Ο Νάνος Βαλαωρίτης αποτελεί απολύτως εμβληματική φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων σε διεθνή προοπτική. Η δράση του συνδέει το άμεσο παρελθόν τους, αλλά και το απώτερο, με την ανάπτυξή τους τον εικοστό αιώνα. Η δράση του συνδέει όσα γράφονται στα ελληνικά με το παγκόσμιο περιβάλλον τους.
Πρόκειται για σύνδεση που αναπτύχθηκε σε τέσσερα δημιουργικά πεδία, διαπλέκοντας Έλληνες και ξένους συνομιλητές και πνευματικές και γλωσσικές οικογένειες, όπου πολλοί ανακαλούνται, από τον πρόγονό του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη έως τη γυναίκα του Νάνου, Αμερικανίδα εικαστικό Μαρί Γουίλσον, που έφυγε λίγο πριν από τον ίδιο.
Τα τέσσερα δημιουργικά πεδία που ανέδειξε και στα οποία αναδείχθηκε ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι:

— Η ποίηση που έγραψε και η πεζογραφία του και οι άλλες μορφές γραφής, όπως το θέατρο, ως έκβαση, διαστολή και ενδελέχεια της ποίησης.
— Ο δοκιμιακός και κριτικός λόγος και τα κείμενά του ως ερευνητή, μαθητή και δάσκαλου της λογοτεχνίας, που περιλαμβάνουν πρωτότυπες θεωρίες ομηρικής ακροφωνίας.
— Η εισαγωγή στην ελληνική ποίηση και λογοτεχνία αναζητήσεων από τον χώρο της ευρωπαϊκής, αμερικανικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας.
— Η εξαγωγή της ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας πέρα από τα γλωσσικά και άλλα σύνορά της και η προσωπική παρουσία του στα πολιτιστικά τεκταινόμενα διεθνώς.

Στις πολύπλοκες αυτές διαδικασίες εισαγωγής, εξαγωγής και αμφίδρομης καλλιέργειας εντάσσεται η διαρκής δράση του ως δημιουργού και επιμελητή περιοδικών εκδόσεων, ανθολόγου και μεταφραστή.

Πόσοι στο πέλαγος πόσοι πνιγμένοι
Κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν
Όλοι περίμεναν να σ’ αντικρίσουν
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.

Το παραπάνω τετράστιχο, με το οποίο αρχίζει το ποίημά του Τροία, επίσης θυμίζει ότι ηττημένοι αντίπαλοι συνεχώς κινητοποιούν τη φαντασία των Ελλήνων, από τους απροκάλυπτα κρυφούς πρωταγωνιστές της Ιλιάδας Τρώες και τους Πέρσες του Αισχύλου έως σήμερα.
Ξεκινώντας ζωή περιπετειώδη, όπως τα έργα του, ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε εκατό χρόνια μετά την έναρξη του αγώνα για ανεξαρτησία, για ανεξαρτησία και των ελληνικών γραμμάτων. Αληθής και αειθαλής συμπλήρωσε 98 χρόνια από τη δεύτερη εκατονταετία μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης.
Γεννημένος σε μια χώρα που δημιούργησε ο Καποδίστριας και δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ελβετία, γεννημένος πολύ κοντά εκεί όπου έκλαψε ο Έλιοτ επί των υδάτων Λεμάν στην Έρημη χώρα, γεννημένος στη Λωζάνη, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως γενικός πρόξενος, βρέθηκε παιδί στη Γερμανία, λόγω πατρικής ασθένειας, πριν από την επιστροφή στην Ελλάδα, από όπου διέφυγε προς Μέση Ανατολή στα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου γνώρισε τους πάντες, μετέφρασε πρώτος Σεφέρη και άλλους σύγχρονους ποιητές και δημιούργησε προϋποθέσεις για διεθνείς διακρίσεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Βρέθηκε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τη Μαρί Γουίλσον, που τον σύστησε στον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές. Μαζί της γύρισαν στην Ελλάδα, από όπου διέφυγαν, όταν επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία, πριν επιστρέψουν πάλι στην Αθήνα από την Καλιφόρνια μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες.

Έχουν περάσει περισσότερα από σαράντα πέντε χρόνια από τότε που για να τον γνωρίσω, με σύσταση του Κώστα Ταχτσή, κατέβηκα στον Άγιο Φραγκίσκο από το Όρεγκον, όπου είχα βρεθεί μετά το γυμνάσιο φοιτητής.

Η ανακάλυψη του Καβάφη τον έφερε, όταν ήταν 14 ετών, στην ποίηση. Συνέχισε να γράφει ποιήματα με το χέρι και να τα διορθώνει, αργότερα σε υπολογιστή, όπου άλλο άτομο είχε αντιγράψει το δυσανάγνωστο χειρόγραφο. Έγραφε πεζά κείμενα ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Μετέφραζε καθισμένος. Έγραφε όρθιος σε αναλόγιο, μου έχει πει. Έγραφε διαρκώς.

«Θα συνεχίσω άραγες να γράφω και μετά θάνατον; Έχω γράψει σε ώρα τροπικής θύελλας τις παραμονές του τέλους κι όταν το πλοίο βυθιζόταν τραγούδησα στο κατάστρωμα κι όταν γκρεμίζονταν οι πυλώνες του ναού, έκρουσα τις φωνητικές μου χορδές με την τελευταία μου πνοή…
Έγραψα σε ώρες συσκότισης λόγω διακοπής ρεύματος, σε ώρα ψυχικού κλονισμού, παγιδευμένος κάτω από χαλάσματα χωρίς αέρα κι αντικρίζοντας εκτελεστικά αποσπάσματα δικτατοριών. Έγραψα ακούγοντας εκκωφαντικές συναυλίες σκληρού ροκ και στο κρεβάτι μου όταν κοιμόμουνα: τώρα χρειάζομαι μόνο χαρτί και καλαμάρι και θα συνεχίσω να γράφω στον αιώνα τον άπαντα». (Από το βιβλίο του Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη)