Friedrich Hartmann Graf

Drak3Bb

Τρί­τη 14 Οκτω­βρί­ου 1777, ο συν­θέ­της Φρί­ντριχ Χάρ­τμαν Γκραφ άκου­σε τον ήχο της άμα­ξας που πλη­σί­α­ζε και θα στα­μα­τού­σε μπρο­στά στην πόρ­τα του αυ­λό­γυ­ρου. Ανη­συ­χού­σε ότι ο ανα­με­νό­με­νος επι­σκέ­πτης του δεν θα φρό­ντι­ζε να μην πα­τή­σει τις λά­σπες στην άκρη του δρό­μου. Δεν εί­χε προ­λά­βει να κα­λέ­σει τον υπη­ρέ­τη του να απλώ­σει μια πα­τσα­βού­ρα στο σκα­λο­πά­τι της ει­σό­δου, ώστε να σκου­πί­σει ο επι­σκέ­πτης τις σό­λες των σκαρ­πι­νιών του πριν κά­νει το πρώ­το βή­μα στον βρα­χύ διά­δρο­μο που οδη­γού­σε στο σα­λό­νι. Θα εξέ­φρα­ζε την έκ­πλη­ξή του βλέ­πο­ντας τον νε­α­ρό Μό­τσαρτ να τον πλη­σιά­ζει φο­ρώ­ντας γυα­λι­στε­ρά ολο­κά­θα­ρα σκαρ­πί­νια, ο επι­σκέ­πτης δή­λω­σε πως εί­χε αφή­σει τα λα­σπω­μέ­να μπο­τί­νια του στην άμα­ξα, ο αμα­ξάς τον εί­χε πά­ρει στην πλά­τη του και τον εί­χε με­τα­φέ­ρει ώς το κε­φα­λό­σκα­λο, όπου φό­ρε­σε τα αφό­ρε­τα ως εκεί­νη τη στιγ­μή υπο­δή­μα­τά του, θα ήταν απρε­πές να με­τέ­φε­ρε λά­σπη στα πε­ντάλ του πια­νο­φόρ­τε, όπου θα έπαι­ζε μια σύ­ντο­μη σύν­θε­σή του.

Ο νε­α­ρός Μό­τσαρτ δεν εί­χε κα­μία όρε­ξη να επι­σκε­φθεί τον κύ­ριο Γκραφ, πε­ρί­φη­μο και αξια­γά­πη­το φλα­ου­τί­στα, κά­ντο­ρα του να­ού της Αγί­ας Άν­νας στο Άου­γκ­σμπουργκ. Δεν εί­χε κα­μία όρε­ξη να κα­κο­καρ­δί­σει τον Γιό­χαν Αντρέ­ας Στάιν, κα­τα­σκευα­στή πια­νο­φόρ­τε, ένα από τα οποία εί­χε στην κα­το­χή του ο κύ­ριος Γκραφ, που στε­κό­ταν μπρο­στά του, φο­ρώ­ντας μα­κριά μάλ­λι­νη κά­πα, κου­μπω­μέ­νη ώς τον λαι­μό, λες και επρό­κει­το να βγει στην αγο­ρά προς διεύ­θυν­ση ορ­χή­στρας. Υπό το βά­ρος της εν­δυ­μα­σί­ας του, λοι­πόν, λί­γο πριν τα ρο­λό­για της πό­λης ση­μά­νουν την εν­δε­κά­τη πρω­ι­νή, ο κύ­ριος Γκραφ άνοι­ξε το στό­μα του και μί­λη­σε σαν οι λέ­ξεις να έστε­καν πά­νω σε ξυ­λο­πό­δα­ρα, έκλει­σε το στό­μα του σαν να ετοι­μα­ζό­ταν να πει κά­τι άλ­λο, άνοι­ξε λί­γο τα χεί­λη του για να κολ­λή­σει εκεί το φλά­ου­τό του, έσφι­ξε τα χεί­λη του για να μην κα­θυ­στε­ρή­σει τις νό­τες που πε­ρί­με­ναν. «Μπα­μπά, έπαι­ξε με γλυ­κύ­τη­τα ένα σό­λο, ήχος όχι κα­λός για το αυ­τί, δί­χως φυ­σι­κό­τη­τα, πέ­φτει ολό­κλη­ρος πά­νω στις νό­τες, Θεέ και Κύ­ριε! Ού­τε ελά­χι­στο ίχνος μα­γεί­ας. Όταν τε­λεί­ω­σε, έπλε­ξα το εγκώ­μιο της τέ­χνης του, επει­δή το άξι­ζε. Ο κα­κο­μοί­ρης πρέ­πει να κό­πια­σε για να συν­θέ­σει εκεί­νο το πράγ­μα, όφει­λε να το εί­χε δου­λέ­ψει μια στά­λα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Επι­τέ­λους, έσπρω­ξαν προς το μέ­ρος μου το πια­νο­φόρ­τε, βρό­μι­κο και σκο­νι­σμέ­νο ώς τα αυ­τιά, έρ­γο όμως του κυ­ρί­ου Στάιν, έπαι­ξα ό,τι μου ερ­χό­ταν στο νου, το όρ­γα­νο με εξυ­πη­ρέ­τη­σε. Η κά­πα του κυ­ρί­ου Γκραφ έστε­κε ακί­νη­τη, ομο­λο­γού­σε πως το μου­σι­κό τα­ξί­δι έχει τα­ξι­διώ­τες που δεν εί­ναι όλοι υπέ­ρο­χοι. Στα­μα­τώ εδώ για να προ­λά­βω την τα­χυ­δρο­μι­κή άμα­ξα που φεύ­γει στις τρεις το από­γευ­μα. Δεν προ­λα­βαί­νω να αλ­λά­ξω πα­πού­τσια, θα λα­σπω­θούν τα σκαρ­πί­νια μου, τα πε­ντάλ του πια­νο­φόρ­τε ήταν τό­σο λα­σπω­μέ­να».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: