­τος πο­λυ­έ­λαιος ανα­κτό­ρου εν ώρα θυ­ρα­νοι­ξί­ων. Το κα­πε­λά­κι της ως φύ­λαξ της θερ­μό­τη­τας των οφθαλ­μών της. Κρα­τού­σε την τσά­ντα της ως υπο­χρέ­ω­ση. Και όταν την εί­δα να πλη­σιά­ζει τον συ­νο­δό της, ο οποί­ος χα­μο­γέ­λα­σε, την αγκά­λια­σε, την ασπά­σθη­κε, όταν εί­δα πως η ομπρέ­λα δεν έκλει­σε ού­τε τα­ρά­χτη­κε από τις συ­σπά­σεις της συ­νά­ντη­σης, εί­πα μέ­σα μου «ακα­τοί­κη­το το σώ­μα της». Και επι­βι­βά­στη­κα στο λε­ω­φο­ρείο, πλή­ρω­σα το ει­σι­τή­ριο στον ει­σπρά­κτο­ρα, τον ρώ­τη­σα πού πη­γαί­να­με, «εκεί όπου πά­ει το δρο­μο­λό­γιο», μου απά­ντη­σε. Στρά­φη­κα προς το μέ­ρος της, κά­θι­σα δί­πλα της, η κα­μπαρ­ντί­να της ανοι­χτή, το φό­ρε­μά της διαυ­γές, το εσώ­ρου­χό της δεν διέ­λα­θε της προ­σο­χής μου. «Κα­τοι­κη­μέ­νο το σώ­μα της», εί­πα μέ­σα μου. Και ο μη­ρός μου άγ­γι­ξε τον μη­ρό της. «Εδώ κα­τε­βαί­νε­τε;» με ρώ­τη­σε. «Ναι», απά­ντη­σα, σκύ­βο­ντας το κε­φά­λι. Εκεί κοί­τα­ξε. Και εί­δε. «Ναι», ψι­θύ­ρι­σε και τα χεί­λη της γυά­λι­σαν. Κα­τοί­κη­σα το σώ­μα της, αυ­τό το ησυ­χα­στή­ριο με­τά­νοιας, ψαλ­μών και λι­βα­νω­τού. Ει­σήλ­θα στη χο­ρεία των προ­σκυ­νη­τών της Παν­σέ­πτου. «Je jouis», μου εξο­μο­λο­γή­θη­κε κα­τ᾽ εξα­κο­λού­θη­σιν. Απα­λά, με το ξε­σκο­νό­πα­νο, μά­ζε­ψα τη γύ­ρη της κα­τοι­κί­ας της. Με το εσώ­ρου­χό της, θέ­λω να πω.

Έλα­βε άφε­ση των αμαρ­τιών της και κο­σμεί τις δέλ­τους των Αγί­ων, αφού πέ­τα­ξε, ακρι­βώς πριν, το κλει­δί του κα­τοι­κη­μέ­νου σώ­μα­τός της από το πα­ρά­θυ­ρο της κα­τοι­κί­ας της στον στε­γνό δρό­μο, δεν εί­χε ανά­γκη άλ­λων στρο­φών κλει­διού στην κλει­δα­ριά της εξώ­θυ­ρας, ξε­κλεί­δω­τες εί­χε αφή­σει όλες τις εσώ­θυ­ρες ως ακρι­βώς πριν. Ήταν πά­μπλου­τη. Εί­χαν εξάλ­λου πα­ρέλ­θει οι ενιαυ­τοί και εί­χε απο­φα­σί­σει να απο­φύ­γει να σκου­ριά­σει το κλει­δί στο χέ­ρι της. Το πέ­τα­ξε στον στε­γνό δρό­μο για να σκου­ριά­σει εκεί, ώστε στο όρ­γα­νο της Αγί­ας Κλο­τίλ­δης να υψω­θεί ο Ακά­θι­στος Ύμνος Magnificat, anima mea. Κλη­ρο­νο­μού­σε το κλει­δί της στο επό­με­νο προς κα­τοί­κη­ση σώ­μα. Δεν θα πεί­ρα­ζε αν σκού­ρια­ζε. Ανα­ζη­τά­ει τις σκου­ριές ο χρό­νος για να τρί­ψει το κλει­δί, να το κά­νει και­νού­ριο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: