Η μανέστρα

Η μανέστρα

Στο Clos Lucé,[1] φθι­νό­πω­ρο στο τέ­λος του, έτος 1518, με­ση­μέ­ρι σή­μα­ναν οι κα­μπά­νες: δια­κο­πή ερ­γα­σί­ας, ώρα φα­γη­τού. Η μα­νέ­στρα στο τσου­κά­λι, ζε­στή τρώ­γε­ται όλο το χρό­νο: χόρ­τα επο­χής, βλα­στά­ρια από τον κή­πο μάλ­λον, εκτός αν τα εί­χε φέ­ρει πρωί πρωί κά­ποιος υπη­ρέ­της, μα­ζε­μέ­να από χω­ρά­φι στη δρο­σιά του πρω­ιού. Η Mα­θου­ρίν, μα­γεί­ρισ­σα ανε­πι­βε­βαί­ω­των λοι­πών στοι­χεί­ων, κερ­δί­ζει εκεί­νη τη μέ­ρα και ώρα τη θέ­ση της στις δέλ­τους της Ιστο­ρί­ας. Έχει τον νου της στο τσου­κά­λι σε τρί­πο­δο πά­νω από τη θρά­κα, αρ­γό βρά­σι­μο, όσο χρειά­ζε­ται να δια­βεί ο κα­μπα­νο­κρού­στης, κουα­σι­μό­δος. Ανα­κα­τεύ­ει πό­τε πό­τε με ξύ­λι­νη κου­τά­λα. Θα ρί­ξει λά­δι, λί­γο αλά­τι, χυ­μό λε­μο­νιού ίσως. Για νο­στι­μιά. Με το μά­τι. Με τη μυ­ρου­διά. Φτω­χή μα­νέ­στρα, πά­ει να πει δί­χως κρέ­ας. Φτω­χή αρέ­σει στον Λε­ο­νάρ­ντο. Η Mα­θου­ρίν τον ενη­μέ­ρω­σε από την κου­ζί­να: «Έτοι­μη σε λί­γο. Θα σερ­βί­ρω!» Ο Λε­ο­νάρ­ντο στο γρα­φείο του. Ακού­ει. Δια­βά­ζει τις ση­μειώ­σεις του στην οπί­σθια όψη (recto) του φύλ­λου αριθ­μός 245, το τε­λευ­ταίο που έχου­με. Δεν πρό­κει­ται κά­τι άλ­λο να προ­σθέ­σει, η Mathurine κα­μπα­νί­ζει: «Σερ­βί­ρω!» Ένα πή­λι­νο πιά­το μα­νέ­στρα, με­τρη­μέ­νες οι κου­τα­λιές, για χόρ­τα­ση, η Mathurine προει­δο­ποιεί: «Μην αρ­γεί­τε». Και με­τά μι­σού λε­πτού σι­γή, συ­μπλη­ρώ­νει: «... για­τί η μα­νέ­στρα κρυώ­νει». Δεν εί­ναι γνω­στό αν εί­χε επα­να­λά­βει αυ­τές τις λέ­ξεις χτες ή προ­χτές ή κά­πο­τε. Εί­ναι γνω­στή η τε­λευ­ταία φο­ρά. H Ιστο­ρία δεν την πα­ρέ­λει­ψε. Ο Λε­ο­νάρ­ντο γρά­φει, λοι­πόν, την τε­λευ­ταία αρά­δα στο τε­λευ­ταίο φύλ­λο χαρ­τιού του τε­λευ­ταί­ου χει­ρο­γρά­φου του: «και λοι­πά, και λοι­πά, για­τί η μα­νέ­στρα κρυώ­νει». Το πή­λι­νο πιά­το εί­ναι μπρο­στά του, βυ­θί­ζει αρ­γά το ορει­χάλ­κι­νο κου­τά­λι στη μα­νέ­στρα. Φέρ­νει αρ­γά το γε­μά­το κου­τά­λι στα χεί­λη του. Τό­σο με­γά­λο το χρέ­ος του στη Mα­θου­ρίν.[2]
Αντι­λαμ­βά­νε­σαι, εν όψει του τερ­μα­τι­σμού, πως η επι­τυ­χία απέ­τυ­χε: δεν έφτα­σες εκεί όπου υπο­λό­γι­ζες πως θα έφτα­νες. Διέ­πρα­ξες το θα­νά­σι­μο αμάρ­τη­μα της φι­λο­τι­μί­ας. Υπέ­κυ­ψες στη σα­γή­νη της υπό­σχε­σης προς τον εαυ­τό σου. Διέ­τρε­ξες τον βίο ως ελεγ­χό­με­νος από τις αβε­βαιό­τη­τές σου. Έβλα­ψες τους αν­θρώ­πους, λί­γους ευ­τυ­χώς, επι­δει­κνύ­ο­ντας τις αυ­θαι­ρε­σί­ες του νου σου εν μέ­σω μιας διαρ­κούς δια­μά­χης με τον εαυ­τό σου, εν μέ­σω της ανυ­παρ­ξί­ας ενός κό­σμου που δη­μιούρ­γη­σες δί­χως να ανα­παυ­θείς την έβδο­μη ημέ­ρα. Ύψω­σες το ανά­στη­μά σου ως μέ­τρο με­γα­λεί­ου σε έναν κό­σμο του οποί­ου η μα­κρο­ζω­ία συ­ντρί­βει τον βίο του στιγ­μιαί­ου χρό­νου σου. Άπλω­σες στο πα­ζά­ρι των αν­θρώ­πων τα χει­ρο­τε­χνή­μα­τα των τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γιών σου και μά­ζε­ψες τις πε­ντά­ρες των θαυ­μα­στών σου. Διέ­σχι­σες τους δια­δρό­μους των με­γά­ρων, ανί­κα­νος να δια­κρί­νεις τη σω­φρο­σύ­νη των μο­νο­πα­τιών στα τρί­στρα­τα. Πρό­σε­ξες τους από­η­χους των θριάμ­βων, τυ­φλός στους ψι­θύ­ρους των ανέ­μων, στις παν­δαι­σί­ες των λου­λου­διών, στις προ­στα­σί­ες των άστρων. Κοί­τα­ξες τα χέ­ρια σου λες και δεν υπάρ­χουν άλ­λα. Άφη­σες τη φω­νή σου να εκ­πορ­νεύ­ει την ει­λι­κρί­νεια των φθόγ­γων, των λέ­ξε­ων, της σιω­πής, της τα­πει­νό­τη­τας. Έφε­ρες στα μέ­τρα σου εκεί­νο που δεν έχει μέ­τρο, το έβγα­λες στις οδούς του μαρ­τυ­ρί­ου που δια­νοί­γουν τα πλή­θη του όχλου. Θε­α­τής του ναυα­γί­ου σου, βγή­κες στην ακτή για να τρο­μά­ζεις εξ απο­στά­σε­ως, για να πε­ρι­γρά­ψεις την αγω­νία της βύ­θι­σης και να ει­σπρά­ξεις τα επί­χει­ρα της σω­τη­ρί­ας σου. Τό­σα επι­τεύγ­μα­τα! Τό­ση επι­τυ­χία! Τό­ση επι­τυ­χη­μέ­νη απο­τυ­χία! Το ελα­φρυ­ντι­κό εί­ναι ότι στα­μά­τη­σες την επι­τυ­χία για ένα πιά­το ζε­στής μα­νέ­στρας. Το ελα­φρυ­ντι­κό εί­ναι ότι δεν άφη­σες τη μα­νέ­στρα να κρυώ­σει. Ο έπαι­νος ανή­κει στη Mα­θου­ρίν. Αλ­λιώς, πε­ρί άλ­λα θα συ­νέ­χι­ζες να τυρ­βά­ζεις. «Και λοι­πά και λοι­πά», ση­μεί­ω­σες προς συ­νέ­χι­ση της αυ­τα­πά­της σου.
Τι κα­τά­ρα να έχει ορι­στεί η απο­τυ­χία σου από την πρώ­τη στιγ­μή που η επι­τυ­χία ανέ­τει­λε στον ορί­ζο­ντα του βί­ου σου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: