Όταν πεθαίνει ένας ποιητής η μαγεία του λόγου παύει να ενεργεί. Το νευρικό σύστημα που συνδέει τις λέξεις μεταξύ τους και στέλνει τα μηνύματα στον συλλογικό εγκέφαλο σμπαραλιάζεται. Τ' αποτελέσματα είναι θανάσιμα για τον λαό. Μία περίοδος σεξουαλικής ατροφίας ακολουθεί. Τα χωράφια δεν παράγουν σιτάρι, στα καρποφόρα δέντρα τα φρούτα ξεραίνονται πρόωρα. Ο ίδιος ο ήλιος σταματάει την κίνησή του. Φοβερές κάψες ακολουθούν. Λιμός και χολέρα ξεσπάνε. Παιδιά δεν γεννιούνται πια ζωντανά από τα σπλάχνα των μανάδων τους. Μία γενική παραλυσία σταματάει και εμποδίζει κάθε κίνηση στη χώρα. Τότε ξεκινάν τα πλήθη με επικεφαλής τον Αρχιερέα, τον διορισμένο από τον ίδιο τον τύραννο και πάνε να κάνουν τα παράπονά τους. Ζητάνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να τιμωρηθεί ο υπαίτιος και να γίνει παράδειγμα η περίπτωσή του ώστε να μην επαναληφθεί το κακό. Ο τύραννος δέχεται την αντιπροσωπεία του λαού με ανάμικτα αισθήματα. Αισθάνεται υποχρεωμένος να κάνει κάτι για να ξεπλύνει το όνειδος, το μεγάλο κενό – σαν μια πληγή που κακοφόρμισε, που άφησε στο θάνατό του ολάνοιχτο, σαν στόμα του Άδη, ο μακαρίτης. [...]

[ Αρχή πεζογραφήματος γραμμένου στην Καλιφόρνια το 1971 ]