«Ο γραπτός κόσμος πάντοτε περιστρέφεται γύρω από το χέρι που γράφει, οπουδήποτε και αν συμβαίνει να γράφει: όπου βρίσκεσαι βρίσκεται το κέντρο του σύμπαντος», γράφει ο διεθνώς πιο γνωστός πεζογράφος από το Ισραήλ Άμος Οζ (1939), που πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 2018. Σκάλες από το σαλόνι οδηγούν κάτω, στο γραφείο του, με βιβλία σε όλους τους τοίχους και αναλόγιο σε μία γωνία, όπως τα περιγράφει η Shusha Guppy σε συνέντευξη μαζί του στο περιοδικό The Paris Review το 1996. Το σπίτι βρίσκεται στη μικρή πόλη Αράντ, που χτίστηκε το 1961 στα όρια της ερήμου Νεγκέβ, 25 χιλιόμετρα από τη Νεκρά Θάλασσα, όπου μετακόμισαν έπειτα από τριάντα ένα χρόνια ζωής στο κιμπούτς, στο οποίο γνωρίστηκαν δεκαπέντε ετών με τη γυναίκα του (κόρη του βιβλιοθηκάριου του αγροτικού κοινοβίου), γιατί έπασχε από άσθμα ο γιος τους, το μικρότερο από τρία παιδιά.

Αποδέκτης πολλών προσκλήσεων από το εξωτερικό, ο πρώτος κανόνας είναι να μην ταξιδεύω, όταν κυοφορώ ένα βιβλίο, λέει ο Οζ. Ξεκινώ την ημέρα μου στις 6 το πρωί με έναν περίπατο 40 λεπτών στην έρημο, καλοκαίρι ή χειμώνα. Ναι, απαντά, κάνει τρομερό κρύο τον χειμώνα. Η έρημος παραμένει η ίδια – από την εποχή με τους προφήτες και τον Ιησού, έχει πει άλλοτε – οπότε πόσο διαρκεί το «ποτέ» ενός πολιτικού; Ένα μήνα; Έξι μήνες; Τριάντα χρόνια; Εντελώς ασήμαντο διάστημα.

«Μετά πίνω καφέ και κατεβαίνω στο δωμάτιο αυτό, κάθομαι στο γραφείο μου και περιμένω. Χωρίς να διαβάζω, να ακούω μουσική ή να απαντώ το τηλέφωνο. Μετά γράφω, κάποτε μια πρόταση, κάποτε μια παράγραφο – σε μια καλή μέρα, μισή σελίδα. Αλλά είμαι εδώ τουλάχιστον επτά ή οκτώ ώρες κάθε μέρα. Συνήθιζα να νιώθω ένοχος για ένα μη παραγωγικό πρωινό, ιδίως όταν ζούσα στο κιμπούτς και όλοι οι άλλοι εργάζονταν – οργώνοντας χωράφια, αρμέγοντας αγελάδες, φυτεύοντας δέντρα. Τώρα σκέφτομαι την εργασία μου όπως ενός καταστηματάρχη: δουλειά μου είναι να ανοίγω το πρωί, να κάθομαι και να περιμένω πελάτες. Αν έρθουν μερικοί, είναι ευλογημένο πρωινό, αν όχι, πάλι κάνω τη δουλειά μου. Οπότε έχει φύγει η ενοχή και προσπαθώ να κρατήσω τη ρουτίνα μου του καταστηματάρχη. Αγγαρείες όπως το να απαντάς σε επιστολές, φαξ και τηλεφωνήματα συμπιέζονται σε μια ώρα πριν από το μεσημεριανό ή βραδινό γεύμα. Ίσως οι ποιητές και οι διηγηματογράφοι να μπορούν να δουλέψουν με διαφορετικό τρόπο. Αλλά το να γράφεις μυθιστορήματα είναι μια πολύ πειθαρχημένη υπόθεση. Το να γράφεις ένα ποίημα είναι όπως μια σύντομη σχέση, υπόθεση μιας νύχτας∙ ένα διήγημα είναι ένα ειδύλλιο, μια σχέση∙ ένα μυθιστόρημα είναι ένας γάμος – κανείς χρειάζεται να είναι πανούργος, να επινοεί συμβιβασμούς και να κάνει θυσίες.»

Πώς περνούν όμως τα βράδια σε μια τόσο μικρή πόλη; Είναι ένα συναρπαστικό μέρος, απαντά ο Οζ με χαρακτηριστικό χιούμορ: τρία εστιατόρια και τρεις τράπεζες, ένα καινούργιο εμπορικό κέντρο, ένα κουρείο και ένα βιβλιοπωλείο. Τα τελευταία χρόνια μεταναστεύουν πολλοί Εβραίοι από τη Ρωσία με προσόντα. Λέμε ότι, αν φτάσει Ρώσος που δεν κουβαλά βιολί, σίγουρα πρόκειται για πιανίστα. Κάποιες φορές διαβάζω τι έγραψα το πρωί και το κατεδαφίζω ανελέητα για να ξαναρχίσω την επομένη. Κάποιες φορές επισκέπτομαι «το τοπικό κοινοβούλιο: καναδυό πάγκους στο καφενείο όπου άτομα διαπληκτίζονται για το νόημα της ζωής, τη σημασία της ιστορίας ή την πραγματική πρόθεση του Θεού, και αυτό αποτελεί την αγαπημένη μου ψυχαγωγία».

Δεν γράφω άρθρα σε εφημερίδες επειδή μου το ζητούν, «αλλά επειδή είμαι γεμάτος οργή. Νιώθω ότι πρέπει να πω στην κυβέρνησή μου τι να κάνει και, κάποιες φορές, πού να πάει. Όχι ότι ακούνε». Γράφω άρθρα από αίσθηση αδικίας και «μόνον όταν συμφωνώ με τον εαυτό μου» απολύτως. Αν μπορώ να σκεφτώ, όπως συνήθως, διαφορετικές απόψεις και αισθήματα για το ίδιο ζήτημα, γράφω ιστορίες όπου αυτά εκφράζονται από διαφορετικούς χαρακτήρες. Ποτέ δεν έχω γράψει διήγημα ή μυθιστόρημα για να κάνω τους ανθρώπους να αλλάξουν άποψη. Αν χρειάζομαι να το κάνω αυτό, γράφω ένα άρθρο. «Αντιθέτως προς τις ιστορίες, τα άρθρα γράφονται σε μία έκρηξη, εντός έξι ή επτά ωρών. Είναι όπως όταν καβγαδίζουμε με τη γυναίκα μου – φωνάζουμε και κραυγάζουμε και μετά τα ξαναφτιάχνουμε. Ζούμε σε ταινία του Φελίνι, όχι του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: οτιδήποτε είναι καλύτερο από τη σιωπή και τα μούτρα και το να κάνει ο ένας τον άλλο να νιώθει ένοχος. Ενεργώ με τις ίδιες αρχές και στην πολιτική.»

Πώς γράφετε, συνεχίζει να ρωτά η συγγραφέας και ερμηνεύτρια παραδοσιακών περσικών τραγουδιών, όπως αρχικά την είχε ενθαρρύνει ο Ζακ Πρεβέρ, που παίρνει τη συνέντευξη. Όρθιος σε εκείνο το αναλόγιο, όπως ο Χέμινγουεϊ, ή καθιστός; Με το χέρι ή σε υπολογιστή; Γράφω με το χέρι, απαντά ο Οζ, χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή ως γραφομηχανή όπου είναι πιο εύκολες οι διορθώσεις. Περπατώ στο δωμάτιο, έπειτα στέκομαι στο αναλόγιο, σημειώνω μια πρόταση και περπατώ πάλι. Ταλαντεύομαι ανάμεσα στο γραφείο και το αναλόγιο.

Έχω δύο στυλό, ένα μπλε και ένα μαύρο, στο γραφείο μου, προσθέτει σε συνέντευξη στην εφημερίδα The New York Times το 2009. Ένα για λογοτεχνία και ένα για πολιτικά κείμενα. «Ποτέ δεν τα μπερδεύω. Το ένα είναι για να λέει στην κυβέρνηση να πάει στο διάολο. Το άλλο είναι για να λέει ιστορίες.»

Η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν ήταν δώδεκα ετών. Έκτοτε δεν την ανέφεραν ποτέ με το όνομά της με τον πατέρα του. Μεταξύ δεκατεσσάρων και δεκαπέντε έφυγε για να εγκατασταθεί σε κιμπούτς, αλλάζοντας σε Οζ, που σημαίνει «δύναμη», το επώνυμό του. «Ο τρόπος ζωής σε κιμπούτς δεν είναι για όλους», έχει πει σε συνέντευξη στο BBC το 1999. «Είναι για ανθρώπους που δεν αποτελεί υπόθεσή τους να δουλεύουν σκληρότερα από όσο πρέπει να δουλεύουν για να βγάλουν πιο πολλά λεφτά από όσα χρειάζονται για να αγοράσουν πράγματα που δεν χρειάζονται πραγματικά για να εντυπωσιάσουν ανθρώπους που δεν συμπαθούν πραγματικά.»

Όταν άρχισε να δημοσιεύει τις πρώτες του ιστορίες και ζήτησε λίγο χρόνο από τα αγροτικά καθήκοντα του κιμπούτς για να γράφει, υπήρξε έντονη διαμάχη μεταξύ των πρεσβυτέρων: Ποιος είναι, είκοσι τεσσάρων ετών, να αποκαλεί τον εαυτό του συγγραφέα; Και αν όλοι αυτο-αποκαλούνται καλλιτέχνες; Ποιος θα αρμέγει τις αγελάδες και θα οργώνει τη γη; Τελικά, μετά από πολλές συζητήσεις, του δόθηκε μια ημέρα για γράψιμο, ενώ δίδασκε δύο, καθώς τον είχαν στείλει να σπουδάσει, και δούλευε τρεις στα χωράφια. Συνέχισε να γράφει καπνίζοντας τη νύχτα, με κατεβασμένο καπάκι καθισμένος στην τουαλέτα, στο μικροσκοπικό σαν κελί φοιτητή διαμέρισμά τους. Επόμενα βιβλία προσέθεταν ημέρες. Με το βιβλίο του «Ο Μιχαέλ μου» μεταξύ των ευπώλητων, ενώ οι εισπράξεις συνέχισαν να πηγαίνουν στο κοινό ταμείο του κιμπούτς, έφτασε να έχει τρεις ημέρες για γράψιμο. Τη δεκαετία του 1980 του δόθηκαν 4 ημέρες, με δύο για διδασκαλία και εκ περιτροπής καθήκοντα σερβιτόρου Σάββατο στην τραπεζαρία.

Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω βιβλίο


Είχα την ελπίδα παιδί, γράφει ο Οζ, όταν μεγαλώσω να γίνω βιβλίο. Χαμογέλασε, όταν ο Ντέιβιντ Ρέμνικ, για πορτραίτο του στο περιοδικό The New Yorker το 2004, τον ρώτησε. «Υπήρχε φόβος όταν ήμουν μικρός. Έλεγαν, απολαύστε κάθε μέρα, γιατί όλα τα παιδιά δεν μεγαλώνουν να γίνουν άτομα. Αυτός ίσως ήταν ο τρόπος τους να μου μιλήσουν για το Ολοκαύτωμα ή το πλαίσιο της εβραϊκής ιστορίας. Δεν μεγαλώνουν όλα τα παιδιά. Γνωρίζω ότι οι Ισραηλινοί γίνονται κουραστικοί όταν λένε ότι όλος ο κόσμος είναι εναντίον μας, αλλά τότε τη δεκαετία του σαράντα αυτό λίγο πολύ συνέβαινε. Ήθελα να γίνω βιβλίο, όχι άνθρωπος. Το σπίτι ήταν γεμάτο βιβλία νεκρών και σκέφτηκα πως ίσως ένα βιβλίο επιβιώσει.»

Εννέα χρόνια πιο μεγάλος σε ηλικία από τη χώρα του, «νιώθω για τη γλώσσα», εχει πει ο Άμος Οζ «όλα όσα ίσως δεν νιώθω για τη χώρα». Οι γονείς του, παιδιά οικογενειών που είχαν μεταναστεύσει από την ανατολική Ευρώπη στην Παλαιστίνη, γνωρίστηκαν φοιτητές στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο στην Ιερουσαλήμ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον αριθμό 18 της οδού Άμος στη γειτονιά Κερέμ Αβραάμ (Αμπέλι του Αβραάμ). Ο πατέρας του, βιβλιοθηκάριος, καθώς δεν μπόρεσε να βρει δουλειά σε πανεπιστήμιο, έλεγε ότι μπορούσε να διαβάσει περισσότερες από 15 γλώσσες, ενώ η μητέρα του μιλούσε τέσσερις ή πέντε. Μεταξύ τους μιλούσαν ρωσικά ή πολωνικά, αλλά στον γιο τους επέτρεπαν να μιλά μόνον εβραϊκά, τα οποία γνώριζαν πριν μεταναστεύσουν.

Μετά από δεκαεπτά αιώνες εν υπνώσει, τα εβραϊκά ξαναγεννήθηκαν. Κανείς βέβαια δεν θα μπορούσε να πείσει τους Νορβηγούς να μιλάνε κορεατικά ή τους Έλληνες να μιλάνε πορτογαλικά, λέει ο Οζ. Αλλά στην Παλαιστίνη δεν υπήρχε κοινή γλώσσα μεταξύ των Ασκενάζι Εβραίων που έρχονταν από την ανατολική Ευρώπη και των Σεφαραδιτών Εβραίων από τη Μέση Ανατολή. Υπήρχε η γλώσσα των ιερών βιβλίων. Ήταν σαν να είχες βάλει σε έρημο νησί χίλιους Γάλλους και χίλιους Λιθουανούς Καθολικούς. Κάποια στιγμή θα άρχιζαν όλοι να μιλάνε Λατινικά.

Από το 1967 ο Οζ υπήρξε υποστηρικτής μιας λύσης δύο κρατών στη σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων, με αποτέλεσμα αντίπαλοι του να τον αποκαλούν προδότη. Το αντίθετο του συμβιβασμού δεν είναι η ακεραιότητα, έχει πει, αλλά ο φανατισμός και ο θάνατος. Πρόκειται για μια σύγκρουση ενός δικαίου με ένα άλλο δίκαιο. Πρόκειται για μια τραγωδία που μπορεί να επιλυθεί είτε με τον τρόπο του Σαίξπηρ, με τη σκηνή στο τέλος να γεμίζει πτώματα, είτε με τον τρόπο του Τσέχωφ, όπου στο τέλος κανείς δεν είναι ευτυχής, όλοι είναι απογοητευμένοι, αλλά ζουν. Το φιλειρηνικό κίνημα αγωνίζεται για μια λύση τσεχωφική.

Το βιβλίο δοκιμίων Αγαπητοί ζηλωτές και το μυθιστόρημα Ιούδας είναι από τα τελευταία έργα πριν από τον θάνατό του, με τον οποίο «στένεψε» ο κόσμος, είπε ο φίλος του πεζογράφος Ντέιβιντ Γκρόσμαν. «Μια στο τόσο αξίζει να ανάβει κανείς το φως για να ξεκαθαρίζει το τι συμβαίνει …», τελειώνει ένα παλαιότερο βιβλίο του Οζ, ενώ επίσης έχει πει ότι «Αν επρόκειτο να συνοψίσω τα βιβλία μου σε μια λέξη, θα έλεγα ότι είναι για “οικογένειες”. Αν μου δίνατε δύο λέξεις, θα έλεγα “δυστυχισμένες οικογένειες”».