(Φωτ. Άρις Γεωργίου)

Περνώ από την Ηρώδου του Αττικού – μεσημεράκι με ξαφνική λιακάδα του Δεκεμβρίου. Παραμονές Χριστουγέννων, κατά τις δώδεκα. Κόσμος συρρέει συνέχεια από παντού για να θαυμάσει το σαράντα μέτρα ύψος χριστουγεννιάτικο δέντρο που έστησε ο δήμαρχος κ. Καμίνης – ξαφνικά βλέπω απέναντι, από μακριά να έρχεται η τριάδα των τσολιάδων της Προεδρικής Φρουράς για την αλλαγή βάρδιας στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, που γίνεται ανά μία ώρα. Προηγείται ο δεκανέας αλλαγής και πίσω του οι δυο Εύζωνοι. Και οι τρεις πανύψηλοι, δίμετροι, αρρενωποί, μυστακοφόροι, άκαμπτοι. Είναι ντυμένοι ομοιόμορφα με τον περίφημο χειμερινό ντουλαμά, φέσι με φούντα-φουστανέλα-τσαρούχι, κατά το πρότυπο της στολής του Παύλου Μελά. Κρατούν άψογα επ’ ώμου από ένα τυφέκιο M-1. Έρχονται με το κλασικό αγέρωχο περπάτημα, το αργό σήκωμα-λύγισμα του γόνατου και μετά το δυνατό, καρφωτό χτύπημα του τσαρουχιού στο οδόστρωμα. Κάθε ζεύγος τσαρούχια έχει ατσάλινες πρόκες στις γουρουνόσολες και ζυγίζει τρία κιλά. Ξέρω ότι ο τσολιάς σ’ αυτή την απαρέγκλιτη διαδρομή δεν σταματάει πουθενά και δεν τον σταματάει τίποτα. Τραβάει κατευθείαν μπροστά, παίρνοντας αμπάριζα οποιονδήποτε και οτιδήποτε είναι στον δρόμο του, ανθρώπους, καρέκλες, ή άλλα εμπόδια, μέχρι να φτάσει στο φυλάκιο. Δεν παρεκκλίνει ούτε μισό πόντο της προδιαγεγραμμένης πορείας του, τον λεγόμενο τσαρουχόδρομο. Βλέπω, όμως, όλο και πιο πολύ κόσμο να μαζεύεται λόγω του χριστουγεννιάτικου δέντρου – τα αυτοκίνητα καβάλησαν τα ρείθρα και έχουν παρκάρει παράνομα πάνω στο πεζοδρόμιο της Ηρώδου του Αττικού, ακριβώς στη γραμμή διαδρομής των Ευζώνων. Ανακάθομαι με άγχος – τι θα κάνει, άραγε, ο δεκανέας; Ο κόσμος παραμερίζει με σεβασμό και το άγημα πλησιάζει κατευθείαν προς τα αυτοκίνητα, όλο και σιμώνει. Φτάνοντας μπροστά στα παράνομα παρκαρισμένα οχήματα, ο δεκανέας και οι άλλοι δύο Εύζωνοι δεν διστάζουν ούτε δευτερόλεπτο – τραβούν ευθεία, ανεβαίνουν με τα τσαρούχια τους το ίδιο άκαμπτοι και αγέρωχοι πάνω στα καπό και στους ουρανούς των αυτοκινήτων, κατεβαίνουν και ανεβαίνουν στα επόμενα. Πάντα με τον ίδιο ρυθμό και το ίδιο βήμα, τσαλακώνοντας τις λαμαρίνες, σπάζοντας παρμπρίζ και καπό, τσακίζοντας πορτμπαγκάζ, προβαίνουν ανέκφραστοι, περήφανοι σαν Αλβανομάχοι τσολιάδες που ορμούν να καταλάβουν πάση θυσία το μαρτυρικό ύψωμα 731 της Τρεμπεσίνας. Θρυμματίζουν τζάμια με τον ίδιο διασκελισμό του πεπρωμένου, ανεπηρέαστοι, ανέγγιχτοι, ακολουθώντας τη διαταγή: δεν παρεκκλίνουμε ποτέ, πουθενά, για κανέναν και για τίποτε – γύρω τους εκατοντάδες άλλοι τρελοί Έλληνες που έχουν μαζευτεί βλέπουν τις αναπόφευκτες ζημιές που κάνουν οι Εύζωνοι στα αυτοκίνητα, τη μοιραία τους διαδρομή και, αυθόρμητα, ασυναίσθητα τους χειροκροτούν με ενθουσιασμό και με μια πίστη που έρχεται από πολύ μακριά, απ’ τα βάθη ενός δικού τους, παλιού, ηρωικού θανάτου.